Πηγή εικόνας : Από originaly owned and uploaded by Κλέαρχος Π. Καπούτσης, transfered to commons by Μυρμηγκάκι – Papiroi.jpg, Attribution
Από τα ευρήματα των ανασκαφών είναι πλέον γνωστό ότι η περιοχή του Ακρωτηρίου κατοικήθηκε για πρώτη φορά κατά την Ύστερη Νεολιθική περίοδο (γύρω στο 4500 π.Χ.) και κατά τον 18ο αιώνα π.Χ. είχε εξελιχθεί σε πόλη.
Στις αρχές του 17ου αιώνα π.Χ. υπέστη μεγάλες καταστροφές από σειρά σεισμών, αλλά στην συνέχεια πολλά από τα κτίρια επισκευάστηκαν και άλλα έμειναν όπως ήταν, ενώ νέα κτίρια κτίστηκαν κοντά στα παλαιότερα και η πόλη επεκτάθηκε προς τα βόρεια.
Η πόλη άκμαζε κατά την Υστεροκυκλαδική Ι περίοδο, μέχρι τον ενταφιασμό της από την λεγόμενη «Μινωική έκρηξη». Η Υστεροκυκλαδική Ι Περίοδος είναι σύγχρονη με την Υστερομινωική ΙΑ Περίοδο στην Κρήτη, περίοδος κατά την οποία άκμαζαν τα νέα ανάκτορα (Νεοανακτορική Περίοδος) εκεί.Η θέση ήταν ιδανική για ασφαλές αγκυροβόλιο, καθότι ήταν προστατευμένη από τους βόρειους ανέμους, ενώ ταυτόχρονα η μορφολογία του εδάφους ευνοούσε την ανάπτυξη γεωργικών δραστηριοτήτων.
Πιθανολογείται ότι ήταν η πρωτεύουσα του νησιού, αλλά αυτό δεν έχει ακόμη επιβεβαιωθεί. Η έκταση των ανασκαφών είναι κοντά στα 14 στρέμματα και έχει αποκαλυφθεί ένα μικρό ποσοστό της προϊστορικής πόλης.
Η δόμηση ήταν πυκνή και διέθετε πολυώροφα κτίρια με πλούσιες τοιχογραφίες, οργανωμένες αποθήκες, βιοτεχνικούς χώρους, άριστη πολεοδομική οργάνωση με δρόμους, πλατείες και αποχετευτικό σύστημα, το οποίο περνούσε κάτω από το λιθόστρωτο και συνδεόταν απευθείας με τα σπίτια.
Τα οικοδομικά υλικά ήταν πέτρες διαφόρων μεγεθών και σχημάτων, κυρίως ηφαιστειακές, πηλός για συνδετικό κονίαμα, άψητες πλίνθοι (τούβλα) που ενισχύονταν με άχυρο, ξυλεία και ασβεστοκονίαμα. Το μεγάλο πλήθος από τοιχογραφίες, με τις οποίες ήταν διακοσμημένοι πολλοί από τους χώρους των κτιρίων, κατά κανόνα των άνω ορόφων, υποδηλώνουν μια εξελιγμένη και εκλεπτυσμένη αστική κοινωνία, η οποία ντυνόταν με πολυτέλεια, κομψότητα, και εντυπωσιακή πολυχρωμία.
Η αρχιτεκτονική του οικισμού
Τα κτίρια είχαν δύο ή τρεις ορόφους και πολλά δωμάτια. Τα πλουσιότερα ήταν κατασκευασμένα από πελεκητές πέτρες (κυβόλιθοι από ηφαιστειακά πετρώματα με ιδιαίτερα αδρή επιφάνεια που ο Μαρινάτος ονόμασε ξεστές πέτρες και αντίστοιχα ονόμασε τα μεγάλα, πανταχόθεν ελεύθερα κτίρια των οποίων οι εξωτερικοί τοίχοι είχαν κατασκευασθεί από τους κυβόλιθους αυτούς, «Ξεστές»).
Τα υπόλοιπα κτίρια ήταν κατασκευασμένα από ακανόνιστες πέτρες στους εξωτερικούς τους τοίχους και τούβλα λάσπης ενισχυμένα με άχυρα, ξύλα και γύψο στους ελαφρύτερους εσωτερικούς τοίχους των ορόφων.
Η θεμελίωση κατά κανόνα ήταν ρηχή και πολλές φορές υπήρχε τεχνητή επίχωση. Σε δύο περιπτώσεις, κάτω από την Ξεστή 3 και κάτω από τα θεμέλια του μεσοκυκλαδικού κτιρίου, πάνω στα ερείπια του οποίου χτίστηκε η Δυτική οικία, βρέθηκε στρώση από χαλαρά θραύσματα πορώδους λάβας διατομής 4 με 6 εκατοστών (αδράλια), η οποία έπαιζε τον ρόλο σεισμικής μόνωσης.
Τα δάπεδα των ισογείων δωματίων κατασκευάζονταν από πατημένο χώμα ή σχιστολιθικές πλάκες και σε μια περίπτωση από σπασμένα όστρεα πορφύρας και μαύρα βότσαλα, ενώ εκείνα των ορόφων κατασκευάζονταν από ξύλα και καλάμια, πάνω στα οποία υπήρχε πατημένο χώμα, στο οποίο συχνά τοποθετούσαν σχιστολιθικές πλάκες ή βότσαλα. Με ξύλα και καλάμια κατασκευαζόταν και η στέγη, πάνω στην οποία τοποθετούσαν, επίσης, πατημένο χώμα, το οποίο δρούσε ως μονωτικό και εξασφάλιζε δροσιά το καλοκαίρι και ζέστη το χειμώνα.
Τα δωμάτια του ισογείου χρησιμοποιούνταν ως αποθήκες, εργαστήρια ή μύλοι, ενώ οι πάνω όροφοι ήταν οι χώροι διαμονής των κατοίκων. Στα πιο πλούσια σπίτια, συχνά, οι τοίχοι των πάνω ορόφων ήταν διακοσμημένοι με τοιχογραφίες. Οι δρόμοι της πόλης ήταν λιθόστρωτοι. Η αποχέτευση των κτιρίων γινόταν με πήλινους σωλήνες που βρίσκονταν μέσα στους τοίχους των κτιρίων και κατέληγαν σε χτιστούς υπονόμους κάτω από τους λιθόστρωτους δρόμους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου