Του Γεωργίου Παπασίμου
Εκατό χρόνια από την Μικρασιατική καταστροφή που επέφερε εκατόμβη θυμάτων και γιγαντιαία προσφυγικά κύματα και σφράγισε τη σύγχρονη ιστορία του ελληνισμού είναι αναμφισβήτητα ικανό χρονικό διάστημα για να υπάρξει νηφάλια προσέγγιση στο πολυσύνθετο και κρίσιμο αυτό ζήτημα.
Απαιτούνται απαντήσεις για το εάν υπήρξε αναγκαιότητα για την Μικρασιατική εκστρατεία το 2019 ή εάν αυτή αποτελούσε μια ουτοπική χίμαιρα ή πολύ περισσότερο ένας επικίνδυνος τυχοδιωκτισμός. Απαιτούνται απαντήσεις για τις βασικές αιτίες που οδήγησαν σε αυτήν την παταγώδη αποτυχία και για τις οδυνηρές συνέπειες για τον Ελληνισμό. Απαιτούνται απαντήσεις για τον εάν το εγχείρημα αυτό ήταν εκ των προτέρων καταδικασμένο σε αποτυχία και αν όχι ποιοι ήταν οι κύριοι συντελεστές αυτής.
Τέλος κρίσιμος παράγοντας μιας τέτοιας ουσιαστικής αναζήτησης αποτελούν τα συμπεράσματα που πρέπει να εξαχθούν για το παρόν και μέλλον του Ελληνισμού από αυτήν την επιχείρηση που αποτέλεσε το πιο φιλόδοξο εγχείρημα του νεοελληνικού κράτους μετά τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του 1821. Και όλα αυτά γιατί η Μικρασιατική καταστροφή δεν αποτελεί ένα απλώς οδυνηρό για τον Ελληνισμό γεγονός του παρελθόντος, αλλά ενεργό στοιχείο του παρόντος αφού μετά την τουρκική εισβολή και κατοχή της Κύπρου έπαψε να υφίσταται η όποια επιτευχθείσα ελληνο-τουρκική φιλιά που θεμελιώθηκε στις στάχτες της Μικρασιατική ήττας και της οδύνης του ξεκληρισμού του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας με τη συνθήκη της Λωζάνης το 1923 και την ανταλλαγή των πληθυσμών. Είχε βέβαια προηγηθεί της κυπριακής τραγωδίας η τελευταία πράξη του δράματος, του πλήρους ξεκληρίσματος της ελληνικής μειονότητας από την Πόλη το 1955, υπό τον εντεταλμένο τουρκικό όχλο, που ανάγκασε χιλιάδες Έλληνες να φύγουν από την Κωνσταντινούπολη με συνέπεια τη δραματική απομείωση της ελληνικής μειονότητας.
Έτσι, η αποτύπωση και η ανασύνθεση της μικρασιατικής τραγωδίας αποκτά πέραν του επετειακού ενδιαφέροντος των εκατό χρόνων και ουσιαστικό χαρακτήρα, αφού με την άνοδο του επιθετικού ισλαμοεθνικισμού νεοοθωμανικής κοπής τα τελευταία χρόνια, η Ελλάδα και η Κύπρος βρίσκονται ξανά στο μάτι του κυκλώνα της τουρκικής επιθετικότητας με την αμφισβήτηση του Αιγαίου (επιδιώκεται από την πλευρά της Τουρκίας συγκυριαρχία) και της Ανατολικής Μεσογείου (διεκδικούνται προς υφαρπαγή τεράστιες θαλάσσιες ζώνες, που με βάση το ισχύον Διεθνές Δίκαιο ανήκουν στην εν δύναμει ΑΟΖ της Ελλάδος) μέσω της Τουρκικής κατασκευής της Γαλάζιας Πατρίδας και του παράνομου τουρκο-λιβυκού μνημονίου. Ιδιαίτερα πρέπει να επισημανθεί η τελευταία συστηματική προώθηση του τουρκικού αιτήματος για αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Αιγαίου και της συσχέτισης αυτής με την κυριαρχία αυτών, δείχνουν καθαρά τις πραγματικές προθέσεις της αρπακτικής γείτονος χώρας, είναι η φιλανδοποίηση και δορυφοροποίηση της Ελλάδος. Μάλιστα, ενόψει αυτής της μαύρης επετείου, το ισλαμοφασιστικό καθεστώς της Άγκυρας βυσσοδομεί καθημερινά κατά της Ελλάδος και πιθανόν σχεδιάζει επιθετικές στρατιωτικές κινήσεις.
Όμως, παρά την κρισιμότητα για την ιστορία του Ελληνισμού της Μικρασιατικής καταστροφής λόγω των ειδικών συνθηκών που επικράτησαν στην Ελλάδα μετά από αυτήν (μεταξική δικτατορία, ναζιστική κατοχή, εμφύλιος πόλεμος, μεταπολεμικό κράτος της Δεξιάς, Χούντα των Συνταγματαρχών) υπήρξε συνειδητή κεντρική στόχευση για λήθη και επιβολή ενός είδους ιστορικής αναισθησίας ως μέθοδος επούλωσης αυτού του εθνικού «τραύματος». Για αυτό η επιφανειακή και επιδερμική αυτή τακτική έχει ως συνέπεια να παραμείνει το εθνικό αυτό τραύμα έως σήμερα ανεπούλωτο. Η ίδια τακτική άλλωστε ακολουθήθηκε από την οικονομική και πολιτική ελίτ της χώρας και εν σχέσει με την Κυπριακή τραγωδία το 1974, με τη σημειολογική αναφορά του ότι το ίδιο χρονικό διάστημα της κυπριακής τραγωδίας εορτάζεται ως γενέθλια πράξη της Μεταπολίτευσης. Πίσω, δε, από διακηρύξεις και ανούσια φληναφήματα των ελληνικών ελίτ, ουδεμία ουσιαστική πράξη πλην ελαχίστων εξαιρέσεων (δήλωση του casus beli αν επεκτείνετο ο ΑΤΤΙΛΑΣ και το ενιαίο αμυντικό δόγμα Ελλάδας – Κύπρο από τις κυβερνήσεις του Ανδρέα Παπανδρέου) επέδειξε το ελληνικό πολιτικό σύστημα και για αυτό το «τραύμα» καλυπτόμενο από το απαράδεκτο σύνθημα «Η Κύπρος κείται μακράν».
Πρόκειται για συνεχείς διαχρονικές περιπτώσεις επιβολής εθνικής αμνησίας και λοβοτομής προκειμένου να μην διαταραχθεί το σαθρό πολιτικό και οικονομικό σύστημα. Ειδικότερα ως προς τη Μικρασιατική καταστροφή η οποία συνδέεται με τη συνειδητή τουρκική γενοκτονία όλων των χριστιανικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας (Αρμένιοι, Ασσύριοι, Έλληνες) τόσο από το κίνημα των νεοτούρκων όσο και εν συνεχεία από το κεμαλικό καθεστώς κατά τα έτη 1914-1923 στην ελληνική ιστοριογραφία αυτό το κρίσιμο γεγονός έχει υποβαθμιστεί ερμηνευόμενο με μονομέρεια και σχετικοποίηση των πραγματικών γεγονότων και διαστάσεων του προβλήματος λόγω των ενοχών του πολτικού συστήματος της Ελλάδος. Αυτό έχει ως συνέπεια την απαλλαγή των ενόχων της γενοκτονίας και την απουσία ανάληψης του ιστορικού βάρους των αποτρόπαιων γενοκτονικών πράξεων που διαπράχθηκαν συνειδητά και οργανωμέμενα στην Μικρά Ασία από την επικρατούσα, τότε μιλιταριστική πτέρυγα των νεότουρκων και τη συνέχιση της πολιτικής αυτών από τον Κεμάλ.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η πραγματική σημασία για την Ελλάδα, αλλά και τη Δύση, της εσκεμμένης καταστροφής της Σμύρνης από τον Νουρεντίν Πασά επισημαίνεται όχι από Έλληνες ιστορικούς, αλλά από τον Βρεττανό Gilles Millton («Χαμένος Παράδεισος: Σμύρνη 1922») ο οποίος τονίζει με έμφαση ότι αποτελεί οδυνηρή διαπίστωση ότι οι Ευρωπαίοι δεν διδάσκονται στα σχολεία τους την ιστορία της Μικράς Ασίας και τον εθνικών εκκαθαρίσεων που πραγματοποίησε εκεί ο τουρκικός εθνικιστικός μιλιταρισμός, όλων των μη μουσουλμανικών εθνοτήτων.
Αν κανείς συγκρίνει τις ιστορικές απόψεις μεγάλης μερίδας της ελληνικής ιστοριογραφίας όλων των ιδεολογικών αποχρώσεων (δεξιάς και αριστεράς) θα βρεθεί προ της εκπλήξεως να διαπιστώνει ότι κυριαρχεί η άρνηση της πραγματικότητας, τα ενοχικά συμπλέγματα, καθώς και η μεταφορά των τουρκικών απόψεων. Αυτό για παράδειγμα το διαπιστώνει κανείς ιδιαίτερα εν σχέσει με την πυρκαγιά της μαρτυρικής Σμύρνης που αποδίδεται συνήθως σε τυχαίο γεγονός και όχι σε συνειδητή προσπάθεια του κεμαλικού εθνικισμού να εκδιώξει δια παντός κάθε μη μουσουλμανικό στοιχείο από το χώρο της Μικράς Ασίας. Χαρακτηριστικά ως προς το θέμα αυτό ο Fatih Rifki Atay , σημαίνον κεμαλικό στέλεχος, από τη δεκαετία του 1950 είχε γράψει εμφατικα ότι: «Γιατί κάψαμε τη Σμύρνη; Γιατί φοβηθήκαμε ότι αν έμεναν τα κτίρια τη θέση τους δεν θα μπορούσαμε να απαλλαγούμε από τις μεινότητες» (βλ. Βλάσης Αγτζίδης «Μικρασιατική Καταστροφή»).
Και ενώ θα μπορούσε να υπάρξει η ουσιαστική μελέτη και απεικόνιση των πραγματικών γεγονότων και πράξεων, των ιστορικών ευθυνών εκείνων που συντελέστηκαν δια των πράξεων και παραλείψεων μέσω του εθνικού διχασμού και των συσσωρευμένων λαθών σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο, έτσι ώστε να αποτελέσει όλο αυτό πηγή εθνικής αυτογνωσίας και αποφυγής ίδιων λαθών στο παρόν και στο μέλλον (τα οποία δυστυχώς αναπαράγονται), το ελληνικό πολιτικό σύστημα επέβαλε τη συλλογική αμνησία και την υποδόρια κατασκευασμένη λήθη προκειμένου να ξεπλυθούν τις ευθύνες για την εθνική αυτή τραγωδία, που παραμένει όμως ως σήμερα χαίνουσα. Χαρακτηριστική προσπάθεια και όχι μόνο αυτή, για την προώθηση της συλλογικής αμνησίας αποτέλεσε το βιβλίο της ιστορίας της Στ’ δημοτικού το 2006 στην οποία περιγράφεται η καταστροφή της Σμύρνης και ο βίαιος θάνατος χιλιάδων Ελλήνων ως «συνωστισμός» στην προκυμαία της πόλης. Πρόκειται για το απαύγασμα της αποδομητικής ιστοριογραφίας, που έχει εισχωρήσει σε μεγάλος μέρος των ιστορικών της χώρας στην περίοδο της ύστερης Μεταπολίτευσης (ψευδοαριστερής και νεοφιλελεύθερης κοπής).
Ιδιαίτερα ως προς την Μικρασιατική καταστροφή είναι εντυπωσιακή η σύγκλιση των συντηρητικών ιστορικών, που προσπαθούν για λόγους ιστορικής δικαίωσης της φιλομοναρχικής παράταξης του Κωνσταντίνου να δαιμονοποιήσουν τον Ελευθέριο Βενιζέλο τον οποίο εμφανίζουν ως τυχοδιώκτη και πράκτορα της αγγλικής πολιτικής με τους ιστορικούς της Αριστεράς, που επηρεασμένοι από τις απόψεις της Γ’ Διεθνούς, εμφανίζουν την ελληνική στρατιωτική συμμετοχή ως ενεργούμενο του αγγλικού ιμπεριαλισμού. Βαπτίζουν, δε, το κίνημα των νεοτούρκων και στη συνέχεια αυτό του Κεμάλ ως εθνικό επαναστατικό αντι-αποικιακό κίνημα. Επαναλαμβάνουν δηλαδή την ιστορικά πρόδηλη παραποίηση της μαρξιστικής θεωρίας ως προς το εθνικό ζήτημα από τον Λένιν για εθνικούς λόγους συμφέροντος της ΕΣΣΔ, όπως με μεγάλη παρρησία ανέδειξε την περίοδο εκείνη με κείμενα της η Ρόζα Λουξεγμπουργκ. Η αγνή αυτή και υψηλού επιπέδου επαναστάτρια θεωρούσε ότι αφενός το τουρκικό κίνημα διαπερνάται από βαθιά αντιδραστικό και καταπιεστικό χαρακτήρα και αφετέρου απέδιδε επαναστατικό εθνικό χαρακτήρα στην προσπάθεια των χριστιανικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας να απελευθερωθούν από τη χρόνια καταπίεση της φεουδαρχικής οθωμανικής αυτοκρατορίας, αλλά και της φυσικής εξοντώσεως τους από το διάδοχο νεοτουρκικό και εθνικό κεμαλισμό, που ήδη από το 1914 είχε πραγματοποιήσει τη γενοκτονία των Αρμενίων, αλλά και τον πρώτο μεγάλο διωγμό των ελληνικών πληθυσμών, που έφτασαν τις 350.000. Διωγμοί που επέβαλαν μεταξύ των άλλων και τη στρατιωτική ενεργοποίηση της Ελλάδος, αλλά αποσιωπόνται ή υποτιμώνται ενόψει του ακολουθήσαντος δευτέρου καταστροφικού εξοβελισμού του μακραίωνου Ελληνισμού από την Μικρά Ασία το Καλοκαίρι του 1923.
Σήμερα, που έχει ξανασηκώσει κεφάλι ο τουρκικός αναθεωρητισμός και απειλεί ευθέως την Ελλάδα και την Κύπρο, η ορθή ανάγνωση και ανασύνθεση της μικρασιατικής καταστροφής έξω από δόγματα και ψευτοιδεολογήματα αποτελεί επιτακτικό πατριωτικό καθήκον όλων των υγιών δημοκρατικών δυνάμεων του Ελληνισμού.
ΠΗΓΗ ardin-rixi
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου