Σηματοδοτεί η ματαίωση του προγράμματος FARA το τέλος του επιθετικού ελικοπτέρου; – Η προσέγγιση του DP στο ζήτημα της περαιτέρω εξέλιξης του εξειδικευμένου επιθετικού ελικοπτέρου, τόσο από τεχνολογικής όσο και από επιχειρησιακής πλευράς, έγινε εδώ και αρκετό καιρό με επίκεντρο το δυσθεώρητο πλέον κόστος.
Με τις τιμές αγοράς νέας κατασκευής μονάδων AH-64E Guardian να έχουν εκτιναχθεί σε επίπεδα υψηλότερα ακόμη και σε σχέση με τα αντίστοιχα του 5ης γενιάς μαχητικού F-35A Lightning II, τέτοιες ιπτάμενες πλατφόρμες είναι πλέον απαγορευμένες για την πλειοψηφία των αεροπορικών δυνάμεων των Στρατών των χωρών-μελών του ΝΑΤΟ. Υψηλό βέβαια είναι και το κόστος εκσυγχρονισμού παλιότερων εκδόσεων του AH-64…
Του Στέργιου Δ. Θεοφανίδη
Στο ζήτημα του υψηλού κόστους ήρθε να προστεθεί φυσικά τα τελευταία χρόνια, μέσω της εμπειρίας από τη χρήση του σε πολεμικά μέτωπα και η επιχειρησιακή διάσταση. Εξηγούμαστε… Οι Ρώσοι διέκοψαν οριστικά τις επιχειρήσεις επιθετικών ελικοπτέρων στη Συρία από τους πρώτους κιόλας μήνες της εμπλοκής τους εκεί το 2015. Το ίδιο έπραξαν και στην Ουκρανία. Μετά την αρχική φάση των επιχειρήσεων και αφού υπέστησαν σημαντικές απώλειες, περιόρισαν δραματικά τη χρήση επιθετικών ελικοπτέρων (κυρίως Ka-52 Alligator). Μία εξήγηση που επιχειρήθηκε να δοθεί στον περιορισμό (έως και τερματισμό) της επιχειρησιακής αξιοποίησης επιθετικών ελικοπτέρων από τη πλευρά των ρωσικών δυνάμεων, ήταν το ότι τα συστήματα αυτοπροστασίας που φέρουν δεν είναι αποτελεσματικά…
Όμως και από τη πλευρά των ΗΠΑ και των χωρών – μελών του ΝΑΤΟ που υποστηρίζουν μέσω της αποστολής στρατιωτικού υλικού και οικονομικής βοήθειας την Ουκρανία, ουδέποτε έγινε λόγος για την αποστολή και την εμπλοκή επιθετικών ελικοπτέρων στο πεδίο! Αυτό βέβαια δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι οι Δυτικοί δεν έχουν εμπιστοσύνη τόσο στις δυνατότητες των επιθετικών ελικοπτέρων που διατηρούν σε υπηρεσία (Apache, Guardian, Tiger), όσο και στα συστήματα αυτοπροστασίας που αυτά φέρουν. Απλά, η επιχειρησιακή εμπειρία που αποκτήθηκε από τα αρχικά μάλιστα στάδια των επιχειρήσεων, τους οδήγησε στο συμπέρασμα ότι δεν έχει κανένα πρακτικό νόημα η αξιοποίηση και φθορά στο πεδίο συστημάτων τόσο μεγάλου κόστους και τέτοιων δυνατοτήτων. Επίσης, το ρίσκο της απώλειας των πληρωμάτων τους ήταν και είναι κάτι που λαμβάνεται σοβαρά υπόψη και έχει και τη μεγαλύτερη βαρύτητα…
Και δεν έχει κανένα πρακτικό νόημα από τη στιγμή που με συστήματα πολύ μικρότερου κόστους και χωρίς το ρίσκο της απώλειας ιπταμένων, η εκπαίδευση των οποίων έχει κοστίσει πολλά χρόνια και πολλά εκατομμύρια δολάρια, μπορεί να επιτευχθεί το ίδιο αποτέλεσμα. Οι αλλαγές που συντελούνται καθημερινά στα πεδία των επιχειρήσεων της Ουκρανίας και οδήγησαν, παρά τις αντιδράσεις της βιομηχανίας, τους επιτελείς του Στρατού των ΗΠΑ σε ριζική αλλαγή των σχεδιασμών του για το μέλλον, περιγράφονται από τη φράση του στρατηγού James Rainey διοικητή της AFC (Army Future Command), της Διοίκησης Μελλοντικών Συστημάτων του US Army…
Παρατίθεται αυτολεξεί, ως επιβεβαίωση της επιμονής του DP σε μία αντίστοιχη αλλαγή σχεδιασμών και στα ελληνικά επιτελεία, μέσω της μαζικής ένταξης σε υπηρεσία στις Ένοπλες Δυνάμεις μη επανδρωμένων συστημάτων: “Αισθητήρες και όπλα που προσαρμόζονται σε μία τεράστια γκάμα μη επανδρωμένων αεροχημάτων, σε συνδυασμό με αισθητήρες δορυφόρων σε χαμηλή περιγήινη τροχιά, βρίσκονται πλέον παντού, είναι εύκολα προσβάσιμα στο ελεύθερο εμπόριο και την παγκόσμια αγορά και προπαντός είναι φθηνά. Χαμηλού κόστους”.
Όταν μόνο το ολοκληρωμένο σύστημα αυτοπροστασίας και ηλεκτρονικού πολέμου ενός σύγχρονου επιθετικού ελικοπτέρου, απαρτιζόμενο από παρεμβολείς υπερύθρων (IR countermeasures), παρεμβολείς εκπομπών και συστήματα προειδοποίησης – παραπλάνησης επερχόμενων πυραύλων (MAWS – Missile Approach Warning Systems) κοστίζει δεκάδες εκατομμύρια δολάρια, είναι λογικό τη θέση των επιθετικών ελικοπτέρων/αναγνώρισης να πάρουν μη επανδρωμένα συστήματα, με όλα τα χαρακτηριστικά που προαναφέρθηκαν. Η σχέση κόστους – απόδοσης επομένως, σε συνδυασμό με την κατάργηση του ρίσκου απώλειας ιπταμένων, είναι οι καθοριστικοί παράγοντες της επικράτησης των μη επανδρωμένων αεροχημάτων (UAVs και Drones), έναντι των επιθετικών ελικοπτέρων και των οπλισμένων ελικοπτέρων αναγνώρισης (armed scout).
Η ματαίωση του προγράμματος FARA (στον οποίο διαγωνιζόμενα ήταν τα Raider X της Sikorsky και 360 Invictus της Bell σηματοδοτεί επομένως την ανακατεύθυνση κονδυλίων στο πρόγραμμα V-280, την αγορά πρόσθετων ελικοπτέρων UH-60M Black Hawk και τη χρηματοδότηση του προγράμματος CH-47F Block II Chinook, ενώ παράλληλα καλύπτει και τη μαζική παραγωγή UAV και Drones που θα καλύψουν και το ρόλο armed scout. Προς την κατεύθυνση αυτή μάλιστα αποφασίστηκε η απόσυρση και των μη επανδρωμένων RQ-7 Shadow και RQ-11 Raven και η αντικατάστασή τους από συστήματα νέας γενιάς που μεταξύ άλλων θα παρέχουν τη δυνατότητα να αξιοποιηθούν συνεργατικά με επανδρωμένες ιπτάμενες πλατφόρμες όπως το UH-60M, το CH-47F Block II και φυσικά το AH-64E Guardian.
Αυτά συνεπώς είναι τα νέα δεδομένα στα οποία προσαρμόζεται ταχύτατα η υπερδύναμη. Πολύ γρηγορότερα από όσο η Ελλάδα, αν και οι πληροφορίες καταγράφουν… ζωηρή συζήτηση και προβληματισμό στους κόλπους της Αεροπορίας Στρατού για το ζήτημα. Δεν -πρέπει να- χρειαζόμαστε τους Αμερικανούς, ή οποιουσδήποτε άλλους, για να μας δώσουν το στίγμα των εξελίξεων. Έχουμε, ως χώρα, εμπειρία δεκαετιών, προσαρμοσμένη στο θέατρο επιχειρήσεων που ορίζεται από την περιοχή, την κυριαρχία επί της οποίας καλούμαστε να υπερασπίσουμε. Έχουμε μάτια και βλέπουμε. Αν υπήρχε και λίγο μεγαλύτερη τόλμη στο να εκφέρονται ανοιχτά διαπιστώσεις και προβληματισμοί, θα είχαμε κάνει άλμα… Άρα, υφίσταται κι ένα θέμα γενικότερης νοοτροπίας της ελληνικής κοινωνίας, που δεν θα μπορούσε να αφήσει ανεπηρέαστες τις Ένοπλες Δυνάμεις.
Αυτά όλα σημειώνονται για να καταδείξουν την τεράστια υστέρηση στην υιοθέτηση μη επανδρωμένων συστημάτων (ιπτάμενων και επιφανείας) από την πλευρά της ελληνικής άμυνας, παρά το χαμηλό κόστος ανάπτυξης και παραγωγής τους και παρά τις δυνατότητες της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας στο συγκεκριμένο τομέα. Στην πραγματικότητα αυτή, έχουν γίνει κατ’ επανάληψη αναφορές και αναλύσεις από το DP, τη χρονική συγκυρία δραματικής μετεξέλιξης της απειλής και του θανάσιμου κινδύνου σε θάλασσα και αέρα από την αντίστοιχη πολυετή -άρα συνεπή- και επιτυχή δραστηριοποίηση της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας.
Παρά το γεγονός αυτό η δυστοκία… έως άρνηση υιοθέτησης τέτοιων συστημάτων και μάλιστα με τη δυνατότητα να φέρουν όπλα, παραμένει το κύριο χαρακτηριστικό των ελληνικών ηγεσιών. στρατιωτικών και πολιτικών. Κι όταν προχωρούν, αυτό ακολουθεί την πεπατημένη, αυτή του πελάτη διεθνών προμηθευτών. Παρόλο που εντός της χώρας υπάρχουν πλήρεις δυνατότητες, όπως αποδείχθηκε εμφατικά κατά τη διάρκεια της περυσινής DEFEA. Εκεί παρουσιάστηκε σημαντικός αριθμός πολλά υποσχόμενων πλατφορμών του είδους. Ασχολήθηκε κανείς με στόχο την ανάπτυξη και μαζική παραγωγή καινοτόμων μη επανδρωμένων συστημάτων; Η άρνηση αυτή δεν μπορεί να συνεχίσει να υφίσταται. Έχει προσλάβει διαστάσεις αυτοκτονικής τάσης πλέον…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου