Η σημερινή σύνθεση του ελληνικού υποβρυχιακού στόλου αποτελεί την κατάληξη μίας πορείας περίπου μισού αιώνα. Στο συνοπτικό χρονικό που ακολουθεί, παρουσιάζονται ανά δεκαετία τα ορόσημα αυτής της πορείας ώστε να αποτελέσουν οδηγό για τα βήματα που θα ακολουθήσουν.
(ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ «Πολεμικό Ναυτικό: Αγωνιά για έναν στόλο υποβρυχίων που “βουλιάζει”»)
Του Περικλή Ζορζοβίλη
ΠΗΓΗ: NEWSBREAK
Πρώτη Δημοσίευση: Κυριακάτικη ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
1970: Η ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗΣ
Στη μακρόχρονη ιστορική διαδρομή των υποβρυχίων στο Πολεμικό Ναυτικό (ΠΝ) η δεκαετία του 1970 αποτελεί σημαντικό ορόσημο. Από τον Ιανουάριο του 1886 που αφίχθηκε στην Ελλάδα αποσυναρμολογημένο το πρώτο σουηδικής προέλευσης υποβρύχιο που έφερε την ονομασία «NORDENFELT-I», μέχρι και σήμερα, η δεκαετία του 1970 κατέχει τη μοναδική και ιδιαίτερη θέση κατά τη διάρκεια της να ενταχθούν σε υπηρεσία με τον Στόλο οκτώ νέας κατασκευής υποβρύχια που η προμήθεια τους χρηματοδοτήθηκε από τον κρατικό προϋπολογισμό. Τα νέα υποβρύχια ανανέωσαν ριζικά τον υποβρυχιακό στόλο και αναβάθμισαν την εθνική ναυτική ισχύ παρέχοντας επιχειρησιακό πλεονέκτημα επί του πεδίου.
Στις αρχές της δεκαετίας, τέσσερα υποβρύχια γερμανικής προέλευσης, κατασκευής της HDW (Howaldtswerke-Deutsche Werft), τύπου 209/1100 («ΓΛΑΥΚΟΣ»), τα ΓΛΑΥΚΟΣ S-110, ΝΗΡΕΥΣ S-111, ΤΡΙΤΩΝ S-112 και ΠΡΩΤΕΥΣ S-113 εντάχθηκαν στον Στόλο στις 6 Δεκεμβρίου 1971, τις 19 Ιουνίου 1972, τις 11 Νοεμβρίου 1972 και τις 16 Μαρτίου 1973 αντίστοιχα. Στα τέλη της ίδιας δεκαετίας, επιπλέον τέσσερα υποβρύχια γερμανικής προέλευσης, επίσης κατασκευής της HDW, τύπου 209/1200 («ΠΟΣΕΙΔΩΝ»), τα ΠΟΣΕΙΔΩΝ S-116, ΑΜΦΙΤΡΙΤΗ S-117, ΩΚΕΑΝΟΣ S-118 και ΠΟΝΤΟΣ S-119 εντάχθηκαν στον Στόλο στις 17 Μαΐου 1979, τις 6 Σεπτεμβρίου 1979, τις 1 Ιανουαρίου 1980 και τις 8 Ιουνίου 1980 αντίστοιχα.
Τα νέα κατασκευής γερμανικά υποβρύχια εξοπλισμένα με σύγχρονες για τα δεδομένα της εποχής τορπίλες και συστήματα σε συνδυασμό με τα γαλλικής προέλευσης, κατασκευής CMN (Constructions Mécaniques de Normandie) ταχέα περιπολικά κατευθυνόμενων (Κ/Β) βλημάτων (ΤΠΚ) – πυραυλακάτους, τις τέσσερις τύπου Combattante II («ΚΟΝΙΔΗΣ») που εξοπλισμένες με Κ/Β επιφανείας – επιφανείας MM38 Exocet εντάχθηκαν σε υπηρεσία το 1972, τις τέσσερις τύπου Combattante IIIA («ΛΑΣΚΟΣ») που εξοπλισμένες επίσης με Κ/Β MM38 Exocet εντάχθηκαν σε υπηρεσία τη διετία 1977-1978 και τις έξι τύπου Combattante IIIB («ΚΑΒΑΛΟΥΔΗΣ»), εξοπλισμένες με Κ/Β Penguin, που κατόπιν αδείας της CMN ναυπηγήθηκαν στην Ελλάδα από τα Ελληνικά Ναυπηγεία ΑΕ (ΕΝΑΕ – Σκαραμαγκάς) και εντάχθηκαν σε υπηρεσία τη διετία 1980-1981, μετέτρεψαν το Αρχιπελάγους του Αιγαίου σε χώρο καταστροφής των εχθρικών δυνάμεων υλοποιώντας πρωτοποριακή για την εποχή επιχειρησιακή σύλληψη.
1980: Η ΩΡΑ ΤΟΥ ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΥ
Τα μέσα της δεκαετίας του 1980 το ΠΝ αποφάσισε να εκσυγχρονίσει τα τέσσερα υποβρύχια τύπου 209/1100 καθώς η ηλικία τους προσέγγιζε τα 20 έτη. Το πρόγραμμα εκσυγχρονισμού μέσης ζωής/γενικής επισκευής (ΕΜΖ/ΓΕ) έλαβε την ονομασία «Ποσειδών Ι» («Neptune Ι») και άρχισε στις 5 Μαΐου 1989, με την υπογραφή τριών συμβάσεων, εκ των οποίων η μία αφορούσε τα αντισταθμιστικά ωφελήματα (ΑΩ), με την κοινοπραξία που είχαν συστήσει οι γερμανικές εταιρίες HDW, IKL και Ferrostaal.
Το ΠΝ επίσης υπέγραψε συμβάσεις με διάφορες εταιρίες για την προμήθεια ηλεκτρονικών συστημάτων και κυρίων μηχανών. Το συνολικό κόστος του προγράμματος που χρηματοδοτήθηκε από τον εθνικό προϋπολογισμό, ανήλθε σε 400 εκατ. μάρκα (204,5 εκατ. ευρώ), αυξημένο κατά 25% σε σχέση με αυτό που είχε αρχικά ανακοινωθεί.
Ένα υποβρύχιο θα εκσυγχρονιζόταν στις εγκαταστάσεις της HDW στο Κίελο της Γερμανίας και τα υπόλοιπα τρία στον Ναύσταθμο Σαλαμίνας (ΝΣ) από το πολιτικό και στρατιωτικό προσωπικό του χρησιμοποιώντας «συλλογές υλικών» («package material») και υπηρεσίες που θα παρείχε η κοινοπραξία. Το πρώτο υποβρύχιο που υπέστη τον ΕΜΖ/ΓΕ ήταν το ΤΡΙΤΩΝ S-112, που παρέμεινε στο Κίελο από το 1991 έως το 1993. Στην συνέχεια ακολούθησαν στον Ναύσταθμο Σαλαμίνας τα ΠΡΩΤΕΥΣ S-113 (Ιανουάριος 1993 – 30 Νοεμβρίου 1995), ΓΛΑΥΚΟΣ S-110 (18 Μαρτίου 1996 – Αύγουστος 1998) και ΝΗΡΕΥΣ S-111 (3 Μαρτίου 1998 – 15 Μαρτίου 2000).
Από την υπογραφή των συμβάσεων μέχρι την έναρξη των εργασιών στο ΠΡΩΤΕΥΣ S-113, ο ΝΣ απέκτησε νέες εγκαταστάσεις και κατάλληλη υποδομή ώστε να μπορέσει να ανταπεξέλθει στις υψηλές απαιτήσεις του προγράμματος. Επιπρόσθετα μεγάλος αριθμός στρατιωτικού και πολιτικού προσωπικού εκπαιδεύθηκε στις εγκαταστάσεις της HDW αποκτώντας τις σχετικές γνώσεις, εμπειρία και μεθοδολογία. Για τις εργασίες ΕΜΖ/ΓΕ στον ΝΑ, που εκτελέστηκαν σε συνεργασία με επιλεγμένους ιδιωτικούς φορείς του ελληνικού ναυπηγοεπισκευαστικού τομέα, για κάθε υποβρύχιο απαιτήθηκαν περίπου 450.000 εργατοώρες.
Η γενική επισκευή περιλάμβανε εργασίες στο σκάφος, τα δίκτυα, την εγκατάσταση νέων ιστών και συστήματος φόρτωσης τορπιλών και κατευθυνόμενων βλημάτων κ.α. Ο εκσυγχρονισμός περιλάμβανε την εγκατάσταση συστήματος σόναρ CSU 83-90 και συστήματος διαχείρισης τακτικών δεδομένων και ελέγχου βολής «Κανάρης» (αναπτύχθηκε από το Γραφείο Έρευνας & Τεχνολογίας Ναυτικού – ΓΕΤΕΝ), τον εκσυγχρονισμό των ηλεκτρονικών αντιμέτρων, ολοκλήρωση του εκτοξευόμενου από τορπιλοσωλήνα κατευθυνόμενου βλήματος κατά πλοίων επιφανείας UGM-84D Block 1C Harpoon και την αναβάθμιση του εξοπλισμού ναυτιλίας, επικοινωνιών και ηλεκτρονικών μέσων υποστήριξης (ESM: Electronic Support Measures).
Είναι ακριβώς αυτός ο ΕΜΖ/ΓΕ που επιτρέπει σε δύο υποβρύχια του τύπου, τα ΝΗΡΕΥΣ S-111 και ΤΡΙΤΩΝ S-112 να συνεχίζουν να βρίσκονται σε υπηρεσία σήμερα, 52 χρόνια μετά την ένταξη τους στο Στόλο. Τα υπόλοιπα δύο υποβρύχια του τύπου, τα ΓΛΑΥΚΟΣ S-110 και ΠΡΩΤΕΥΣ S-113 παροπλίσθηκαν στις 9 Ιουνίου 2011 και 16 Μαΐου 2022 αντίστοιχα.
2000: ΤΑ ΦΙΛΟΔΟΞΑ ΣΧΕΔΙΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΙΜΙΩΝ
Λίγο πριν την είσοδο στον 21ο αιώνα, στον απόηχο της Κρίσης των Ιμίων και της ισχυρής ανάπτυξης της εθνικής οικονομίας άρχισαν να υλοποιούνται φιλόδοξα σχέδια για την ενίσχυση του ελληνικού υποβρυχιακού στόλου που περιλάμβαναν και την εισαγωγή μίας επαναστατικής τεχνολογίας, του συστήματος αναερόβιας πρόωσης (AIP: Air Independent Propulsion), δηλαδή την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από κυψέλες υγρών καυσίμων.
Το AIP απαλλάσσοντας τα υποβρύχια που το διαθέτουν από τη διαδικασία εκτέλεσης αναπνευστήρα για τη φόρτιση των συστοιχιών των συσσωρευτών τους, που τα καθιστά ευάλωτα σε εντοπισμό από τις εχθρικές ανθυποβρυχιακές μονάδες, προσφέρει σημαντικό επιχειρησιακό πλεονέκτημα. Ταυτόχρονα επεκτείνει εντυπωσιακά την αυτονομία των υποβρυχίων σε κατάδυση έως και 50 ημέρες.
Το 1998 αποφασίστηκε η υλοποίηση του προγράμματος «Αρχιμήδης» που αφορούσε την προμήθεια τριών υποβρυχίων τύπου 214, σχεδίασης της HDW, με σύστημα αναερόβιας πρόωσης (AIP: Air Independent Propulsion), και με δικαίωμα προαίρεσης για ένα επιπλέον. Για τον σκοπό αυτό υπεγράφη η ύψους 1.292.180.299,21 ευρώ Σύμβαση 012Β/00 μεταξύ υπουργείου Εθνικής Άμυνας και της υπό κρατικό έλεγχο τότε Ελληνικά Ναυπηγεία ΑΕ (ΕΝΑΕ) που ανέλαβε τη συνολική διαχείριση και εκτέλεση του «Αρχιμήδης».
Στις 31 Μαΐου με την 3η τροποποίηση της σύμβασης ενεργοποιήθηκε και το δικαίωμα προαίρεσης για το τέταρτο υποβρύχιο τύπου 214 με κόστος 409.042.050 ευρώ. Η κατασκευή του πρώτου υποβρυχίου θα γινόταν στις εγκαταστάσεις της HDW στο Κίελο της Γερμανίας και των υπολοίπων τριών στις εγκαταστάσεις της ΕΝΑΕ στον Σκαραμαγκά, βάσει συλλογών υλικών και υπηρεσιών που θα παρείχε η HDW που για τις ανάγκες του προγράμματος είχε συστήσει κοινοπραξία με την επίσης γερμανική Ferrostaal.
Το 2002 ακολούθησε η ύψους 826.173.947 ευρώ Σύμβαση 021Β/02 μεταξύ υπουργείου Εθνικής Άμυνας και ΕΝΑΕ για τον εκσυγχρονισμό και επισκευή τριών μεταχειρισμένων υποβρυχίων του ΠΝ τύπου 209/1200 (πρόγραμμα «Ποσειδών ΙΙ / Neptune II») που είχαν συμπληρώσει περίπου 20 χρόνια σε υπηρεσία. Οι εργασίες περιλάμβαναν την εγκατάσταση αναερόβιας πρόωσης (ΑΙΡ), συστήματος διοίκησης και ελέγχου βολής ISUS 90-46, την προσθήκη δυνατότητας υποβρύχιας εκτόξευσης βλημάτων εναντίον πλοίων Sub-Harpoon, την αναβάθμιση του εξοπλισμού επικοινωνιών και την τροποποίηση ή γενική επισκευή των συστημάτων του σκάφους.
Όμως το 2006 άρχισαν τα προβλήματα στο πρόγραμμα «Αρχιμήδης». Κατά τις δοκιμές το πρώτο υποβρύχιο τύπου 214, το «ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΗΣ» παρουσίασε αυξημένη διατοίχιση στην επιφάνεια της θάλασσας η οποία υπό συγκεκριμένες καιρικές συνθήκες έφθανε τις 45 μοίρες.
Η δημοσιοποίηση του φαινομένου προσέδωσε στο «ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΗΣ» το προσωνύμιο «υποβρύχιο που γέρνει» και προκάλεσε τη ρήξη μεταξύ των συμβαλλομένων, του Ελληνικού Δημοσίου και γερμανικής Thyssen Krupp Marine Systems (TKMS) που από το 2005 είχε εξαγοράσει τη HDW και μέσω αυτής απέκτησε και την κυριότητα της ΕΝΑΕ που η HDW είχε αγοράσει το 2002 στο πλαίσιο της διαδικασίας ιδιωτικοποίησης της.
Τον Σεπτέμβριο του 2009 οι ΕΝΑΕ και HDW κατήγγειλαν τις αρχικές συμβάσεις «Αρχιμήδης» και «Ποσειδών ΙΙ» επικαλούμενες καθυστερημένες πληρωμές εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου και ανακοίνωσαν την προσφυγή τους στη διεθνή διαιτησία. Τα τέλη του 2009 η ειδυλλιακή εικόνα της αρχής της δεκαετίας είχε μετατραπεί σε εφιάλτη.
Το Ελληνικό Δημόσιο είχε καταβάλλει 2.033.000.000 ευρώ από το συνολικό τίμημα των 2.838.000.000 ευρώ των συμβάσεων «Αρχιμήδης» και «Ποσειδών ΙΙ», δεν είχε παραλάβει ούτε ένα υποβρύχιο, η TKMS είχε αποφασίσει να διακόψει τη χρηματοδότηση στην ΕΝΑΕ και την απόλυση των εργαζόμενων τους, και είχαν αρχίσει οι διαδικασίες της διεθνούς διαιτησίας κατά του Ελληνικού Δημοσίου.
2010: Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ Η ΔΙΑΨΕΥΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΣΔΟΚΙΩΝ
Η αρχή της δεκαετίας του 2010 χαρακτηρίζεται από την προσπάθεια διευθέτησης των προβλημάτων που κληροδότησε το τέλος της προηγούμενης. Στο πλαίσιο λοιπόν της διαδικασίας πώλησης από την TKMS της πλειοψηφίας (75,1%) του μετοχικού κεφαλαίου της ΕΝΑΕ στον όμιλο Privinvest του Ισκαντάρ Σάφα, έγινε και η αναθεώρηση των αρχικών συμβάσεων «Αρχιμήδης» και «Ποσειδών ΙΙ».
Η δεύτερη υπέστη ολική αναθεώρηση. Με εξαίρεση το υποβρύχιο ΩΚΕΑΝΟΣ S-118 στο οποίο οι εργασίες εκσυγχρονισμού είχαν ολοκληρωθεί, ο εκσυγχρονισμός των υπόλοιπων δύο υποβρυχίων τύπου 209/1200 λόγω της ηλικίας τους (είχαν περάσει οκτώ χρόνια από την ανάθεση της αρχικής σύμβασης) αντικαταστάθηκε με τη ναυπήγηση δύο νέων υποβρυχίων τύπου 214 έναντι σταθερού τιμήματος 500 εκατ. ευρώ ανά υποβρύχιο.
Όμως το 2011 οι προσδοκίες διαψεύστηκαν, καθώς δημιουργήθηκε νέα ρήξη μεταξύ των αντισυμβαλλομένων που εξελίχθηκε σε μετωπική αντιπαράθεση μεταξύ Privinvest και Ελληνικού Δημοσίου που ακόμη συνεχίζεται σε διεθνή δικαστήρια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου