Η δημοσίευση, από την πλευρά της γερμανικής κυβέρνησης, μιας έκθεσης για
τη φτώχεια, πυροδότησε έντονη αντιπαράθεση με την κεντροαριστερή
αντιπολίτευση.
Την ίδια ώρα, μερίδα του Τύπου κατηγορεί την ηγεσία του κράτους ότι εξωράισε την κοινωνική κατάσταση στη χώρα.
Η «Έκθεση για την φτώχεια και τον πλούτο στη Γερμανία», που αφορά την περίοδο 2007-2012 -η τέταρτη του είδους από το 2001- αναφέρει ότι υπήρξε μία θετική εξέλιξη στα διαθέσιμα έσοδα των νοικοκυριών, που οφείλεται στην ανθούσα αγορά εργασίας στην ατμομηχανή της ευρωπαϊκής οικονομίας. Ο δείκτης της ανεργίας μειώθηκε από το 9% το 2007 στο 6,8% το περασμένο έτος στη χώρα.
Από την εξέλιξη αυτή επωφελήθηκε το 40% του λιγότερο εύρωστου οικονομικά πληθυσμού, υπογραμμίζεται στην έκθεση, που βασίζεται στα δεδομένα του ερευνητικού ινστιτούτου DIW. Την ίδια περίοδο μειώθηκε και ο αριθμός των δικαιούχων κρατικών επιδομάτων.
«Φρονώ πως βρισκόμαστε στην ορθή οδό» υπογράμμισε η υπουργός Εργασίας, Ούρσουλα φον ντερ Λέγεν, παρουσιάζοντας σήμερα τη σχετική έκθεση.
Πάντοτε σύμφωνα με τα δεδομένα του DIW, η έκθεση επισημαίνει πως «επί του παρόντος οι ανισότητες στην κατανομή των εισοδημάτων βρίσκονται σε επιβράδυνση» -όμως ακόμη παραμένουν σε υψηλά επίπεδα, όπως παραδέχεται η υπουργός.
Το 50% των φτωχότερων Γερμανών μοιράζεται το 1% της συνολικής κρατικής περιουσίας, ενώ το 10% των πλουσιότερων μοιράζεται τη μισή.
Στο κείμενο σημειώνεται επίσης πως η έκθεση του πληθυσμού στη φτώχεια, ο δείκτης κινδύνου φτωχοποίησης, έχει παραμείνει «σχετικά σταθερός, κάτω από τα δύο τρίτα της ελάχιστης ωριαίας αποζημίωσης».
Στη σημερινή έκθεση αναφέρεται πως η υποχώρηση του καθαρού μισθού σε ορισμένους τομείς εργασίας αποτελεί «έκφραση των διαρθρωτικών βελτιώσεων». Οι καθαροί μισθοί μειώθηκαν κατά 6,1% στο διάστημα 2007-10 για το 10% των χαμηλότερα αμειβομένων εργαζομένων.
Η αντιπολίτευση, όπως και προσκείμενα σε αυτήν σωματεία εργαζομένων, προσάπτουν στην κυβέρνηση ότι χειραγώγησε τα στοιχεία της έκθεσης, εξωραΐζοντας τα αποτελέσματα. Η συνδικαλιστική ένωση DGB στηλίτευσε «τις λαθροχειρίες και τις προσπάθειες μασκαρέματος», που εμφανώς οδήγησαν στην απαλοιφή ορισμένων εδαφίων της έκθεσης.
Από τον περασμένο Νοέμβριο, τα μέσα ενημέρωσης ήδη είχαν εκφράσει τις επιφυλάξεις τους, με κύριο αποδέκτη τον υπουργό Οικονομίας Φίλιπ Ρέσλερ, σχετικά με ορισμένα από τα συμπεράσματα της έκθεσης, της οποίας η σύνταξη ξεκίνησε στις αρχές του 2012, αλλά και για τις προσπάθειες να εξάγεται από αυτή ένα θετικό μήνυμα.
Από την πλευρά της, η Φαν ντερ Λέγεν επιχείρησε να δικαιολογήσει τις αλλαγές στις τελικές διατυπώσεις της έκθεσης, επικαλούμενη την ανάγκη να συμπεριληφθούν πιο επίκαιρα στοιχεία σε αυτή και απάντησε στις κατηγορίες περί εξωραϊσμού της κατάστασης, λέγοντας πως «δεν μπορούμε να αγνοήσουμε το γεγονός πως κάποια πράγματα έχουν βελτιωθεί».
ΠΗΓΗ protothema
Την ίδια ώρα, μερίδα του Τύπου κατηγορεί την ηγεσία του κράτους ότι εξωράισε την κοινωνική κατάσταση στη χώρα.
Η «Έκθεση για την φτώχεια και τον πλούτο στη Γερμανία», που αφορά την περίοδο 2007-2012 -η τέταρτη του είδους από το 2001- αναφέρει ότι υπήρξε μία θετική εξέλιξη στα διαθέσιμα έσοδα των νοικοκυριών, που οφείλεται στην ανθούσα αγορά εργασίας στην ατμομηχανή της ευρωπαϊκής οικονομίας. Ο δείκτης της ανεργίας μειώθηκε από το 9% το 2007 στο 6,8% το περασμένο έτος στη χώρα.
Από την εξέλιξη αυτή επωφελήθηκε το 40% του λιγότερο εύρωστου οικονομικά πληθυσμού, υπογραμμίζεται στην έκθεση, που βασίζεται στα δεδομένα του ερευνητικού ινστιτούτου DIW. Την ίδια περίοδο μειώθηκε και ο αριθμός των δικαιούχων κρατικών επιδομάτων.
«Φρονώ πως βρισκόμαστε στην ορθή οδό» υπογράμμισε η υπουργός Εργασίας, Ούρσουλα φον ντερ Λέγεν, παρουσιάζοντας σήμερα τη σχετική έκθεση.
Πάντοτε σύμφωνα με τα δεδομένα του DIW, η έκθεση επισημαίνει πως «επί του παρόντος οι ανισότητες στην κατανομή των εισοδημάτων βρίσκονται σε επιβράδυνση» -όμως ακόμη παραμένουν σε υψηλά επίπεδα, όπως παραδέχεται η υπουργός.
Το 50% των φτωχότερων Γερμανών μοιράζεται το 1% της συνολικής κρατικής περιουσίας, ενώ το 10% των πλουσιότερων μοιράζεται τη μισή.
Στο κείμενο σημειώνεται επίσης πως η έκθεση του πληθυσμού στη φτώχεια, ο δείκτης κινδύνου φτωχοποίησης, έχει παραμείνει «σχετικά σταθερός, κάτω από τα δύο τρίτα της ελάχιστης ωριαίας αποζημίωσης».
Στη σημερινή έκθεση αναφέρεται πως η υποχώρηση του καθαρού μισθού σε ορισμένους τομείς εργασίας αποτελεί «έκφραση των διαρθρωτικών βελτιώσεων». Οι καθαροί μισθοί μειώθηκαν κατά 6,1% στο διάστημα 2007-10 για το 10% των χαμηλότερα αμειβομένων εργαζομένων.
Η αντιπολίτευση, όπως και προσκείμενα σε αυτήν σωματεία εργαζομένων, προσάπτουν στην κυβέρνηση ότι χειραγώγησε τα στοιχεία της έκθεσης, εξωραΐζοντας τα αποτελέσματα. Η συνδικαλιστική ένωση DGB στηλίτευσε «τις λαθροχειρίες και τις προσπάθειες μασκαρέματος», που εμφανώς οδήγησαν στην απαλοιφή ορισμένων εδαφίων της έκθεσης.
Από τον περασμένο Νοέμβριο, τα μέσα ενημέρωσης ήδη είχαν εκφράσει τις επιφυλάξεις τους, με κύριο αποδέκτη τον υπουργό Οικονομίας Φίλιπ Ρέσλερ, σχετικά με ορισμένα από τα συμπεράσματα της έκθεσης, της οποίας η σύνταξη ξεκίνησε στις αρχές του 2012, αλλά και για τις προσπάθειες να εξάγεται από αυτή ένα θετικό μήνυμα.
Από την πλευρά της, η Φαν ντερ Λέγεν επιχείρησε να δικαιολογήσει τις αλλαγές στις τελικές διατυπώσεις της έκθεσης, επικαλούμενη την ανάγκη να συμπεριληφθούν πιο επίκαιρα στοιχεία σε αυτή και απάντησε στις κατηγορίες περί εξωραϊσμού της κατάστασης, λέγοντας πως «δεν μπορούμε να αγνοήσουμε το γεγονός πως κάποια πράγματα έχουν βελτιωθεί».
ΠΗΓΗ protothema
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου