Η αίσθηση της όσφρησης στη καθημερινή ζωή της Αρχαιότητας
Ο άνθρωπος περιβάλλεται από οσμές και η όσφρηση έχει ένα ιδιαίτερο στοιχείο αναγνώρισης της πραγματικότητας, λειτουργεί σα σύνθημα και η διάσταση του στιγμιαίου συντελεί στη ένταση του βιώματος. Η όσφρηση κατέχει στο αριστοτελικό σύστημα των πέντε αισθήσεων τη τρίτη θέση μετά από την όραση και την ακοή, τις κυρίως γνωσιολογικές αισθήσεις. Το επιστημονικό πείραμα στην εν προκειμένω έκθεση είναι, αριστοτελικά διατυπωμένο, μία μετάβαση εις άλλο γένος, δηλαδή, με βάση τη γνωσιολογία, κείμενα και αντικείμενα, μεταφέρεται ο σημερινός επισκέπτης της εκθέσεως μέσω της φυσιολογίας, της οσφρήσεως, στις συνθήκες ζωής των ανθρώπων της Αρχαιότητας και αναβιώνει την Αθήνα και τη Ρώμη.
Η αναπαραγωγή του κοσμητικού περιβάλλοντος της Αθήνας είναι ένα πρωτότυπο επιχείρημα της αντιμετώπισης της κλασικής Αρχαιότητας. Με την υπάρχουσα συλλογή ελληνικής και ρωμαϊκής προελεύσεως και έρευνα γύρω από ένα ανθρωπολογικό θέμα, την αίσθηση της όσφρησης, παρέχει επιστημονική γνώση στο ευρύτερο κοινό και μία νέα αντίληψη της Αρχαιότητας. Και αυτό γιατί η οσμή συνδυάζει την αισθηματική διάσταση του ευχάριστου ή δυσάρεστου, τη πολιτισμική διάσταση των κανόνων της ευωδίας ή δυσοσμίας και τη κοινωνική διάσταση του περιβάλλοντος των ανθρωπίνων επαφών.
Αντίληψη των οσμών και των αρχαιολογικών ευρημάτων αποκτά κανείς μόνο με μελέτη και βίωμα. Αξίζει όμως και μία φευγαλέα αναφορά στη μεγάλη ποικιλία αττικών βάζων και αγγείων, εάν όχι για άλλο λόγο γιατί έχουν εύηχες ονομασίες όπως κοτύλη, λήκυνθο, αλάβαστρον, δακρυδόχο, σκαφίδα, εξάλειπτρον, σκύφο, πυξίδα, κύλικα, αρύβαλλο, αμφορέα, αρύταινα.
Με βάση συνταγές, απεικονίσεις, κείμενα και επιγράμματα παρασκεύασαν χημικοί αρωματοποιοί χιλιάδες δείγματα οσμών από αιθέρια έλαια, εκχυλίσματα και αποστάγματα. Ως γνωστό αρώματα, οσμές και αναθυμιάσεις δεν συλλέγονται ούτε εκθέτονται. Η έννοια του μουσείου, αυτή καθ’ αυτή, συλλογή, διατήρηση και έκθεση, αγγίζει εδώ τα όρια της. [στο Μουσείο Kestner Αννόβερο, που έγινε 2/2 μέχρι 30/4/ 2006] Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει πώς η εν προκειμένω έκθεση χειρίζεται την αναπαραγωγή οσμών και κατορθώνει μέσα από κείμενα, απεικονίσεις αντικείμενα και σκεύη να συλλάβει το αισθησιακό βίωμα της όσφρησης. Ποια είναι τα στοιχεία της επιστημονικής μεθόδου η οποία καταφέρνει να υπερβεί την ιστορική απόσταση της Αρχαιότητας;
Η έκθεση αναφέρεται σε τέσσερα μεγάλα θέματα μυθολογία, καθημερινή ζωή, ιατρική και θρησκεία. Η μυθολογία γνωρίζει τα μεθυστικά αρώματα στην ηδονική ζάλη και στην έκσταση. Η καθημερινή ζωή γνωρίζει τη μυρωδιά στο καλλωπισμό, στη καθαριότητα, και στη διατροφή. Η ιατρική γνωρίζει τη μυρωδιά στην υγιεινή, στην αναισθησία και στη νάρκωση. Η θρησκεία γνωρίζει την ευωδία στην ευλάβεια της τελετουργίας. Θα εξετάσουμε παραδειγματικά ποια κείμενα μπορούν να πληροφορήσουν ειδικούς για τη σύνθεση χημικών ουσιών. Προφανώς πέραν από τον ερμηνευτικό φιλολογικό τρόπο μελέτης, περιέχουν αυτά τα κείμενα για τον ειδικό αρκετές πληροφορίες σχετικά με διάφορες ουσίες, ώστε να μπορεί να αναπαράγει τη σύσταση των οσμών.
Αρχαία Αρώματα: τα είδη και οι μέθοδοι επεξεργασίας Η αρωματοποιία αποτελούσε έναν κλάδο που απαιτούσε δεξιοτεχνία, εφευρετικότητα, αλλά και την απαραίτητη μυστικότητα. Επρόκειτο για μια τέχνη για την οποία γράφτηκαν ποικίλα αρχαία συγγράμματα, με περιεχόμενο θεραπευτικό, καλλωπιστικό και επικουρικό. Οι αρχαίοι διέκριναν τα αρώματα σε δύο κατηγορίες. Σε αυτά που βρίσκονταν σε υγρή κατάσταση, τα έλαια, και στα παχύρρευστα και στερεά, τις αλοιφές. Τα ρήματα που χρησιμοποιούσαν αντίστοιχα ήταν το χρίω και το αλείφω, ενώ συναντάται επίσης το ξεραλοίφειν για επάλειψη σε στεγνό και όχι υγρό σώμα. Τα αρωματικά έλαια χαρακτηρίζονται ως ευώδη.
Οι αρχαίοι συγγραφείς όπως ο Αθήναιος, ο Ιπποκράτης, ο Ξενοφών, ο Ηρόδοτος, ο Αριστοτέλης, ο Θεόφραστος και άλλοι, αναφέρουν λεπτομέρειες σε σχέση με τα αρχαία αρώματα από λουλούδια, τα οποία έπαιρναν το όνομά τους είτε από το αρωματικό φυτό από το οποίο παράγονταν είτε από το όνομα του παρασκευαστή τους. Το μεγαλείον για παράδειγμα, διάσημο άρωμα της Εφέσου, πήρε το όνομά του από τον Μέγαλλο από τη Σικελία.
Τα πιο γνωστά αρχαία ελληνικά αρώματα ήταν το ίρινον, ελαιόλαδο με εκχυλίσματα από ρίζες ίριδας, το νάρδον, το βάλσαμο, η στακτή το αυθεντικό βάλσαμο μύρου, το μελίνιο από κυδωνέλαιο, το ρόδιο μία διάσημη αλοιφή από τη Ρόδο από εκχύλισμα τριαντάφυλλου μαζί με άλλα αιθέρια έλαια, τοτύλιον έλαιον και άλλα. Πολλές πόλεις μάλιστα ήταν ταυτισμένες με την παραγωγή συγκεκριμένων αρωμάτων και αλοιφών, όπως η Κύζικος περίφημη για το άρωμα της ίριδας, η Κως για το άρωμα μαντζουράνας και μήλων, η Φάσηλης για το ρόδο της κ.τ.λ.
Οι αρχαίοι συχνά εισήγαγαν αρώματα από την Ανατολή, τα οποία μάλιστα ασκούσαν σ’ αυτούς μία ιδιαίτερη γοητεία. Αρώματα, όπως το βρενθείον το ονομαστό άρωμα των Λυδών με μυρωδιά μόσχου και λεβάντας, το οποίο σκεύαζαν σε μικρά αγγεία, τα λυδία, το σούσινο το αρωματικό λάδι κρίνων από τα Σούσα, το μενδήσιο από τη Μέντη στο Νείλο, από λάδι βαλάνου αρωματισμένο με λάδι πικραμύγδαλων, όπως και το μετόπιο, μία ακριβή αρωματική κρέμα από την Αίγυπτο.
Επίσης από τον 6ο αιώνα ήδη εισήγαγαν λάδι φοίνικα από την Ναύκρατη του Νείλου, κρίνο, λωτό και άνιθο από την Αίγυπτο και σίλφιο από τη Λιβύη από το οποίο παρασκεύαζαν ναρκωτικές, φαρμακευτικές αλοιφές, ως αντίδοτο κατά των δηλητηριάσεων. Τις εμπορικές σχέσεις με την ανατολή ευνόησαν ιδιαίτερα οι κατακτήσεις του Αλέξανδρου. Από κει οι Έλληνες προμηθεύονταν καινούργια αρώματα και είδη καλλωπισμού.
Η βιομηχανία των αρωμάτων έφτασε στο αποκορύφωμά της στην πτολεμαϊκή Αίγυπτο.
Μυρεψεία – Σκεύη και Μέθοδοι Επεξεργασίας των προϊόντων
Στο Μινωικό και Μυκηναϊκό πολιτισμό πρέπει να υπήρχαν πολλά μυρεψεία, χώροι παρασκευής προϊόντων καλλωπισμού, αλοιφών και αρωμάτων. Τέτοια στοιχεία εντοπίστηκαν στο ανάκτορο της Ζάκρου (α΄ μισό 15ου αιώνα), στο ανάκτορο της Πύλου (τέλη 13ου αιώνα), στην Οικία του Λαδεμπόρου, αλλά και στην Οικία των Σφιγγών στις Μυκήνες. Στα μυρεψεία αυτά και κυρίως σ’ αυτό της Ζάκρου, βρέθηκε πλήθος αγγείων, κυάθια, κύπελλα, αγγεία κοινής χρήσης, σταμνοειδή, ευρύστομα καδοειδή, αλλά και ολόκληρες σειρές από πύραυνα, θυμιατήρια δηλαδή με διάτρητο πόδι και άνοιγμα για την τοποθέτηση του κάρβουνου, πυριατήρια, καλύμματα χυτρών, ηθμοί (σουρωτήρια), τριποδικές χύτρες, πήλινη σχάρα, σκεύη που στο σύνολό τους χρησιμοποιούνταν για την παρασκευή εκχυλισμάτων αρωματικών βοτάνων.
Γενικώς τα σκεύη που χρησιμοποιούνταν για την παραγωγή καλλυντικών προϊόντων και αρωμάτων ήταν:
Τα γουδιά και οι τριπτήρες, για το κομμάτιασμα ή το άλεσμα του καρπού ή για την επεξεργασία άλλων υλών, όπως το θρυμμάτισμα των ανόργανων υλικών για τα χρώματα
Οι λεκάνες, για την παραγωγή του κρασιού ή του λαδιού
Η ασάμινθος, η μπανιέρα δηλαδή, για το μούλιασμα των λουλουδιών μέσα σε νερό, λάδι ή λίπος για την εξαγωγή του αρώματός τους
Οι χύτρες, για το βράσιμο του λαδιού με σκοπό την παρασκευή του αρώματος
Τα μυροδοχεία, τα αγγεία στα οποία συσκεύαζαν το έτοιμο προϊόν, τα οποία είχαν διάφορα σχήματα, ονόματα, αλλά και διακόσμηση
Τα θυμιατήρια, τα λεγόμενα πύραυνα ή πυριατήρια
Σε σχέση με τις μεθόδους επεξεργασίας που πιθανόν χρησιμοποιούσαν οι αλοιφοποιοί της μινωικής και μυκηναϊκής εποχής, δεν έχουμε σαφείς γραπτές μαρτυρίες αλλά ούτε και άλλες αρχαιολογικές πληροφορίες. Ο Διοσκουρίδης του 1ου αι. μ.κ.ε. περιγράφει λεπτομερώς τη μέθοδο παρασκευής αρωματικών λαδιών, η οποία από τους ερευνητές θεωρείται πως θα πρέπει πιθανόν να ήταν ίδια με αυτή και των προγενέστερων εποχών (Demateria medica 1.43-55):
«Η επεξεργασία γινόταν σε δύο στύψεις. Σκοπός της πρώτης ήταν να καταστήσει το λάδι δεκτικό στο άρωμα των λουλουδιών και των φύλλων που θα προσέθεταν αργότερα. Κατά την πρώτη φάση λοιπόν παρασκεύαζαν μία αλοιφή από κονιορτοποιημένες ρίζες καλάμου, σχοίνου και κύπειρου, αναμεμειγμένες με νερό ή κρασί και την έβραζαν σε λάδι. Μετά σούρωναν το λάδι και το άφηναν να κρυώσει. Η δεύτερη στύψη αποτελούνταν από το βούτηγμα στο κρύο λάδι, εκείνων των λουλουδιών ή των φύλλων που θα έδιναν το τελικό άρωμα. Στο τέλος προσέθεταν τεχνικό χρώμα, αλάτι για τη συντήρηση ή μπαχαρικά»
Η απόσταξη με τη σημερινή της έννοια δεν ήταν γνωστή στην αρχαιότητα.
Οι μέθοδοι για την εξαγωγή αρώματος ήταν η εξαγωγή αρώματος από λουλούδια με εμποτισμό και η έκθλιψη – στύψη. Στην πρώτη περίπτωση τα πέταλα των λουλουδιών απλώνονταν σε ζωικό λίπος ή λάδι και αντικαθίσταντο με νέα μέχρι το λίπος να κορεστεί από το άρωμά τους. Μέσα σ’ αυτό το λάδι ή το λίπος, που πιθανόν να ήταν ζεστό, τα λουλούδια θα έπρεπε να παραμείνουν για να μουλιάσουν. Από αυτή τη διαδικασία προέκυπτε έπειτα μία μυραλοιφή στην οποία έδιναν σχήμα σφαίρας ή κώνου και τη χρησιμοποιούσαν στις γιορτές και τον καλλωπισμό.
Στην έκθλιψη ή στύψη τα άνθη ή οι σπόροι τοποθετούνταν σε λινά υφάσματα υπό μορφή σάκου με θηλιές στις δύο απολήξεις οι οποίες στρέφονταν αντιθετικά ή ακολουθούσαν την ίδια διαδικασία του πιεστηρίου, όπως για την παρασκευή του κρασιού και του λαδιού. Στην όλη διαδικασία θα χρησιμοποιούνταν επίσης η ρητίνη του λαδάνου, του στύρακος, της μαστίχας, του κέδρου και του πεύκου. Τα υλικά θα πρέπει να ανακατεύονταν στις κατάλληλες ποσότητες, στη σωστή σειρά και θερμοκρασία, ενώ στο μείγμα θα προστίθετο και μία ορυκτή χρωστική ουσία. Τις αλοιφές θα πρέπει να τις έβραζαν.
Οι Μινωίτες γνωρίζουμε πως εισήγαγαν κανέλα, βάλσαμο, μύρο, χέννα, νάρδο, βάλανα από την Αίγυπτο, τη Συρία, την Κύπρο και το Λίβανο, ενώ εξήγαγαν πρώτες ύλες, όπως ξύλα κυπαρισσιού, αλλά και έτοιμα προϊόντα όπως λάδι ελιάς, αμυγδάλου και λαδάνου. Πολλά μινωικά βάλσαμα ήταν ιδιαίτερα δημοφιλή στην Αίγυπτο και αναφέρονται σε πολλά κείμενα της 18ης και 19ης Δυναστείας.
Στις πινακίδες της Γραμμικής Β αναφέρονται επίσης διάφορα καρυκεύματα, κάποια από τα οποία αναφέρεται ότι ζυγίζονταν και άλλα ότι μετριόταν σε όγκο. Προφανώς οι ουσίες που αποτελούνταν από μικρούς σπόρους ή μόρια με συμπαγή και ομογενή φυσιογνωμία καταγράφονται με βάση τις μετρήσεις όγκου, ενώ αυτές που αποτελούνταν από μόρια διαφορετικών διαστάσεων και δεν παρουσίαζαν συμπαγή όψη, καταγράφονται με βάση τις μονάδες βάρους.
Αρώματα της αρχαιότητας
Ίρινον: Το ίρινον παράγονταν από τις ρίζες της ίριδας, αφού κόβονταν, απλώνονταν στη σκιά και ξεραίνονταν περασμένες σε νήματα. Το ίρινον ήταν άρωμα εύκολο στην παρασκευή του, με απλά συστατικά και οσμή που βελτιώνονταν με την πάροδο του χρόνου, καθώς και με την προσθήκη ελαιολάδου ή αιγυπτιακής βαλάνου. Επρόκειτο για ένα αγαπητό και σχετικά φθηνό άρωμα.
Νάρδον: Παράγονταν από τη ρίζα της ινδικής νάρδου, με λεπτό άρωμα που άντεχε στο χρόνο. Το καλύτερο νάρδον παράγονταν στην Ταρσό της Κιλικίας. Αποτελούσε απαραίτητο συστατικό της γυναικείας τουαλέτας, ενώ χρησιμοποιούνταν και για τον αρωματισμό του κρασιού, αλλά και για την παρασκευή παστίλιας για ευχάριστη αναπνοή.
Στακτή: Ακριβό και πολυτελές άρωμα, πικρό και δηκτικό, ήταν εισαγόμενο από την Ανατολή, από το έλαιον του θάμνου της σμύρνας. Ήταν ιδιαίτερα γνωστό στους Έλληνες της Μικράς Ασίας, ενώ το όνομά του υποδηλώνει τον τρόπο παρασκευής του, μέσω του σταξίματος του πολύτιμου υγρού της σμύρνας, όταν χαράσσονταν ο βλαστός και τα κλαδιά της. Η συγκομιδή της γινόταν στις πιο ζεστές μέρες του χρόνου και διαρκούσε αρκετό διάστημα. Η σμύρνα χρησιμοποιούνταν για υγρά αρώματα, αλοιφές, παστίλιες, θυμιάματα και αρωματικά κρασιά, καθώς και για ως συστατικό διάφορων σύνθετων αρωμάτων ή για τον εμπλουτισμό φτηνότερων ελαίων.
Βάλσαμο: Το φυτό αυτό ευδοκιμούσε στην Αραβία και τη Συροπαλαιστίνη και ήταν περιζήτητο για τις θεραπευτικές και τις κοσμητικές του χρήσεις. Επρόκειτο για μία ακριβή και σπάνια πρώτη ύλη που χρησιμοποιούνταν μάλιστα και ως ήδυσμα, συστατικό δηλαδή άλλων αρωμάτων. Καθώς λεγόταν, μία σταγόνα από το βάλσαμο αρκούσε για να αρωματίσει ολόκληρο δωμάτιο.
Τύλιον έλαιον: Ήταν διάσημο για το γλυκό και απαλό του άρωμα. Παράγονταν από τη σύνθλιψη σπόρων του φυτού τήλιος ή βούκερας, το γνωστό ως ελληνόχορτο, που συναντώνταν σε κάποια από τα εδάφη της Αττικής. Οι Αθηναίοι το προτιμούσαν μάλιστα ιδιαίτερα για καλλωπιστικούς και ιατρικούς σκοπούς, καθώς και για το φαγητό.
Αναφορές σε αρχαία ελληνικά κείμενα.
Ας εξετάσουμε ποια κείμενα μπορούν να πληροφορήσουν ειδικούς για τη σύνθεση χημικών ουσιών. Προφανώς πέραν από τον ερμηνευτικό φιλολογικό τρόπο μελέτης, περιέχουν αυτά τα κείμενα για τον ειδικό αρκετές πληροφορίες σχετικά με διάφορες ουσίες, ώστε να μπορεί να αναπαράγει τη σύσταση των οσμών.
Πως μύριζε η Αθήνα του 500 π.κ.ε;
Μία από τις σημαντικότερες πηγές πληροφοριών είναι το κείμενο «Δειπνοσοφισταί» του Αθήναιου εκ Ναυκράτιδος. Προέλευση του κειμένου είναι ο βυζαντινός κώδικας από τη βιβλιοθήκη της Κωνσταντινουπόλεως που εμφανίστηκε το 1423 στη Βενετία. Θέμα των «Δειπνοσοφιστών» είναι μία ιδεατή συνεστίαση, συμπόσιο ή δείπνος, που λαμβάνει τόπο στον οίκο ενός Ρωμαίου, γνωστού ως P. Livius Larensis, το 228 μ.κ.ε. στη Ρώμη.
Στο δείπνο παίρνουν μέρος τριάντα ιστορικές προσωπικότητες, Έλληνες και Ρωμαίοι, που συζητούν περί πολιτισμικής και κοινωνικής ζωής, περί εθίμων και ηθών, με αναφορά στη μυθολογία, στην ιστορία, στη φιλοσοφία και στη ποίηση. Επανειλημμένως κατά τη διάρκεια της συνεστιάσεως γίνεται λόγος για τη καθημερινή ζωή στην Αθήνα, και γι’ αυτό οι «Δειπνοσοφισταί» είναι μεταξύ άλλων πηγή πληροφοριών για τις οσμές και τα αρώματα της πόλεως των Αθηνών.
Έτσι μαθαίνουμε ότι στην Αθήνα της κλασικής εποχής εκτιμάτο η ευωδία, αλλά όχι τα μεθυστικά αρώματα της Ανατολής που εθύμιζαν τη περσική, λυδική χλιδή που θεωρείτο μη ελληνοπρεπής. Τα εξωτικά αρώματα της Ανατολής ήταν γνωστά όπως πληροφορούμεθα από το Θεόφραστο, φιλόσοφο, βοτανολόγο και συγγραφέα του βιβλίου «Περί Οσμών». Για τους οικιακούς χώρους στην Αθήνα ίσχυε σχολαστική καθαριότητα. Τα δωμάτια και οι ιματιοθήκες μοσχοβολούσαν άρωμα λεμονιού, μήλο των Εσπερίδων και το άρωμα του ροδάκινου, περσικό μήλο, προστάτευε τα ενδύματα από σκόρους και άλλα έντομα (Αθήν. Δειπν. 3, 83 ε-84 α).
Η υπερβολική ευωδία θεωρείτο ματαιόδοξη, όμως της δόθηκε και μία θετική σημασία σε θεωρητικό επίπεδο. Έτσι ο Αριστοτέλης στα «Ηθικά Νικομάχεια» θεωρεί ότι τα αρώματα των Χαρίτων που ακολουθούσαν την Αφροδίτης, συντελούσαν στις κοινωνικές επαφές των ανθρώπων (Ηθ. Νικ. 5, 1133 α 4-5). Αντιθέτως ο Αριστοφάνης γελοιοποιεί τα διάχυτα μύρα των Χαρίτων στη κωμωδία «Πλούτος» (Πλ. 529/530). Και αυτό όχι μόνο μία φορά.
Η υπερβολική χρήση αρωμάτων, αλοιφών και καλλυντικών, με μία λέξη η φιλαρέσκεια της Αφροδίτης, των Χαρίτων και του Άδωνη, είναι συχνά θέμα γελοιοποιήσεως στις κωμωδίες. Στην ίδια διάσταση, στη κωμωδία «Πλούτος» ο Αριστοφάνης διακωμωδεί τη σχέση Αφροδίτης και γαμηλίου τελετής και τη χρήση των μύρων στο καλλωπισμό της νύφης (Αριστοφ.Πλούτ. 529-530). Και ο Ξενοφώντας στο έργο του «Οικονομικός» αναφέρεται στο διάλογο μεταξύ του Σωκράτη και του συνομιλητή του Ισχόμαχου, ο οποίος περιγράφει τη μανία καλλωπισμού της νεαρής συζύγου του με ζωηρά χρώματα (Ξεν. Οικ. 10,2).
Η αγορά είχε και μυρωδιές και αρώματα. Κρασιά και μούστος εξέπεμπαν το δικό τους άρωμα, της Ρόδου, της Θάσου, της Σάμου, της Χίου, της Θράκης, και η μέθη, όπως λέει ο Ξενοφώντας στο Συμπόσιο γαληνεύει τη ψυχή (Ξεν. Συμπ. 2, 24). Οι φούρνοι έβγαζαν ψωμί άσπρο και μελόπιτα για τους εύπορους, κριθαρένιο για το λαό, τη λεγόμενη «μάζα», προερχόμενη από χυλό κριθαρένιου αλευριού, νερό και λάδι. Ο «σίτος» όπως μαθαίνουμε από τον Αριστοτέλη στο περί «Φυσικής Ακροάσεως» έργο του (Φυσικ. Ακροασ. Ε 230 β, 2) συμπληρωνόταν από τον «όψο» τυριά, μέλι, ξηρούς καρπούς, όσπρια και μία μεγάλη ποικιλία χορταρικών, μαρούλια, σέλινα, ραπάνια, φασόλια, μολόχες, κρεμμύδια.
Μυρωδικά βότανα και φρούτα σκόρπιζαν μυρωδιές και αρώματα. Οι Αθηναίοι έτρωγαν σπανίως κρέας, χοιρινό, αίγα και μοσχάρι, και όταν έτρωγαν κρέας προήρχετο από θυσιαζόμενα ζώα. Ο Μένανδρος σε ένα απόσπασμα του περί δεισιδαιμονίας και θρησκοληψίας στιγματίζει την μικροψυχία των πιστών που αφιερώνουν στους θεούς τα απομεινάρια των ζώων, χολή, εντόσθια και κόκαλα, τα δε καλλίτερα κομμάτια τα καταναλώνουν οι ίδιοι.
Αλλά να μην ξεχνάμε τα ψαρικά. Η ευωδία των ψαρικών ήταν θεσπέσια. Η αγορά ευωδίαζε από ψάρια όλων των ειδών, φρέσκα, καπνιστά, παστά, μικρά και μεγάλα, γλώσσες, λαβράκια πέρκες, χέλια από τη Λίμνη της Κωπαΐδας, καβούρια, αστακούς, στρείδια και μύδια.
Γενικά η αγορά και τα τρόφιμα είναι συχνά θέμα των κωμωδιών του Μενάνδρου και του Αριστοφάνη κυρίως μέσα από το ρόλο του φαφλατά μάγειρα. Το δε κείμενο «Δειπνοσοφισταί» είναι στη κυριολεξία εγχειρίδιο συνταγών μαγειρικής και διαιτητικής, αν και όχι το μοναδικό, γιατί υπάρχουν πολλές πηγές, ολόκληρα βιβλία μαγειρικής της Αρχαιότητας. Στη συγκεκριμένη περίπτωση των «Δειπνοσοφιστών» θέμα των συζητήσεων των συνδαιτυμόνων είναι η ετοιμασία και το σερβίρισμα των εδεσμάτων, η ποικιλία των ποτών και των καρυκευμάτων, με μία λέξη, η ευωχία. Στην κυριολεξία η ευωδία των γευστικών αρωμάτων γίνεται πραγματικότητα μέσω της λαμπρότητας και της παραστατικότητας του κειμένου του Αθήναιου.
Απαραίτητα στις συνεστιάσεις και στις εορταστικές τελετές των ευπόρων ήταν οι στέφανοι από κισσό, δάφνη, μυρτιά, κωνοφόρα, σέλινο, άνηθο, δυόσμο, τριαντάφυλλα, μενεξέδες και άνθη εποχής. Τα στεφάνια βαπτίζονταν επί πλέον σε αρωματικά έλαια και από ιατρικής απόψεως η ευωδία και οι αναθυμιάσεις τους δρούσαν κατά του πονοκεφάλου, της ζάλης του κρασιού, της δυσοσμίας του στόματος, και της δυσπεψίας, όπως αναφέρει ο Αθήναιος (Αθήν. Δειπν.15, 686 cd).
Όσο αφορά το ανθρώπινο σώμα έπρεπε υγεία και καλλωπισμός να συμβαδίζουν. Ο άνθρωπος έπρεπε να είναι ωραίος και καθαρός. Μετά το λουτρό στη καθημερινή ζωή, μετά το λουτρό των ξένων και μετά το λουτρό των αθλητών ακολουθούσε τριβή του σώματος με ελαιώδεις αρωματικές ουσίες όπως μαθαίνουμε από τον Αθήναιο (Αθήν. Δειπν. 15, 686), αλλά αυτό «πάντα εν μέτρω». Το σαπούνι δεν ήταν γνωστό. Στο νερό του λουτρού προστίθετο νάτριο και άλλα άλατα. Ο Θουκυδίδης αναφέρει ότι στο νερό του λουτρού που προήρχετο από τη πηγή Καλλιρρόη προστίθετο ελαιόλαδο, αμυγδαλέλαιο και καρυδέλαιο (Θουκ. 2,15).
Γύρω από τη γαμήλια τελετή μία σειρά εθίμων υπαγόρευε ευωδίες για τη περιποίηση του σώματος του γαμπρού και της νύφης, των χώρων, του επιθαλαμίου και του γεύματος. Στους «Αχαρνείς» του Αριστοφάνη έχουμε μία ακριβή περιγραφή της περιποιήσεως του μέλλοντος γαμπρού Δικαιόπολη (Αριστ. Αχαρν. 1057-1066). Λουτρά με ευωδιαστά βότανα, ίριδες, νάρκισσους ρόδα, κρίνους για τη περιποίηση του σώματος, στέφανοι από μυρτιά για τη τελετή, αρωματικά φρούτα, κυρίως κυδώνια, για τους νεόνυμφους, ευωδιαστές αναθυμιάσεις για το περιβάλλον του εορτασμού.
Στις παλαίστρες και στο γυμναστήριο είχε το ελαιόλαδο θρησκευτική και ιατρική σημασία, χαλάρωμα των μυώνων, αποφυγή τραυματισμών του δέρματος, προστασία από τον ήλιο και τη σκόνη, αυτά κατά το Θουκυδίδη (Θουκ. 1,6, 5-6 Φιλόστρ. γυμ. 43). Μετά την άθληση ακολουθούσε καθαριότητα πάλι με ελαιώδεις ουσίες. Η ίδια η Αθηνά, θεά της φρόνησης, του νου και της αρετής, εν αντιθέσει προς τα μύρα, τα ρόδα και το λιβάνι της Αφροδίτης, αλείφετο κυρίως με ελαιόλαδο μετά την άθληση (Αθην. Δειπν. 15 687 δ).
Υγιεινή και ιατρική, δύο αλληλένδετα θέματα
Αναφέρονται στις θεραπευτικές ιδιότητες των φυτών σε μία ισορροπία μεταξύ μαγείας και φαρμακολογίας, μέσα από ιατρικά κείμενα πρωταρχικής σημασίας, όπως την «Ιπποκράτειο Συλλογή» του Ιπποκράτη, τη «Περί φυτών ιστορία» του Θεόφραστου , το «Περί ιατρικής ύλης» έργο του Διοσκουρίδη, και τα πολλαπλά έργα του Γαληνού περί φυσιολογίας, ανατομίας, χειρουργικής, και θεραπευτικής. Αλλά και μη ιατρικά κείμενα όπως οι «Περιηγήσεις Ελλάδος» του Παυσανία αναφέρονται στις θεραπευτικές ιδιότητες των φυτών (Περ. Ελλ. 9, 41,7).
Στη γυναικολογία, στην οφθαλμολογία, στη χειρουργική, βότανα, ρίζες καρποί, φύλλα και οι ανάλογες οσμές χρησιμοποιούντο ως αντιπυρετικά, παυσίπονα, εμετικά, ψυχοφάρμακα, υπνωτικά και ναρκωτικά. Πέραν από τις γνωστές ευωδίες από μύρα, ρόδα, εσπεριδοειδή, δυόσμο, ορίγανο, νάρκισσο, κύμινο, άνηθο, κάρδαμο, ρητίνη και μαστίχα, τα ιατρικά συγγράμματα αναφέρονται στις θεραπευτικές ιδιότητες του οπίου, του κωνείου, του μανδραγόρα, συχνά τονίζοντας τη σημασία τους ως πανάκεια.
Όσον αφορά το πένθος και τη ταφή, κατά το Πλούταρχο οι νόμοι του Σόλωνος, επέτρεπαν για λόγους λιτότητας τη χρήση ενός μείγματος μόνο από οίνο και έλαιον και απαγόρευαν ακριβά αρώματα, που σημαίνει ότι η πόλις επέμβαινε περιοριστικά στη πιθανή επιδεικτικότητα ευπόρων οικογενειών κατά τη «πρόθεση» και «εκφορά» του νεκρού (Πλούτ. Σόλων 12,21). Κατ’ άλλες πηγές, ναι μεν δεν απαγορευόταν η χρήση ακριβών αρωμάτων, όμως η πόλις δεν έπαυε να μεριμνά για τη τήρηση της δημόσιας ευπρέπειας.
Η αφήγηση θα μπορούσε να συνεχιστεί στο απεριόριστο. Οι κλασικοί συγγραφείς όπως βλέπουμε είναι ανεξάντλητοι. Οι οσμές αναδύονται μέσα από τα κείμενα και η αναπαραγωγή τους είναι προφανώς για τους χημικούς εφικτή. Κλείνουμε τη τρόπον τινά καταγραφή των κλασικών γνωρίζοντας ότι η αναφορά στην όσφρηση παραμένει τελείως επιφανειακή. Σκοπός ήταν να γνωρίσουμε με ποιο τρόπο επιμελήθηκε και παρουσιάστηκε έξω από την Ελλάδα ένα θέμα που αφορά την ελληνική Αρχαιότητα και αυτό ακριβώς γιατί η έκθεση παρακάμπτει τη συνήθη μεγαλειώδη απόσταση αναλόγων παρουσιάσεων της Αρχαιότητας και στρέφεται προς τον άνθρωπο της Αρχαιότητας.
@ Ηω Αναγνώστου
Φωτογραφίες Eos Aurora
***
Αναφορές
Dr. Irene Lang /Οσμές, αναθυμιάσεις και αρώματα της αρχαιότητας/ Έκθεση στο Μουσείο Kestner Αννόβερο, 2/2 μέχρι 30/4/ 2006
Forbes J. R., Studies in Ancient Technology, Volume III, 1993.
Λιβέρη Α., “Η χρήση των αρωματικών φυτών και βοτάνων για την παρασκευή αρωμάτων και καλλυντικών στην ελληνική αρχαιότητα»
Ραυτοπούλου Ε., «Η πώληση και χρήση του ελαιολάδου και του αρωματικού λαδιού στην Αρχαϊκή Ελλάδα»
Τζιγκουνάκη Α., Perna M. “Καρυκεύματα και αρωματικά φυτά κατά τη μυκηναϊκή εποχή”
ΠΗΓΗ terrapapers
Ο άνθρωπος περιβάλλεται από οσμές και η όσφρηση έχει ένα ιδιαίτερο στοιχείο αναγνώρισης της πραγματικότητας, λειτουργεί σα σύνθημα και η διάσταση του στιγμιαίου συντελεί στη ένταση του βιώματος. Η όσφρηση κατέχει στο αριστοτελικό σύστημα των πέντε αισθήσεων τη τρίτη θέση μετά από την όραση και την ακοή, τις κυρίως γνωσιολογικές αισθήσεις. Το επιστημονικό πείραμα στην εν προκειμένω έκθεση είναι, αριστοτελικά διατυπωμένο, μία μετάβαση εις άλλο γένος, δηλαδή, με βάση τη γνωσιολογία, κείμενα και αντικείμενα, μεταφέρεται ο σημερινός επισκέπτης της εκθέσεως μέσω της φυσιολογίας, της οσφρήσεως, στις συνθήκες ζωής των ανθρώπων της Αρχαιότητας και αναβιώνει την Αθήνα και τη Ρώμη.
Η αναπαραγωγή του κοσμητικού περιβάλλοντος της Αθήνας είναι ένα πρωτότυπο επιχείρημα της αντιμετώπισης της κλασικής Αρχαιότητας. Με την υπάρχουσα συλλογή ελληνικής και ρωμαϊκής προελεύσεως και έρευνα γύρω από ένα ανθρωπολογικό θέμα, την αίσθηση της όσφρησης, παρέχει επιστημονική γνώση στο ευρύτερο κοινό και μία νέα αντίληψη της Αρχαιότητας. Και αυτό γιατί η οσμή συνδυάζει την αισθηματική διάσταση του ευχάριστου ή δυσάρεστου, τη πολιτισμική διάσταση των κανόνων της ευωδίας ή δυσοσμίας και τη κοινωνική διάσταση του περιβάλλοντος των ανθρωπίνων επαφών.
Αντίληψη των οσμών και των αρχαιολογικών ευρημάτων αποκτά κανείς μόνο με μελέτη και βίωμα. Αξίζει όμως και μία φευγαλέα αναφορά στη μεγάλη ποικιλία αττικών βάζων και αγγείων, εάν όχι για άλλο λόγο γιατί έχουν εύηχες ονομασίες όπως κοτύλη, λήκυνθο, αλάβαστρον, δακρυδόχο, σκαφίδα, εξάλειπτρον, σκύφο, πυξίδα, κύλικα, αρύβαλλο, αμφορέα, αρύταινα.
Με βάση συνταγές, απεικονίσεις, κείμενα και επιγράμματα παρασκεύασαν χημικοί αρωματοποιοί χιλιάδες δείγματα οσμών από αιθέρια έλαια, εκχυλίσματα και αποστάγματα. Ως γνωστό αρώματα, οσμές και αναθυμιάσεις δεν συλλέγονται ούτε εκθέτονται. Η έννοια του μουσείου, αυτή καθ’ αυτή, συλλογή, διατήρηση και έκθεση, αγγίζει εδώ τα όρια της. [στο Μουσείο Kestner Αννόβερο, που έγινε 2/2 μέχρι 30/4/ 2006] Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει πώς η εν προκειμένω έκθεση χειρίζεται την αναπαραγωγή οσμών και κατορθώνει μέσα από κείμενα, απεικονίσεις αντικείμενα και σκεύη να συλλάβει το αισθησιακό βίωμα της όσφρησης. Ποια είναι τα στοιχεία της επιστημονικής μεθόδου η οποία καταφέρνει να υπερβεί την ιστορική απόσταση της Αρχαιότητας;
Η έκθεση αναφέρεται σε τέσσερα μεγάλα θέματα μυθολογία, καθημερινή ζωή, ιατρική και θρησκεία. Η μυθολογία γνωρίζει τα μεθυστικά αρώματα στην ηδονική ζάλη και στην έκσταση. Η καθημερινή ζωή γνωρίζει τη μυρωδιά στο καλλωπισμό, στη καθαριότητα, και στη διατροφή. Η ιατρική γνωρίζει τη μυρωδιά στην υγιεινή, στην αναισθησία και στη νάρκωση. Η θρησκεία γνωρίζει την ευωδία στην ευλάβεια της τελετουργίας. Θα εξετάσουμε παραδειγματικά ποια κείμενα μπορούν να πληροφορήσουν ειδικούς για τη σύνθεση χημικών ουσιών. Προφανώς πέραν από τον ερμηνευτικό φιλολογικό τρόπο μελέτης, περιέχουν αυτά τα κείμενα για τον ειδικό αρκετές πληροφορίες σχετικά με διάφορες ουσίες, ώστε να μπορεί να αναπαράγει τη σύσταση των οσμών.
Μυροδοχείο με μορφή γονατιστού αθλητή,
που δένει στο κεφάλι του την ταινία του νικητή 540 π.κ.ε. περίπου.
Όλες οι φωτογραφίες από το Μουσείο στοάς Αττάλου
που δένει στο κεφάλι του την ταινία του νικητή 540 π.κ.ε. περίπου.
Όλες οι φωτογραφίες από το Μουσείο στοάς Αττάλου
Αρχαία Αρώματα: τα είδη και οι μέθοδοι επεξεργασίας Η αρωματοποιία αποτελούσε έναν κλάδο που απαιτούσε δεξιοτεχνία, εφευρετικότητα, αλλά και την απαραίτητη μυστικότητα. Επρόκειτο για μια τέχνη για την οποία γράφτηκαν ποικίλα αρχαία συγγράμματα, με περιεχόμενο θεραπευτικό, καλλωπιστικό και επικουρικό. Οι αρχαίοι διέκριναν τα αρώματα σε δύο κατηγορίες. Σε αυτά που βρίσκονταν σε υγρή κατάσταση, τα έλαια, και στα παχύρρευστα και στερεά, τις αλοιφές. Τα ρήματα που χρησιμοποιούσαν αντίστοιχα ήταν το χρίω και το αλείφω, ενώ συναντάται επίσης το ξεραλοίφειν για επάλειψη σε στεγνό και όχι υγρό σώμα. Τα αρωματικά έλαια χαρακτηρίζονται ως ευώδη.
Οι αρχαίοι συγγραφείς όπως ο Αθήναιος, ο Ιπποκράτης, ο Ξενοφών, ο Ηρόδοτος, ο Αριστοτέλης, ο Θεόφραστος και άλλοι, αναφέρουν λεπτομέρειες σε σχέση με τα αρχαία αρώματα από λουλούδια, τα οποία έπαιρναν το όνομά τους είτε από το αρωματικό φυτό από το οποίο παράγονταν είτε από το όνομα του παρασκευαστή τους. Το μεγαλείον για παράδειγμα, διάσημο άρωμα της Εφέσου, πήρε το όνομά του από τον Μέγαλλο από τη Σικελία.
Τα πιο γνωστά αρχαία ελληνικά αρώματα ήταν το ίρινον, ελαιόλαδο με εκχυλίσματα από ρίζες ίριδας, το νάρδον, το βάλσαμο, η στακτή το αυθεντικό βάλσαμο μύρου, το μελίνιο από κυδωνέλαιο, το ρόδιο μία διάσημη αλοιφή από τη Ρόδο από εκχύλισμα τριαντάφυλλου μαζί με άλλα αιθέρια έλαια, τοτύλιον έλαιον και άλλα. Πολλές πόλεις μάλιστα ήταν ταυτισμένες με την παραγωγή συγκεκριμένων αρωμάτων και αλοιφών, όπως η Κύζικος περίφημη για το άρωμα της ίριδας, η Κως για το άρωμα μαντζουράνας και μήλων, η Φάσηλης για το ρόδο της κ.τ.λ.
Οι αρχαίοι συχνά εισήγαγαν αρώματα από την Ανατολή, τα οποία μάλιστα ασκούσαν σ’ αυτούς μία ιδιαίτερη γοητεία. Αρώματα, όπως το βρενθείον το ονομαστό άρωμα των Λυδών με μυρωδιά μόσχου και λεβάντας, το οποίο σκεύαζαν σε μικρά αγγεία, τα λυδία, το σούσινο το αρωματικό λάδι κρίνων από τα Σούσα, το μενδήσιο από τη Μέντη στο Νείλο, από λάδι βαλάνου αρωματισμένο με λάδι πικραμύγδαλων, όπως και το μετόπιο, μία ακριβή αρωματική κρέμα από την Αίγυπτο.
Επίσης από τον 6ο αιώνα ήδη εισήγαγαν λάδι φοίνικα από την Ναύκρατη του Νείλου, κρίνο, λωτό και άνιθο από την Αίγυπτο και σίλφιο από τη Λιβύη από το οποίο παρασκεύαζαν ναρκωτικές, φαρμακευτικές αλοιφές, ως αντίδοτο κατά των δηλητηριάσεων. Τις εμπορικές σχέσεις με την ανατολή ευνόησαν ιδιαίτερα οι κατακτήσεις του Αλέξανδρου. Από κει οι Έλληνες προμηθεύονταν καινούργια αρώματα και είδη καλλωπισμού.
Η βιομηχανία των αρωμάτων έφτασε στο αποκορύφωμά της στην πτολεμαϊκή Αίγυπτο.
Μυρεψεία – Σκεύη και Μέθοδοι Επεξεργασίας των προϊόντων
Στο Μινωικό και Μυκηναϊκό πολιτισμό πρέπει να υπήρχαν πολλά μυρεψεία, χώροι παρασκευής προϊόντων καλλωπισμού, αλοιφών και αρωμάτων. Τέτοια στοιχεία εντοπίστηκαν στο ανάκτορο της Ζάκρου (α΄ μισό 15ου αιώνα), στο ανάκτορο της Πύλου (τέλη 13ου αιώνα), στην Οικία του Λαδεμπόρου, αλλά και στην Οικία των Σφιγγών στις Μυκήνες. Στα μυρεψεία αυτά και κυρίως σ’ αυτό της Ζάκρου, βρέθηκε πλήθος αγγείων, κυάθια, κύπελλα, αγγεία κοινής χρήσης, σταμνοειδή, ευρύστομα καδοειδή, αλλά και ολόκληρες σειρές από πύραυνα, θυμιατήρια δηλαδή με διάτρητο πόδι και άνοιγμα για την τοποθέτηση του κάρβουνου, πυριατήρια, καλύμματα χυτρών, ηθμοί (σουρωτήρια), τριποδικές χύτρες, πήλινη σχάρα, σκεύη που στο σύνολό τους χρησιμοποιούνταν για την παρασκευή εκχυλισμάτων αρωματικών βοτάνων.
Γενικώς τα σκεύη που χρησιμοποιούνταν για την παραγωγή καλλυντικών προϊόντων και αρωμάτων ήταν:
Τα γουδιά και οι τριπτήρες, για το κομμάτιασμα ή το άλεσμα του καρπού ή για την επεξεργασία άλλων υλών, όπως το θρυμμάτισμα των ανόργανων υλικών για τα χρώματα
Οι λεκάνες, για την παραγωγή του κρασιού ή του λαδιού
Η ασάμινθος, η μπανιέρα δηλαδή, για το μούλιασμα των λουλουδιών μέσα σε νερό, λάδι ή λίπος για την εξαγωγή του αρώματός τους
Οι χύτρες, για το βράσιμο του λαδιού με σκοπό την παρασκευή του αρώματος
Τα μυροδοχεία, τα αγγεία στα οποία συσκεύαζαν το έτοιμο προϊόν, τα οποία είχαν διάφορα σχήματα, ονόματα, αλλά και διακόσμηση
Τα θυμιατήρια, τα λεγόμενα πύραυνα ή πυριατήρια
Σε σχέση με τις μεθόδους επεξεργασίας που πιθανόν χρησιμοποιούσαν οι αλοιφοποιοί της μινωικής και μυκηναϊκής εποχής, δεν έχουμε σαφείς γραπτές μαρτυρίες αλλά ούτε και άλλες αρχαιολογικές πληροφορίες. Ο Διοσκουρίδης του 1ου αι. μ.κ.ε. περιγράφει λεπτομερώς τη μέθοδο παρασκευής αρωματικών λαδιών, η οποία από τους ερευνητές θεωρείται πως θα πρέπει πιθανόν να ήταν ίδια με αυτή και των προγενέστερων εποχών (Demateria medica 1.43-55):
«Η επεξεργασία γινόταν σε δύο στύψεις. Σκοπός της πρώτης ήταν να καταστήσει το λάδι δεκτικό στο άρωμα των λουλουδιών και των φύλλων που θα προσέθεταν αργότερα. Κατά την πρώτη φάση λοιπόν παρασκεύαζαν μία αλοιφή από κονιορτοποιημένες ρίζες καλάμου, σχοίνου και κύπειρου, αναμεμειγμένες με νερό ή κρασί και την έβραζαν σε λάδι. Μετά σούρωναν το λάδι και το άφηναν να κρυώσει. Η δεύτερη στύψη αποτελούνταν από το βούτηγμα στο κρύο λάδι, εκείνων των λουλουδιών ή των φύλλων που θα έδιναν το τελικό άρωμα. Στο τέλος προσέθεταν τεχνικό χρώμα, αλάτι για τη συντήρηση ή μπαχαρικά»
Η απόσταξη με τη σημερινή της έννοια δεν ήταν γνωστή στην αρχαιότητα.
Οι μέθοδοι για την εξαγωγή αρώματος ήταν η εξαγωγή αρώματος από λουλούδια με εμποτισμό και η έκθλιψη – στύψη. Στην πρώτη περίπτωση τα πέταλα των λουλουδιών απλώνονταν σε ζωικό λίπος ή λάδι και αντικαθίσταντο με νέα μέχρι το λίπος να κορεστεί από το άρωμά τους. Μέσα σ’ αυτό το λάδι ή το λίπος, που πιθανόν να ήταν ζεστό, τα λουλούδια θα έπρεπε να παραμείνουν για να μουλιάσουν. Από αυτή τη διαδικασία προέκυπτε έπειτα μία μυραλοιφή στην οποία έδιναν σχήμα σφαίρας ή κώνου και τη χρησιμοποιούσαν στις γιορτές και τον καλλωπισμό.
Στην έκθλιψη ή στύψη τα άνθη ή οι σπόροι τοποθετούνταν σε λινά υφάσματα υπό μορφή σάκου με θηλιές στις δύο απολήξεις οι οποίες στρέφονταν αντιθετικά ή ακολουθούσαν την ίδια διαδικασία του πιεστηρίου, όπως για την παρασκευή του κρασιού και του λαδιού. Στην όλη διαδικασία θα χρησιμοποιούνταν επίσης η ρητίνη του λαδάνου, του στύρακος, της μαστίχας, του κέδρου και του πεύκου. Τα υλικά θα πρέπει να ανακατεύονταν στις κατάλληλες ποσότητες, στη σωστή σειρά και θερμοκρασία, ενώ στο μείγμα θα προστίθετο και μία ορυκτή χρωστική ουσία. Τις αλοιφές θα πρέπει να τις έβραζαν.
Οι Μινωίτες γνωρίζουμε πως εισήγαγαν κανέλα, βάλσαμο, μύρο, χέννα, νάρδο, βάλανα από την Αίγυπτο, τη Συρία, την Κύπρο και το Λίβανο, ενώ εξήγαγαν πρώτες ύλες, όπως ξύλα κυπαρισσιού, αλλά και έτοιμα προϊόντα όπως λάδι ελιάς, αμυγδάλου και λαδάνου. Πολλά μινωικά βάλσαμα ήταν ιδιαίτερα δημοφιλή στην Αίγυπτο και αναφέρονται σε πολλά κείμενα της 18ης και 19ης Δυναστείας.
Στις πινακίδες της Γραμμικής Β αναφέρονται επίσης διάφορα καρυκεύματα, κάποια από τα οποία αναφέρεται ότι ζυγίζονταν και άλλα ότι μετριόταν σε όγκο. Προφανώς οι ουσίες που αποτελούνταν από μικρούς σπόρους ή μόρια με συμπαγή και ομογενή φυσιογνωμία καταγράφονται με βάση τις μετρήσεις όγκου, ενώ αυτές που αποτελούνταν από μόρια διαφορετικών διαστάσεων και δεν παρουσίαζαν συμπαγή όψη, καταγράφονται με βάση τις μονάδες βάρους.
Αρώματα της αρχαιότητας
Ίρινον: Το ίρινον παράγονταν από τις ρίζες της ίριδας, αφού κόβονταν, απλώνονταν στη σκιά και ξεραίνονταν περασμένες σε νήματα. Το ίρινον ήταν άρωμα εύκολο στην παρασκευή του, με απλά συστατικά και οσμή που βελτιώνονταν με την πάροδο του χρόνου, καθώς και με την προσθήκη ελαιολάδου ή αιγυπτιακής βαλάνου. Επρόκειτο για ένα αγαπητό και σχετικά φθηνό άρωμα.
Νάρδον: Παράγονταν από τη ρίζα της ινδικής νάρδου, με λεπτό άρωμα που άντεχε στο χρόνο. Το καλύτερο νάρδον παράγονταν στην Ταρσό της Κιλικίας. Αποτελούσε απαραίτητο συστατικό της γυναικείας τουαλέτας, ενώ χρησιμοποιούνταν και για τον αρωματισμό του κρασιού, αλλά και για την παρασκευή παστίλιας για ευχάριστη αναπνοή.
Στακτή: Ακριβό και πολυτελές άρωμα, πικρό και δηκτικό, ήταν εισαγόμενο από την Ανατολή, από το έλαιον του θάμνου της σμύρνας. Ήταν ιδιαίτερα γνωστό στους Έλληνες της Μικράς Ασίας, ενώ το όνομά του υποδηλώνει τον τρόπο παρασκευής του, μέσω του σταξίματος του πολύτιμου υγρού της σμύρνας, όταν χαράσσονταν ο βλαστός και τα κλαδιά της. Η συγκομιδή της γινόταν στις πιο ζεστές μέρες του χρόνου και διαρκούσε αρκετό διάστημα. Η σμύρνα χρησιμοποιούνταν για υγρά αρώματα, αλοιφές, παστίλιες, θυμιάματα και αρωματικά κρασιά, καθώς και για ως συστατικό διάφορων σύνθετων αρωμάτων ή για τον εμπλουτισμό φτηνότερων ελαίων.
Βάλσαμο: Το φυτό αυτό ευδοκιμούσε στην Αραβία και τη Συροπαλαιστίνη και ήταν περιζήτητο για τις θεραπευτικές και τις κοσμητικές του χρήσεις. Επρόκειτο για μία ακριβή και σπάνια πρώτη ύλη που χρησιμοποιούνταν μάλιστα και ως ήδυσμα, συστατικό δηλαδή άλλων αρωμάτων. Καθώς λεγόταν, μία σταγόνα από το βάλσαμο αρκούσε για να αρωματίσει ολόκληρο δωμάτιο.
Τύλιον έλαιον: Ήταν διάσημο για το γλυκό και απαλό του άρωμα. Παράγονταν από τη σύνθλιψη σπόρων του φυτού τήλιος ή βούκερας, το γνωστό ως ελληνόχορτο, που συναντώνταν σε κάποια από τα εδάφη της Αττικής. Οι Αθηναίοι το προτιμούσαν μάλιστα ιδιαίτερα για καλλωπιστικούς και ιατρικούς σκοπούς, καθώς και για το φαγητό.
Αναφορές σε αρχαία ελληνικά κείμενα.
Ας εξετάσουμε ποια κείμενα μπορούν να πληροφορήσουν ειδικούς για τη σύνθεση χημικών ουσιών. Προφανώς πέραν από τον ερμηνευτικό φιλολογικό τρόπο μελέτης, περιέχουν αυτά τα κείμενα για τον ειδικό αρκετές πληροφορίες σχετικά με διάφορες ουσίες, ώστε να μπορεί να αναπαράγει τη σύσταση των οσμών.
Πως μύριζε η Αθήνα του 500 π.κ.ε;
Μία από τις σημαντικότερες πηγές πληροφοριών είναι το κείμενο «Δειπνοσοφισταί» του Αθήναιου εκ Ναυκράτιδος. Προέλευση του κειμένου είναι ο βυζαντινός κώδικας από τη βιβλιοθήκη της Κωνσταντινουπόλεως που εμφανίστηκε το 1423 στη Βενετία. Θέμα των «Δειπνοσοφιστών» είναι μία ιδεατή συνεστίαση, συμπόσιο ή δείπνος, που λαμβάνει τόπο στον οίκο ενός Ρωμαίου, γνωστού ως P. Livius Larensis, το 228 μ.κ.ε. στη Ρώμη.
Στο δείπνο παίρνουν μέρος τριάντα ιστορικές προσωπικότητες, Έλληνες και Ρωμαίοι, που συζητούν περί πολιτισμικής και κοινωνικής ζωής, περί εθίμων και ηθών, με αναφορά στη μυθολογία, στην ιστορία, στη φιλοσοφία και στη ποίηση. Επανειλημμένως κατά τη διάρκεια της συνεστιάσεως γίνεται λόγος για τη καθημερινή ζωή στην Αθήνα, και γι’ αυτό οι «Δειπνοσοφισταί» είναι μεταξύ άλλων πηγή πληροφοριών για τις οσμές και τα αρώματα της πόλεως των Αθηνών.
Έτσι μαθαίνουμε ότι στην Αθήνα της κλασικής εποχής εκτιμάτο η ευωδία, αλλά όχι τα μεθυστικά αρώματα της Ανατολής που εθύμιζαν τη περσική, λυδική χλιδή που θεωρείτο μη ελληνοπρεπής. Τα εξωτικά αρώματα της Ανατολής ήταν γνωστά όπως πληροφορούμεθα από το Θεόφραστο, φιλόσοφο, βοτανολόγο και συγγραφέα του βιβλίου «Περί Οσμών». Για τους οικιακούς χώρους στην Αθήνα ίσχυε σχολαστική καθαριότητα. Τα δωμάτια και οι ιματιοθήκες μοσχοβολούσαν άρωμα λεμονιού, μήλο των Εσπερίδων και το άρωμα του ροδάκινου, περσικό μήλο, προστάτευε τα ενδύματα από σκόρους και άλλα έντομα (Αθήν. Δειπν. 3, 83 ε-84 α).
Η υπερβολική ευωδία θεωρείτο ματαιόδοξη, όμως της δόθηκε και μία θετική σημασία σε θεωρητικό επίπεδο. Έτσι ο Αριστοτέλης στα «Ηθικά Νικομάχεια» θεωρεί ότι τα αρώματα των Χαρίτων που ακολουθούσαν την Αφροδίτης, συντελούσαν στις κοινωνικές επαφές των ανθρώπων (Ηθ. Νικ. 5, 1133 α 4-5). Αντιθέτως ο Αριστοφάνης γελοιοποιεί τα διάχυτα μύρα των Χαρίτων στη κωμωδία «Πλούτος» (Πλ. 529/530). Και αυτό όχι μόνο μία φορά.
Η υπερβολική χρήση αρωμάτων, αλοιφών και καλλυντικών, με μία λέξη η φιλαρέσκεια της Αφροδίτης, των Χαρίτων και του Άδωνη, είναι συχνά θέμα γελοιοποιήσεως στις κωμωδίες. Στην ίδια διάσταση, στη κωμωδία «Πλούτος» ο Αριστοφάνης διακωμωδεί τη σχέση Αφροδίτης και γαμηλίου τελετής και τη χρήση των μύρων στο καλλωπισμό της νύφης (Αριστοφ.Πλούτ. 529-530). Και ο Ξενοφώντας στο έργο του «Οικονομικός» αναφέρεται στο διάλογο μεταξύ του Σωκράτη και του συνομιλητή του Ισχόμαχου, ο οποίος περιγράφει τη μανία καλλωπισμού της νεαρής συζύγου του με ζωηρά χρώματα (Ξεν. Οικ. 10,2).
Η αγορά είχε και μυρωδιές και αρώματα. Κρασιά και μούστος εξέπεμπαν το δικό τους άρωμα, της Ρόδου, της Θάσου, της Σάμου, της Χίου, της Θράκης, και η μέθη, όπως λέει ο Ξενοφώντας στο Συμπόσιο γαληνεύει τη ψυχή (Ξεν. Συμπ. 2, 24). Οι φούρνοι έβγαζαν ψωμί άσπρο και μελόπιτα για τους εύπορους, κριθαρένιο για το λαό, τη λεγόμενη «μάζα», προερχόμενη από χυλό κριθαρένιου αλευριού, νερό και λάδι. Ο «σίτος» όπως μαθαίνουμε από τον Αριστοτέλη στο περί «Φυσικής Ακροάσεως» έργο του (Φυσικ. Ακροασ. Ε 230 β, 2) συμπληρωνόταν από τον «όψο» τυριά, μέλι, ξηρούς καρπούς, όσπρια και μία μεγάλη ποικιλία χορταρικών, μαρούλια, σέλινα, ραπάνια, φασόλια, μολόχες, κρεμμύδια.
Μυρωδικά βότανα και φρούτα σκόρπιζαν μυρωδιές και αρώματα. Οι Αθηναίοι έτρωγαν σπανίως κρέας, χοιρινό, αίγα και μοσχάρι, και όταν έτρωγαν κρέας προήρχετο από θυσιαζόμενα ζώα. Ο Μένανδρος σε ένα απόσπασμα του περί δεισιδαιμονίας και θρησκοληψίας στιγματίζει την μικροψυχία των πιστών που αφιερώνουν στους θεούς τα απομεινάρια των ζώων, χολή, εντόσθια και κόκαλα, τα δε καλλίτερα κομμάτια τα καταναλώνουν οι ίδιοι.
Αλλά να μην ξεχνάμε τα ψαρικά. Η ευωδία των ψαρικών ήταν θεσπέσια. Η αγορά ευωδίαζε από ψάρια όλων των ειδών, φρέσκα, καπνιστά, παστά, μικρά και μεγάλα, γλώσσες, λαβράκια πέρκες, χέλια από τη Λίμνη της Κωπαΐδας, καβούρια, αστακούς, στρείδια και μύδια.
Γενικά η αγορά και τα τρόφιμα είναι συχνά θέμα των κωμωδιών του Μενάνδρου και του Αριστοφάνη κυρίως μέσα από το ρόλο του φαφλατά μάγειρα. Το δε κείμενο «Δειπνοσοφισταί» είναι στη κυριολεξία εγχειρίδιο συνταγών μαγειρικής και διαιτητικής, αν και όχι το μοναδικό, γιατί υπάρχουν πολλές πηγές, ολόκληρα βιβλία μαγειρικής της Αρχαιότητας. Στη συγκεκριμένη περίπτωση των «Δειπνοσοφιστών» θέμα των συζητήσεων των συνδαιτυμόνων είναι η ετοιμασία και το σερβίρισμα των εδεσμάτων, η ποικιλία των ποτών και των καρυκευμάτων, με μία λέξη, η ευωχία. Στην κυριολεξία η ευωδία των γευστικών αρωμάτων γίνεται πραγματικότητα μέσω της λαμπρότητας και της παραστατικότητας του κειμένου του Αθήναιου.
Απαραίτητα στις συνεστιάσεις και στις εορταστικές τελετές των ευπόρων ήταν οι στέφανοι από κισσό, δάφνη, μυρτιά, κωνοφόρα, σέλινο, άνηθο, δυόσμο, τριαντάφυλλα, μενεξέδες και άνθη εποχής. Τα στεφάνια βαπτίζονταν επί πλέον σε αρωματικά έλαια και από ιατρικής απόψεως η ευωδία και οι αναθυμιάσεις τους δρούσαν κατά του πονοκεφάλου, της ζάλης του κρασιού, της δυσοσμίας του στόματος, και της δυσπεψίας, όπως αναφέρει ο Αθήναιος (Αθήν. Δειπν.15, 686 cd).
Όσο αφορά το ανθρώπινο σώμα έπρεπε υγεία και καλλωπισμός να συμβαδίζουν. Ο άνθρωπος έπρεπε να είναι ωραίος και καθαρός. Μετά το λουτρό στη καθημερινή ζωή, μετά το λουτρό των ξένων και μετά το λουτρό των αθλητών ακολουθούσε τριβή του σώματος με ελαιώδεις αρωματικές ουσίες όπως μαθαίνουμε από τον Αθήναιο (Αθήν. Δειπν. 15, 686), αλλά αυτό «πάντα εν μέτρω». Το σαπούνι δεν ήταν γνωστό. Στο νερό του λουτρού προστίθετο νάτριο και άλλα άλατα. Ο Θουκυδίδης αναφέρει ότι στο νερό του λουτρού που προήρχετο από τη πηγή Καλλιρρόη προστίθετο ελαιόλαδο, αμυγδαλέλαιο και καρυδέλαιο (Θουκ. 2,15).
Γύρω από τη γαμήλια τελετή μία σειρά εθίμων υπαγόρευε ευωδίες για τη περιποίηση του σώματος του γαμπρού και της νύφης, των χώρων, του επιθαλαμίου και του γεύματος. Στους «Αχαρνείς» του Αριστοφάνη έχουμε μία ακριβή περιγραφή της περιποιήσεως του μέλλοντος γαμπρού Δικαιόπολη (Αριστ. Αχαρν. 1057-1066). Λουτρά με ευωδιαστά βότανα, ίριδες, νάρκισσους ρόδα, κρίνους για τη περιποίηση του σώματος, στέφανοι από μυρτιά για τη τελετή, αρωματικά φρούτα, κυρίως κυδώνια, για τους νεόνυμφους, ευωδιαστές αναθυμιάσεις για το περιβάλλον του εορτασμού.
Στις παλαίστρες και στο γυμναστήριο είχε το ελαιόλαδο θρησκευτική και ιατρική σημασία, χαλάρωμα των μυώνων, αποφυγή τραυματισμών του δέρματος, προστασία από τον ήλιο και τη σκόνη, αυτά κατά το Θουκυδίδη (Θουκ. 1,6, 5-6 Φιλόστρ. γυμ. 43). Μετά την άθληση ακολουθούσε καθαριότητα πάλι με ελαιώδεις ουσίες. Η ίδια η Αθηνά, θεά της φρόνησης, του νου και της αρετής, εν αντιθέσει προς τα μύρα, τα ρόδα και το λιβάνι της Αφροδίτης, αλείφετο κυρίως με ελαιόλαδο μετά την άθληση (Αθην. Δειπν. 15 687 δ).
Υγιεινή και ιατρική, δύο αλληλένδετα θέματα
Αναφέρονται στις θεραπευτικές ιδιότητες των φυτών σε μία ισορροπία μεταξύ μαγείας και φαρμακολογίας, μέσα από ιατρικά κείμενα πρωταρχικής σημασίας, όπως την «Ιπποκράτειο Συλλογή» του Ιπποκράτη, τη «Περί φυτών ιστορία» του Θεόφραστου , το «Περί ιατρικής ύλης» έργο του Διοσκουρίδη, και τα πολλαπλά έργα του Γαληνού περί φυσιολογίας, ανατομίας, χειρουργικής, και θεραπευτικής. Αλλά και μη ιατρικά κείμενα όπως οι «Περιηγήσεις Ελλάδος» του Παυσανία αναφέρονται στις θεραπευτικές ιδιότητες των φυτών (Περ. Ελλ. 9, 41,7).
Στη γυναικολογία, στην οφθαλμολογία, στη χειρουργική, βότανα, ρίζες καρποί, φύλλα και οι ανάλογες οσμές χρησιμοποιούντο ως αντιπυρετικά, παυσίπονα, εμετικά, ψυχοφάρμακα, υπνωτικά και ναρκωτικά. Πέραν από τις γνωστές ευωδίες από μύρα, ρόδα, εσπεριδοειδή, δυόσμο, ορίγανο, νάρκισσο, κύμινο, άνηθο, κάρδαμο, ρητίνη και μαστίχα, τα ιατρικά συγγράμματα αναφέρονται στις θεραπευτικές ιδιότητες του οπίου, του κωνείου, του μανδραγόρα, συχνά τονίζοντας τη σημασία τους ως πανάκεια.
Όσον αφορά το πένθος και τη ταφή, κατά το Πλούταρχο οι νόμοι του Σόλωνος, επέτρεπαν για λόγους λιτότητας τη χρήση ενός μείγματος μόνο από οίνο και έλαιον και απαγόρευαν ακριβά αρώματα, που σημαίνει ότι η πόλις επέμβαινε περιοριστικά στη πιθανή επιδεικτικότητα ευπόρων οικογενειών κατά τη «πρόθεση» και «εκφορά» του νεκρού (Πλούτ. Σόλων 12,21). Κατ’ άλλες πηγές, ναι μεν δεν απαγορευόταν η χρήση ακριβών αρωμάτων, όμως η πόλις δεν έπαυε να μεριμνά για τη τήρηση της δημόσιας ευπρέπειας.
Η αφήγηση θα μπορούσε να συνεχιστεί στο απεριόριστο. Οι κλασικοί συγγραφείς όπως βλέπουμε είναι ανεξάντλητοι. Οι οσμές αναδύονται μέσα από τα κείμενα και η αναπαραγωγή τους είναι προφανώς για τους χημικούς εφικτή. Κλείνουμε τη τρόπον τινά καταγραφή των κλασικών γνωρίζοντας ότι η αναφορά στην όσφρηση παραμένει τελείως επιφανειακή. Σκοπός ήταν να γνωρίσουμε με ποιο τρόπο επιμελήθηκε και παρουσιάστηκε έξω από την Ελλάδα ένα θέμα που αφορά την ελληνική Αρχαιότητα και αυτό ακριβώς γιατί η έκθεση παρακάμπτει τη συνήθη μεγαλειώδη απόσταση αναλόγων παρουσιάσεων της Αρχαιότητας και στρέφεται προς τον άνθρωπο της Αρχαιότητας.
@ Ηω Αναγνώστου
Φωτογραφίες Eos Aurora
***
Αναφορές
Dr. Irene Lang /Οσμές, αναθυμιάσεις και αρώματα της αρχαιότητας/ Έκθεση στο Μουσείο Kestner Αννόβερο, 2/2 μέχρι 30/4/ 2006
Forbes J. R., Studies in Ancient Technology, Volume III, 1993.
Λιβέρη Α., “Η χρήση των αρωματικών φυτών και βοτάνων για την παρασκευή αρωμάτων και καλλυντικών στην ελληνική αρχαιότητα»
Ραυτοπούλου Ε., «Η πώληση και χρήση του ελαιολάδου και του αρωματικού λαδιού στην Αρχαϊκή Ελλάδα»
Τζιγκουνάκη Α., Perna M. “Καρυκεύματα και αρωματικά φυτά κατά τη μυκηναϊκή εποχή”
ΠΗΓΗ terrapapers
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου