Από το nefthalim
Στις 5.15 τα ξημερώματα της Δευτέρας 28 Ιανουαρίου 2008 ο Αρχιεπίσκοπος
Χριστόδουλος άφηνε την τελευταία του πνοή, στην κατοικία του στην
Φιλοθέη, ύστερα από άνιση μάχη με τον καρκίνο. Ακριβώς εννέα χρόνια και
εννέα μήνες από την εκλογή του στον Αρχιεπισκοπικό Θρόνο των Αθηνών
γράφτηκε με δραματικό τρόπο ο επίλογος μιας πορείας άκρως ενδιαφέρουσας.
Σήμερα, ακριβώς 6 χρόνια μετά την κοίμησή του,το ιστολόγιο μας
αναδημοσιεύει το αφιέρωμα του Νίκου Παπαχρήστου το οποίο δημοσιεύθηκε
στην εφημερίδα "Καθημερινή" την επομένη της κοιμήσεως του μακαριστού
Αρχιεπισκόπου. Η Οικογένεια, τα πνευματικά αδέλφια, η πορεία μέχρι την
Αρχιεπισκοπή, οι συγκρούσεις, οι αγωνίες, τα προβλήματα, οι συναντήσεις,
η ασθένεια, η ταπείνωση, το τέλος του Αρχιεπισκόπου που κάλεσε τους
πάντες, και ιδιαίτερα τους νέους, να πάνε στην Εκκλησία όπως είναι! .
Αιωνία η μνήμη του!
«Θέλω να φύγω, δεν αντέχω άλλο»
Τα τελευταία λόγια και οι
τελευταίες, ιδιαίτερα συγκινητικές, στιγμές του μακαριστού Αρχιεπισκόπου
Χριστοδούλου στην κατοικία του
Του Νικου Παπαχρηστου
«Θέλω να φύγω, δεν αντέχω άλλο». Με τα λόγια αυτά απευθύνθηκε στους
στενούς συνεργάτες του ο αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος το απόγευμα της
Κυριακής.
Εξαντλημένος από την ασθένεια που αντιμετώπιζε τους τελευταίους επτά μήνες ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος έδειξε στους δικούς του ανθρώπους πως δεν είχε άλλες αντοχές. Στις 5.15 χθες τα ξημερώματα άφησε την τελευταία του πνοή στην κατοικία του, όπως άλλωστε επιθυμούσε. Νωρίτερα, λίγο μετά τις 2, είχαν παρουσιαστεί τα σημάδια που μαρτυρούσαν επιδείνωση της υγείας του. Αμέσως στην αρχιεπισκοπική κατοικία έσπευσαν οι θεράποντες ιατροί του καθ. Διονύσιος Βώρος και Σεραφείμ Νανάς και ο πρωτοσύγκελλος της Αρχιεπισκοπής π. Θωμάς Συνοδινός, ενώ στο πλευρό του βρίσκονταν οι οικείοι και τα πνευματικά παιδιά του.
Εξαντλημένος από την ασθένεια που αντιμετώπιζε τους τελευταίους επτά μήνες ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος έδειξε στους δικούς του ανθρώπους πως δεν είχε άλλες αντοχές. Στις 5.15 χθες τα ξημερώματα άφησε την τελευταία του πνοή στην κατοικία του, όπως άλλωστε επιθυμούσε. Νωρίτερα, λίγο μετά τις 2, είχαν παρουσιαστεί τα σημάδια που μαρτυρούσαν επιδείνωση της υγείας του. Αμέσως στην αρχιεπισκοπική κατοικία έσπευσαν οι θεράποντες ιατροί του καθ. Διονύσιος Βώρος και Σεραφείμ Νανάς και ο πρωτοσύγκελλος της Αρχιεπισκοπής π. Θωμάς Συνοδινός, ενώ στο πλευρό του βρίσκονταν οι οικείοι και τα πνευματικά παιδιά του.
Οι
θεράποντες ιατροί μίλησαν με τον Αρχιεπίσκοπο και μάλιστα τον
ενημέρωσαν για την φαρμακευτική αγωγή που θα του χορηγούσαν προκειμένου
να τον ανακουφίσουν. Αυτό που τους ανησυχούσε ιδιαίτερα ήταν η εξάντληση
του οργανισμού του από την ασιτία των προηγούμενων ημερών. Πράγματι,
λίγη ώρα αργότερα, ο καταπονημένος Αρχιεπίσκοπος φάνηκε να ηρεμεί και να
βυθίζεται σε ύπνο κατά τη διάρκεια του οποίου έφυγε από τη ζωή.
«Ηταν ένας ήσυχος θάνατος. Δεν υπέφερε στο τέλος. Προσευχόμασταν διαρκώς
γι' αυτόν, ενώ την Κυριακή το απόγευμα τελέσαμε το μεγάλο ευχέλαιο και
του διαβάσαμε την συγχωρητική ευχή. Εφυγε έτοιμος, έχοντας εξομολογηθεί
και προετοιμασθεί πνευματικά», δήλωσε δακρυσμένος στην «Κ» ο
μητροπολίτης Βρεσθένης κ. Θεόκλητος, πνευματικό τέκνο του μακαριστού
Αρχιεπισκόπου. «Εχασα τον πατέρα μου», πρόσθεσε. Τα μάτια του μακαριστού
Αρχιεπισκόπου έκλεισε, σύμφωνα με την παράδοση και την τάξη της
Εκκλησίας, ο αρχιδιάκονος του π. Ανθιμος.
Ο μακαριστός Χριστόδουλος έσβησε ακριβώς 9 χρόνια και 9 μήνες μετά την
πανηγυρική εκλογή του το 1998 στο Αρχιεπισκοπικό Θρόνο των Αθηνών. «Ο
Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος μετά επτάμηνη νόσηση απεβίωσε σήμερα
28.01.2008 στις 5.15 πρωινή στην οικία του. Επασχε από χειρουργηθέντα
καρκίνο παχέος εντέρου και κίρρωση του ήπατος σε έδαφος ηπατίτιδας Β που
εξελίχθηκε σε καρκίνωμα», σημειώνεται στο λιτό ιατρικό ανακοινωθέν που
εκδόθηκε λίγες ώρες μετά τον θάνατό του.
Τοποτηρητής του Αρχιεπισκοπικού Θρόνου ανέλαβε ο μητροπολίτης Καρυστίας
κ. Σεραφείμ ο οποίος, χθες το μεσημέρι, προήδρευσε στην έκτακτη
συνεδρίαση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου. Η εξόδιος ακολουθία θα ψαλεί στον
Καθεδρικό Ναό της Αθήνας, την Πέμπτη στις 10 π.μ., και θα αποδοθούν
τιμές αρχηγού κράτους. Της τελετής θα προεξάρχει ο Οικουμενικός
Πατριάρχης Βαρθολομαίος συμπαραστατούμενος από την Ιεραρχία της
Εκκλησίας της Ελλάδος. Συγκεκριμένα, όπως δήλωσε ο εκπρόσωπος της
Συνόδου μητροπολίτης Θεσσαλονίκης κ. Ανθιμος, «εφόσον έλθει ο
Οικουμενικός Πατριάρχης είναι αυτονόητο ότι θα προεξάρχει της εξοδίου
ακολουθίας». Θεωρείται βέβαιο ότι ο κ. Βαρθολομαίος θα έρθει στην Αθήνα
και θα συνοδεύεται από τον μητροπολίτη Περγάμου κ. Ιωάννη και τους
Αρχιεπισκόπους Αμερικής κ. Δημήτριο και Κρήτης κ. Ειρηναίο. Αξίζει να
σημειωθεί πως κατά μία πληροφορία τον περασμένο Οκτώβριο ο μακαριστός
Χριστόδουλος είχε ζητήσει από τον Κρήτης κ. Ειρηναίο να διαβιβάσει στον
Πατριάρχη πως επιθυμία του ήταν να παραστεί ο κ. Βαρθολομαίος στην
εξόδιο ακολουθία στην περίπτωση που δεν απέδιδε η θεραπευτική αγωγή και
τελικώς κατέληγε. Στην κηδεία αναμένεται να παραστούν και οι πατριάρχες
Αλεξανδρείας και Ιεροσολύμων, οι αρχιεπίσκοποι Κύπρου και Αλβανίας,
καθώς επίσης και εκπρόσωποι των υπόλοιπων ορθοδόξων Εκκλησιών, άλλων
δογμάτων και θρησκειών.
Η μεγάλη αγάπη του μικρού Χρήστου
Ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος (κατά κόσμον Χρήστος Παρασκευαΐδης)
γεννήθηκε στο μαιευτήριο Eλενα, στην Αθήνα το 1939. Ο πατέρας του
Κωνσταντίνος ήταν έμπορος και η μητέρα του Βασιλική, όπως ο ίδιος την
περιέγραφε, ήταν «μια απλή και χαριτωμένη γυναίκα, που κουβαλούσε στην
πλάτη της τα τραγικά βιώματα του ξεριζωμού». Και οι δύο γονείς του ήταν
πρόσφυγες από την Αδριανούπολη. Τα πρώτα δύο χρόνια της ζωής του τα
πέρασε στην Ξάνθη, όπου ήταν εγκατεστημένη η οικογένειά του. Η γερμανική
εισβολή στη βόρεια Ελλάδα το 1941 ξεριζώνει για δεύτερη φορά την
οικογένεια Παρασκευαΐδη. Νέος τόπος εγκατάστασής της η περιοχή της
Κυψέλης στην Αθήνα.
Ο πόλεμος
τελειώνει. Ο Κωνσταντίνος επιστρέφει στην Ξάνθη, όπου την περίοδο του
εμφυλίου διορίζεται δήμαρχος. Στην Αθήνα παραμένει η Βασιλική με τα δύο
τους παιδιά, τον σχεδόν 20χρονο Γιάννη και τον μικρό Χρηστάκη. Ποδήλατο,
κρυφτό και μπάλα με τα άλλα παιδιά στις αλάνες της Κυψέλης ήταν μέρος
της καθημερινότητας του βενιαμίν της οικογένειας. Παράλληλα όμως
αφιέρωνε σημαντικό χρόνο στο διάβασμα των αγαπημένων του «Κλασικών
εικονογραφημένων» και κυρίως στην ενορία του, την Αγία Ζώνη Κυψέλης.
Αγαπούσε την Εκκλησία, ενώ στο σπίτι του συνήθιζε να μιμείται τους
ιερείς, πραγματοποιώντας τη δική του «θεία λειτουργία».
Μεγαλώνοντας, η κλίση του προς την ιεροσύνη άρχισε να γίνεται πιο σαφής,
περισσότερο έντονη. Την πορεία αυτή ενθάρρυνε και η βαθύτατα
θρησκευόμενη μητέρα του. Αρχισε να μαθαίνει την ψαλτική. Η βυζαντινή
μουσική τον ενθουσίαζε. Ηταν καλλίφωνος και σύντομα η ενορία του τον
προσέλαβε, προσφέροντάς του ένα μικρό χαρτζιλίκι. Με αυτά τα λιγοστά
χρήματα, όπως ο ίδιος είχε εξομολογηθεί πολλές φορές, πλήρωνε τα
δίδακτρά του για τα μαθήματα αγγλικών, γαλλικών αλλά και το ωδείο.
Ο πατέρας
του όμως ήθελε το καλύτερο για τον μικρότερο γιο του. Να σπουδάσει για
να γίνει δικηγόρος, δικαστής ή πανεπιστημιακός καθηγητής. Τον ενέγραψε
στη Λεόντειο Σχολή. Τα δίδακτρα υψηλά, τα οικονομικά της οικογένειας
περιορισμένα. Για την κάλυψη των εξόδων φοίτησής του, συνέδραμαν τόσο ο
πατέρας του όσο και ο αδελφός του Γιάννης, που στο μεταξύ είχε
προσληφθεί στο υπουργείο Παιδείας. Ο Χρήστος ήταν πολύ καλός και
αγαπητός μαθητής. Κοινωνικός και με χιούμορ έκανε φιλίες χωρίς, ωστόσο,
ποτέ να απομακρύνεται από την ενορία του.
Ο ρόλος-κλειδί του Καλλίνικου
Στα τέλη της δεκαετίας του ’50 γνωρίζει ένα πρόσωπο που θα διαδραματίσει
καταλυτικό ρόλο στη μετέπειτα πορεία του. Είναι ο τότε διάκονος
Καλλίνικος Καρούσος, μετέπειτα Μητροπολίτης Πειραιώς, ο οποίος ανέλαβε
κατηχητής στην ενορία της Αγίας Ζώνης. Ενας φλογερός κήρυκας που
αναζωπύρωσε στην καρδιά του σχεδόν 18χρονου Χρήστου τον πόθο της
Ιεροσύνης. Γρήγορα οικοδομήθηκε μια στενή πνευματική και ειλικρινής
σχέση μεταξύ των δύο ανδρών, η οποία -αν και όχι πάντοτε ανέφελη-
παρέμεινε ισχυρή μέχρι το τέλος. Ο Καλλίνικος διέκρινε από την πρώτη
στιγμή την πνευματική δίψα, τη φιλομάθεια και την αγάπη για την Εκκλησία
του Χρηστάκη, όπως τον φώναζαν όλοι στην ενορία.
Λίγους
μήνες μετά, ο Χρήστος δίνει εξετάσεις στη Νομική Σχολή, σύμφωνα με την
επιθυμία του πατέρα του, Κωνσταντίνου. Αμφιταλαντευόμενος για το αν
τελικά θα γίνει κληρικός ή όχι, δίνει εξετάσεις και στη Θεολογική.
Πετυχαίνει και στις δύο, αλλά θυσιάζει τη Θεολογία, ακολουθώντας τις
πατρικές συμβουλές. Το 1959 ακολουθεί τον αρχιμανδρίτη, πλέον, Καλλίνικο
και τον Αμβρόσιο Λενή, σημερινό Μητροπολίτη Καλαβρύτων. Ο Κωνσταντίνος
Παρασκευαΐδης αντιδρά. Είχε άλλα όνειρα για τον γιο του. Η σύζυγός του,
ωστόσο, αναλαμβάνει να του αλλάξει γνώμη. Αλλωστε, ο Χρήστος όταν
έπαιρνε μια απόφαση δεν έκανε πίσω. Ο πατέρας του τελικά «υποκύπτει» και
δίνει την ευχή του.
Οι τρεις άνδρες εγκαταβιώνουν σε ένα διαμέρισμα της οδού Στέντορος στο
Παγκράτι και ιδρύουν τη μοναστική αδελφότητα της Χρυσοπηγής.
Προηγουμένως -σύμφωνα και με πληροφορίες της εποχής- δεσμεύτηκαν ενώπιον
της ιερής εικόνας της Παναγίας της Χρυσοπηγής στην ομώνυμη Μονή που
βρίσκεται στην Ανω Δίβρη να είναι πάντοτε ενωμένοι. Το 1961 αναχωρούν
για τα Μετέωρα και εγκαθίστανται στη Μονή Βαρλαάμ. Εκεί, ο Χρήστος
γίνεται Χριστόδουλος. Χειροτονείται σε διάκονο από τον τότε Μητροπολίτη
Τρίκκης Διονύσιο και λαμβάνει το όνομα που επέλεξε γι’ αυτόν ο
πνευματικός του πατέρας, κ. Καλλίνικος. Στόχος της ομάδας είναι να
προωθήσει τον «κοινωνικό μοναχισμό». Αρχίζει να οικοδομεί σχέσεις με τη
νεολαία των κοντινών χωριών. Η δράση τους στα Μετέωρα, ωστόσο, θα
διακοπεί ξαφνικά εξαιτίας «προβλημάτων», όπως θα υποστηρίξουν αργότερα,
με τον τοπικό μητροπολίτη.
Δράση και άνοδος με τη Χρυσοπηγή
Το 1962 ο Χριστόδουλος ολοκληρώνει επιτυχώς τις σπουδές του στη Νομική
και εγγράφεται στη Θεολογική Σχολή απ’ όπου θα αποφοιτήσει το 1967. Στο
μεταξύ, μαζί με τους συνιδρυτές της Χρυσοπηγής αναπτύσσουν πλούσια
δράση, διοργανώνοντας κατηχητικά και προσελκύοντας δεκάδες νέα παιδιά.
Το 1965 χειροτονείται πρεσβύτερος και τοποθετείται εφημέριος στο Ναό της
Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο Παλαιό Φάληρο. Λίγο μετά την
«πραξικοπηματική» εκλογή Ιερωνύμου στον Αρχιεπισκοπικό Θρόνο,
διορίζεται, κατόπιν εξετάσεων, γραμματεύς στην Ιερά Σύνοδο. Είναι η
μεγάλη ευκαιρία του Χριστόδουλου να οικοδομήσει νέες σχέσεις, να
γνωρίσει και να γνωριστεί στο διοικητικό μηχανισμό της Εκκλησίας. Ο
Χριστόδουλος κερδίζει την εμπιστοσύνη πολλών μητροπολιτών, ενώ σταδιακά
ισχυροποιεί την προσωπική του σχέση με τον Ιερώνυμο.
Πολλοί είναι οι εκκλησιαστικοί παρατηρητές που θα μιλήσουν για στενούς
δεσμούς της Χρυσοπηγής με τον Αρχιεπίσκοπο της χούντας. Για τα μέλη της
μοναστικής αδελφότητας, ο Ιερώνυμος ήταν ένας οραματιστής, ακέραιος και
σπάνιος ιεράρχης. Αποψη που δεν έκρυψε ποτέ ο Χριστόδουλος, έστω και αν
αργότερα, ως Αρχιεπίσκοπος, δήλωνε ότι δεν ανήκε ποτέ στο στενό
περιβάλλον του Κοτσώνη. Αξίζει, ωστόσο, να σημειωθεί πως το 1973 η
Αδελφότητα έλαβε ένα μεγάλο «δώρο». Με τη σύμφωνη γνώμη του Ιερωνύμου
ιδρύθηκε με βασιλικό διάταγμα η Ιερά Μονή της «Παναγίας της Χρυσοπηγής»
στο Καπανδρίτι. Το καθεστώς της είναι ιδιαίτερο, αφού είναι το πρώτο
συνοδικό μοναστήρι στην Ελλαδική Εκκλησία. Την ίδια περίοδο, οι λαϊκές
αντιδράσεις κατά της δικτατορίας διογκώνονται. Οι φοιτητές ξεσηκώνονται.
Το Πολυτεχνείο γίνεται το σύμβολο του αντιδικτατορικού αγώνα. Η χούντα
συλλαμβάνει και βασανίζει εκατοντάδες πολίτες. Η διοίκηση της Εκκλησίας
σιωπά ηχηρά.
Η άνοδος του Σεραφείμ στον θρόνο των Αθηνών, με τις «ευλογίες» του νέου
ισχυρού ανδρός Δημήτρη Ιωαννίδη, βρίσκει τον Χριστόδουλο να υπηρετεί ως
αρχιγραμματέας, μία από τις ισχυρότερες θέσεις της Συνόδου. Ο Σεραφείμ
τον διατηρεί στη θέση του και τον στηρίζει να εκλεγεί μητροπολίτης.
Στις 14 Ιουλίου 1974, λίγες ημέρες πριν από τη μεταπολίτευση, η Ιεραρχία
τον αναδεικνύει Μητροπολίτη Δημητριάδος και Αλμυρού. Πολλοί είναι αυτοί
που θα μιλήσουν και πάλι για τον παρασκηνιακό ρόλο της Χρυσοπηγής και
θα επικρίνουν την «τρόικα».
Πληθωρικός μητροπολίτης στον Βόλο
Στον Βόλο, ο 35χρονος Ιεράρχης εγκαινιάζει μια νέα σχέση με το ποίμνιο
της τοπικής Εκκλησίας. Πληθωρικός, δυναμικός και με απόψεις για όλα τα
θέματα, επικεντρώνει το ενδιαφέρον του στη νέα γενιά. Επισκέπτεται
σχολεία, διοργανώνει κατηχητικά, αναδιαρθρώνει τις υπηρεσίες της
Μητρόπολης, ενισχύει το φιλανθρωπικό έργο. Για τα επόμενα 24 χρόνια θα
αποτελεί έναν από τους πρωταγωνιστές της ζωής της Μαγνησίας. Οι απόψεις
του πολλές φορές θα προκαλέσουν συζητήσεις. Οι ενέργειές του άλλοτε
χαρακτηρίζονται πρωτοποριακές και άλλοτε ακραία συντηρητικές. Το σίγουρο
είναι ότι δεν περνάει απαρατήρητος.
Στο
μεταξύ, τόσο ο πνευματικός πατέρας του, Καλλίνικος, όσο και ο
πνευματικός αδελφός του, Αμβρόσιος, έχουν καταλάβει σημαντικές
μητροπολιτικές έδρες. Η ρητορική του δεινότητα θα φανεί χρήσιμη και στον
Αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ, ο οποίος θα τον αξιοποιήσει σε πολλές
περιπτώσεις, όπως στη μάχη του 1988 για την εκκλησιαστική περιουσία.
Παράλληλα, ο Χριστόδουλος θα ενδυναμώσει τις διεκκλησιαστικές σχέσεις
του, δίνοντας προτεραιότητα στην οικοδόμηση στενών δεσμών με ιεράρχες
του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Επισκέπτεται τακτικά το Φανάρι και
εκφράζει τη στήριξη και την αγάπη του στη Μητέρα Εκκλησία. Δεν
παραλείπει μάλιστα να επισημαίνει την ανάγκη στενότερης συνεργασίας
μεταξύ Κωνσταντινούπολης και Αθήνας, καλλιεργώντας υψηλές προσδοκίες
στις ακτές του Κερατίου Κόλπου.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 στρέφει το ενδιαφέρον του στο εσωτερικό
της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος και κερδίζει τη φιλία και την
εμπιστοσύνη πολλών και ισχυρών αδελφών του μητροπολιτών. Εξωστρεφής και
επικοινωνιακός, πετυχαίνει το όνομά του να ξεπερνάει τα όρια όχι μόνο
της επαρχίας του αλλά και της εκκλησιαστικής διοίκησης. Αναπτύσσει
σχέσεις με πολιτικούς όπως ο Κων. Μητσοτάκης, αλλά και δικαστικούς,
πανεπιστημιακούς, εκδότες, δημοσιογράφους και επιχειρηματίες.
Αρθρογραφεί, δίνει συνεντεύξεις, κάνει ραδιοφωνικές εκπομπές, συμμετέχει
σε κάθε είδους εκδηλώσεις.
Οι κινήσεις
Ο Μητροπολίτης Βόλου αρχίζει και γίνεται ευρύτερα γνωστός. Μετά το 1996,
το πρόβλημα της υγείας του Σεραφείμ είναι πλέον εμφανές. Στην Ιεραρχία
ξεκινούν οι συζητήσεις για την επόμενη ημέρα. Ο Χριστόδουλος κινείται
διακριτικά μέσω των στενών συνεργατών του, που τον πλαισιώνουν στον Βόλο
- μια ομάδα, κατά κύριο λόγο κληρικών, που βρίσκεται κοντά του από τα
πρώτα χρόνια της ποιμαντορίας του στη Μαγνησία.
Ταυτόχρονα, στην Αθήνα αρχίζουν να δραστηριοποιούνται περισσότερο έντονα
όσοι έβλεπαν στο πρόσωπό του εκείνον που θα αναμόρφωνε τον απηρχαιωμένο
θεσμό της Εκκλησίας. Στις αρχές του ’98, ο ασθενής Σεραφείμ στέλνει
σαφές μήνυμα σε εκείνους που εποφθαλμιούν τον θρόνο του, μιλώντας για
«κοράκια που κράζουν, περιμένοντας τα πρόβατα να ψοφήσουν».
Στις 10 Απριλίου, αφήνει την τελευταία του πνοή μετά 45ήμερη νοσηλεία
στο Λαϊκό Νοσοκομείο. Η αυλαία της διαδοχής ανοίγει πλέον και επίσημα.
Την εποχή εκείνη, η Ελλάδα ζούσε στον ρυθμό του «εκσυγχρονισμού» που
προωθούσε η κυβέρνηση Σημίτη. Ο Χριστόδουλος προβάλλεται ως ο
αντίστοιχος εκσυγχρονιστής στον χώρο της Εκκλησίας.
Συνεργάτες
του τότε πρωθυπουργού εκτιμούν την προσωπικότητα, τον δυναμισμό και το
εκσυγχρονιστικό πνεύμα του μητροπολίτη. Πολιτικοί σχεδόν από όλους τους
χώρους βλέπουν θετικά την προοπτική εκλογής Χριστόδουλου - το ίδιο και
ένα σημαντικό κομμάτι της Ιεραρχίας. Στις 28 Απριλίου του 1998, ο
Δημητριάδος έγινε ο Αθηνών Χριστόδουλος. Ενα ακόμα όνειρο του Χρηστάκη
από την Αγία Ζώνη Κυψέλης έγινε πραγματικότητα…
Προκαθήμενος της Ελλαδικής Εκκλησίας
Η εκλογή στον αρχιεπισκοπικό θρόνο το 1998
Το πρωινό της 28ης Απριλίου 1998, οι καμπάνες του καθεδρικού Ναού του
Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στην Αθήνα ηχούσαν χαρμόσυνα. Σχεδόν τρεις
εβδομάδες μετά τον θάνατο του Σεραφείμ, η Ελλαδική Εκκλησία αποκτούσε
νέο προκαθήμενο. Τα φώτα του Ναού άναψαν, αναγγέλλοντας ότι το Σώμα της
Ιεραρχίας είχε αποφασίσει. Χιλιάδες πιστών περίμεναν με αγωνία την
ανακοίνωση του ονόματος του νέου, 19ου κατά σειρά, ποιμενάρχη της
Αθήνας. Και το όνομα αυτού: Ο Δημητριάδος Χριστόδουλος. «Αποδέχομαι την
υψηλήν ταύτην διακονίαν…» ακούστηκε από τα μεγάφωνα η φωνή του νέου
Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου, κάνοντας το συγκεντρωμένο πλήθος να φωνάζει
«Αξιος, Αξιος». Οι κάμερες των τηλεοπτικών σταθμών και δεκάδες
φωτογράφοι «αναζητούσαν» το νέο πρόσωπο της Εκκλησίας.
«Η σημερινή ημέρα είναι ιστορική για την Αρχιεπισκοπή Αθηνών και για την
αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος», ήταν τα πρώτα του λόγια προς τους
εκπροσώπους των Μέσων Ενημέρωσης. «Ευχαριστώ τους σεβασμιώτατους
μητροπολίτες που μου εμπιστεύθηκαν την πρώτη θέση σε αυτό το πλοίο της
Εκκλησίας. Φέρνουμε την ανανέωση, την αξιοκρατία και τον εκσυγχρονισμό
στην Εκκλησία. Θέλω να πιστεύω και οραματίζομαι μια Εκκλησία ζωντανή και
δυναμική που να βρίσκεται μέσα στον λαό μας με ανοιχτά τα φυλλοκάρδια
της. Οχι μόνο για να ακούει τους στεναγμούς του λαού μας αλλά και για να
συντονίζεται στους παλμούς της καρδιάς του», κατέληξε, δίνοντας το
στίγμα της πορείας που θα ακολουθούσε. Η Εκκλησία θα είχε λόγο για όλα.
Τα εθνικά, πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα θα αποτελούσαν την αιχμή του
δόρατος των αρχιεπισκοπικών παρεμβάσεων.
Εντός του Μητροπολιτικού Ναού επικρατούσε κλίμα ενθουσιασμού. Οι
μητροπολίτες Πειραιώς Καλλίνικος και Καλαβρύτων Αμβρόσιος, αλλά και
άλλοι ιεράρχες που ανήκαν στον κύκλο επιρροής της «Χρυσοπηγής»,
αισθάνονταν δικαιωμένοι. Ωστόσο, κάποιοι μητροπολίτες, της
«σεραφειμικής» πτέρυγας, έβλεπαν με σκεπτικισμό τις εξελίξεις. Ο
Δημητριάδος είχε εκλεγεί στην τρίτη ψηφοφορία με βασικό αντίπαλο τον
Θηβών Ιερώνυμο. «Οταν το τελικό αποτέλεσμα ήτο πλέον σαφές, ο
εκλεγόμενος νέος αρχιεπίσκοπος εδάκρυσεν από συγκίνηση» αναφέρει το
χρονικό της εκλογής που δημοσιεύθηκε στο επίσημο περιοδικό της Εκκλησίας
της Ελλάδος «Εκκλησία». Ομως η νέα σελίδα «γύρισε» σε μια στιγμή που
την Εκκλησία σκίαζαν οι κατηγορίες για οικονομικά σκάνδαλα. Ενα από τα
πρόσωπα που κάποιοι τεχνηέντως ενέπλεξαν -όπως αποδείχθηκε- ήταν ο Θηβών
Ιερώνυμος. Οταν λίγα χρόνια αργότερα τα πολιτικά δικαστήρια τον αθώωσαν
από κάθε κατηγορία, ήταν πλέον αργά…
«Ούτε για εθνάρχης πάω ούτε για πρωθυπουργός»
Από την πρώτη στιγμή της ανάρρησής του στο θρόνο των Αθηνών, ο
Χριστόδουλος έγινε το αγαπημένο πρόσωπο των μέσων ενημέρωσης. Ο λόγος
του, οι δραστηριότητές του, οι κινήσεις του αποτελούσαν θέμα συζητήσεων.
Από τους άμβωνες των ναών διακήρυσσε τις θέσεις του, παρενέβαινε στις
εξελίξεις, καυτηρίαζε καταστάσεις. Οι ΗΠΑ, η Ευρωπαϊκή Ενωση, οι
«ισχυροί» της Γης, η παγκοσμιοποίηση, οι εκφραστές της ιντελιγκέντσιας,
οι «ευρωλιγούρηδες» και οι «γραικύλοι» αποτέλεσαν τους πρώτους «στόχους»
του. Οι πιστοί εκστασιασμένοι τον χειροκροτούσαν στους ναούς.
Επισκεπτόμενος τον Βόλο λίγο μετά την εκλογή του, άσκησε δριμεία κριτική
στην Ε.Ε., υποστηρίζοντας ότι «αποτελεί αίσχος για τους Νεοέλληνες να
παίρνουν ως κριτήρια το τι θέλουν κάθε φορά οι ντιρεκτίβες των
Βρυξελλών, και όχι ό,τι επιβάλλει η ιστορική αναγκαιότητα και η παράδοση
αυτού του τόπου».
Δεν παρέλειψε, ωστόσο, να στραφεί και εναντίον μερίδας βουλευτών που
ζήτησαν την κατάργηση του θρησκευτικού όρκου. «Καθένας ο οποίος
καταβάλλει προσπάθεια να μετατρέψει αυτόν τον τόπο σε κράτος λαϊκίστικο,
όπως λέγεται, διότι δήθεν αυτό είναι το πρότυπο της Ευρώπης, κάνει
έγκλημα εναντίον της ιστορίας αυτού του λαού και δεν θα πρέπει να τον
αφήσουμε ελεύθερο να κάνει αυτό το έγκλημα».
Στις 9 Μαΐου, η Αθήνα υποδέχθηκε και επίσημα τον νέο Αρχιεπίσκοπο στην
τελετή ενθρόνισης που πραγματοποιήθηκε στον Καθεδρικό Ναό. Ωστόσο, οι
πρώτες του δηλώσεις, αλλά και η απαίτηση ορισμένων συνεργατών του να του
επιφυλαχθεί υποδοχή αρχηγού κράτους, κράτησαν μακριά από τη Μητρόπολη
τον τότε πρωθυπουργό κ. Κ. Σημίτη. Κίνηση που προκάλεσε τη δυσαρέσκεια
του Αρχιεπισκόπου, αλλά προδιέγραψε και τις μελλοντικές σχέσεις
κυβέρνησης - εκκλησιαστικής διοίκησης. «Η πρόκληση για την Εκκλησία
είναι ιστορική. Οφείλει να διατυπώσει ένα νέο λόγο με δύναμη και
προοπτική, για να είναι πάντοτε ζωντανή η παρουσία της στον σύγχρονο
κόσμο», υπογράμμισε στον ενθρονιστήριο λόγο του στον κατάμεστο Καθεδρικό
Ναό.
«Κάθε
απόπειρα αποσύνδεσης Ορθοδοξίας και Ελληνισμού συνιστά απειλή για την
ενότητα του έθνους», συνέχισε και πρόσθεσε: «Η Εκκλησία πάντοτε επεδίωξε
σχέσεις συνεργασίας, συναλληλίας σε βάση ισοτιμίας με την ελληνική
Πολιτεία. Και η ελληνική Πολιτεία από τη μεριά της κατανοεί την ανάγκη
ειρηνικής συμβίωσης με την Εκκλησία». Η εσωτερική αναδιοργάνωση της
Εκκλησίας, η νεολαία και τα προβλήματά της, η πατρίδα και το Γένος, η
κοινωνική μέριμνα και, τέλος, οι νεώτερες επιστημονικές κατακτήσεις,
όπως θέματα βιοηθικής και γενετικής, ήταν οι βασικοί άξονες των
προγραμματικών δηλώσεων του Χριστόδουλου. «Ο λαός μας δικαιούται να
ελπίζει. Φέρνουμε το μήνυμα της άνοιξης και της αυτοπεποίθησης. Μπορούμε
να ζήσουμε και να προκόψουμε. Ο Ελληνισμός και η Ορθοδοξία αξίζουν και
μπορούν το καλύτερο», κατέληξε, προσαρμόζοντας ελαφρώς στην
εκκλησιαστική γλώσσα την πολιτική συνθηματολογία.
Λίγες ημέρες αργότερα, μετά τη συνάντησή του με τον κ. Σημίτη, ο
Αρχιεπίσκοπος δήλωνε πως «είναι αυτονόητο και φυσικό ότι και την
Εκκλησία ενδιαφέρει η πρόοδος και ο εκσυγχρονισμός του λαού μας».
Ακολούθησαν συναντήσεις με κορυφαίους υπουργούς, με τους οποίους
συζήτησε τα εθνικά ζητήματα, αλλά έθεσε και σειρά αιτημάτων της νέας
εκκλησιαστικής διοίκησης. Η ανέγερση νέου Καθεδρικού Ναού, νέου
Συνοδικού Μεγάρου αλλά και η αξιοποίηση κοινοτικών πόρων ήταν ορισμένα
από αυτά. Αν και ήταν ακόμα πολύ νωρίς για κριτική, ορισμένοι πολιτικοί
παράγοντες παρακολουθούσαν προβληματισμένοι τη δράση του νέου
Προκαθημένου. «Ο λαός μας εχόρτασε από υποσχέσεις και από μεγάλα λόγια.
Εχόρτασε από τους εκμεταλλευτές της δικής του αφέλειας ή αμέλειας.
Σήμερα ο λαός θέλει αγωνιστές. Ολοι, εμάς θέλουν μπροστά. Ο λαός
κρέμεται από εμάς», δήλωνε και έστελνε το μήνυμα: «Δεν υπάρχει λόγος να
ανησυχούν. Ούτε για εθνάρχης πάω ούτε για πρωθυπουργός. Ας κοιμούνται
ήσυχοι οι κυβερνώντες, δεν είμαι εγώ εκείνος που θα αμφισβητήσει την
πολιτική τους επικυριαρχία».
Στις
17 Αυγούστου του 1998, από την Παναγία Σουμελά στο Βέρμιο, ο
Χριστόδουλος έκανε μια παρέμβαση που προκάλεσε συζητήσεις. «Ο Θεός θα
αξιώσει κάποτε τον Προκαθήμενο της Εκκλησίας ως επικεφαλής του
ελληνισμού να βάλει το κλειδί στην πόρτα της Παναγίας της Σουμελιώτισσας
για να ανοίξει και πάλι τις πύλες της σε αυτό το παλλάδιον του
ελληνισμού και της Ορθοδοξίας», είχε τονίσει και σπεύσει να συμπληρώσει:
«Δεόμεθα υπέρ της ειρήνης, αλλά ευλογούμε τα όπλα τα ιερά, όταν η
στιγμή το επιτάσσει και οι καιροί το επιβάλλουν». Παράλληλα, προχώρησε
σε εντυπωσιακές εξαγγελίες, πολλές από τις οποίες έμειναν στα χαρτιά.
Κάποιες μάλιστα τις επανέλαβε αρκετές φορές στη διάρκεια των εννέα ετών
που βρέθηκε στο τιμόνι της Ελλαδικής Εκκλησίας. Η σημαντικότερη, ωστόσο,
από αυτές που έγιναν πράξη ήταν η χορήγηση επιδόματος στις πολύτεκνες
οικογένειες της Θράκης.
Κοντά στη νέα γενιά με επισκέψεις, ανέκδοτα και νουθεσίες
Η αγάπη και το ενδιαφέρον του μακαριστού Αρχιεπισκόπου για τη νέα γενιά
εκδηλώθηκε από την πρώτη στιγμή της εκλογής του. «Χριστόδουλε σε πάμε»,
φώναζαν ρυθμικά οι μαθητές ενός σχολείου και αυτός, ανταποκρινόμενος,
είπε «και εγώ σας πάω». «Τα παιδιά δικαίως επαναστατούν εναντίον της
γενεάς των γονέων τους, γιατί η δική μας γενεά έχει προσφέρει πολύ κακές
υπηρεσίες στη νεολαία με αυτή την υποκρισία που τη χαρακτηρίζει. Και
επειδή τα παιδιά είναι έξυπνα, μας έχουν εν πολλοίς σιχαθεί και γι’ αυτό
αντιδρούν στο κοινωνικό κατεστημένο», δήλωνε το 2002 στους συντάκτες
της μαθητικής εφημερίδας «Schooliki».
Επί εποχής του, η Αρχιεπισκοπή εντάχθηκε στους τόπους επισκέψεων των
μαθητών της Αθήνας και της περιφέρειας. Ο Χριστόδουλος σκορπούσε
χαμόγελα, νουθετούσε, έλεγε ανέκδοτα, φωτογραφιζόταν με τα παιδιά.
Συχνά, οι λόγοι του προκαλούσαν έκπληξη, όπως η παρομοίωση της
παγκοσμιοποίησης με «μηχανή του κιμά», ενώ ρωτούσε τους μικρούς μαθητές
αν θέλουν να γίνουν «κιμάς τον οποίο πλάθεις όπως θέλεις και τον κάνεις
ό,τι θέλεις; Κεφτέδες, σουτζουκάκια. Θέλετε να γίνεται σούπα, χυλός;».
Λίγες ημέρες μετά την εκλογή του, επισκέφθηκε το πολυκλαδικό λύκειο των
Αμπελοκήπων. «Χρειάζεται να ξυπνήσουμε. Παιδιά ξυπνήστε. Αφήστε τον
εφησυχασμό για να κάνουμε μαζί την επανάσταση των συνειδήσεων»,
προέτρεπε τους μαθητές εξ αφορμής του συνθήματος «Τσακίστε τα
ξυπνητήρια», που είδε γραμμένο σε κάποιο τοίχο. Από τη Σιβιτανίδειο
δήλωνε καταχειροκροτούμενος ότι «η Εκκλησία είναι in» και καλούσε τους
μαθητές: «Οπισθεν ολοταχώς, γιατί πάμε στην καταστροφή. Βάλτε όλοι στον
λαιμό σας σταυρό. Η μόδα τώρα είναι να φοράτε σταυρό». Στο πνεύμα της
εποχής ανακοίνωσε τη λειτουργία εκκλησιαστικού Ιντερνετ καφέ και κάλεσε
τους νέους να έρθουν, «όπως είσαστε, ακόμα φορώντας και σκουλαρίκι».
«Δεν μας ενδιαφέρει το τι φοράνε τα παιδιά όταν έρχονται στην Εκκλησία,
μας ενδιαφέρει η ψυχή τους», θα εξηγήσει αργότερα σε συνέντευξή του σε
εφημερίδα ιδιωτικού εκπαιδευτηρίου.
Ωστόσο, αίσθηση προκάλεσε στην κοινή γνώμη ο επιτιμητικός τρόπος με τον
οποίον απευθύνθηκε σε ένα μαθητή του εκκλησιαστικού λυκείου
Θεσσαλονίκης, ο οποίος θορυβούσε την ώρα της αρχιεπισκοπικής ομιλίας.
«Τι γελάς παιδί μου; Χάχας είσαι;». Πάντως, ο Χριστόδουλος δεν δίστασε
ποτέ να μιλήσει ανοικτά ακόμα και για «δύσκολα» θέματα, όπως οι
σεξουαλικές σχέσεις, ενώ μια από τις πρώτες ενέργειές του ως
Αρχιεπίσκοπος ήταν να επισκεφθεί σε νοσοκομεία της Αθήνας ασθενείς που
πάσχουν από έιτζ.
Ο απογαλακτισμός από την «αγία αδελφότητα»
«Η αποστολή μου τελείωσε εδώ» είχε πει περιχαρής το βράδυ της αναδείξεως
του πνευματικού του τέκνου στον θρόνο των Αθηνών ο τότε μητροπολίτης
Πειραιώς και επικεφαλής της «Χρυσοπηγής» κ. Καλλίνικος. Στην πράξη όμως ο
Πειραιώς έδειξε να επιθυμεί να έχει λόγο σε ορισμένα ζητήματα. Η πρώτη
κόντρα ξέσπασε τα πρώτα εικοσιτετράωρα μετά την αρχιεπισκοπική εκλογή.
Οταν στις αρχές Μαΐου, ο Χριστόδουλος επέστρεψε στον Βόλο ως
Αρχιεπίσκοπος, απευθυνόμενος στο πνευματικό του τέκνο και επιστήθιο φίλο
του, αρχιμανδρίτη Θεόκλητο Κουμαριανό, είπε: «Θεόκλητε παιδί μου, ιδού η
Μητρόπολή σου». Κάτι που προκάλεσε τη μήνιν του Καλλίνικου, ο οποίος
αντέδρασε στην υποψηφιότητα του εκλεκτού του Χριστόδουλου. Τελικά, ο
αρχιεπίσκοπος υποχώρησε και στη μητρόπολη εξελέγη ο Ιγνάτιος
Γεωργακόπουλος, μέλος της Χρυσοπηγής και δεξί χέρι του Πειραιώς.
Τα επόμενα χρόνια, ο κ. Καλλίνικος -και μαζί με αυτόν και τα υπόλοιπα
μέλη της αδελφότητας- στάθηκαν πολλές φορές απέναντι στον Αρχιεπίσκοπο.
Τα πρόσωπα που εκλέγονται σε μητροπόλεις, η κοσμική ζωή του
Χριστόδουλου, οι «παντελονάδες» συνεργάτες του βρέθηκαν στο στόχαστρο
της «αγίας αδελφότητας». Ηταν φανερό ότι ο Αθηνών προσπαθούσε να
απογαλακτισθεί από την «οικογένειά» του.
Το 2005 ο Καλαβρύτων προβαίνει σε μια δήλωση που θα συγκλονίσει συθέμελα
την Αρχιεπισκοπική Αυλή. Επικρίνει τον «αδελφό» του Χριστόδουλο, που
επέτρεψε να παρεισφρήσουν στο άμεσο περιβάλλον του ύποπτα πρόσωπα.
Φωτογράφιζε –εμμέσως πλην σαφώς- τον π. Ιάκωβο Γιοσάκη αν και τα βέλη
του στόχευαν κυρίως στον στενό συνεργάτη του Αρχιεπισκόπου, τότε
μητροπολίτη Θεσσαλιώτιδος Θεόκλητο. Ο κ. Θεόκλητος κατηγορήθηκε ότι
προωθούσε τον π. Γιοσάκη να καταλάβει υψηλή διοικητική θέση στην Ιερά
Σύνοδο.
Η υπόθεση του παραδικαστικού σκανδάλου ξεδιπλώνεται και η Χρυσοπηγή
εμφανίζεται από τον Τύπο να απαιτεί την «κεφαλή Θεόκλητου επί πίνακι»
προκειμένου να στηρίξει τον Χριστόδουλο. Τελικά, ο Θεόκλητος
παραιτήθηκε, αφήνοντας όμως αιχμές για τον ρόλο της αδελφότητας. Λίγους
μήνες μετά, συμπτωματικά την ημέρα που ανακοινώθηκε η μεταφορά του
συλληφθέντος Απόστολου Βαβύλη στην Ελλάδα, ο Πειραιώς Καλλίνικος κάνει
γνωστή την απόφασή του να παραιτηθεί για λόγους υγείας. Το προηγούμενο
διάστημα, ο Χριστόδουλος είχε στηρίξει τον πνευματικό του πατέρα, ο
οποίος κατηγορήθηκε για ηθικά παραπτώματα αλλά και για την εμπλοκή ενός
άλλου πνευματικού του παιδιού στα τεκταινόμενα των Ιεροσολύμων, στο
πλευρό του Βαβύλη. Η σχέση του Αρχιεπισκόπου με την αδελφότητα της
οποίας υπήρξε συνιδρυτής πέρασε πολλές διακυμάνσεις αλλά την τελευταία
περίοδο τα μέλη της βρέθηκαν κοντά του. Ιδιαίτερα τις ώρες που έδινε τη
μεγάλη μάχη για τη ζωή του.
Η άνοδος και η πτώση της δημοτικότητας του αγαπημένου προσώπου των ΜΜΕ
Από
τα πρώτα κηρύγματά του, ο Χριστόδουλος γίνεται το πρόσωπο της ημέρας. Η
δημοτικότητά του εκτινάσσεται. Μαζί με τον τέως πρόεδρο της Δημοκρατίας
κ. Κ. Στεφανόπουλο γίνονται οι πιο δημοφιλείς Ελληνες. Είναι
χαρισματικά επικοινωνιακός και έχει άνεση με τα ΜΜΕ. Κάθε του λέξη ή
ενέργεια δημιουργεί είδηση. Οι ναοί μετατρέπονται σε τηλεοπτικά πλατό.
Οι κάμερες και οι δημοσιογράφοι τον ακολουθούν σε κάθε του βήμα. Οι
επικριτές του τον κατηγορούν ότι επιδιώκει τη δημοσιότητα. Οτι οι
κάμερες τον ακολουθούν γιατί ο ίδιος τις καλεί. Ομως, όπως ο ίδιος
απαντά, ορισμένοι δημοσιογράφοι του το ζήτησαν «κλαίγοντας» και
ξεκαθαρίζει ότι «δεν επιδιώκει να έρχονται από πίσω του συνεχώς οι
κάμερες».
Ωστόσο, ο Χριστόδουλος αποδεικνύει ότι γνωρίζει πολύ καλά το παιχνίδι με
τη δημοσιότητα. Ενα δάκρυ του, ένα σπάσιμο της φωνής του, ένα πύρινο
κήρυγμά του γίνονται πρώτο θέμα στα δελτία ειδήσεων. Ακόμα και το
διεθνές περιοδικό ΤΙΜΕ ασχολείται με τον «Αρχιεπίσκοπο-φαινόμενο» και
τους «Κεραυνούς από έναν λαϊκίστικο άμβωνα», όπως τιτλοφορείται σχετικό
άρθρο. «Σίγουρα έχουν ενοχλήσει αυτά που έχω πει. Τάραξα τα λιμνάζοντα
νερά. Δεν κλείνω το στόμα μου, γιατί αυτά που λέω είναι αυτά που θέλει ο
λαός μας», τονίζει απευθυνόμενος σε μαθητές και λίγες ημέρες αργότερα
θα δώσει μια νέα ατάκα: «Το μήνυμα που θα ήθελα σήμερα να εκπέμψω είναι
αυτό που λέει ένα τραγούδι. “Φωνάζω το μήνυμα με ακούει κανείς;”. Μάλλον
με ακούει γιατί είναι μέσα εδώ και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης».
Από την επομένη της εκλογής του, φρόντισε να παραχωρήσει συνεντεύξεις
σχεδόν σε όλα τα μεγάλα έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης.
Ακολούθησαν οι επισκέψεις σε συλλόγους, ιδρύματα, σχολεία. Γρήγορα το
ενδιαφέρον στράφηκε στα ανέκδοτα που του άρεσε να διηγείται. «Μερικές
φορές με κακομεταχειρίζονται τα Μέσα. Δηλαδή, όταν εγώ μιλάω στα παιδιά,
δεν μπορεί η τηλεόραση το βράδυ στις ειδήσεις να μη λέει τίποτε από
αυτά τα οποία είπα παρά μόνο να στέκεται στο ανέκδοτο. Δηλαδή
διερωτώμαι, τι θέλουν να πουν; Θέλουν να πουν ότι ο Αρχιεπίσκοπος είναι
ανεκδοτολόγος;».
Επί
των ημερών του, η διοίκηση της Εκκλησίας εκσυγχρονίζεται επικοινωνιακά.
Πολυάριθμο προσωπικό στελεχώνει τα γραφεία Τύπου της Αρχιεπισκοπής και
της Συνόδου, γνωστοί δημοσιογράφοι υπηρετούν σε σχετικές με την
επικοινωνία συνοδικές επιτροπές, αναδιοργανώνεται το εκκλησιαστικό
ραδιόφωνο, λειτουργεί ιστοσελίδα, εκδίδονται νέα έντυπα, ενισχύονται οι
δεσμοί με εκδοτικά συγκροτήματα. Βασικός στόχος είναι η προβολή των
αρχιεπισκοπικών δραστηριοτήτων.
Ωστόσο, ο Χριστόδουλος θα βρεθεί για πρώτη φορά αντιμέτωπος με το
μεγαλύτερο μέρος των ΜΜΕ το 2005. Τα σκάνδαλα στο εσωτερικό της
Εκκλησίας και οι αποκαλύψεις για το παραδικαστικό κύκλωμα τραυματίζουν
σημαντικά τη δημόσια εικόνα του. Τότε ήταν που αποφάσισε, έπειτα από
εισηγήσεις στενών συνεργατών του, να απαγορεύσει στις τηλεοπτικές
κάμερες να εισέρχονται στους ναούς.
Η μάχη για τις ταυτότητες
Οι μεγάλες συγκεντρώσεις, οι υπογραφές για δημοψήφισμα και η σύγκρουση με την πολιτεία
Η
σφοδρότερη σύγκρουση του Αρχιεπισκόπου με την Πολιτεία αφορούσε την
αναγραφή του θρησκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες. Μία εβδομάδα μετά
τις εθνικές εκλογές του 2000 ο νέος υπουργός Δικαιοσύνης Μιχάλης
Σταθόπουλος δήλωνε σε απογευματινή εφημερίδα ότι το θρήσκευμα αποτελεί
ευαίσθητο προσωπικό δεδομένο και η αναγραφή του στην αστυνομική
ταυτότητα έρχεται σε αντίθεση με σχετικό νόμο που ισχύει από το 1997.
«Σε αυτό τον τόπο υπάρχει ένας παράγοντας ο οποίος ούτε μπορεί ούτε
πρέπει να αγνοείται. Είναι ο λαός», ήταν η πρώτη αντίδραση του
Αρχιεπισκόπου. Λίγες ημέρες αργότερα και αφού έχει αρχίσει να συζητείται
το ζήτημα ευρέως επανήλθε διαμηνύοντας προς πάσα κατεύθυνση: «Να γίνει
ένα δημοψήφισμα και θα δούνε ότι ο λαός προσυπογράφει μαζί μας».
«Λαοσυνάξεις»
Αν και υπουργοί διαβεβαίωναν τον Αρχιεπίσκοπο ότι δεν τίθεται θέμα, ο
τότε πρωθυπουργός κ. Κ. Σημίτης ξεκαθάρισε στη Βουλή ότι το θρήσκευμα
δεν θα αναγραφόταν στις νέες ταυτότητες. Ο πόλεμος που θα οδηγούσε στη
συγκέντρωση υπογραφών από την Εκκλησία ζητώντας δημοψήφισμα, μόλις
άρχιζε. Προηγήθηκαν ωστόσο δύο μεγάλες «λαοσυνάξεις» στη Θεσσαλονίκη και
στην Αθήνα τον Ιούνιο του 2000. «Πιστέ και αγαπημένε λαέ, δεν ήλθα να
σας διεγείρω. Ηλθα να σας εξηγήσω. Δεν ήλθα να σας φανατίσω. Ηλθα να σας
ενημερώσω», ήταν τα πρώτα λόγια του Αρχιεπισκόπου, ο οποίος δήλωνε
συγκινημένος «βλέποντας αυτή τη συγκλονιστική λαοθάλασσα».
Δεκάδες χιλιάδες «πιστών» πάλλονταν στον αρχιεπισκοπικό λόγο φωνάζοντας
ρυθμικά «Ελλάδα σημαίνει Ορθοδοξία». Ο Χριστόδουλος θύμιζε πολιτικό
ηγέτη χρησιμοποιώντας στην ομιλία του εκφράσεις από τις ομιλίες του
Ανδρέα Παπανδρέου. «Ας λέει ο νόμος ό,τι θέλει, αν ο λαός δεν συναινεί
δεν εφαρμόζεται» διακήρυσσε ο Χριστόδουλος και προειδοποιούσε πως «την
Εκκλησία όποιο χέρι τόλμησε να την αγγίξει, ξεράθηκε». Οι
«προοδευτικάριοι», οι «θιασώτες της Ευρώπης», η «ιντελιγκέντσια» και η
κυβέρνηση Σημίτη βρέθηκαν στο στόχαστρο των ομιλιών του Aρχιεπισκόπου.
«Αφήστε τους νόμους να κοιμούνται», προέτρεψε την κυβέρνηση από την
πλατεία Συντάγματος και απευθυνόμενος στους επικριτές του είπε:
«Επιτέλους άμα τα έχετε με τον Χριστόδουλο, τον Χριστόδουλο να βρίζετε
και όχι τους παπάδες». Η κίνησή του να κρατήσει στην εξέδρα του
Συντάγματος αντίγραφο του λαβάρου της Επαναστάσεως του 1821, που
μετέφερε από την Αγία Λαύρα ο μητροπολίτης Καλαβρύτων, προκάλεσε τις
έντονες αντιδράσεις σημαντικής μερίδας του πολιτικού κόσμου.
Η Προεδρία
Στις 28 Αυγούστου 2001, ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος ανακοίνωσε σε
ειδική συνέντευξη Τύπου ότι η Σύνοδος συγκέντρωσε περισσότερα από τρία
εκατομμύρια υπογραφές πιστών οι οποίοι ζητούν δημοψήφισμα για την
προαιρετική αναγραφή του θρησκεύματος στις νέες ταυτότητες. Ανάμεσά τους
και εκείνη του τότε αρχηγού της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως κ. Κ.
Καραμανλή. Την επόμενη ημέρα ο Αρχιεπίσκοπος επισκέφθηκε τον Πρόεδρο κ.
Κωστή Στεφανόπουλο ζητώντας τη διενέργεια δημοψηφίσματος. Ωστόσο, με
ανακοίνωση της Προεδρίας της Δημοκρατίας η υπόθεση έκλεισε, αφού «οι
εκτός νομοθετημένης διαδικασίας συλλεγείσες υπογραφές δεν είναι δυνατόν
να ανατρέψουν τις διατάξεις του Συντάγματος».
Το θέμα τέθηκε και πάλι πριν από τις εκλογές του 2004 αλλά μετεκλογικώς,
στην πρώτη συνάντησή του με τον νέο πρωθυπουργό κ. Καραμανλή, ο
Αρχιεπίσκοπος το έθεσε ουσιαστικά στο «αρχείο» μαζί με τα ξεχασμένα πια
δελτία υπογραφών. Το ζήτημα έληξε οριστικά το Νοέμβριο του 2007, όταν
από το βήμα της Βουλής ο υφυπουργός Εσωτερικών Παναγιώτης Χηνοφώτης
υπενθύμισε τις αποφάσεις της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων και
του ΣτΕ και δήλωσε: «Αντιλαμβάνομαι ότι η πλειονότης των Ελλήνων
διέπεται από βαθιά θρησκευτική συνείδηση, πλην όμως οι αποφάσεις αυτές
δεν επιτρέπουν μία αλλαγή πορείας».
Την επόμενη ημέρα η Σύνοδος περιορίστηκε να εκφράσει τη δυσαρέσκειά της,
ενώ ο βαρύτατα ασθενής Αρχιεπίσκοπος δεχόταν στην κατοικία του τον
πρωθυπουργό κ. Κώστα Καραμανλή. Τα γεγονότα όμως είχαν αλλάξει πλέον την
αρχιεπισκοπική ατζέντα…
Η κρίση του παραδικαστικού
Η μεγαλύτερη κρίση που αντιμετώπισε στο εσωτερικό της Ελλαδικής
Εκκλησίας ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος ξέσπασε τον Ιανουάριο του 2005. Οι
αποκαλύψεις σκανδάλων με κυρίαρχο το παραδικαστικό έφεραν στην επιφάνεια
σχέσεις στοργής και διαπλοκής, «ιδιαιτερότητες», φιλοχρηματία και
εξουσιολαγνεία.
Ο Αρχιεπίσκοπος είδε ξαφνικά το περιβάλλον του να «αποδομείται», ενώ δεν
ήταν λίγοι εκείνοι που πίστευαν πως έτριζε επικίνδυνα ο Θρόνος του. Οι
επικριτές του τού χρέωναν λάθη, παραλείψεις και το σημαντικότερο
«αδυναμία αξιολόγησης των προσώπων που είχε δίπλα του». Στα σκάνδαλα
ήρθε να προστεθεί και η παράλληλη κρίση του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, ο
Απόστολος Βαβύλης και οι συστατικές επιστολές που μοίραζε ο
Αρχιεπίσκοπος.
Μέσα στο κλίμα αυτό ο Χριστόδουλος και η Διαρκής Ιερά Σύνοδος
«διέγνωσαν» από την πρώτη στιγμή μια ακόμα συντονισμένη επίθεση κατά της
Εκκλησίας. Υπό το βάρος όμως της χιονοστιβάδας των στοιχείων που
φανέρωναν ένα άλλο πρόσωπο μέρους της διοικούσας Εκκλησίας αλλά και της
έντονης δυσαρέσκειας που προκάλεσαν οι αποκαλύψεις στο χριστεπώνυμο
πλήρωμα, η Ιεραρχία αναγκάσθηκε να προχωρήσει στην λεγόμενη αυτοκάθαρση.
Ως αποτέλεσμα οι Μητροπολίτες Αττικής κ. Παντελεήμονας και
Θεσσαλιώτιδος κ. Θεόκλητος έχασαν τους θρόνους τους, ενώ ο αρχιμανδρίτης
Ιάκωβος Γιοσάκης τέθηκε σε αργία.
Στις αρχές του 2006 ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος αποκατέστησε το
πνευματικό του παιδί, κ. Θεόκλητο, αποδίδοντάς του τον τίτλο του
τιτουλάριου Μητροπολίτη Βρεσθένης. Ενα χρόνο αργότερα επιχείρησε να
προωθήσει την εκλογή του στη Μητρόπολη Μεσσηνίας. Κατόπιν όμως των
αντιδράσεων της τοπικής κοινωνίας ο Χριστόδουλος άλλαξε σχέδια. Αξίζει
να σημειωθεί ότι ο κ. Θεόκλητος, μαζί με τον πρωτοσύγκελο της
Αρχιεπισκοπής π. Θωμά Συνοδινό, ήταν από τους ελάχιστους συνεργάτες του
που παρέμειναν στο πλευρό του μακαριστού καθ’ όλη τη διάρκεια της
ασθένειάς του.
Ισορροπίες στην Ιεραρχία
Ο Χριστόδουλος είχε μιλήσει για την ανάγκη εξυγίανσης της εκκλησιαστικής
ζωής, αλλά και για τη σημασία του συνοδικού συστήματος διοίκησης της
Εκκλησίας στην πρώτη ομιλία του ως Αρχιεπισκόπου προς την Ιεραρχία.
Ωστόσο, τα σύννεφα δεν άργησαν να εμφανιστούν ήδη από τους πρώτους μήνες
της εκλογής του. Η «σεραφειμική» πτέρυγα των Ιεραρχών κατηγορούσε
εμμέσως τον Αρχιεπίσκοπο και τη Χρυσοπηγή πως επωφελήθηκαν -αν δεν ήταν
αυτοί που τις ανέδειξαν- από τις ανυπόστατες κατηγορίες για οικονομική
κακοδιαχείριση που εκτοξεύτηκαν προεκλογικώς κατά του Θηβών Ιερώνυμου.
Ο Χριστόδουλος είχε πλέον απέναντί του μια συμπαγή ομάδα αρχιερέων, που ο
αριθμός της διαφοροποιείτο, ανάλογα με τις εσωτερικές εξελίξεις. Στην
πορεία συντάχθηκαν με τη λεγόμενη «αντιπολίτευση» και ορισμένοι
αρχιερείς που είχαν στηρίξει την εκλογή του. Τον Οκτώβριο του 1998
προκειμένου να «κλείσει» το οικονομικό σκάνδαλο κάλεσε τον Θηβών να
ζητήσει συγγνώμη. Ομως η δική του συγγνώμη στον κ. Ιερώνυμο καθυστέρησε
περίπου 7 χρόνια.
Την
περίοδο των σκανδάλων ο Θηβών στήριξε τον βαλλόμενο πανταχόθεν
Χριστόδουλο διασώζοντάς τον ουσιαστικά στον αρχιεπισκοπικό θρόνο του.
Και αυτό γιατί με τη στάση του αναχαίτισε τις κινήσεις αμφισβήτησης που
είχαν αρχίσει να εκδηλώνονται στην Ιεραρχία εις βάρος του Αρχιεπισκόπου.
Πάντως, τόσο ο κ. Ιερώνυμος όσο και αρκετοί άλλοι αρχιερείς επέκριναν
πολλές φορές τον Χριστόδουλο για εκκοσμίκευση και συγκεντρωτισμό, για
την προσπάθειά του να αναδειχθεί σε «Πρώτο» της ελλαδικής Εκκλησίας και
την ταυτόχρονη υποβάθμιση του συνοδικού συστήματος, τη στάση του έναντι
του Οικουμενικού Πατριαρχείου, τις επιχειρηματικές δραστηριότητες της
Εκκλησίας, τη συμπεριφορά ορισμένων συνεργατών του.
Παράλληλα, όμως, σε πολλές περιπτώσεις η πλειοψηφία της Ιεραρχίας
στήριξε τις επιλογές του μακαριστού όπως στο ζήτημα των ταυτοτήτων, το
σχέδιο Ανάν, τις προτάσεις για την αυτοκάθαρση στους κόλπους της
Εκκλησίας.
Σωρεία δηλώσεων που προκάλεσαν οξείες αντιδράσεις
Ο
καυστικός λόγος του Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου δεν περνούσε ποτέ
απαρατήρητος. Τις ομιλίες, τα κηρύγματα, τις δηλώσεις του διαδέχονταν
σχόλια, αναλύσεις ακόμα και αντιδράσεις. Σε ορισμένες περιπτώσεις
μάλιστα υποχρεώθηκε να ανασκευάσει τα λεγόμενά του. Τις περισσότερες
φορές, όπως υποστήριζε, υπεύθυνοι για τον «θόρυβο» ήταν οι δημοσιογράφοι
και οι επικριτές του, οι οποίοι παρερμήνευαν τους αρχιεπισκοπικούς
λόγους.
Μία από τις δηλώσεις που προκάλεσε τα επικριτικά σχόλια πολλών πολιτικών
και διανοουμένων ήταν αυτή που αφορούσε τη στάση της Εκκλησίας την
περίοδο της δικτατορίας. Αν και ο Αρχιεπίσκοπος υπηρετούσε τότε ως
αρχιγραμματέας της Συνόδου σε συνέντευξη που παραχώρησε το 2001 δήλωσε
άγνοια για τα έργα και τις ημέρες της χούντας. «Ομολογώ ότι δεν ήξερα
ότι γίνονταν βασανιστήρια, πως υπήρχε ΕΑΤ-ΕΣΑ. Ολα αυτά ήρθαν στο φως
μετά. Δεν πειράζει, μπορεί να τα ήξερε ο τότε Αρχιεπίσκοπος, αν τα ήξερε
και εσιώπησε έκανε άσχημα. Επρεπε να υψώσει τη φωνή του να
διαμαρτυρηθεί. Στον κύκλο μου δεν είχα ακούσει τέτοια πράγματα, δεν
άκουγα ξένους σταθμούς, εκ των υστέρων τα έμαθα. Θα πει κανείς ότι ήμουν
βαθιά νυχτωμένος. Μπορεί, γιατί εγώ τότε σπούδαζα. Σας ομολογώ εν
πλήρει αληθεία ότι δεν ήξερα. Δεν ντρέπομαι να το πω, αν και μπορείτε να
πείτε ότι ήμουν έξω από τα πράγματα. Τώρα πάντως είμαι μέσα»,
υποστήριξε ο προκαλώντας θύελλα διαμαρτυριών.
Ενα χρόνο αργότερα, απευθυνόμενος στα στελέχη του ραδιοφωνικού σταθμού
της Εκκλησίας, θα σχολιάσει το αποτέλεσμα του Α΄ γύρου των δημοτικών και
νομαρχιακών εκλογών. Υποψήφιος της Ν.Δ. για την υπερνομαρχία Αθηνών
ήταν ένας από τους επικριτές του, ο δημοσιογράφος κ. Γιάννης
Τζαννετάκος. Την υπερνομαρχία διεκδικούσε και ο πρόεδρος του ΛΑΟΣ και
παλαιός φίλος του Αρχιεπισκόπου, κ. Γιώργος Καρατζαφέρης. «Ακούγαμε όλες
αυτές τις βλακείες ότι ο Καρατζαφέρης είναι δήθεν κόμμα ακροδεξιό και
δεν είχαν καταλάβει (σ.σ. οι δημοσιογράφοι) ότι όσοι ψήφισαν εκεί πέρα,
πήγανε διαμαρτυρόμενοι για τη στάση της Νέας Δημοκρατίας, για τον
Τζαννετάκο κατά της Εκκλησίας… Αυτοί που πήγαν εκεί πέρα είναι καλοί
χριστιανοί, πολύ καλοί χριστιανοί», δήλωνε ο Χριστόδουλος προκαλώντας
την έντονη δυσαρέσκεια της Ρηγίλλης.
Το 2004 με αφορμή τις αντιδράσεις που προκάλεσε στην Ευρώπη η
υποψηφιότητα του Ιταλού ακροδεξιού Ρόκο Μπουτιλιόνε για τη θέση του
επιτρόπου Δικαιοσύνης της Ε.Ε., ο Αρχιεπίσκοπος χαρακτήρισε «κουσούρι»
την ομοφυλοφιλία. «Εκοψαν τον Μπουτιλιόνε γιατί τόλμησε να πει την
αλήθεια. Αλλά σκεφθείτε πού έχουμε φτάσει. Σε ποιο κατάντημα έχει φτάσει
σήμερα η ανθρωπότητα, η οποία αυτό που είναι αμαρτία βοώσα και κράζουσα
θέλει να την καλύψει. Να μη λέμε, να μη μιλάμε, γιατί ενοχλούνται αυτοί
που έχουν το κουσούρι, γιατί θέλουν όλοι οι άλλοι να το παραδεχθούν ως
μια φυσιολογική κατάσταση».
Λίγα χρόνια νωρίτερα, το 1999, με αφορμή τις νατοϊκές επιχειρήσεις στην
πρώην Γιουγκοσλαβία ο Αρχιεπίσκοπος είχε αφήσει και πάλι υπονοούμενα που
προκάλεσαν αντιδράσεις: «Εμείς δεν είμαστε Γερμανοί ούτε Γάλλοι, ούτε
πολύ περισσότερο Αγγλοι. Εμείς είμαστε άντρες, ανδροπρεπείς Ελληνες,
είμαστε ορθόδοξοι χριστιανοί και μιλάμε αντρίκεια». Στις αρχές του 2000
επιτέθηκε στον Αμερικανό πρόεδρο Κλίντον. «Τα χέρια του στάζουν αίμα και
όμως όλοι είδαμε τον κ. Κλίντον να προσεύχεται για την ειρήνη», είχε
πει και προκάλεσε την έντονη δυσαρέσκεια των ΗΠΑ. Τον Ιούλιο του ίδιου
έτους ο Χριστόδουλος υποστήριξε πως όσα λέει είναι αυτά που θέλουν να
πουν οι πιστοί και δεν μπορούν. Και πρόσθεσε: «Εχω αναλάβει παρά Θεού
αυτή την ευθύνη να πορεύομαι μπροστά και εσείς να ακολουθείτε».
«Η Δεξιά του Κυρίου»
Λίγο πριν από τις εκλογές του 2004 ο Χριστόδουλος έστειλε ένα σαφές
μήνυμα στους πιστούς και όχι μόνο. «Επαναστάτες δεν είναι οι
σοσιαλιστές. Επαναστάτες είναι οι γνήσιοι χριστιανοί», είπε από άμβωνος.
Στο εκλογικό κέντρο όπου ψήφισε ο Χριστόδουλος δήλωσε πως «σήμερα
τελείωσαν τα ψέματα». Λίγες ημέρες μετά τις εκλογές έλεγε πάλι από
άμβωνος: «Ενθαρρυνόμαστε κάθε φορά που βλέπουμε τη Δεξιά του Κυρίου να
δίδει κατευθύνσεις και να υποδεικνύει το δρόμο. Στο τέλος, η παντοδύναμη
Δεξιά του Κυρίου δείχνει τι θέλει ο Θεός και τι θέλει ο λαός». Στις 24
Μαρτίου έγινε δεκτός από τον κ. Καραμανλή στο Μέγαρο Μαξίμου. «Οι
καταστάσεις αλλάζουν, δόξα σοι ο Θεός», είπε εισερχόμενος στο
πρωθυπουργικό γραφείο.
Οι εναλλαγές στη σχέση με τον Πατριάρχη
«Αυτήν την ώρα στρέφω νοσταλγικά το βλέμμα μου προς τη βασιλίδα των
πόλεων. Προς το μαρτυρικό και ιστορικό Φανάρι και τον έντιμο και
αξιοσέβαστο Οικουμενικό μας Πατριάρχη, τον κύριο Βαρθολομαίο. Αποστέλλω
εγκάρδιο αδελφικό ασπασμό και χαιρετισμό και θέλω από τη θέση αυτή ήδη
από την πρώτη στιγμή της αναδείξεώς μου να εκφράσω τον σεβασμό μου προς
το Οικουμενικό μας Πατριαρχείο και τα αισθήματα υπό των οποίων
διαπνέομαι για μια αγαστή, καλή, συνεχή συνεργασία μεταξύ των δύο
Εκκλησιών». Η πρώτη δήλωση του νεοεκλεγέντα αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου
δεν προμήνυε τη θύελλα που θα ακολουθούσε στις σχέσεις των δύο Εκκλησιών
που παραλίγο να τις οδηγήσει στο Σχίσμα. Και αυτό γιατί μέχρι την
εκλογή του είχε φροντίσει να καλλιεργήσει στενούς δεσμούς με το Φανάρι
και προσωπικά με τον Οικουμενικό Πατριάρχη, με τον οποίο διατηρούσε
φιλία από τα μέσα του ’60.
Μάλιστα πολλοί αρχιερείς του Θρόνου τον είχαν υποστηρίξει στην
αρχιεπισκοπική εκλογή. Ηταν επόμενο λοιπόν το Πατριαρχείο να περιμένει
πως η «νέα σελίδα» θα ήταν προς όφελος των σχέσεων των δύο Εκκλησιών. Σε
λιγότερο από ένα μήνα όμως οι ελπίδες διαψεύστηκαν. Ο νέος Αθηνών
επισκεπτόμενος το Φανάρι έθιξε το θέμα της μνημόνευσης του ονόματός του
σε όλες τις μητροπόλεις της ελλαδικής Εκκλησίας. Οι τριβές εντάθηκαν
όταν ζήτησε επίμονα να λειτουργήσει γραφείο αντιπροσώπευσης της
Εκκλησίας της Ελλάδος στην έδρα της Ε.Ε. στις Βρυξέλλες ανεξάρτητο από
αυτό του Οικουμενικού Πατριαρχείου, που εκπροσωπούσε όλες τις τοπικές
αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες. Την κίνηση αυτή ακολούθησε και η άρνηση
του Χριστόδουλου να λειτουργήσει γραφείο εκπροσωπήσεως του Πατριαρχείου
στην Αθήνα. Τελικά ύστερα από παρέμβαση της κυβέρνησης οι δύο πλευρές
συμβιβάστηκαν και λειτούργησαν τα γραφεία εκπροσωπήσεώς τους σε Αθήνα
και Βρυξέλλες.
Πέντε χρόνια αργότερα οι μητροπόλεις των «Νέων Χωρών» θα γίνονταν η
αιτία για τη μεγαλύτερη σύγκρουση των δύο Εκκλησιών από το 1833, όταν
μονομερώς και σχισματικώς η ελλαδική Εκκλησία κήρυξε την ανεξαρτησία της
από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Αφορμή για τη νέα κρίση στάθηκε ο
θάνατος του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Παντελεήμονα και η έμμεση
αμφισβήτηση του ιδιαίτερου καθεστώτος των μητροπόλεων αυτών από τον
Αρχιεπίσκοπο. Το Φανάρι ζήτησε την εφαρμογή της Πράξης του 1928, βάσει
της οποίας παραχώρησε προσωρινά τη διοίκηση των Μητροπόλεων αυτών στην
ελλαδική Εκκλησία. Ο Αρχιεπίσκοπος αρνήθηκε, η σύνοδος στην πλειοψηφία
της τον ακολούθησε και επήλθε η σύγκρουση που διήρκησε ένα χρόνο. Μετά
την παρέμβαση της νεοεκλεγείσας κυβέρνησης και της τότε υπουργού
Παιδείας κ. Γιαννάκου, η Αθήνα αποδέχθηκε την εφαρμογή της Πράξης του
’28, ενώ η ενδημούσα Σύνοδος του Πατριαρχείου ήρε το επιτίμιο της
ακοινωνησίας που, στο μεταξύ, είχε επιβάλει στον αρχιεπίσκοπο. Παρά τα
κατά καιρούς προβλήματα και τις έμμεσες ή άμεσες αιχμές που αντάλλαξαν
οι δύο Εκκλησίες οι σχέσεις τους αποκαταστάθηκαν. Ωστόσο, τις σκίαζε
πλέον η καχυποψία. Ιδιαίτερη συγκίνηση πάντως προκάλεσε στον ασθενή
αρχιεπίσκοπο η κίνηση του Πατριάρχη να τον επισκεφθεί στο Αρεταίειο
προκειμένου να του ευχηθεί. Λίγες ημέρες αργότερα του το ανταπέδωσε με
μια θερμή δήλωση στήριξης της οικουμενικότητας του Πατριαρχείου, που για
άλλη μια φορά αμφισβητούσε η Αγκυρα.
Πρώτη φορά στο Βατικανό
Στις 14 Δεκεμβρίου 2005 ο Χριστόδουλος συναντήθηκε στο Βατικανό με τον
Πάπα της Ρώμης. Ηταν η πρώτη φορά που Αρχιεπίσκοπος Αθηνών μετέβη στην
έδρα του Ρωμαιοκαθολικισμού. Βενέδικτος και Χριστόδουλος δεσμεύτηκαν με
κοινή δήλωσή τους να συνεχίσουν τις προσπάθειες προσέγγισης και
συνεργασίας των Εκκλησιών Ρώμης και Ελλάδος, σε ζητήματα μείζονος
κοινωνικής σημασίας. Ταυτόχρονα υπογράμμισαν τη σημασία του Θεολογικού
Διαλόγου που διεξάγεται ανάμεσα στη Ρωμαιοκαθολική και την Ορθόδοξη
Εκκλησία.
Η πορεία που οδήγησε στην επίσκεψη στην έδρα της Ρωμαιοκαθολικής
Εκκλησίας ήταν μακρά και δύσβατη. Στη «διαδρομή» ο Αρχιεπίσκοπος
χρειάσθηκε να ελιχθεί προκειμένου να τηρήσει τις ισορροπίες στο
εσωτερικό της Ιεραρχίας, αλλά και να περιορίσει τις τυχόν αντιδράσεις
των ακραίων εκκλησιαστικών κύκλων. Για την Εκκλησία της Ελλάδος,
άλλωστε, μέχρι και τα τέλη της περασμένης δεκαετίας μια τέτοια επίσκεψη
μάλλον ήταν αδιανόητη. Ο φόβος των αντιδράσεων, η κουλτούρα και η
εσωστρέφεια, ιστορικοί και άλλοι λόγοι λειτουργούσαν αποτρεπτικά. Με την
ίδια δυσκαμψία αντιμετώπισε άλλωστε το 1999 τον Ιωάννη Παύλο Β΄ ο
οποίος εξέφρασε την επιθυμία να επισκεφθεί και τον αρχαίο Αρειο Πάγο,
τον τόπο όπου ο Απόστολος Παύλος μίλησε για τον Χριστό στους Αθηναίους.
Για την Εκκλησία της Ελλάδος, ωστόσο, οι συνθήκες δεν ήταν ακόμα ώριμες
ώστε να υποδεχθεί τον Προκαθήμενο της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.
Λίγους μήνες αργότερα, ο Αρχιεπίσκοπος και η Διαρκής Ιερά Σύνοδος
βρέθηκαν σε εξαιρετικά δύσκολη θέση όταν τον Πάπα προσκάλεσε στην Αθήνα ο
τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Στεφανόπουλος. Επειτα από έντονες
παρασκηνιακές διαβουλεύσεις η Ιερά Σύνοδος και ο Αρχιεπίσκοπος απάντησαν
θετικά, αλλά με «μισή καρδιά». Την ίδια ώρα ορισμένοι αρχιερείς δήλωναν
ότι ο Πάπας θα επισκεπτόταν την Αθήνα με την ιδιότητα του αρχηγού
Κράτους και ως απλώς προσκυνητής, αλλά όχι ως Προκαθήμενος Εκκλησίας.
Τελικά, ο Ιωάννης Παύλος Β΄ ήρθε στην Αθήνα στις 4 Μαΐου του 2001. Ο
Χριστόδουλος τον υποδέχθηκε στην Αρχιεπισκοπή και τον συνόδευσε στον
Αρειο Πάγο όπου σε ειδική τελετή υπέγραψαν κοινή διακήρυξη.
Το 2004, ωστόσο, ο Αρχιεπίσκοπος θα βρισκόταν εκ νέου αντιμέτωπος με τις
αγκυλώσεις της Ιεραρχίας, η οποία τον απέτρεψε ουσιαστικά να
ανταποκριθεί στην πρόσκληση που του απηύθυνε ο προηγούμενος Πάπας για να
επισκεφθεί το Βατικανό. Ενας από τους ιεράρχες που αντιδρούσαν ήταν και
ο πνευματικός του πατέρας, τότε Μητροπολίτης Πειραιώς κ. Καλλίνικος.
Παρασκευή 8 Ιουνίου, όλα αλλάζουν
Η Παρασκευή 8 Ιουνίου ήταν ακόμα μια φορτωμένη ημέρα για τον
Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο. Το πρωί προήδρευσε της συνεδρίασης της
Διαρκούς Ιεράς Συνόδου και αργότερα το μεσημέρι, του Δ.Σ. της
Αποστολικής Διακονίας. Πολλοί ιεράρχες παρατήρησαν πως έδειχνε
καταπονημένος. Στην πραγματικότητα υπέφερε από έντονους κοιλιακούς
πόνους, είχε υψηλό πυρετό και έκανε εμετούς. Σε αυτή την κατάσταση
βρισκόταν μια εβδομάδα. Συγκεκριμένα, από την 1η Ιουνίου, όταν
επισκεπτόμενος την Εδεσσα ένιωσε την πρώτη αδιαθεσία. Αρχικά, η συνοδεία
του απέδωσε τους εμετούς στα κεράσια, που του προσέφεραν.
Η αλήθεια ωστόσο θα αποκαλυπτόταν μια εβδομάδα αργότερα προκαλώντας σοκ
στους άμεσους συνεργάτες του. Το απόγευμα της Παρασκευής ο αναπλ.
καθηγητής στην Ιατρική Σχολή Αθηνών κ. Σεραφείμ Νάνας συνέστησε στον
Αρχιεπίσκοπο να πραγματοποιήσει ειδικές εξετάσεις σε ιδιωτικό
διαγνωστικό κέντρο. Εκεί υποβλήθηκε σε αξονική τομογραφία και υπέρηχο
άνω και κάτω κοιλίας. Αμέσως μετά παρέστη σε εκδήλωση της Ελληνικής
Εταιρείας Μεταμοσχεύσεων. «Χάρις στο γεγονός ότι διαρκώς και περισσότερο
γίνεται συνείδηση πως η προσφορά οργάνων είναι προσφορά υγείας και
ενίοτε ζωής, η μεταμόσχευση οργάνων έχει γίνει πλέον ένας τρόπος
θεραπείας. Θέλω από το βήμα αυτό να απευθύνω έκκληση προς όλους τους
πιστούς, να σκεφθούν τον πλησίον και την ανάγκη προσφοράς οργάνων»
υπογράμμισε, προφητικά όπως αποδείχθηκε, στην ομιλία του ο
Αρχιεπίσκοπος.
Το ίδιο βράδυ, στην αρχιεπισκοπική κατοικία, οι αναπληρωτές καθηγητές κ.
Σερ. Νάνας, Διονύσιος Βώρος και Ιωάννης Νάνας μελέτησαν τα αποτελέσματα
των εξετάσεων οι οποίες έδειχναν στένωση του παχέος εντέρου (ειλεό) και
έναν όγκο στο ήπαρ. Ενημέρωσαν τον ασθενή για τη σοβαρότητα της
κατάστασής του, υπογραμμίζοντας την ανάγκη εισαγωγής του στο νοσοκομείο.
Ωστόσο ο κυρός Χριστόδουλος επέμεινε να ταξιδέψει το ίδιο βράδυ για το
Κάιρο, όπου είχε προγραμματιστεί διήμερη επίσημη επίσκεψή του. «Θα το
δούμε μετά την επιστροφή μου», είπε στους ανήσυχους συνεργάτες του.
Ωστόσο η κατάσταση της υγείας του δεν του επέτρεψε να ταξιδέψει εκείνο
το βράδυ και ανέβαλε την αναχώρησή του για ένα 24ωρο.
Το
πρωί του Σαββάτου, 9 Ιουνίου, οι γιατροί τον επισκέφθηκαν εκ νέου στην
κατοικία του και επέμειναν να μεταβεί στο Αρεταίειο, όπου ο κ. Διον.
Βώρος είχε προετοιμάσει κατάλληλο δωμάτιο. Ο Αρχιεπίσκοπος, παρά τους
ανυπόφορους πόνους, ήταν αμετακίνητος. Ο π. Θωμάς Συνοδινός πήρε τη
βαλίτσα του και την πέταξε στο πάτωμα. «Πρέπει να πάτε στο νοσοκομείο
Μακαριώτατε, κινδυνεύετε», φέρεται να του είπε. Τελικά ύστερα από
πιέσεις των στενών συνεργατών του και των ιατρών ενέδωσε. Λίγα λεπτά
μετά την αναχώρηση από την κατοικία του με προορισμό το Αρεταίειο
εκδόθηκε ένα λιτό ανακοινωθέν από την Αρχιεπισκοπή. «Ο Μακαριώτατος
Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χριστόδουλος λόγω γαστρεντερικών
διαταραχών κατά την τελευταία εβδομάδα, ματαίωσε το προγραμματισμένο του
ταξίδι στο Κάιρο και την Αλεξάνδρεια και εισήχθη στο Αρεταίειο
Νοσοκομείο, προκειμένου να υποβληθεί σε εξετάσεις».
Η εισαγωγή στο Αρεταίειο και η απόφαση για το Μαϊάμι
Η εισαγωγή του Αρχιεπισκόπου στο Αρεταίειο ξάφνιασε την κοινή γνώμη. Οι
πρώτες πληροφορίες ήταν συγκεχυμένες αλλά δινόταν η εντύπωση πως το
πρόβλημα δεν ήταν σοβαρό. Πολιτικοί και ιεράρχες άρχισαν να καταφθάνουν
στην πανεπιστημιακή κλινική προκειμένου να του ευχηθούν περαστικά. Οι
συνεργάτες του ήταν ανήσυχοι αλλά ο ίδιος σε αρκετά καλή διάθεση.
Τελικώς αποφασίστηκε να γίνει άμεσα χειρουργική επέμβαση. «Ο
Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Χριστόδουλος
υπεβλήθη σήμερα στην προγραμματισμένη εγχείρηση για το πρόβλημα του
παχέος εντέρου. Η εγχείρηση ήταν ριζική και επιτυχής και έγινε άμεση
αναστόμωση για την αποκατάσταση της λειτουργίας του οργάνου. Από τις
προεγχειρητικές εξετάσεις είχε διαπιστωθεί ότι συνυπάρχει ένα χρόνιο
πρόβλημα του ήπατος. Εγιναν γι’ αυτό οι απαιτούμενες διαπιστώσεις, στη
διάρκεια της εγχείρησης, και έγιναν, επίσης, ειδικές διαγνωστικές
εξετάσεις», σημειωνόταν στο ιατρικό δελτίο που εκδόθηκε στις 13 Ιουνίου
και υπέγραφε ο πρόεδρος του νοσοκομείου καθ. Χριστόδουλος Στεφανάδης.
Της επέμβασης προΐστατο ο αναπλ. καθηγ. Διον. Βώρος.
Στην
εντατική ο Χριστόδουλος είχε για συντροφιά ένα μικρό επιτραπέζιο ρολόι,
ένα ραδιοφωνάκι συντονισμένο στον σταθμό της Εκκλησίας και μια μικρή
εικόνα του Αγίου Νεκταρίου ο οποίος είχε αφήσει την τελευταία του πνοή
στο Αρεταίειο. Στις 16 Ιουνίου δέχθηκε την επίσκεψη του Οικουμενικού
Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίου και λίγες ημέρες αργότερα του Προέδρου της
Δημοκρατίας κ. Κ. Παπούλια ο οποίος έφυγε από την πανεπιστημιακή κλινική
εμφανώς συγκινημένος. Ακολούθησε το σύνολο της πολιτικής ηγεσίας της
χώρας, ιεράρχες και εκατοντάδες πιστοί. «Ευχαριστώ από τα βάθη της
καρδιάς μου όλους για την αγάπη και τη συμπαράστασή τους προς το πρόσωπό
μου. Κυρίως για τις προσευχές τους προς τον Κύριο. Ιδιαίτερα σε αυτή τη
στιγμή της δοκιμασίας μου, αποτελούν για εμένα βάλσαμο. Μου δίνουν
δύναμη. Με τη βοήθεια των ιατρών και πάνω απ’ όλα του Θεού, που με
αξιώνει να υπηρετώ την Εκκλησία με όλο μου το είναι, προσεύχομαι να σας
αγκαλιάσω σύντομα όλους μαζί και τον καθένα ξεχωριστά» ανέφερε σε γραπτή
δήλωσή του και ζήτησε από τους θεράποντες ιατρούς του να ενημερώσουν
λεπτομερώς για την κατάσταση της υγείας του την κοινή γνώμη.
Πράγματι στις 21 Ιουνίου αυτοί παραχώρησαν κοινή συνέντευξη αφήνοντας
για πρώτη φορά και επισήμως να διαφανεί η σοβαρότητα του προβλήματος που
αντιμετώπιζε. Στο μεταξύ είχαν παρουσιαστεί και οι πρώτες
μετεγχειρητικές επιπλοκές, καθώς και οι συνέπειες του ηπατικού
προβλήματος.
Στο παρασκήνιο τρεις μάχες βρίσκονταν σε εξέλιξη. Ιατρικοί κύκλοι
εμφάνιζαν τους θεράποντες ιατρούς να αλληλοκατηγορούνται για την πορεία
της υγείας του ασθενούς. Κάποιοι μάλιστα υποστήριζαν πως δεν έπρεπε ο κ.
Βώρος να πραγματοποιήσει την επέμβαση στο έντερο. Ανάλογη διχογνωμία
επικρατούσε και στο περιβάλλον του Αρχιεπισκόπου, το οποίο έμοιαζε να
αλληλοσπαράσσεται. Την ίδια στιγμή στους κόλπους της ιεραρχίας είχε
ανάψει η διαδοχολογία.
Στις αρχές Ιουλίου έφτασαν στην Αθήνα από τη Γερμανία οι καθηγητές
Χειρουργικής Μπίχλερ και Μπρόελς, ειδικοί ηπατολόγοι. Ακολούθησε στις 11
Ιουνίου ο καθηγητής Ανδρέας Τζάκης, διευθυντής του τμήματος
μεταμοσχεύσεων ήπατος του αμερικανικού νοσοκομείου Τζάκσονς Μεμόριαλ.
Την επομένη ανακοινώθηκε πως ο Αρχιεπίσκοπος αφού ενημερώθηκε από τον
Ελληνοαμερικανό καθηγητή για τις δυνατότητες θεραπείας του ηπατικού
προβλήματος δέχθηκε να μεταβεί στο Μαϊάμι προκειμένου να υποβληθεί σε
μεταμόσχευση ήπατος από τον κ. Τζάκη.
Το μεσημέρι της 20ής Ιουλίου στην κεντρική πόρτα του Αρεταίειου
εμφανίστηκε ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος. Ιδιαίτερα συγκινημένος και
εμφανώς καταβεβλημένος ευχαρίστησε όλους όσοι του συμπαραστάθηκαν στην
περιπέτεια της υγείας του. «Θέλοντας να σας εκφράσω τη βαθιά μου
ευγνωμοσύνη για την αγάπη που δείξατε, για τις προσευχές που κάνατε,
θέλω να σας πω ότι είμαι εδώ όρθιος, στέκομαι στα πόδια μου, σας αγαπώ
όπως κι εσείς με αγαπάτε. Είμαι ο Χριστόδουλός σας! Αρχίζει τώρα η
δεύτερη φάση της προετοιμασίας πλέον για την Αμερική. Είμαι βέβαιος ότι
όπως συνέβη μέχρι τώρα έτσι και στη νέα περιπέτεια όλοι σας θα σταθείτε
στο πλευρό μου. Οι προσευχές σας θα με στηρίξουνε και πρώτα ο Θεός, όλα
θα πάνε κατ’ ευχήν».
Εντονότατες αντιπαραθέσεις ιατρών αλλά και κληρικών
Η άκαρπη προσπάθεια μεταμόσχευσης ήπατος στον Αρχιεπίσκοπο και η
επιδείνωση της υγείας του ανέδειξαν και πάλι δύο συγκρούσεις που μετά
την αναχώρησή του για τις ΗΠΑ είχαν περάσει σε δεύτερη μοίρα. Οι
αντιπαραθέσεις μεταξύ γιατρών για τη θεραπευτική αντιμετώπιση του
προβλήματος του ασθενούς βγήκαν στο προσκήνιο. «Νυστερομαχίες» άνευ
προηγουμένου, συνοδευόμενες από λεπτομέρειες του ιατρικού φακέλου του
Αρχιεπισκόπου, κυριάρχησαν για μέρες κυρίως στα τηλεπαράθυρα. Ενας
απίστευτος κανιβαλισμός, ο οποίος σε ορισμένες περιπτώσεις ενθαρρύνθηκε
και από πρόσωπα του ευρύτερου περιβάλλοντος του ασθενούς. Σε μια
περίπτωση μάλιστα λαϊκός συνεργάτης του Αρχιεπισκόπου που ήταν απόλυτα
ενημερωμένος για την κατάστασή του, φέρεται να ζήτησε από δημοσιογράφο
να θέσει ερώτημα στον κ. Τζάκη αναφορικά με το προσδόκιμο ζωής του
ασθενούς μετά τη διάγνωση των μεταστάσεων. Η μεταμόσχευση ήταν η μόνη
δυνατή επιλογή για τον Αρχιεπίσκοπο δήλωσε ο κ. Τζάκης από τις ΗΠΑ
απαντώντας στους Ελληνες συναδέλφους του.
Ταυτόχρονα στην επιφάνεια ήρθαν και οι παρασκηνιακές συζητήσεις για τη
διαδοχή του Χριστόδουλου. «Είναι πολύ φυσικό να ξεκινήσει η συζήτηση για
διαδοχή από την στιγμή που ο Αρχιεπίσκοπος νοσεί από μια ασθένεια η
οποία δεν είναι ιάσιμη. Θα παραταθεί η ζωή του όσο θέλει ο Θεός, αλλά
δεν υπάρχει ελπίδα διαιώνισης, δηλαδή δεν μπορεί να παραμείνουν τα
πράγματα σε εκκρεμότητα», δήλωσε ο Ζακύνθου κ. Χρυσόστομος, στο
περιθώριο των εργασιών της Συνόδου της Ιεραρχίας. «Θα περιμένουμε τις
εξελίξεις που είναι ραγδαίες. Οταν έχουμε μία τέτοια έκβαση δεν
περιμένεις την τελευταία στιγμή για να προετοιμαστείς. Οι χήρες βάζουν
την πλερέζα πριν ετοιμαστεί...», πρόσθεσε ο κ. Χρυσόστομος, προκαλώντας
την ενόχληση άλλων μητροπολιτών. Ωστόσο όλοι γνώριζαν πως ορισμένοι εκ
των επίδοξων διεκδικητών του αρχιεπισκοπικού θρόνου είχαν ξεκινήσει τις
μυστικές επαφές για την σύμπηξη συμμαχιών σχεδόν από τη δεύτερη ημέρα
νοσηλείας του Χριστόδουλου στο Αρεταίειο.
Σε μια προσπάθεια να σταματήσει η διαδοχολογία, συνεργάτες του
Αρχιεπισκόπου τον ενθάρρυναν να παραχωρήσει σειρά συνεντεύξεων σε
τηλεοπτικούς σταθμούς προκειμένου να δηλώσει «παρών». Κίνηση που
προκάλεσε διάσταση απόψεων και αντιπαραθέσεις στο κατακερματισμένο
αρχιεπισκοπικό περιβάλλον. «Εφόσον ο άνθρωπος είναι εν ζωή και
αγωνίζεται δεν είναι σωστό να συζητούμε για θέματα διαδοχής» δήλωσε ο
Οικουμενικός Πατριάρχης σε μια κίνηση συμπαράστασης προς τον
δοκιμαζόμενο Χριστόδουλο.
Οι ώρες μοναξιάς και περισυλλογής στο Μεμόριαλ
Η επιστροφή στην αρχιεπισκοπική κατοικία σήμανε την έναρξη μιας νέας
περιόδου στη ζωή του ανθρώπου που πρωταγωνίστησε στην Εκκλησία της
Ελλάδος τα τελευταία 9 χρόνια. «Το μόνο που φοβάμαι είναι ο Θεός, αλλά
πιστεύω πως ο Θεός είναι μαζί μου», θα πει στους δημοσιογράφους, που
βλέπει να περιμένουν έξω από το σπίτι του καθώς βγαίνει για ένα σύντομο
περίπατο στην αυλή και τους εύχεται: «Ποτέ ο Θεός να μη σας υποβάλει σε
αυτή τη δοκιμασία». Λίγες ημέρες αργότερα τον επισκέπτεται ο καθηγητής
Τζάκης, ο οποίος δηλώνει πως τον βρήκε σε πολύ καλή κατάσταση. Ερωτηθείς
πότε θα έπρεπε να γίνει η μεταμόσχευση, απάντησε μονολεκτικά: «Χθες».
Μια εκδρομή
Ο Χριστόδουλος αισθάνεται την ανάγκη να αλλάξει παραστάσεις, αλλά και να
προσευχηθεί. Η βελτίωση της υγείας τού επιτρέπει να κάνει μια σύντομη
εκδρομή στη Μονή Σαγματά στο Υπατο Θηβών. Στην πρώτη του συνέντευξη,
μετά την έξοδό του από το νοσοκομείο στην ομογενειακή εφημερίδα «Εθνικός
Κήρυξ» της Νέας Υόρκης, εξομολογείται τα συναισθήματά του: «Πολλές
φορές, τις ώρες της μοναξιάς και της περισυλλογής στην Εντατική Μονάδα
του Νοσοκομείου, αλλά και στον θάλαμο νοσηλείας, ήρθε στο νου μου το
ερώτημα, τι είναι ο άνθρωπος, τελικά; Πώς, από τη μια στιγμή στην άλλη,
είναι δυνατόν, από την απόλυτη δράση να βρεθεί στην απόλυτη απραξία, από
την απόλυτη δύναμη και ζωντάνια, στο άλλο άκρο, στην απόλυτη αδυναμία.
Ηταν περίοδος έντονης και έμπονης προσευχής. Ο πόνος, τελικά, σε φέρνει
πιο κοντά στον Θεό, σε καθιστά δεκτικότερο της χάριτός Του. Μίλησα
πολλές φορές μαζί Του, ίσως και δυνατά, κάποιες απ’ αυτές, και σίγουρα
ένιωσα έντονη την παρουσία Του. Εκείνος μού έδινε υπομονή, με όπλιζε με
καρτερία, με ενδυνάμωνε με την ελπίδα της νίκης, με έκανε να πιστέψω ότι
δεν πρέπει και δεν μπορώ να το βάλω κάτω, οφείλω να παλέψω, όχι απλά
για να θεραπευτώ, αλλά για να συνεχίσω να Τον υπηρετώ, να κάνω αυτό που
έμαθα μια ζωή να κάνω, να Τον διακονώ».
Τον Δεκαπενταύγουστο ο Αρχιεπίσκοπος «επέστρεψε» στο γνώριμο, από τα
νεανικά του χρόνια, Παγκράτι προκειμένου να λειτουργηθεί στο Ναό του
Αγίου Σπυρίδωνα. Οι προετοιμασίες για το υπερατλαντικό ταξίδι «σωτηρίας»
είχαν σχεδόν ολοκληρωθεί. Τελευταίοι που του ευχήθηκαν «ταχεία ανάρρωση
και καλή επάνοδο» ήταν ο πρωθυπουργός κ. Καραμανλής και ο πρόεδρος του
ΠΑΣΟΚ κ. Παπανδρέου. Το Σάββατο 18 Αυγούστου ο Αρχιεπίσκοπος
επιβιβάστηκε στο πρωθυπουργικό αεροσκάφος, το οποίο απογειώθηκε από το
στρατιωτικό αεροδρόμιο της Ελευσίνας με προορισμό το Μαϊάμι. «Αυτή η
αγάπη του λαού μου έδωσε εσωτερική και πνευματική δύναμη. Φεύγω με
χρηστές ελπίδες», δήλωσε λίγο πριν ιδιαίτερα συγκινημένος. Ευχαρίστησε
τους θεράποντες ιατρούς του, την κυβέρνηση και προσωπικά τον
πρωθυπουργό, ο οποίος -όπως είχε πει- ξεπέρασε τα κοινά μέτρα, «κουβαλώ
επάνω μου το προσωπικό του φυλακτό που μου έδωσε». Μια αναφορά που
προκάλεσε ποικίλα σχόλια μια μόλις ημέρα μετά την προκήρυξη των πρόωρων
εκλογών από την κυβέρνηση.
Οι πρώτες εξετάσεις στις οποίες υποβλήθηκε στο Τζάκσον Μεμόριαλ, λίγες
ημέρες μετά την άφιξή του στις ΗΠΑ, έδειξαν ότι ο οργανισμός του
μπορούσε να δεχθεί «ξένο» μόσχευμα. Ο όγκος στο ήπαρ παρέμενε σταθερός, η
λειτουργία του εντέρου είχε αποκατασταθεί και η γενικότερη κλινική
εικόνα ήταν καλή. Ενα κύμα αισιοδοξίας και ανακούφισης πλημμύρισε τους
συνεργάτες του στο Μαϊάμι και την Αθήνα. Στο πλευρό του ο τιτουλάριος
Μητροπολίτης Βρεσθένης κ. Θεόκλητος, ο πρωτοσύγκελλος π. Θωμάς Συνοδινός
και ο διάκονός του π. Ανθιμος. Συμπαραστάτης ο Αρχιεπίσκοπος Αμερικής
κ. Δημήτριος και δεκάδες ομογενείς. Ο χρόνος μέχρι την ανεύρεση
κατάλληλου μοσχεύματος κυλά αργά και βασανιστικά. Ωστόσο, ο Χριστόδουλος
δεν χάνει το θάρρος του, ενώ δεν παραλείπει να στέλνει στην Αθήνα το
μήνυμα ότι εξακολουθεί να βρίσκεται στο πηδάλιο της Εκκλησίας.
Στα τέλη Αυγούστου, η Ελλάδα βρίσκεται σε πύρινο κλοιό. Ο Αρχιεπίσκοπος
από το Μαϊάμι μιλάει για συγκεκριμένο σχέδιο που έχει ως στόχο την
ανατροπή της πολιτικής ευστάθειας της χώρας: «Δεν μπορεί να είναι τυχαίο
αυτό το περιστατικό, αλλά εντάσσεται σε ένα ευρύτερο σχέδιο πολιτικής
αποσταθεροποίησης της χώρας μας ίσως και εν όψει των εκλογών που
έρχονται μετά από λίγες ημέρες». Πολλοί απορούν για τη δήλωση του
Αρχιεπισκόπου με την οποία έπαιρνε για δεύτερη φορά σε λίγες ημέρες σαφή
πολιτική θέση. Η πρώτη ήταν την ημέρα της αναχώρησής του από την Αθήνα
που έπλεξε το εγκώμιο του πρωθυπουργού και της κυβέρνησης.
Το μόσχευμα
Οσο περνούν οι ημέρες η αγωνία κορυφώνεται. Αν και είναι πρώτος στη
λίστα αναμονής «χάνει» την ευκαιρία τουλάχιστον πέντε φορές, αφού τα
μοσχεύματα δεν ήταν συμβατά. Στο μεταξύ ανά τακτικά διαστήματα
υποβάλλεται σε εξετάσεις και ακολουθεί ειδικό πρόγραμμα για την ενίσχυση
του οργανισμού του. Τελικά το πολυαναμενόμενο ελπιδοφόρο τηλεφώνημα από
τον κ. Τζάκη έγινε το απόγευμα της 7ης Οκτωβρίου. Είχε βρεθεί κατάλληλο
μόσχευμα από 24χρονο δότη που έχασε τη ζωή του σε τροχαίο. Αμέσως ο
Αρχιεπίσκοπος μετέβη στο Τζάκσονς Μεμόριαλ και εισήχθη στο χειρουργείο
προκειμένου ο Ελληνοαμερικανός καθηγητής να προχωρήσει στη σωτήρια
επέμβαση. Στην Αθήνα όλοι έχουν στραμμένο το βλέμμα στο Μαϊάμι. Σχεδόν
12 ώρες μετά, τα νέα σοκάρουν. Το «αμερικανικό όνειρο» καταρρέει και οι
ελπίδες σβήνουν.
«Η ηπατική μεταμόσχευση στον Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο δεν κατέστη
δυνατή, διότι διαπιστώθηκαν μεταστάσεις στην περιτοναϊκή κοιλότητα. Μετά
την εξέλιξη αυτή ο Μακαριώτατος θα ακολουθήσει την ενδεικνυόμενη για
την περίπτωση αυτή θεραπευτική αγωγή», ανακοινώθηκε. Στην πραγματικότητα
μόλις ο κ. Τζάκης διαπίστωσε τις μεταστάσεις στην κοιλιακή χώρα του
Αρχιεπισκόπου μεταμόσχευσε το ζωτικό όργανο σε έναν άλλο ασθενή, τον κ.
Ιακώβ Γκίρσον. Μέχρι να ολοκληρωθεί αυτή η επέμβαση όλοι -ακόμη και οι
συνοδοί του Αρχιεπισκόπου- πίστευαν πως ο Χριστόδουλος βρισκόταν στο
χειρουργείο. Κάποια στιγμή ο κ. Τζάκης τους κάλεσε στο νοσοκομείο για να
τους ενημερώσει. Στο μεταξύ επισκέφθηκε τον Αρχιεπίσκοπο στο δωμάτιό
του, μόλις συνήλθε από τη νάρκωση, και του είπε την αλήθεια. «Και τώρα
τι;» ρώτησε τον γιατρό με δάκρυα στα μάτια.
Γύρισε στην «Ιθάκη», όμως δεν ανέλαβε τα καθήκοντά του
«Με αξιώνει ο Θεός να ξαναγυρίσω στην Ιθάκη μου. Αισθάνομαι πολύ ευτυχής
γιατί ξαναβρίσκομαι ανάμεσά σας. Ανάμεσα σε αυτόν τον λαό που τόσο με
αγάπησε και τόσο έχω αγαπήσει. Ερχομαι να συνεχίσω τη θεραπεία. Με τη
βοήθεια του Θεού, με την ομάδα των γιατρών, από Δευτέρα ξεκινάμε» ήταν
τα πρώτα λόγια του Αρχιεπισκόπου επιστρέφοντας στην Αθήνα το μεσημέρι
της 26ης Οκτωβρίου, ανήμερα του Αγίου Δημητρίου. «Αισθάνομαι πολύ καλά.
Ανάλογα με τις εσωτερικές μου διαθέσεις, θα ασχοληθώ και με τα θέματα
της διοικήσεως της Εκκλησίας, την άσκηση των καθηκόντων μου που έχω
διακόψει εδώ και 2 μήνες. Θέλω να πιστεύω ότι με τη συμπαράσταση όλων
σας, ο Θεός θα δώσει το καλύτερο. Το ελπίζω, το εύχομαι», πρόσθεσε
στέλνοντας και ένα μήνυμα στο εσωτερικό της ιεραρχίας.
Ορισμένοι εκ των συνεργατών του άφηναν να εννοηθεί πως ο Αρχιεπίσκοπος
ήταν έτοιμος να αναλάβει μέρος των καθηκόντων του. Υποστήριζαν μάλιστα
πως θα προεξήρχε της δοξολογίας για την 28η Οκτωβρίου και θα προήδρευε
της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου στα μέσα Νοεμβρίου. Ωστόσο, οι δυνάμεις του
είχαν αρχίσει να τον εγκαταλείπουν, ενώ οι παρενέργειες της θεραπευτικής
αγωγής που ακολουθούσε, εξάντλησαν περισσότερο τον ήδη καταπονημένο
οργανισμό του.
Οι πληροφορίες για τη σταδιακή επιδείνωση της υγείας του ώθησαν την
πολιτειακή και πολιτική ηγεσία της χώρας να εκφράσουν τη συμπαράστασή
της προς τον δοκιμαζόμενο Αρχιεπίσκοπο.
Ο
Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο πρωθυπουργός και ο αρχηγός της αξιωματικής
αντιπολίτευσης, καθώς και πληθώρα πολιτικών, τον επισκέφθηκαν στην
κατοικία του. Ο ίδιος έδειχνε να αντιμετωπίζει με εξαιρετικό θάρρος,
κουράγιο και δύναμη το πρόβλημα της υγείας του. «Μόλις γίνω καλά θα
επιστρέψω και πάλι στα καθήκοντά μου» είπε κάποια στιγμή σε έναν από
τους συνομιλητές του.
Μέρα με την ημέρα όμως αντιλαμβανόταν και ο ίδιος τη δύσκολη κατάσταση
στην οποία βρισκόταν. Υπήρχαν στιγμές που δεν μπορούσε να μετακινηθεί
μόνος του, περνούσε πολλές ώρες στο κρεβάτι του ή ξαπλωμένος στον
καναπέ.
Η φωνή του ακουγόταν αδύναμη, αντιμετώπιζε δύσπνοια και υπέφερε από
έντονους πόνους. Οι θεράποντες ιατροί του βρίσκονταν διαρκώς δίπλα του,
ενώ το νοσοκομείο «Αλεξάνδρα» ήταν σε ετοιμότητα από την πρώτη στιγμή
της επιστροφής του από το Μαϊάμι.
Ολες οι λεπτομέρειες για το τελετουργικό της εξοδίου ακολουθίας
Οταν
επήλθε το μοιραίο, ο πρωτοσύγκελλος της αρχιεπισκοπής έδωσε εντολή να
σφραγισθούν τα ιδιαίτερα διαμερίσματα του Αρχιεπισκόπου όπου φυλάσσονται
τα άμφια και τα τιμαλφή του. Περίπου δύο ώρες αργότερα, η σορός
μεταφέρθηκε στο νεκροτομείο του Λαϊκού Nοσοκομείου προκειμένου να
προετοιμασθεί για το τετραήμερο λαϊκό προσκύνημα και ενεδύθη από τους
στενούς του συνεργάτες με την αρχιερατική του στολή. Στα χέρια του
τοποθετήθηκε το Ιερό Ευαγγέλιο και επί του στήθους του τα εγκόλπια και ο
σταυρός του. Λίγο μετά τις 11 το πρωί, ο τοποτηρητής του Θρόνου,
μητροπολίτης Καρυστίας κ. Σεραφείμ, Ιεράρχες και κληρικοί καθώς και
πλήθος πιστών υποδέχθηκαν το σκεπασμένο με την ελληνική σημαία φέρετρο
στον Καθεδρικό Ναό της Αθήνας.
Σε κλίμα συγκίνησης εψάλη τρισάγιο υπέρ αναπαύσεως του κοιμηθέντος
Αρχιεπισκόπου, ενώ τέσσερις κληρικοί της αρχιεπισκοπής πλαισίωναν τον
νεκρό. Το μεσημέρι η Διαρκής Ιερά Σύνοδος ανήγγειλε επισήμως τον θάνατο.
Εκπρόσωπος του προέδρου της Δημοκρατίας και ο υπουργός Παιδείας και
Θρησκευμάτων κ. Ευρ. Στυλιανίδης μετέβησαν στο συνοδικό μέγαρο
προκειμένου να συλλυπηθούν εκ μέρους της πολιτείας και της κυβέρνησης.
Εν τω μεταξύ, με κοινή υπουργική απόφαση, ορίσθηκε η κηδεία του
Μακαριστού Αρχιεπισκόπου να τελεστεί με δημόσια δαπάνη και να
απονεμηθούν κατά την κηδεία του οι τιμές που προσήκουν σε αρχηγό
Κράτους. Παράλληλα, αποφασίστηκε η ημέρα της κηδείας του να είναι αργία
για τις δημόσιες υπηρεσίες και να αναρτηθούν μεσίστιες οι σημαίες των
Δημόσιων Καταστημάτων.
Σύμφωνα
με την εκκλησιαστική εθιμοτυπία, κατά την εξόδιο ακολουθία, τέσσερις
μητροπολίτες θα στέκονται τιμητικώς γύρω από το φέρετρο και θα κρατούν
αντίστοιχες γαλανόλευκες κορδέλες. Επίσης τρεις αρχιερείς θα φέρουν το
πένθος της Εκκλησίας. Σύμφωνα με την απόφαση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου,
ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης κ. Ανθιμος θα εκφωνήσει τον επικήδειο λόγο
και θα ακολουθήσουν οι ομιλίες των εκπροσώπων των αυτοκεφάλων ορθοδόξων
Εκκλησιών και των πολιτειακών και πολιτικών Αρχών. Στην τελετή θα
παραστεί ο πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Κάρ. Παπούλιας καθώς και η
πολιτική ηγεσία της χώρας. Σύμφωνα με το πρωτόκολλο, ο πρόεδρος της
Δημοκρατίας παρίσταται μόνον στην εξόδιο ακολουθία, ενώ οι εκπρόσωποι
των αρχών του κράτους θα συνοδεύουν τη σορό έως την ταφή. Επίσης, όπως
προβλέπει το Εκκλησιαστικό Πρωτόκολλο «κατά την εκφοράν της σεπτής σορού
ο αρχιγραμματεύς της Ιεράς Συνόδου φέρει ανά χείρας της αρχιερατικήν
ράβδον του σεπτού νεκρού, ο πρώτος γραμματεύς την αρχιερατικήν αυτού
μίτραν και ο δεύτερος το μεγαλύτερον των παρασήμων αυτού. Ολίγον προ της
Ενάρξεως της νεκρωσίμου πομπής αφαιρείται η μίτρα και η πατερίτσα από
τον νεκρόν, τοποθετείται δ’ Αυτώ καλυμμαύχιον και επανωκαλύμμαυχον».
Κατά την πομπή μέχρι το Α΄ Νεκροταφείο θα προηγηθούν οι μοτοσικλετιστές
και τα αυτοκίνητα της τροχαίας, οι μουσικοί, ο τελετάρχης, τα
στρατιωτικά τμήματα, οι λαμπάδες, τα εξαπτέρυγα και ο σταυρός. Θα
ακολουθούν οι διάκονοι και οι ιερείς της αρχιεπισκοπής Αθηνών, δύο
διάκονοι κρατώντας δικηροτρίκηρα, οι επίσκοποι, οι μητροπολίτες, ο
τοποτηρητής, ο εκκλησιάρχης, και οι αρχιμανδρίτες που θα κρατούν τα
παράσημά του. Αμέσως μετά θα ακολουθεί η σορός πάνω σε κιλλίβαντα
πυροβόλου, οι αρχιερείς που θα κρατούν τις τέσσερις κορδέλες του
φέρετρου, οι ιεράρχες που θα φέρουν το πένθος, ο πρωτοσύγκελλος, οι
άμεσοι συνεργάτες του Αρχιεπισκόπου, ο οδηγός του αυτοκινήτου του, οι
άμεσοι συγγενείς του, οι αντιπρόσωποι των Ορθοδόξων Εκκλησιών, οι
εκπρόσωποι της Πολιτείας, οι πρέσβεις των Ορθοδόξων Κρατών και τέλος οι
πιστοί.
«Εστειλε μοναδικό μήνυμα θάρρους»
Τη βαθιά οδύνη για τον θάνατο του Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου εξέφρασε
χθες σύσσωμη η πολιτική και πολιτειακή ηγεσία της χώρας. Στο μήνυμά του ο
πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Κάρολος Παπούλιας έκανε λόγο για την
«πλούσια και πολύπλευρη προσφορά» του μακαριστού Αρχιεπισκόπου, ο οποίος
«αγωνίστηκε για μια ζωντανή και μαχόμενη Εκκλησία». «Με τη στάση του
απέναντι στο καταλυτικό γεγονός της ασθένειας και του θανάτου μας
συγκλόνισε στέλνοντας ένα μοναδικό μήνυμα θάρρους και αξιοπρέπειας»,
πρόσθεσε.
Από την πλευρά του, ο πρωθυπουργός κ. Κώστας Καραμανλής εξέφρασε τη
θλίψη του για την κοίμιση «του φωτισμένου Ιεράρχη που με το ποιμαντορικό
του έργο έφερε την Εκκλησία πιο κοντά στην κοινωνία και στα σύγχρονα
προβλήματα, πιο κοντά στους νέους ανθρώπους και στις αγωνίες τους» και
που, όπως είπε, ενίσχυσε τον ρόλο της Ορθοδοξίας στον κόσμο.
Τη
βαθύτατη θλίψη του, για την εκδημία του μακαριστού Αρχιεπισκόπου,
εξέφρασε με ανακοινωθέν του το Οικουμενικό Πατριαρχείο. «Ο αοίδιμος
Αρχιεπίσκοπος ηγωνίσθη καθ’ όλην την διάρκειαν της ζωής του υπέρ της
Εκκλησίας και προσεπάθησε να φέρη τους ανθρώπους πλησιέστερον προς αυτήν
ως την μόνην κιβωτόν της σωτηρίας. Ο μακαριστός υπέμεινε κατά την
διάρκειαν της ασθενείας του “μήνας κενούς και νύκτας οδυνών”, ως ο
πολύτλας Ιωβ. Και υπέμεινε τα παθήματα του καρτερικώς, γενναίως,
χριστιανοπρεπώς, διδάξας διά του παραδείγματός του πολλούς», σημειώνεται
στο ανακοινωθέν του Φαναρίου.
Τη βαθύτατη λύπη του εξέφρασε χθες και ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ κ. Γ.
Παπανδρέου. «Υπήρξε μία από τις σημαντικότερες μορφές της Εκκλησίας της
Ελλάδος. Πνευματικός ηγέτης, με κύρος, εκκλησιαστικό φρόνημα και πλούσια
κοινωνική δράση. Μαχητής και λόγιος, άφησε το δικό του στίγμα στην
Εκκλησία που υπηρέτησε πιστά, με πηγαίο πάθος και εργατικότητα»,
ανέφερε. Και συμπλήρωσε: «Tον γνώριζα από παλιά. Ηταν ένας χαρισματικός
άνθρωπος με τον οποίο χαιρόσουν να συζητάς ακόμα και όταν διαφωνούσες
μαζί του».
Συλλυπητήριο
τηλεγράφημα προς την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος απέστειλε η
γ.γ. του ΚΚΕ κ. Αλέκα Παπαρήγα, ενώ ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ κ. Αλέκος
Αλαβάνος δήλωσε: «Ο θάνατος του Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου όπως και κάθε
επιφανούς προσώπου μάς θυμίζει την κοινή μας μοίρα, ανεξάρτητα από
θρησκεία, φιλοσοφικές αντιλήψεις, πολιτικές απόψεις».
Από το Μητροπολιτικό Ναό, ο πρόεδρος του ΛΑΟΣ κ. Γ. Καρατζαφέρης είπε:
«Δεν πρόκειται μόνο για μια θρησκευτική απώλεια, είναι μία εθνική
απώλεια. Εμείς οι πολιτικοί ταγοί, ας διδαχθούμε κάτι από το παράδειγμά
του, ας πάρουμε κάτι από τις σκέψεις του, ας μελετήσουμε τις ιδέες του,
να στρέψουμε την προσοχή μας στις αγωνίες του».
Σε δήλωση για τον θάνατο του Αρχιεπισκόπου προέβη και ο πρώην πρόεδρος
της Δημοκρατίας κ. Κωστής Στεφανόπουλος: «Ηδη, μετά τον θάνατό του
αναδεικνύεται η εικόνα ενός ενθέρμου αγωνιστού των πατριωτικών ιδεών,
ενός εκκλησιαστικού ηγέτη, ο οποίος κατέστησε την Εκκλησίαν επίμαχον
παράγοντα της δημόσιας ζωής, ενός Αρχιεπισκόπου με δεινότητα λόγου,
μόρφωση και κοινωνική παρουσία».
Στην ευθύνη της Ιεραρχίας για το μέλλον της Εκκλησίας αναφέρθηκε ο
Μητροπολίτης Θηβών κ. Ιερώνυμος: «Με τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο
Χριστόδουλο θα συναντιόμαστε πλέον εκκλησιαστικά στη Θεία Λειτουργία...
Χρέος όλων μας, κληρικών και λαϊκών, είναι ό,τι καλό έκανε και
εδημιούργησε ο Αρχιεπίσκοπος να το αξιοποιήσουμε και να το επαυξήσουμε».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου