Σάββατο 3 Απριλίου 2021

Μαντώ Μαυρογένους (1796-1840) Η φλογερή πατριώτης



Του  Πάνου Ν. Αβραμόπουλου
από το olympia

Μέσα απο την ηθική έξαρση, τον ηρωϊσμό, την αυταπάρνηση για την πατρίδα και το μεγαλείο της επανάστασης ΄21, αναδύεται η δαφνοστεφανωμένη μορφή της ακατάβλητης ηρωΐδας Μαντούς (Μαγδαληνής) Μαυρογένους. Υπήρξε πρότυπο αυτοθυσίας, ανιδιοτέλειας, αγάπης για την πατρίδα και ενέπνευσε με το αδαμάντινο και ιδεοφόρο παράδειγμά της, στην παλιγγενεσία του έθνους, όχι μόνο τις ελληνίδες, αλλά και τις φιλέλληνες διανοούμενες της Ευρώπης. Η Μαντώ θυσίασε στον αγώνα για τον εξοπλισμό του στόλου μας, αλλά και την δημιουργία τμήματος πεζικού, την πελώρια περιουσία της απο χρυσά νομίσματα και ακίνητα της εποχής, μα πάνω απο όλα τα δροσερά της νειάτα, αφού
πάνω στις πολιτικές ίντριγκες των μικροπολιτικών της επανάστασης, προσέκρουσε και εθραύσθη η λεπταίσθητη υγεία της.
Για να λάβει τελικά άδικη αμοιβή απο την πατρίδα και να πεθάνει πάμπτωχη και λησμονημένη, αυτή η μεγάλη ελληνίδα αρχοντοπούλα, που το εμπνευστικό παράδειγμά της συνέγειρε ηθικά όλο τον πολιτισμένο κόσμο της εποχής και η έξοχη με την αχλύ της δόξας μορφή της, είχε περιβληθεί στις 24 πιο προβεβλημένες φυσιογνωμίες των επισημοτέρων αρχηγών της επανάστασης. Πως έχει όμως ο σύντομος, αλλά τόσο μεστός εθνικής ευπραξίας βίος της λαμπρής ελληνίδας;
Η Μαντώ γεννήθηκε το 1796 στο χωριό Μαρμαρά της Πάρου, απο γονείς αρχοντικής καταγωγής, που ήραν την ρίζες τους, στις προβεβλημένες οικογένειες των ελλήνων των παραδουνάβιων περιοχών. Ο πατέρας της ήταν αδελφός του περίφημου Νικολάου Μαυρογένη, επι πολλά έτη δραγουμάνου του στόλου (1770-1786) και εν συνεχεία ηγεμόνα της Βλαχίας (1786-1790). Και η μητέρα της ήταν γόνος επιφανούς κοινωνικά οικογένειας της Μυκόνου. Μεγάλωσε έτσι σε ένα προηγμένο πολιτισμικά και κοινωνικά περιβάλλον, που της χάρισε ευάγωγη παιδεία με ευρωπαϊκό προσανατολισμό, αλλά και την γνώση ξένων γλωσσών. Ηθικά εφόδια ασυνήθη για τις ελληνοπούλες της εποχής, σε μια Ελλάδα που στέναζε απο το «βαρύν και απαραδειγμάτιστον ζυγόν» της οθωμανικής δουλείας. Ο πατέρας της Μαντούς ήταν εξέχον μέλος της Φιλικής Εταιρείας, στους κόλπους της οποίας μύησε και την ίδια απο το 1820. Το ξέσπασμα της επανάστασης βρήκε την νεαρή Μαντώ – μια λυγερό-κορμη υψηλή κοπέλα, με ωραία μάτια και λεπταίσθητη όμως ιδιοσυγκρασία – στην Τήνο με τον θείο της ιερέα και Φιλικό παπα-Μαύρο, ο οποίος την εισήγε ακόμα πιο βαθιά στην μεγάλη υπόθεση της εθνεγερσίας και προσέφυγαν μαζί, στην γενέθλια γή της Μυκόνου. Νοιώθοντας όμως η νεαρή αρχονοπούλα το ιερό χρέος έναντι της πατρίδας, παίρνει την μεγάλη απόφαση να προσφέρει όλη την περιουσία της στον αγώνα και να συνδράμει παράλληλα με όλη της την φυσική και ηθική της ικμάδα την επανάσταση. Η Μαντώ θα προσφέρει στον αγώνα 700.000 γρόσια, ποσό μαμούθ για την εποχή. Ενω το 1826, δεν θα διστάσει δίνοντας ένα ακόμα μάθημα ηθικού μεγαλείου, να εκποιήσει τα κοσμήματά της, προκειμένου αυτά να διατεθούν για την περίθαλψη 2.000 Μεσολογγιτών που σώθηκαν μετά την ηρωϊκή τους Έξοδο. Εξοπλίζει έτσι καράβια με δικά της έξοδα και αποδύεται σε έναν πολυμέτωπο αγώνα για την ελευθερία. Πρώτο της μέλημα, να απάλλάξει τις Κυκλάδες απο τους πειρατές που τις καταλήστευαν και ασκούσαν ηθική τρομοκρατία στους επαναστατημένους Έλληνες, οι οποίοι περισσότερο απο ποτέ τότε, έπρεπε να βρούν ελεύθερους τους θαλάσσιους δρόμους, για να στηρίξουν ναυτικά τον αγώνα. Παράλληλα συγκροτεί πάλι ιδίοις εξόδοις σώμα πεζών και υπο την αρχηγία της, ανέλαβε την υπεράσπιση της Μυκόνου. Ενώ ακόμα συγκροτεί στόλο απο έξι πλοία που τον προσαρτά στα πλοία του μεγάλου μας ναυάρχου Τομπάζη, για να υποστηρίξει τις σπουδαίες ναυτικές του επιχειρήσεις. Κατόπιν η φλογερή ελληνίδα που δονείται απο το ευγενές όραμα της ελευθερίας, συγκροτεί σώμα πεζικού, που αποτελούνταν απο 16 λόχους των πενήντα ανδρών και υπο την ηγεσία της, συμμετέχει στην εκστρατεία της Καρυστίας. Θα συμ-μετάσχει ακόμα σε πολύ κρίσιμες μάχες για την έκβαση του αγώνα στην Φθιώτιδα και την Λειβαδιά και στο Πήλιο παρα τω πλευρώ του Γρηγορίου Σάλα. Μετά την συμμετοχή της σ΄αυτές τις μάχες επανακάμπτει στην αγαπημένη της Μύκονο, όπου αποδύεται σε μια πολυσχιδή προσπάθεια τροφοδοσίας του στόλου μας. Μέρα με την μέρα το ηρωϊκό πρότυπο θυσίας και ανιδιοτέλειας για την πατρίδα της Μαντούς, μεταδίδεται σαν τον άνεμο και η φήμη της σε σύντομο διάστημα εκσπάζει τα εθνικά σύνορα. Ο ευγενής αγώνας της συνεγείρει τις φιλέλληνες γυναίκες της Γαλλίας και της Αγγλίας και η Μαντώ εκμεταλλευό-μενη την γλωσσομάθειά της, τους αποστέλει πατριωτικές επιστολές, μέσω των οποίων προσπαθεί να γονιμοποιήσει και να επεκτείνει τα αισθήματα πατριωτικής αλληλεγγύης τους. Έτσι όλη η Ευρώπη πα-ραμιλά για την μεγάλη ελληνίδα, που θυσιάζει ολάκερη την περιουσία της και τα ολόδροσά της νειάτα, για να προστρέξει με όλες της τις δυνάμεις την υπόθεση της εθνεγερσίας.
Ωστόσο όμως είναι απορίας άξιον, πως την ίδια ώρα που η Μαντώ γίνεται πρότυπο θυσίας και ηρωϊσμού σε όλη την Ευρώπη, στην Ελλάδα στο εσωτερικό, η τεράστια πατριωτική συμβολή της, περνά απαρατήρητη απο τους «ιστορικούς» της εποχής, που μάλλον αποτυπώνουν τα ιστορικά γεγονότα με βάση τις οικονομικές ωφέλειες, που έχουν απο τους οπλαρχηγούς για να εξυπηρετήσουν τις πολιτικές τους σκοπι-μότητες, παρά με κριτήριο την αντικειμενική πραγματικότητα και την αληθινή προσφορά των αγωνιστών στο ΄21 !!! Για την μεγάλη αυτή αδικία, αλλά και στρέβλωση συνάμα της ιστορικής μας πραγματικότητας, ο φιλέλληνας Jules το 1890 θα γράψει «Είναι απορίας άξιον πως τέτοια γυναίκα ελησμονήθη εντελώς, απο όλους τους έλληνες ιστορικούς». Το 1825 ωστόσο έχει κυκλοφορήσει στα γαλλικά το βιβλίο του φιλλέληνα T. Ginouvier υπο τον τίτλο «Mavrogenie ou L heroine de la Grece» (Μαυρογένους, μια ηρωΐδα της Ελλάδος», όπου με παραστατική ενάργεια ο γάλλος ιστορικός περιγράφει ακριβοδίκαια, τον πολύτροπο βίο της μεγάλης ελληνίδας, όπως τον διαισθάνθηκαν και με ηθική ένταση τον αποτύπωσαν, οι ρομαντικοί φιλέλληνες συγγραφείς της εποχής. Η έκδοση αυτή γρήγορα θα εξαντληθεί και σύντομα θα επανεκδοθεί το 1826 στο Παρίσι, καθιστώντας το όνομα της Μαντούς ηθικά περίλαμπρο, σε όλους τους κύκλους της πολιτισμένης Ευρώπης. Θα ακολουθήσει και μια ακόμα έκδοση του βιβλίου, που αναδεικνύει την δίψα των ευρωπαίων για να γνωρίσουν την μεγάλη ελληνίδα το 1830. Απο την αυτοθυσία και την ανιδιοτέλεια για την πατρίδα της μεγάλης ελληνίδας, θα εμπνευστεί και ο μεγάλος ζωγράφος Adam Friedel και θα φτιάξει το πορτραίτο της, που την κάνει γνωστή σε όλη την Ευρώπη, περιλαμβανόμενο στα πορτραίτα των 24 προ-σωπογραφιών των επισημοτέρων αρχηγών της ελληνικής επανάστασης.
Που βρίσκει όμως η απελεύθερη απο τους Τούρκους Ελλάδα, την μεγάλη ηρωίδα; Με το πέρας της επανάστασης η Μαντώ εγκαθίσταται στο Ναύπλιο (κατά τον Λαμπρινίδη η Μαντώ καταγράφεται ως κάτοικος Ναυπλίου στην απογραφή του πληθυσμού το 1824, ως εξής : «Αριθ. 319, Κοκώνα Μαντώ, μετά του αδελφού της, του θείου της και των υπηρετών της. Εν όλω άτομα έξ»). Ο απαράμιλλος κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας – που θα λάβει και ο ίδιος άδικη αμοιβή απο την πατρίδα για τις πελώριες υπηρεσίες του στην εθνική ανασυγκρότησή της μετά την επανάσταση, πληρώνοντας βαρύ φόρο αίματος με την ίδια του τη ζωή – αισθανόμενος βαρύ το χρέος της Ελλάδας πρός την ακατάβλητη ηρωίδα, θα της αποδώσει τον τίτλο του αντισρατήγου. Τον οποίον η Μαντώ είναι και η μοναδική ελληνίδα που τον φέρει μέχρι σήμερα, και θα της αναθέσει ακόμα την εποπτεία του Ορφα-νοτροφείου που ιδρύει στην Αίγινα. Την περίοδο αυτή θα αναπτυχθεί και ένας φλογερός έρωτας μεταξύ του πρίγκιπα Δημήτριου Υψηλάντη και της Μαντούς που γοητεύεται τόσο απο την απαράμιλλη αυτοθυσία της και τον ηρωϊσμό της για την πατρίδα, όσο και απο την ομορφιά της, την οποία αναμφίβολα γονιμοποιεί η σπάνια για την εποχή μόρφωσή της και η ευρωπαϊκή της κουλτούρα. Που ενώ για τον πρίγκιπα αποτελούν θέλγητρο και πόλο έλξης, για τις κοινωνικές υστερήσεις και στρεβλώσεις της μετεπαναστατικής Ελλάδας, ερμηνεύονται με κακοήθη τρόπο. Ο ενδεχόμενος ακόμα γάμος του πρίγκιπα Υψηλάντη με την ανηψιά του ηγέτη της Βλαχίας, ειναι προφανές ότι θα τον ισχυροποιήσει περαιτέρω πολιτικά – με την απόκτιση νέων ερεισμάτων στις Αυλές της Μολδοβλαχίας – και θα του ανοίξει ακόμα πιο πολύ το δρόμο, για την άνοδο στο στέμμα του νεότευκτου βασιλείου της Ελλάδος. Το γεγονός αυτό θορυβεί μεγάλο τμήμα της πολιτικής μας τάξης, που πολλές φορές έχει αμαυρώσει στο εξωτερικό την εικόνα της αγωνιζόμενης να αποτινάξει τον ζυγόν της σκλαβιάς πατρίδος, με τις ίντριγκες και τις ηθικές της ασχμήμιες. Χαρακτηριστικές μάλιστα αυτών, η φυλάκιση του Κολοκοτρώνη και του Πλαπούτα, η απόπειρα καταδίκης των υποδειγμάτων δικαστικού ήθους Τερτσέτη και Πολυζωίδη και πολύ περισσότερο βεβαίως η απεχθής και ολέθερια για τα συμφέροντα του έθνους δολοφονία του κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια. Περισσότερο θορυ-βημένος όλων ο Ιωάννης Κωλέττης, εκπρόσωπος εν άλλοις των γαλλικών συμφερόντων στην Ελλάδα, του ατύπως λειτουργούντος «γαλόφιλλου» κόμματος. Προσπαθεί έτσι με κάθε τρόπο αφενός μεν να διαβάλλει στον Υψηλάντη την Μαντώ, αφετέρου να τον τρομοκρατήσει για την ζωή του, αν επιμείνει σ΄αυτήν την σχέση. Στην χυδαία αυτή προσπάθειά του, δεν θα διστάσει να οργανώσει ακόμα και απα-γωγή της Μαντούς απο το Ναύπλιο στην Μύκονο, αφού έχει προηγηθεί και η πυρπόληση του σπιτού της στο Ναύπλιο. Ομως καταλυτικό ρόλο στην τραγική εξέλιξη των γεγονότων, θα διαδραματίσει η βαρύτατα θραυσμένη υγεία του πρίγκιπα Υψηλάντη, που βιολογικά εξασθενημένος – θα πεθάνει άλωστε ένα χρόνο μετά – δεν μπορεί να αντιδράσει στην ενορχηστρωμένη επίθεση που δέχεται. Έτσι παρακολουθεί αδύναμος να αλλάξει τον ρού των γεγονότων, κάτι που απο την Μαντώ, εκλαμβάνεται σαν «υπαναχώρηση» στην σχέση τους και την βυθίζει σε απέραντη θλίψη. Κοντά όμως στην ψυχολογική καταρράκω-ση της μεγάλης ελληνίδας, έχει εγκύψει και η σοβαρή οικονομική της ένδεια, μέχρις του σημείου να μην μπορεί να ανταπεξέλθει στα βιοποριστικά της έξοδα, που την ισοπεδώνει στην κυριολεξία ολοκληρωτικά. Έτσι εγκαταλελειμμένη καταφεύγει σε συγγενείς της στην Πάρο, για να εξασφαλίσει ένα κομμάτι ψωμί. Μάλιστα υπάρχουν και αναφορές της Μαντούς πρός το Βουλευτικό, μέσω των οποίων ζητά απο την κυβέρνηση οικονομική βοήθεια για να ζήσει. Αρχικώς η κυβέρνηση εγκρίνει την παροχή βοηθείας «διά λόγον ευχαριστήσεως δια τας προς την Πατρίδαν και το Έθνος εκδουλεύσεις της κυρίας Μαντούς Μαυρογένη». Μεταγενέστερες εκκλήσεις της όμως για βοήθεια, θα απορριφθούν απο την έμπλεη απο μίσος εναντίον της κυβέρνηση Κωλέττη «να λάβη πρόνοιαν η Διοίκησις να εξοικονομήση και αυτήν δυστυχούσαν ήδη, δυστυχώς απερρίφθησαν μετά πολλών βαΐων» !!!
Ποιά όμως ζητούσε βοήθεια και είχε περιέλθει σε πενία, την οποία η Ελλάδα πεισματικά της αρνιόταν; Η αρχοντοπούλα της Βλαχίας, που είχε δωρήσει ολάκερη την μυθώδη περιουσία της στην πατρίδα, τα ολόδροσά της νειάτα και την ίδια της την ψυχή …. Κατάμονη και λησμονημένη θα πεθάνει στην Πάρο το 1840, απο τυφοειδή πυρετό. Ενταφιάστηκε με δημόσια δαπάνη στο προαύλιο της εκκλησίας της Παναγίας της Εκατονταπυλιανής. Όμως με την ανακαίνιση της εκκλησίας αργότερα, θα καταστραφεί ο τάφος της, καθώς και τα καμπαναριά που σήμαναν τον θάνατό της. Μπορεί η Μαντώ να ήταν λησμονημένη και εγ-καταλελειμμένη απο την πολιτεία, όχι όμως και απο τον απλό λαό.Που πάντοτε αναγνώρισε τις πολύτιμες και τιμημένες υπηρεσίες της στην πατρίδα.
Αλλά ας δούμε ένα ακόμα δείγμα υψηλού ήθους απο την μεγάλη ελληνίδα, αλλά και της κοινωνικής και πολιτικής εξαχρείωσης που επικρατούσε στην μετεπενα-στατική Ελλάδα και κατέτεινε στην καταλήστευση κάθε μορφής δημοσίου πλούτου. Με την απελευθέρωση του Ναυπλίου απο τους έλληνες και την παράδοση της πόλης, πολλά απο τα σπίτια των Τούρκων διοικητικών παραγόντων έβγαιναν στον πλειστηριασμό – με το τίμημα υπέρ του ελληνικού δημοσίου – και αγοράζονταν απο τους έλληνες που ήθελαν να αποκτήσουν σπίτι. Ένα απο αυτά τα σπίτια ήταν και του Αλή Μπέη και πήγε να το αγοράσει συμμετέχοντας στον πλειστηριασμό η Μαντώ Μαυρογένους. Στην γενικότερη αναρχία που επικρατούσε στις στοι-χειώδης διοικτικές υπηρεσίες του αρτιγένητου ελληνικού κράτους, εμφανές είναι ότι επεχειρείτο αρκετές φορές καταδολίευση του δημοσίου συμφέροντος. Έτσι και στα εκπλειστηριαζόμενα σπίτια των Τούρκων, οι διενεργούντες υπάλληλοι την διαδικασία των δημοπρασιών, επεδίωκαν να τα «ξεπουλάνε» όσο, όσο – πόσο διαχρονική και επίκαιρη αλήθεια με τα τεκ-ταινόμενα στις μέρες μας, ήταν αυτή η άθλια τακτική καταλήστευσης του δημόσιου πλούτου – αποκομίζοντας προφανώς και το «δώρο» τους απο τον οφελούμενο υπερθεματιστή στην δημοπρασία, ο οποίος εξαγόραζε τα σπίτια σε τιμές εξευτελιστικές, εις βάρος του δημόσιου συμφέροντος. Ας καμαρώσουμε όμως παρακάτω το αδαμάντινο ήθος της μεγάλης ελληνί-δας, που όταν συνειδητοποιεί, ότι θα αγοράσει στη δημοπρασία το σπίτι του Αλή Μπέη σε τιμή πολύ κατώτερη της αξίας του, εις βάρος του συμφέροντος της πατρίδας, αντιδρά ακαριαία και επιβάλει η ίδια την επανάληψη της διαδικασίας, για να προασπίσει το συμφέρον του κράτους, εις βάρος του δικού της συμφέροντος, έστω και εαν η ίδια έχει δωρήσει στην Ελλάδα για τον αγώνα της εθνεγερσίας, 700.000 γρόσια !!!
Γράφει η Μαντώ Μαυρογένους για το γεγονός :
«Η ιδιοκτησία των εθνικών οσπιτίων, ονομαζόμενων Αλή Μπέη, προ ημερών επί δημοπρασίας επωλήτο, και εν ω εξ αρχής δεν εδίδοντο περισσότερον από τας τριάντα χιλιάδας γρόσια, εγώ εστάθηκα και την ανέβασα εις τον αριθμόν πενήντα μίας χιλιάδος, η οποία δημοπρασία εγίνετο πάντοτε έμπροσθεν των οσπιτίων και επαύξανον, και εγώ και οι άλλοι τυχόντες ερασταί των οσπιτίων και πάντοτε με ειδοποιούσαν και οι κήρυκες, και η δημοπρασίας επιτροπή και με παρρήγγελον να ετοιμάσω τα ήμισυ των γροσίων κατά το θέσπισμα της Διοικήσεως […].Επειδή δε τα οσπίτια έκαμαν πολλάς ημέρας επάνω μου, δεν επ-αύξησε την ποσότητα κανείς, εν ω οι κήρυκες διαλαλούσαν, τόσον ήμην αμέριμνος και κατεγινόμενην να εύρω τα γρόσια και να πληρώσω το ήμισυ […]. Ταύτην δε την στιγμήν παρ’ ελπίδα μανθάνω, ότι εκ πρωίας άναψαν περί τον Αιγιαλόν την προσδιοριστικήν λαμπάδα και ετελείωσαν την πώλησιν αμέσως, χωρίς να με ιδεάση η επιτροπή κατά το σύνηθες, ήτις έκαμα τόσην ωφέλειαν εις το εθνικόν ταμείον και όχι ζημίαν.
Να γένουν, υπερτάτη, τοιαύται παρασκηναί και ραδιουργίες προς δοροδοκίαν της επιτροπής, προς όφελος του αγοραστού και προς ζημίαν του εθνικού ταμείου, είναι άτοπον μέγα, και έργον μη χαρακτηρίζον διοικούσαν μετ’ ευνομίας.
Όθεν αναγγέλω προς την υπεροχήν της, ότι επειδή η πώλησις αύτη έγινεν ατάκτως, αδίκως και παρανόμως, διά να θεραπευθή η αταξία και η παρανομία, να ακυρωθή η πώλησις και να αναφθή Δευτέρα λαμπάς, καθ’ ην παρευρισκομένη και εγώ να επαυξήσω, και εις όποιον σβύση η λάμπας, εκείνος να είναι κύριος των οσπιτίων, […].
Τη 4 Αυγούστου 1824 εν Ναυπλίω, η Πατριώτις Μαντώ Μαυρογένη».
Και ας ανιχνεύσουμε απο μια επιστολή της πρός τον φιλέλληνα Μ. Ρεμπώ το 1821 όταν εκσπάζει η ελληνική επανάσταση, το φλογερό πάθος της Μαντούς για την ελευθερία της Ελλάδος και την απαρασάλευτη πίστη της στην υπόθεση της εθνεγερσίας, έστω και αν παραστεί ανάγκη να τα δώσει όλα. Την περιουσία, την ζωή και την τιμή της. Γράφει η Μαντώ στον Ρεμπώ :
«Δεν με νοιάζει τι θα γίνω αν είναι να λευτερωθεί η πατρίδα μου. Όταν θα έχω χρησιμοποιήσει όλα όσα μπορώ να διαθέσω για την ιερή υπόθεση της ελευθερίας, θα τρέξω στοστρατόπεδο των Ελλήνων για να τους ενθαρρύνω με την απόφασή μου να πεθάνω, αν χρειαστεί, για την ελευθερία.»
Αυτή ήταν η μεγάλη ελληνίδα Μαντώ Μαυρογένους, η απαράμιλλη αρχοντοπούλα που θυσίασε για την ελευθερία της Ελλάδος, τα υπάρχοντά της και όλη την ηθική και ψυχική της ικμάδα, για να λάβει καταπικραμένη την άδικη αμοιβή της εγκατάλειψης και της ηθικής λησμονιάς. Και μόνο ο λαμπρός κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας, που με το υψηλό ηθικό και πολιτικό του κύρος είχε συναίσθηση της υψηλής υπηρε-σίας χρέους πρός την πατρίδα της Μαντούς, της απέδωσε την μεγαλυτέρα στρατιωτική τιμή του αντιστρατήγου της Ελλάδος, για να χτυπηθεί αλύπητα μετά η Μαντώ απο τις επακολουθήσασες κυβερνήσεις, ως αθώο θύμα των ανήθικων πολιτικών τους παιγνίων.
Το 1896 ο Θεόδωρος Blancard δημοσίευσε την βιογραφία της Μαντούς Μαυρογένους υπο τον τίτλο «Les Mayroyeni», την οποία με μια δόση λεπταίσθητης ειρωνείας αφιέρωνε : «εις τους Παρίους, Μυκονίους και Τηνίους, λιαν επιλήσμονας της δόξης των». Η βιογραφία συμπληρωμένη σε δυο τόμους, επανεκδόθηκε το 1909.Και προφανώς ο Blancard δεν ανα-φέρονταν στον απλό λαό των παραπάνω νησιών μας, αλλά στους πολιτικούς και τους διοικητικούς τους παράγοντες, που είχαν λησμονήσει την μεγάλη ηρωίδα της επανάστασης.
Μετέπειτα κυβερνήσεις μας, με διάφορες τιμητικές εκδηλώσεις, αφιερώματα και πρωτοβουλίες απεκατέσησαν την αδικία της πατρίδας πρός την Μαντώ, που εν των μεταξύ όμως είχε δρέψει τις δάφνες της παγκόσμιας αναγνώρισης, ως πρότυπο, ηθικής έξαρσης, αυτοθυσίας, πατριωτικής ανιδιοτέλειας και ηρωϊσμού. Σ΄αυτά τα πλαίσια στο παρελθόν είχε κοπεί νόμισμα δυο δραχμών πρός τιμή της.Και το 1934 όταν σχεδιάστηκε το άλσος του «Πεδίου του Άρεως», με σκοπό να τιμηθούν οι Ήρωες της Επανάστασης του 1821, στην επονομαζόμενη οδό «Αγωνιστών του 21» του άλσους, στις 21 προτομές των μεγαλυτέρων ηρώων της επανάστασης, περιελήφθη και η προτομή της Μαντούς. Ακόμα ένα άγαλμά της έχει στηθεί στο παλιό λιμάνι της Πάρου, στη μέση της Πλατείας «Μαντούς».
Η Μαντώ Μαυρογένους υπήρξε πρότυπο ηθικής έξαρσης, αυτοθυσίας και ανιδιοτελούς πατριωτισμού. Η ελληνική πολιτεία καθυστέρησε όπως και με πολλούς άλλους μεγάλους πατριώτες, να τιμήσει και να αναβιβάσει στο ηθικό βάθρο που της άρμοζε την μεγάλη ελληνίδα. Είχε όμως αρχήθεν στην συνείδηση του ελληνικού λαού καταξιωθεί η Μαντώ, σαν ένα ατίμητο ηθικό πρότυπο πατριωτισμού και αυτοθυσίας. Το εμπνευστικό παράδειγμά της, αποτελεί για όλες τις ελληνίδες και πολύ περισσότερο σήμερα που ο τόπος κλυδωνίζεται ατέρμονα κοινωνικά, οικονομικά και πολιτισμικά, μια λαμπρή ηθική παρακαταθήκη, διαρ-κούς αγώνα εξόδου μας απο την κρίση και ηθικής ευημερίας. Και ίσως απο την ομώνυμη πλατεία της Πάρου, καθώς ατενίζει τα καταγάλανα νερά του Αιγαίου, που τόσο λάτρεψε και στα κύματά του, έδωσε όλη την ικμάδα της για την ελευθερία της πατρίδος, να περνούν σκέψεις απο το μυαλό της, σαν τα λόγια του αξεπέραστου κοινωνικού ανατόμου Μπέρτολτ Μπρέχτ :
Ποιός έκτισε την εφτάπυλη Θήβα
Στα βιβλία ονόματα βασιλιάδων αναφέρουν
Τις πέτρες και τα ξύλα ποιοί τα κουβάλησαν;
Το παρόν δοκίμιο είναι απόσπασμα απο το βιβλίο μου «Οκτώ γυναίκες πρότυπα ηθικής έξαρσης, αντίπερα στην κατάπτωση του μνημονίου».


 *Ο συγγραφέας Πάνος Ν. Αβραμόπουλος, είναι M.Sc Δ/χος Μηχανικός Ε.Μ.Π. http://www.politikanet.gr

Από το argolikivivliothiki

Ηρωίδα της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Γυναίκα με εύθραυστη ομορφιά, λεπτή και λυγερή κορμοστασιά, μεγαλωμένη με ευρωπαϊκή ανατροφή και παιδεία.   Ανιψιά του Νικολάου Μαυρογένη, επί πολλά έτη δραγουμάνου του στόλου (1770-1786) και στη συνέχεια ηγεμόνα της Βλαχίας (1786-1790).  
Γεννήθηκε στην Τεργέστη το 1796 ή 97, όπου ήταν εγκαταστημένος ο πατέρας της Νικόλαος Μαυρογένης, μέλος της Φιλικής Εταιρείας, στην οποία μυήθηκε και η Μαντώ Μαυρογένους το 1820. Στις παραμονές του αγώνα βρισκόταν στην Τήνο με το θείο της Φιλικό παπα-Μαύρο, απ’ τον οποίο μυήθηκε στον αγώνα και μαζί του πήγε στην Μύκονο – πατρίδα της μητέρας της – αμέσως μετά την έκρηξη της Επανάστασης.
Έκτοτε η νεαρή Μαντώ διέθεσε όλη την πατρική περιουσία στον απελευθερωτικό αγώνα, ενώ έλαβε μέρος και η ίδια σε πολλές επιχειρήσεις. Με πλοία που εξόπλισε με δικά της έξοδα, καταδίωξε τους πειρατές που λήστευαν τις Κυκλάδες. Συγκρότησε σώμα πεζών, που ανέλαβε την αρχηγία του και υπεράσπιζε τη Μύκονο. Εξόπλισε στόλο από έξι πλοία και τον ένωσε με τις ναυτικές δυνάμεις του Τομπάζη. Αργότερα συγκρότησε στρατό, που αποτελούνταν από 16 λόχους των 50 ανδρών, και πήρε μέρος στην εκστρατεία της Καρυστίας. Πολέμησε στο πλευρό του Γρηγορίου Σάλα στο Πήλιο, στη Φθιώτιδα και στη Λιβαδειά. Όταν επέστρεψε στη Μύκονο, ασχολήθηκε με την τροφοδοσία του ναυτικού. Η φήμη της γρήγορα ξεπέρασε τα σύνορα του Ελληνικού χώρου και από τη θέση αυτή η νεαρή Ελληνίδα απηύθυνε έκκληση βοήθειας στους Ευρωπαίους φιλέλληνες και κυρίως στις Αγγλίδες και Γαλλίδες.
Ξένοι ιστορικοί και περιηγητές εξαίρουν τη συμμετοχή της στα πεδία των μαχών, κάτι που δεν προκύπτει από ελληνικές πηγές. Οι Έλληνες ιστορικοί του 19ου αιώνα παραδόξως την αγνόησαν. « Είναι απορίας άξιον έγραφε το έτος 1890 ο Jules Blancard, πως τέτοια γυναίκα ελησμονήθη  εντελώς από όλους τους έλληνες ιστορικούς».
Το 1825 στα γαλλικά κυκλοφορεί το βιβλίο του φιλέλληνα Τ. Ginouvier: “Mavrogenie ou L heroine de la Grece” στο οποίο περιγράφεται με γλαφυρό τρόπο η ζωή της ηρωίδας όπως την είδαν οι ρομαντικοί φιλέλληνες συγγραφείς της εποχής της. Το έργο αυτό εξαντλήθηκε αμέσως, εκδόθηκε ξανά στο Παρίσι το 1826 και έκανε διάσημο το όνομα της Μαντώς σε όλη την Ευρώπη. Ακολούθησε και τρίτη έκδοση το 1830.
Ο ζωγράφος  Adam Friedel κάνει την προσωπογραφία της, η οποία το 1827 κυκλοφορεί στο Λονδίνο και στο Παρίσι. Η προσωπογραφία αυτή της Μαντούς δημοσιεύτηκε τότε μεταξύ των 24 προσωπογραφιών των επισημότερων αρχηγών της Ελληνικής Επανάστασης. 

Μαντώ Μαυρογένους
Η Μαντώ Μαυρογένους επιζωγραφισμένη λιθογραφία του Adam Friedel, 1827.

Το έτος 1896 ο Θεόδωρος Blancard δημοσίευσε τη βιογραφία της ηρωίδας με τίτλο, «Les Mavroyéni», την οποία αφιέρωσε: «εις τους Παρίους, Μυκονίους και Τηνίους, λίαν επιλήσμονας της δόξης των». Το έργο αυτό συμπληρωμένο αναδημοσίευσε πάλι σε δύο τόμους το 1909.    
Με τη λήξη της Επανάστασης, η Μαντώ Μαυρογένους εγκαταστάθηκε στο Ναύπλιο, (κατά τον Λαμπρινίδη, η Μαντώ αναφέρεται και ως κάτοικος Ναυπλίου* κατά την απογραφή του πληθυσμού το 1824 ως εξής: Αριθ. 319, Κοκώνα Μαντώ, μετά του αδελφού της, του θείου της και των υπηρετών της. Εν όλω άτομα έξ), και τιμήθηκε με διάταγμα του Καποδίστρια, για της υπηρεσίες της με μια μικρή σύνταξη και το βαθμό του αντιστρατήγου. Στη Μαντώ ανέθεσε και την εποπτεία του Ορφανοτροφείου το οποίο ίδρυσε στην Αίγινα.
Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια αναγκάστηκε, ύστερα από τον άτυχο έρωτά της με τον Δημήτριο Υψηλάντη,** το θάνατό του ένα χρόνο μετά από του Κυβερνήτη,  και την καταδίωξη του Κωλέττη, να επιστρέψει στη Μύκονο.
Φτωχή, έχοντας δωρίσει την τεράστια περιουσία της στον Αγώνα, κατέφυγε κοντά σε συγγενείς της στην Πάρο. Εκεί πέθανε από τυφοειδή πυρετό. Ενταφιάστηκε, με δημόσια δαπάνη, στο προαύλιο του ναού της Παναγίας της Εκατονταπυλιανής.

* Έκθεση της Μαντώς Μαυρογένους



 Η Μαντώ Μαυρογένους αναζητά στέγη και διεκδικεί την αγορά της πρώτης κατοικίας του Αλή Μπέη στο Ναύπλιο, που είχε βγει σε πλειστηριασμό μετά την παράδοση της πόλης στους Έλληνες. Η συγκεκριμένη αναφορά έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον γιατί καταδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο διενεργούσαν οι δημοπρασίες ακινήτων.
«Η ιδιοκτησία των εθνικών οσπιτίων, ονομαζόμενων Αλή Μπέη, προ ημερών επί δημοπρασίας επωλήτο, και εν ω εξ αρχής δεν εδίδοντο περισσότερον από τας τριάντα χιλιάδας γρόσια, εγώ εστάθηκα και την ανέβασα εις τον αριθμόν πενήντα μίας χιλιάδος, η οποία δημοπρασία εγίνετο πάντοτε έμπροσθεν των οσπιτίων και επαύξανον, και εγώ και οι άλλοι τυχόντες ερασταί των οσπιτίων και πάντοτε με ειδοποιούσαν και οι κήρυκες, και η δημοπρασίας επιτροπή και με παρρήγγελον να ετοιμάσω τα ήμισυ των γροσίων κατά το θέσπισμα της Διοικήσεως […].
Επειδή δε τα οσπίτια έκαμαν πολλάς ημέρας επάνω μου, δεν επαύξησε την ποσότητα κανείς, εν ω οι κήρυκες διαλαλούσαν, τόσον ήμην αμέριμνος και κατεγινόμενην να εύρω τα γρόσια και να πληρώσω το ήμισυ […].
Ταύτην δε την στιγμήν παρ’ ελπίδα μανθάνω, ότι εκ πρωίας άναψαν περί τον Αιγιαλόν την προσδιοριστικήν λαμπάδα και ετελείωσαν την πώλησιν αμέσως, χωρίς να με ιδεάση η επιτροπή κατά το σύνηθες, ήτις έκαμα τόσην ωφέλειαν εις το εθνικόν ταμείον και όχι ζημίαν.
Να γένουν, υπερτάτη, τοιαύται παρασκηναί και ραδιουργίες προς δοροδοκίαν της επιτροπής, προς όφελος του αγοραστού και προς ζημίαν του εθνικού ταμείου, είναι άτοπον μέγα, και έργον μη χαρακτηρίζον διοικούσαν μετ’ ευνομίας.
Όθεν αναγγέλω προς την υπεροχήν της, ότι επειδή η πώλησις αύτη έγινεν ατάκτως, αδίκως και παρανόμως, διά να θεραπευθή η αταξία και η παρανομία, να ακυρωθή η πώλησις και να αναφθή Δευτέρα λαμπάς, καθ’ ην παρευρισκομένη και εγώ να επαυξήσω, και εις όποιον σβύση η λάμπας, εκείνος να είναι κύριος των οσπιτίων, […].
Τη 4 Αυγούστου 1824 εν Ναυπλίω, η Πατριώτις Μαντώ Μαυρογένη».

 ** Ο Θεόδωρος Μπλανκάρ γράφει  για τη σχέση της Μαντώς Μαυρογένους με τον Δ. Υψηλάντη


  
« Ενθυμούμαι ότι ο ιστορικός και δημοσιογράφος Ιωάννης Φιλήμων, ένας από τους συντρόφους του Δημητρίου Υψηλάντη, μου είχε περιγράψει ένα περιστατικό σχετικά με τη δεσποινίδα Μαντώ Μαυρογένους.
Όταν ο Δημήτριος Υψηλάντης εξέφρασε την πρόθεση να παντρευτεί τη δεσποινίδα Μαυρογένους, οι σύντροφοί του την πήραν, κατά τη διάρκεια μιας σύντομης απουσίας του Δημητρίου Υψηλάντη στο Ναύπλιο, την επιβίβασαν σε πλοίο και την έστειλαν στο νησί της, απειλώντας τη σε περίπτωση που επέστρεφε. Όταν επέστρεψε, ο Υψηλάντης θύμωσε πάρα πολύ και ήταν άρρωστος για πολλές ημέρες γιατί αγαπούσε τη δεσποινίδα Μαυρογένους, αλλά συγχώρησε τους συντρόφους του και, απ’ όσο γνωρίζω, δεν ξαναείδε τη φίλη του.
Κουβέντιασα για τη δεσποινίδα Μαντώ Μαυρογένους με τον Αλέξανδρο Ραγκαβή, πρώην υπουργό, και με την κυρία Δραγούμη, μητέρα του υπουργού Εξωτερικών. Και οι δύο, μεγάλης ηλικίας πλέον, θυμούνται να έχουν δει και να έχουν ακούσει για τη Μαντώ Μαυρογένους όταν ήταν νέοι στο Ναύπλιο. Ήταν, μου είπαν, μια όμορφη προσωπικότητα, ψηλόσωμη, καλοφτιαγμένη και επιβλητική. Ντυνόταν με ευρωπαϊκά φορέματα, γεγονός σπάνιο για την εποχή.
Η κυρία Δραγούμη θυμάται ακόμη τη βελούδινη μπλούζα της που της είχε κάνει ιδιαίτερη εντύπωση τότε. Ο Δημήτριος Υψηλάντης δεν ήταν όμορφος, αλλά ήταν μόλις 28 ετών όταν έφτασε στην Ελλάδα το 1821. Το όνομά του, το θάρρος του, ο πατριωτισμός του, του προσέδιδαν μεγάλο κύρος. Η δεσποινίς Μαυρογένους εντυπωσιάστηκε και συγκινήθηκε. Είχε μεγάλη περιουσία, μισθοδότησε ένα στράτευμα και συνόδευσε τον Υψηλάντη σε μερικές από τις εκστρατείες του. Ο Υψηλάντης ανταπέδωσε αυτό το ειλικρινές και ανιδιοτελές αίσθημα.
Ο πατέρας μου Γεώργιος Κοζάκης Τυπάλδος, επίσης από τους πρώτους συντρόφους του Υψηλάντη, τον οποίο όμως μια σοβαρή ασθένεια τον ανάγκασε να αφήσει την Ελλάδα πριν από το τέλος του πολέμου, μου μίλησε με καλά λόγια για τη δεσποινίδα Μαντώ Μαυρογένους και επέκρινε αυστηρά τη βάναυση συμπεριφορά των υπόλοιπων συντρόφων του Υψηλάντη σχετικά με τη θαρραλέα αυτή γυναίκα. Είχε δίκιο, πιστεύω, όταν απέδιδε αυτή τη συμπεριφορά στις ανατολίτικες προκαταλήψεις της εποχής, καθώς ένα όμορφο και νεαρό πρόσωπο που συνοδεύει τον Υψηλάντη στο στρατόπεδο, ένα αμοιβαίο αίσθημα μεταξύ δύο νέων ανθρώπων, σκανδάλιζε και τρόμαζε τους άνδρες της εποχής στην Ανατολή».

Πηγές


  • Σωτηρίας Ι. Αλιμπέρτη, «Μαντώ Μαυρογένους», Αθήναι, Τύποις Στεφ. Ν. Ταρουσοπούλου,1931.
  • Ελευθεροτυπία, Περιοδικό Ιστορικά, «Σελίδες από την Ιστορία της Γυναίκας», τεύχος 175, 6 Μαρτίου 2003.
  • Τρύφωνος Ε. Ευαγγελίδου, «Η Μύκονος / Ιστορία της νήσου από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι την καθ’ ημάς», Εν Αθήναις, 1914.
  • Θεόδρος Μπλανκάρ, «Ο οίκος των Μαυρογένη», δεύτερη έκδοση, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα, 2006.
  • Ευδοκία Ολυμπίου, «Γυναίκες του Αγώνα», Ιστορική Βιβλιοθήκη, «Οι Ιδρυτές της Νεότερης Ελλάδας», Εκδόσεις «Τα Νέα», Αθήνα, 2010.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου