Από Σάββας Δ. Βλάσσης
Στις 25 Μαρτίου, με την συμπλήρωση ενός μηνός πολεμικών επιχειρήσεων, ο Α΄ Υπαρχηγός του ρωσικού Γενικού Επιτελείου προέβη σε ενημέρωση Τύπου, στην οποία ανέφερε ότι οι πεσόντες στρατιώτες ανέρχονται σε 1.351 και οι τραυματίες σε 3.825. Δεν αναφέρθηκαν αγνοούμενοι, ούτε δόθηκαν στοιχεία απωλειών ξένων σωμάτων που πολεμούν στο πλευρό των ρωσικών δυνάμεων ενώ δεν διευκρινίστηκε εάν περιλαμβάνεται και προσωπικό της Εθνοφρουράς (Rosgvardiya) ή αστυνομίας, που συνιστούν διαφορετικές υπηρεσίες και διαπιστωμένως συμμετέχουν στις επιχειρήσεις. Ανακοινώθηκε επίσης ότι υπερβαίνουν τους 3.500 οι στρατιώτες στους οποίους έχουν απονεμηθεί υψηλές ηθικές αμοιβές για ηρωισμό κατά την εκτέλεση αποστολών μάχης.
Ο ίδιος, παρουσίασε τους αντικειμενικούς σκοπούς της εισβολής, επισημαίνοντας: “Γενικώς έχουν εκπληρωθεί οι κύριοι στόχοι της πρώτης φάσης της επιχείρησης” και συμπλήρωσε, “Το δυναμικό μάχης των ενόπλων δυνάμεων της Ουκρανίας έχει μειωθεί σημαντικά, κάτι το οποίο καθιστά εφικτή την εστίαση των κυρίων προσπαθειών μας στην εκπλήρωση του κύριου σκοπού, την απελευθέρωση του Ντονμπάς“.
Ο Α΄ Υπαρχηγός Γενικού Επιτελείου, δεν απέκλεισε την κατάληψη πόλεων που έχουν αποκλειστεί. Ωστόσο, ανέφερε ότι δεν ήταν ποτέ σκοπός η κατάληψη του Κιέβου, του Χαρκόβου ή άλλων μεγάλων πόλεων. Στο Ντονμπάς, η περιοχή Λουχάνσκ ελέγχεται μέχρι σήμερα κατά 93% από τις ρωσικές δυνάμεις και η περιοχή του Ντονέτσκ κατά 54%.
Τονίζοντας ότι αρχικός σκοπός της Μόσχας ήταν η κατάληψη του Ντονμπάς, υποστήριξε ότι προ της εισβολής υπήρχαν δύο εκδοχές για την ανάληψη πολεμικών επιχειρήσεων στην Ουκρανία. Η πρώτη προέβλεπε περιορισμό των επιχειρήσεων στα διοικητικά σύνορα των περιοχών Ντονέτσκ και Λουχάνσκ, περίπτωση όμως η οποία θα επέτρεπε στην Ουκρανία να διοχετεύει διαρκώς ενισχύσεις στο Ντονμπάς. Αυτό, κατά τον Α΄ Υπαρχηγό Γενικού Επιτελείου, οδήγησε στην δεύτερη επιλογή “που επιλέχθηκε και αφορούσε επιχειρήσεις σε όλη την επικράτεια της Ουκρανίας με επιβολή μέτρων αποστρατιωτικοποίησης και αποναζιστικοποίησης“.
Καθόλου τυχαίως, την ίδια ημέρα, στην τακτική ενημέρωση του εκπροσώπου του Υπουργείου Αμύνης, ο εκπρόσωπος υπενθύμισε τα στοιχεία που είχε η Μόσχα για επικείμενη επίθεση της Ουκρανίας στο Ντονμπάς τον Μάρτιο. Ανεξαρτήτως της βασιμότητος αυτών των στοιχείων, η Μόσχα τα επικαλείται για να δείξει ότι με την εισβολή της, “απέτρεψε μια μεγάλης κλίμακας επίθεση από ομάδες κρούσεως ουκρανικών στρατευμάτων στις Λαϊκές Δημοκρατίες του Λουχάνσκ και του Ντονέτσκ, που δεν ελέγχονται από το Κίεβο“.
Ο προσδιορισμός ως κυρίου στόχου του Ντονμπάς, υπονοεί ή/και μπορεί να ερμηνευθεί ότι άλλα εδάφη που έχουν καταληφθεί, ιδίως στην νότιο Ουκρανία, δεν αποτελούν πολιτικό σκοπό ως αντικείμενο προσαρτήσεως. Από στρατιωτικής απόψεως, με την συγκεκριμένη ανάλυση, ουσιαστικώς υποστηρίζεται περίπου ότι ο πρώτος μήνας επιχειρήσεων απετέλεσε προπαρασκευή (πρώτη φάση) για την επιδίωξη επιτεύξεως σε δεύτερη φάση του κυρίου Αντικειμενικού Σκοπού (ΑΝΣΚ) που είναι το Ντονμπάς. Η θέση αυτή παραγνωρίζει ότι η Ουκρανία είχε παρατάξει ήδη μεγάλο μέρος των δυνάμεών της με τους καλύτερους σχηματισμούς στην γραμμή αντιπαράθεσης στο Ντονμπάς (αναφέρθηκε στην ενημέρωση τύπου δύναμη 59.300 ανδρών) επειδή είχε εκτιμηθεί ότι μια ρωσική επίθεση θα εστιαζόταν και θα περιοριζόταν εκεί. Το συγκεκριμένο στοιχείο σημαίνει ότι η διάταξη μάχης των Ουκρανών παρουσίαζε εξαρχής αυτή την αδυναμία, που δημιουργούσε ευνοϊκές προϋποθέσεις στρατηγικής αποκοπής και καταστροφής του μείζονος μέρους της χερσαίας ισχύος των Ουκρανών με αποφασιστικούς επιθετικούς ελιγμούς από Κριμαία και Χάρκοβο.
Ο προσανατολισμός του Κέντρου Βάρους της ρωσικής επιθέσεως σε έναν τέτοιο ελιγμό, θα εξυπηρετούσε την αρχή της οικονομίας δυνάμεων, ιδίως από την στιγμή που η δύναμη εισβολής ήταν περίπου ίση με την συνολική δύναμη του αντιπάλου και θα διευκόλυνε την έκβαση της αναμετρήσεως, λόγω της προφανούς ανωτερότητος ισχύος των ρωσικών δυνάμεων. Παραλλήλως, θα καθήλωνε τις κύριες δυνάμεις του αντιπάλου, θα διευκόλυνε τον εφοδιασμό ενώ και η Ρωσική Αεροπορία θα μπορούσε ευχερέστερα να επικεντρώσει την προσπάθειά της στην περιοχή ενδιαφέροντος αντί να διασπαστεί σε 3-4 ευρείες περιοχές επιχειρήσεων. Το επιχείρημα περί δυνατότητος μεταφοράς διαρκώς νέων ενισχύσεων από την Ουκρανία, αξιολογείται ως διόγκωση υπολογισμού κινδύνου, καθώς τέτοιες μετακινήσεις θα έθεταν τις ενισχύσεις υπό το απεινές σφυροκόπημα της Ρωσικής Αεροπορίας, με προδιαγεγραμμένα αποτελέσματα. Τέλος, δέσμευση εχθρικών δυνάμεων αλλού, μπορούσε να επιτευχθεί με μία προσπάθεια αντιπερισπασμού μικρότερης κλίμακος, που θα έθετε και περισσότερο διαχειρίσιμες προκλήσεις για την ρωσική πολεμική μηχανή.
Αντ’ αυτού, οι Ρώσοι άπλωσαν τις δυνάμεις τους κι επιτέθηκαν από 3-4 διαφορετικούς κύριους άξονες, εκμηδενίζοντας την ανωτερότητά τους σε ισχύ πυρός κι ως εκ τούτου, χωρίς πουθενά να είναι αρκούντως ισχυροί για την επίτευξη αποφασιστικού αποτελέσματος. Η τολμηρή εισχώρηση δυτικώς Δνειπέρου που έφερε τις δυνάμεις τους σε απόσταση αναπνοής από το Κίεβο την πρώτη κιόλας ημέρα του πολέμου, με παράλληλη επιθετική προσπάθεια και ανατολικώς Δνειπέρου προς την πρωτεύουσα, όσο και οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί σε όλη την επικράτεια της Ουκρανίας για καταστροφή επισημασμένων στόχων προτεραιότητος, είναι ενδείξεις ότι επιδιώχθηκε η πρόκληση ισχυρού κλονισμού στην κυβέρνηση Ζελένσκι. Στόχος ήταν η ταχεία κατάρρευση της βουλήσεως του αντιπάλου για αντίσταση, προσμονή όμως η οποία διαψεύστηκε νωρίς.
Ακολούθησε μία περίοδος επιβραδύνσεως του ρυθμού επιχειρήσεων, που απέληξε σε σταθεροποίηση θέσεων και προσπάθειες ανασυγκροτήσεως και αποκαταστάσεως ομαλής ροής ανεφοδιασμού. Οι βομβαρδισμοί αστικών κέντρων κι εν συνεχεία η ένταση και ποιοτική αναβάθμιση των πληγμάτων, έδειχναν να έχουν εκδικητική μορφή και να αποβλέπουν περισσότερο σε άσκηση πολιτικής πιέσεως προς την κυβέρνηση Ζελένσκι για συνθηκολόγηση. Επομένως, εμπρός στην αποτυχία του αρχικού σχεδιασμού που προφανώς στηρίχθηκε σε εσφαλμένες εκτιμήσεις και πληροφορίες, είναι σαφές ότι αναζητήθηκε αλλαγή στρατηγικής και αναθεώρηση των στρατιωτικών ΑΝΣΚ, με αναπροσαρμογή σε πιο περιορισμένους, και του πολιτικού σκοπού.
Έπειτα από έναν μήνα επιχειρήσεων, οι ρωσικές δυνάμεις έχουν φθείρει μεν τον αντίπαλο, δεν έχουν καταφέρει όμως ακόμη να πετύχουν δεινό πλήγμα, καταστρέφοντας κάποιο μέρος των δυνάμεών του, πλην των δευτερευουσών πηγών ενόπλου ισχύος, αεροπορία και ναυτικό. Χωρίς να υπάρχουν διαλυτικά συμπτώματα στις τάξεις των ουκρανικών δυνάμεων, με το ηθικό υψηλό, την κινητοποίηση στο ζενίθ που υποχρεώνει πλέον σε άρνηση απορροφήσεως εθελοντών για στράτευση, οι Ουκρανοί ζητούν από την Δύση την αποστολή οπλισμού ειδικής βαρύτητος για την συνέχιση του αγώνος. Καθώς η κυβέρνηση Ζελένσκι δεν έχει ανατραπεί, είναι προφανές για την Μόσχα ότι πρέπει να επιδιώξει ένα αποφασιστικό αποτέλεσμα σε στρατιωτικό επίπεδο.
Με το Ντονμπάς ως ΑΝΣΚ, προσδιορίζεται ένας περιορισμένος στόχος που διευκολύνει την υλοποίησή του. Η αποστολή ενισχύσεων για την αναπλήρωση και των απωλειών σε προσωπικό και υλικό, είναι προτεραιότητα. Διεθνείς αναφορές κάνουν λόγο για ανασυγκρότηση 10 Τακτικών Συγκροτημάτων Τάγματος και μεταφορά ενισχύσεων, μεταξύ άλλων από μισθοφόρους και ξένα σώματα, όπως από την Γεωργία. Ειδικώς στο Ντονμπάς, οι ρωσικές δυνάμεις μπορούν να υπολογίζουν σε ένα δυναμικό άνω των 30.000 ενόπλων αποσχιστών. Η λήψη αμυντικής διατάξεως σε άλλες περιοχές, θα επιτρέψει τον προσανατολισμό όλων των νέων δυνάμεων στις νέες περιοχές ενδιαφέροντος ενώ και το ρεύμα ανεφοδιασμού θα διευκολυνθεί.
Υπάρχουν αναλύσεις που παρουσιάζουν την εξέλιξη των επιχειρήσεων όχι ως αποτέλεσμα ενός αποτυχημένου σχεδιασμού από την πλευρά του επιτιθέμενου αλλά περίπου ως φυσιολογικό αποτέλεσμα μιας παραδοσιακώς διαφορετικής οπτικής των Ρώσων ως προς τον πόλεμο και διαφορετικής αντιλήψεως της έννοιας του χρόνου και της αποδοχής οδυνηρού φόρου αίματος σε απώλειες. Μέσα από αυτή την οπτική, υποτίθεται ότι αυτό που για τους Δυτικούς θεωρείται “βάλτωμα” των επιχειρήσεων, δεν είναι τίποτα περισσότερο από την παραδοσιακή… περιφρόνηση των Ρώσων ως προς τους γρήγορους και θεαματικών αποτελεσμάτων ελιγμούς, υπέρ μιας αργής αλλά ισοπεδωτικής καταστροφής του εχθρού που επιβάλλεται διά της μάζας. Κατά το παρελθόν, η ΕΣΣΔ πολέμησε παρόμοια και τελικώς επικράτησε, είτε στην περίπτωση της Φινλανδίας, είτε στην απόκρουση της γερμανικής εισβολής.
Αυτά, ασφαλώς και ισχύουν ως ιστορικά παραδείγματα. Ανεξαρτήτως του κατά πόσο αποτελούν κάποιο είδος ρωσικής “υψηλής στρατηγικής” για την διεξαγωγή πολεμικών επιχειρήσεων, πρέπει να αντιμετωπίζονται κατά βάση ως προσπάθειες συγκαλύψεως μιας μονολιθικότητος ή δυσκολίας προσαρμογής, όσο και της αδυναμίας σε επιχειρησιακό και τακτικό επίπεδο. Επ’ αυτού, ο πρόεδρος Πούτιν έχει μάλλον επίγνωση, γι’ αυτό και πριν την εισβολή, είχε αισθανθεί την ανάγκη να προειδοποιήσει την Δύση λέγοντας ότι ενώ όλοι ξέρουν τον συσχετισμό σε συμβατικές δυνάμεις, δεν πρέπει να ξεχνούν ότι η Ρωσία είναι πυρηνική δύναμη. Έτσι, θα ήταν αφελές να νομίσουμε ότι ο πρόεδρος Πούτιν είναι δήθεν αδιάφορος για το κόστος σε ρωσικό αίμα και το συνεπαγόμενο πολιτικό κόστος, ή ότι ούτε ο χρόνος τον απασχολεί. Και αυτό, επειδή αντιλαμβάνεται πλήρως ότι η ειδοποιός διαφορά σε αυτή την πολεμική περιπέτεια της Ρωσίας, εν σχέσει με το παρελθόν, είναι η πολιτική και οικονομική πίεση από τις κυρώσεις της Δύσης.
Όταν επιτέθηκε η ΕΣΣΔ το 1939 στην Φινλανδία, δεν είχε να φοβηθεί τέτοιο κόστος. Το 1941, η ΕΣΣΔ δεν ήταν απομονωμένη αλλά ανταπεξήλθε στρατιωτικώς χάρη στην τεράστια στήριξη σε παραχωρηθέν υλικό από τις Δυτικές δημοκρατίες. Σήμερα, τα πράγματα διαφέρουν ουσιωδώς και αυτό συνιστά τεράστια πρόκληση για την Ρωσία, που πρέπει να την διαχειριστεί χωρίς πρότερη ανάλογη εμπειρία.
Επομένως, εάν η πρώτη φάση του πολέμου, όπως την προσδιορίζει η Μόσχα, έχει λάβει μέχρι σήμερα έντονη μορφή Πολέμου Φθοράς, η δεύτερη φάση αποτελεί ίσως προοίμιο ενός Πολέμου Αντοχής, στον οποίο ο χρόνος δεν έχει την ίδια σχετική “ρωσική αξία”, όπως στο παρελθόν. Σε αυτόν τον Πόλεμο Αντοχής, θα δοκιμασθούν τα όρια αντοχών του Ουκρανικού Στρατού και της ροής πολεμικού υλικού από την Δύση ενώ η Ρωσία θα πρέπει να πετύχει τον στρατιωτικό σκοπό πριν επιβαρυνθούν δυσβάσταχτα το πολιτικό και οικονομικό κόστος από την πίεση και απομόνωση της Δύσης.
Προφανώς επειδή αντιλαμβάνεται τους κινδύνους ενός Πολέμου Αντοχής, ο πρόεδρος Πούτιν περιόρισε τον στρατιωτικοπολιτικό σκοπό στο Ντονμπάς. Κάτι που εκ των πραγμάτων, μόνο ενθαρρυντικώς μπορεί να λειτουργήσει για τον αντίπαλό του. Οι πιο τολμηροί Δυτικοί, θα μπορούσαν να πουν ότι η Ρωσία έχει αρχίσει ήδη να χάνει. Και ο κίνδυνος για την Μόσχα, είναι εάν οι Δυτικοί θα μεταφέρουν αυτή την αξιολόγηση και στον πρόεδρο Ζελένσκι.
ΠΗΓΗ doureios
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου