Ποια σχέση μπορεί να έχουν η διαδικασία απόκτησης του μαχητικού F-35A Lightning II με την πολιτική της Ελλάδας στο Ουκρανικό; Φορώντας “δυτικά γυαλιά”, η προφανής ερμηνεία είναι ότι το μοναδικό εν υπηρεσία αεροσκάφος πέμπτης γενιάς το προμηθεύονται οι σύμμαχοι του ΝΑΤΟ για να αντιμετωπίσουν συλλογικά τον ρωσικό αναθεωρητισμό. Πάντα φορώντας τα δυτικά γυαλιά. Η πραγματική ομοιότητα, όμως, αφορά την ελληνική πολιτική προσέγγιση και στα δυο θέματα. Αυτή προσφέρεται για την εξαγωγή συμπερασμάτων.
Του Ζαχαρία Μίχα*
(Διευθυντής Μελετών στο Ινστιτούτο Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας – ΙΑΑΑ/ISDA)
Ξεκινώντας από τον εν εξελίξει πόλεμο στην Ουκρανία, η στάση της Αθήνας ήταν ακαριαία. Κατήγγειλε τη ρωσική εισβολή με ύφος μάλιστα που τίναζε στον αέρα κάθε γέφυρα με τη Μόσχα.
Ταυτίστηκε με την Ουκρανία και την ενίσχυσε με κάθε δυνατό τρόπο, ακόμα και με οπλικά συστήματα, τα οποία στις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις έχουν σημαντικό ρόλο, ενώ δεν έχανε την ευκαιρία να υπερθεματίζει σε ιδεολογικοποιημένες δηλώσεις για τον πόλεμο, οι οποίες ερέθιζαν συνεχώς τη Ρωσία, επιδεινώνοντας περαιτέρω μια ήδη βαριά τραυματισμένη διμερή σχέση.Ανέχθηκε προσβολές όπως η χωρίς πρότερη ειδοποίηση διαδικτυακή εμφάνιση στο ελληνικό Κοινοβούλιο, μαζί με τον πρόεδρο Ζελένσκι ενός κατά δήλωση ομογενή, ονόματι Μιχαήλ, ο οποίος πολεμούσε τους Ρώσους ως μέλος –όπως ο ίδιος είπε– του Τάγματος Αζόφ, που έχει κατηγορηθεί και πριν τον πόλεμο ως στρατιωτική μονάδα με ναζιστική ιδεολογία.
Ήρθε όμως η συντριβή σε ελληνικό έδαφος ουκρανικού μεταφορικού αεροσκάφους (Antonov An-12), το οποίο μετέφερε στρατιωτικό υλικό από τη Σερβία (δεδομένο) στο Μπαγκλαντές (κατά δήλωση). Η κυβερνητική απόφαση να διαμαρτυρηθεί με διαβήματα τόσο προς το Βελιγράδι όσο και προς το Κίεβο καταδεικνύει ότι η υπόθεση του Antonov έχει σκοτεινές πτυχές, που συνδέονται με το Ουκρανικό. Διαφορετικά δεν υπήρχε περίπτωση η Αθήνα προβεί σε διάβημα προς το Κίεβο.
Φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ στην Ελλάδα δημοσίευσαν ρεπορτάζ, σύμφωνα με τα οποία η υπόθεση του Antonov ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι, καθώς τον τελευταίο καιρό η Αθήνα φέρεται δυσαρεστημένη με την εν γένει συμπεριφορά των Ουκρανών που εμφανίζονται ως τιμητές των πάντων. Ακόμα και απέναντι σε χώρες που έλαβαν εξ αρχής ακραιφνώς αντιρωσική στάση και στηρίζοντας ενεργά την Ουκρανία, πηγαίνοντας πολύ πιο πέρα από την ξεκάθαρη καταδίκη της ρωσικής εισβολής.
Είναι, ωστόσο, αυτή καθαυτή η ελληνική στάση που έδωσε αυτά τα δικαιώματα στην ουκρανική πλευρά. Η κυβέρνηση Ζελένσκι έχει δίκιο να υποστηρίζει ότι πολεμάει για λογαριασμό ολόκληρης της Δύσης, γιατί αυτό είναι και το κυρίαρχο δυτικό αφήγημα. Το να μη δέχεται όμως οτιδήποτε λιγότερο από πλήρη υποταγή της εξωτερικής πολιτικής των συμμάχων της, δείχνει είτε άγνοια των διεθνών σχέσεων είτε απελπισία. Σε κάθε περίπτωση όμως, στο τέλος της ημέρας αποτελεί ουκρανικό πρόβλημα.
Την επόμενη ημέρα θα είναι ο Ζελένσκι που θα κληθεί να απολογηθεί εάν θα μπορούσε να είχε πετύχει καλύτερο αποτέλεσμα από τον εδαφικό ακρωτηριασμό και την οικονομική καταστροφή της χώρας του, συν τους δεκάδες χιλιάδες νεκρούς και πολλαπλάσιους τραυματίες, αν είχε λάβει σοβαρά και έγκαιρα υπόψη τις πολλαπλές ρωσικές προειδοποιήσεις. Διότι δική του ευθύνη είναι η απόλυτη ταύτιση με την πολιτική της Δύσης. Ίσως διαισθάνεται τι ακολουθεί και εκτρέπεται.
Η ουσία είναι ότι η ελληνική εξωτερική πολιτική, διαμαρτυρόμενη, προέβη σε μια κίνηση, η οποία θα μπορούσε να εκληφθεί και ως έμμεσο μήνυμα στη Μόσχα, παρότι λίγες ώρες αργότερα η Ρωσία ενέταξε την Ελλάδα στον κατάλογο με τις εχθρικές χώρες. Πρόκειται άραγε για αλλαγή πολιτικής επί το ορθολογικότερον ή κάτι άλλο;
Διότι υπάρχει πάντα και η εσωτερική πολιτική ανάγνωση της υπόθεσης. Οι κοινωνίες έχουν κουραστεί από τον πόλεμο στην Ουκρανία. Το εσωτερικό πολιτικό κόστος συσσωρεύεται και κυβερνήσεις καταρρέουν (στη Βρετανία η κυβέρνηση Τζόνσον και στην Ιταλία η κυβέρνηση Ντράγκι). Κι όλα δείχνουν πως το πρόβλημα απειλεί να κάνει μετάσταση και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Ο Μακρόν μπορεί να επανεξελέγη, αλλά δεν διαθέτει κοινοβουλευτική πλειοψηφία για να κυβερνήσει απερίσπαστος.
Στην εξίσωση υπεισέρχεται και ο ελληνικός εφοπλισμός, ο οποίος έχει αποκομίσει μεγάλα κέρδη από το ρωσικό πετρέλαιο που έχει εξαιρεθεί από τις κυρώσεις και ορθώς η κυβέρνηση βάζει πλάτη… ή απλώς δεν τολμάει να αντιπαρατεθεί. Παράλληλα, οι εσωτερικές διαφωνίες ουσίας αναφορικά με τον χειρισμό της ουκρανικής κρίσης, επιβάλλουν επανεξέταση όσων έχουν γίνει μέχρι στιγμής. Όλα όμως θα ήταν απλούστερα εάν η ελληνική στάση ήταν πιο ψύχραιμη και λιγότερο ιδεολογικοποιημένη…
Πάμε όμως και στο θέμα των F-35. Η ελληνική πλευρά απέστειλε το έγγραφο εκδήλωσης ενδιαφέροντος που προβλέπεται από τη διαδικασία διακρατικών συμφωνιών στρατιωτικών προμηθειών (LoR for LOA). Ο αρχηγός ΓΕΕΘΑ αρχικά και ο υπουργός Άμυνας εν συνεχεία, επισκέφθηκαν τις εγκαταστάσεις της Lockheed Martin στο Fort Worth στο Τέξας, στη γραμμή παραγωγής των F-35. Αμφότεροι αναφέρθηκαν με διθυραμβικά λόγια στην αξία του μαχητικού και την προοπτική ένταξής του στο ελληνικό οπλοστάσιο.
Ούτε λίγο ούτε πολύ το αποκάλεσαν υπερόπλο και παράγοντα κάθετης επαύξησης των επιχειρησιακών δυνατοτήτων της Πολεμικής Αεροπορίας, επ’ ωφελεία της ελληνικής ισχύος και κατ’ επέκταση της αξιοπιστίας της αποτρεπτικής στρατηγικής. Και σε αυτή την περίπτωση, το ζητούμενο δεν είναι εάν η αναφορά αυτή απηχεί την αλήθεια και κατά πόσον, αλλά το αν η τακτική αυτή εξυπηρετεί το ελληνικό εθνικό συμφέρον.
Αυτός ο ενθουσιασμός με χαρακτηριστικά φανατικής υποστήριξης της απόφασης που έχει ληφθεί, τείνει να εξελιχθεί σε χαρακτηριστικό των διεθνών σχέσεων της Ελλάδας. Πρόκειται για επικίνδυνη κατάσταση που είναι θέμα χρόνου να οδηγήσει σε δυσμενή για τα εθνικά συμφέροντα συνέπειες. Αυτό είναι το κόστος του εκάστοτε “δεδομένου” συμμάχου ή αλλιώς κράτους-πελάτη. Στην Ελλάδα αντιμετωπίζουμε τέτοια ζητήματα με όρους άσπρο-μαύρο, ενώ η πραγματική ζωή κινείται στην γκάμα του γκρι. Ως αποτέλεσμα, έχουμε και κακοποίηση και στο πλαίσιο του εσωτερικού πολιτικού παιχνιδιού.
Η κυβέρνηση απαντά στις επικρίσεις της αντιπολίτευσης, ερωτώντας εάν είναι κακό να σε θεωρούν οι ΗΠΑ δεδομένο και πιστό σύμμαχο. Αυτό θα είχε νόημα εάν υπήρχε ζήτημα ως προς τον προσανατολισμό της χώρας στη Δύση. Αυτός, όμως, είναι κοινά αποδεκτή στρατηγική επιλογή. Από τη στιγμή που τέτοιο ζήτημα δεν τίθεται από τη συντριπτική πλειοψηφία των πολιτικών δυνάμεων, είναι απορίας άξιο το πως αδυνατούμε να αντιληφθούμε την εξυπηρέτηση του ελληνικού εθνικού συμφέροντος και στο τακτικό επίπεδο.
Το να καταδικάσεις απερίφραστα και χωρίς υποσημειώσεις την οποιαδήποτε εισβολή στο έδαφος κάποιου κράτους ως μη αποδεκτή μέθοδο επίλυσης διακρατικών προβλημάτων, δεν σε καθιστά αυτομάτως εχθρική χώρα για οποιονδήποτε. Η Μόσχα δεν θα περίμενε και κάτι διαφορετικό. Τα ποιοτικά στοιχεία είναι αυτά που καθορίζουν την τελική στάση. Άλλο είναι να στείλεις τυφέκια Kalashnikov AK-64 που είχαν κατάσχει οι ελληνικές αρχές και άλλο να δίνεις οπλικά συστήματα που μπορούν να επιφέρουν καταστροφικά πλήγματα.
Η Μόσχα θα σε κατηγορούσε μόνο ρητορικά εάν έκλεινες συμφωνία που θα σου εξασφάλιζε πιο προηγμένα Τεθωρακισμένα Οχήματα Μάχης (γερμανικά Marder) από τα υφιστάμενα στο ελληνικό οπλοστάσιο σοβιετικά BMP-1. Αντιλαμβάνεται τη γλώσσα του εθνικού συμφέροντος. Φυσικά θα γκρίνιαζε, αλλά για να έχει στη διπλωματική φαρέτρα ένα επιχείρημα προς αξιοποίηση σε μελλοντικές δοσοληψίες με την Αθήνα.
Οι Ρώσοι κατανοούν απόλυτα ότι το ελληνικό εθνικό συμφέρον επιτάσσει την αξιοποίηση των ελληνικών υδρογονανθράκων ως εναλλακτική πηγή ενεργειακής τροφοδοσίας της Ευρώπης, παρότι αυτό θα λειτουργούσε ανταγωνιστικά προς τα συμφέροντά τους. Αν το ελληνικό πολιτικό σύστημα δεν εγκληματούσε επί πολλά χρόνια κι όχι απαραίτητα λόγω άγνοιας, σήμερα η χώρα θα μιλούσε με εντελώς διαφορετικούς όρους στην Ευρώπη και διεθνώς.
Εν ολίγοις, είναι εξαιρετικά αμφιλεγόμενο εάν η Ελλάδα εξασφάλισε κάτι ουσιαστικό εμφανιζόμενη βασιλικότερη του βασιλέως στην πολεμική εναντίον της Ρωσίας στο Ουκρανικό. Κι αυτό θα φαίνεται ολοένα και περισσότερο όσο περνάει ο καιρός. Τα ίδια ισχύουν και για τον επικοινωνιακό ενθουσιασμό, με τον οποίο αντιμετωπίζει η ελληνική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία το ζήτημα των F-35.
Έχουν άραγε συμφωνήσει με την Lockheed Martin για να αναλάβει τη διοίκηση της ΕΑΒ μαζί με την εξαγορά ενός σημαντικού μεριδίου, ή για το υποκατασκευαστικό έργο που ζητούν για την παραγγελία 20+20 μαχητικών F-35; Πώς ακριβώς θα διαπραγματευθούν αποτελεσματικά όταν συμπεριφέρονται σαν ενθουσιασμένοι επαρχιώτες; Γιατί ο προμηθευτής να κάνει παραχωρήσεις; Εάν στο τραπέζι υπήρχε πειστικά το ενδεχόμενο εναλλακτικής προμήθειας μιας επιπλέον μοίρας γαλλικών Rafale, ποιος θα είχε το πρόβλημα; Η ελληνική, ή η αμερικανική πλευρά;
Αυτό το είδος δεδομένου συμμάχου δεν πρέπει να είμαστε. Διότι αυτό το “δεδομένος”, ισοδυναμεί στην καλύτερη περίπτωση με το αφελής. Το οποίο με τη σειρά του ισοδυναμεί με το “μην ασχολείστε ιδιαίτερα” μαζί του και με το “χειραγωγήσιμος” (one way or another). Για να μην ξεχάσουμε με τους πολιτικούς μας και τα βασικά που ξέρουμε για την Πολιτική.
ΠΗΓΗ defence-point
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου