Δευτέρα 13 Νοεμβρίου 2023

Οι εξοπλισμοί 11,5 δισ. € και η εξαίρεση των αμυντικών δαπανών από την ΕΕ


Από Σάββας Δ. Βλάσσης

Από την Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ τον Μάρτιο του 2022, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης είχε θέσει την πρόταση εξαιρέσεως μέρους ή και του συνόλου των αμυντικών δαπανών από τους υπολογισμούς του ελλείμματος, έτσι ώστε χώρες όπως η Ελλάδα που ιστορικώς έχουν αυξημένες αμυντικές δαπάνες εν σχέσει με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, να μην “τιμωρούνται” γι’ αυτήν τους την στρατηγική επιλογή.

Από πέρυσι, η κυβέρνηση ακολουθεί συντηρητική πολιτική ως προς την λήψη αποφάσεων για εξοπλιστικά προγράμματα, για λόγους δημοσιονομικής πειθαρχίας και ευρύτερων σκοπιμοτήτων. Πέρυσι, μόλις τον Νοέμβριο το Υπουργείο Οικονομικών αποδέσμευσε εγκριθέντα κονδύλια για το ΥΠΕΘΑ κι εφέτος η κατάσταση δεν είναι ουσιωδώς διαφορετική. Η κατάσταση αυτή, είναι από τους κύριους λόγους διαρκών αναβολών της αποφάσεως για το μεγαλύτερου κόστους πρόγραμμα που βρίσκεται σε εξέλιξη, αυτό της νέας κορβέτας για το Πολεμικό Ναυτικό.

Πινακοποιημένα, οι αμυντικοί προϋπολογισμοί της χώρας επί κυβερνήσεως ΝΔ, κινήθηκαν ως εξής:

  • 2020 περί τα 3,35 δισ. € (για εξοπλιστικά προγράμματα 530 εκατ. €)
  • 2021 περί τα 5,44 δισ. € (για εξοπλιστικά προγράμματα 2,52 δισ. €)
  • 2022 περί τα 6,39 δισ. € (για εξοπλιστικά προγράμματα 3,37 δισ. €) 
  • 2023 περί τα 5,65 δισ. € (για εξοπλιστικά προγράμματα 2,42 δισ. €)

Η ικανοποιητική χρηματοδότηση για επενδύσεις σε εξοπλισμούς, επιτρέπει την σταδιακή υλοποίηση του καταρτισθέντος εξοπλιστικού προγράμματος ύψους άνω των 26 δισ. € που εγκρίθηκε το 2020, για την περίοδο 2020-2034. Εάν όμως δεν ικανοποιηθεί το ελληνικό αίτημα για εξαίρεση των αμυντικών δαπανών από τον υπολογισμό του ελλείμματος, διακυβεύεται η συνεπής υλοποίησή του. Αφενός υπάρχουν αρκετές υποχρεώσεις αποπληρωμών που απορρέουν από τις ήδη υπογραφείσες συμβάσεις, αφετέρου πρέπει να προβλεφθούν οι καταβολές προκαταβολών, στην ανάθεση των όποιων νέων αποφασιστούν. Ενδεικτικώς, από τα 2,42 δισ. € που αφιερώθηκαν το 2023 για εξοπλισμούς, πλέον του 1 δισ. € προορίζεται για την αποπληρωμή δόσεων μόνο σε δύο συμβάσεις προμήθειας μείζονος υλικού, αυτές των μαχητικών Rafale και των φρεγατών FDI HN. 

Ο τότε ΥΦΕΘΑ Νίκος Χαρδαλιάς, είχε δηλώσει στις 7 Φεβρουαρίου 2023 ότι η κυβέρνηση είχε συμβασιοποιήσει 68 προγράμματα ύψους 10.437.214.139 €. και βρίσκονται σε εξέλιξη 19 προγράμματα ύψους 11.568.313.842 €Σε αυτά ακριβώς τα 19 προγράμματα, είχε αναφερθεί και ο ΥΕΘΑ Νίκος Δένδιας μιλώντας στις 8 Ιουλίου κατά την συζήτηση των προγραμματικών δηλώσεων της κυβερνήσεως στην Βουλή. Προκειμένου να εξελιχθεί ομαλώς αυτό το εξοπλιστικό πρόγραμμα, θα ήταν ιδανικό αν η κυβέρνηση σταθεροποιήσει τις εξοπλιστικές δαπάνες στην σημερινή περιοχή των 2,5 δισ. €.

Το ελληνικό αίτημα, εκφρασθέν και από Πολωνία, Ουγγαρία, Φινλανδία και Σουηδία, δεν αντιμετωπίζεται με ιδιαίτερη θέρμη από όλους τους εταίρους. Μία άλλη διάσταση, είναι η δυσαρέσκεια με την οποία οι Ευρωπαίοι βλέπουν την εξελισσόμενη “επίθεση” των ΗΠΑ προς κράτη μέλη του ΝΑΤΟ, από τα οποία “απαιτεί” κυριαρχία αμερικανικών αγορών, με αποτέλεσμα να τίθενται εκτός η μία μετά την άλλη, υποψηφιότητες ευρωπαϊκών εταιρειών σε διαγωνισμούς χωρών της ΕΕ. Οι αιτούμενος δημοσιονομικός χώρος, δεν θα έπρεπε να αποβλέπει και στην υποστήριξη των συμφερόντων της ΕΕ; Τυχόν απόφαση εν μέρει μόνο εξαιρέσεως των αμυντικών δαπανών, και συγκεκριμένως μόνο όσων αφορούν προμήθειες όπλων ευρωπαϊκής προελεύσεως, δεν μπορεί να αποκλειστεί. Μια τέτοια απόφαση, θα αντιστοιχούσε και θα εξισορροπούσε την αμερικανική επιρροή των FMS. 

Στην περίπτωση της Ελλάδας, η Γαλλία, έχοντας αναλάβει συμβάσεις 7 δισ. € και διεκδικώντας επιπλέον, δεν είναι μάλλον εμπόδιο. Το ίδιο μπορεί να υποθέσει κανείς και για την Ιταλία, ναυπηγικός οίκος της οποίας διεκδικεί το πρόγραμμα νέας κορβέτας ύψους άνω του 1,5 δισ. €, με περαιτέρω προοπτικές. Απομένει η Γερμανία, στην οποία θα βρεθεί την ερχομένη εβδομάδα ο πρωθυπουργός, στο πλαίσιο μίας από τις θεωρούμενες κρίσιμης σημασίας επισκέψεις του, μετά την Κίνα – έπεται το Λονδίνο.

Έχει ενδιαφέρον μία επισήμανση του πρώην ΥΕΘΑ Ν. Παναγιωτόπουλου, μιλώντας στους διαπιστευμένους δημοσιογράφους στις 15 Δεκεμβρίου 2022, ως προς την οπτική υπό την οποία αντιμετώπιζε η κυβέρνηση τα εξοπλιστικά προγράμματα. Είχε πει τότε ότι πρόθεση της κυβερνήσεως είναι να συνδυάζει κάθε μεγάλο εξοπλιστικό πρόγραμμα με υπογραφή συμφωνίας αμυντικής συνεργασίας που θα περιλαμβάνει και κάποια μορφή ρήτρας αμυντικής συνδρομής, όπως στην περίπτωση της Γαλλίας. Ο κ. Παναγιωτόπουλος είχε πει ότι οι Ιταλοί εμφανίζονται πρόθυμοι για μια τέτοια συμφωνία, όπως το ίδιο ισχύει και με την Γερμανία. 

Έκτοτε όμως, μια τέτοια προοπτική με την Γερμανία ξεθώριασε. Παρά το ευνοϊκό κλίμα και δυναμική που είχε δημιουργηθεί από την συμφωνία Σολτς – Μητσοτάκη για την ανταλλαγή τεθωρακισμένων Marder 1A3 με BMP-1 και τον παραγωγικό ρόλο που διαδραμάτισε ο ΥΕΘΑ, το Βερολίνο σχημάτισε εικόνα αναξιοπιστίας. Τόσο οι αργές διαδικασίες, όσο και μηνύματα από χειρισμούς της ΥΠΕΘΑ/ΓΔΑΕΕ σε γερμανικές προτάσεις, άφησαν την εντύπωση ότι άλλα λέει ο πρωθυπουργός και άλλα πράττουν οι χειριστές.

Είναι ενδιαφέρον λοιπόν να διαπιστωθούν οι πραγματικές προοπτικές ελληνογερμανικής συνεργασίας στον τομέα των εξοπλισμών (οι επενδυτικές προτάσεις των Γερμανών δεν συγκίνησαν) μετά την συνάντηση του πρωθυπουργού με τον καγκελάριο Όλαφ Σολτς στις 14 Νοεμβρίου. Οι πληροφορίες που διακινούνται σε δημοσιογραφικά γραφεία, δείχνουν ότι κύριο ζήτημα που θα απασχολήσει, είναι το λαθρομεταναστευτικό, που πλέον αρχίζει να αντιμετωπίζεται ως απειλή από την ΕΕ. Το Βερολίνο δείχνει να αλλάζει στάση και είναι μάλλον αναμενόμενο ότι θα ζητηθεί από την Ελλάδα να επωμιστεί για άλλη μια φορά το βάρος, με την υπόσχεση οικονομικής ενισχύσεως. Η προοπτική αυτή αντιμετωπίζεται θετικά από τον πρωθυπουργό, ο οποίος εξάλλου έχει τοποθετηθεί δημοσίως ανοικτά, για την ανάγκη νέας οικονομικής υποστηρίξεως και της Τουρκίας από την ΕΕ, ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα. Όλα αυτά σχετίζονται με την επιδιωκόμενη πολιτική μειώσεως της εντάσεως στα ελληνοτουρκικά, στην οποία βεβαίως έχει διαδραματίσει παραγωγικό ρόλο το Βερολίνο.

Κρίσιμο ζήτημα που θα συζητήσουν οι δύο ηγέτες επίσης, είναι το νέο, αναθεωρημένο πλαίσιο δημοσιονομικής σταθερότητας στην ΕΕ μετά το πέρας της περιόδου χαλάρωσης των κανόνων λόγω της πανδημίας. Το Βερολίνο είναι επιφυλακτικό ως προς την εικόνα των προοπτικών της ελληνικής οικονομίας που καλλιεργεί η κυβέρνηση επιδιώκοντας να εκμεταλλευθεί τις εντυπώσεις από τις πρόσφατες αναβαθμίσεις διεθνών οίκων. Με “όπλα” την καλή εικόνα της οικονομίας και τις μεταρρυθμίσεις, η Αθήνα ζητεί δημοσιονομική ισορροπία χωρίς ασφυκτικά πλαίσια, διαφορετικά θα υπονομευθεί η ανάπτυξη. Αναμένεται λοιπόν με ενδιαφέρον η ανταπόκριση του Γερμανού καγκελαρίου και επικρατεί συγκρατημένη αισιοδοξία.

Η τελευταία, εδράζεται μάλλον στην στάση της Αθήνας όσον αφορά το λαθρομεταναστευτικό, την συμφωνία να λειτουργήσει η Ελλάδα ως χώρα πρότυπο της ΕΕ στην χρήση “πλαστικού χρήματος” στις συναλλαγές και στις μάλλον υπερτιμημένες προοπτικές της ελληνογερμανικής συνεργασίας στην “πράσινη ενέργεια”. Από όλα αυτά, δείχνει να λείπει κάποιο πεδίο στρατηγικής ελληνογερμανικής συνεργασίας με διμερή μακροχρόνια δέσμευση σε ένα πεδίο κοινού ενδιαφέροντος.

Είναι μάλλον σαφές ότι εάν το προηγούμενο διάστημα, η Αθήνα είχε προωθήσει και με την Γερμανία την “διπλωματία των εξοπλισμών”, όπως έχει πράξει με Γαλλία, ΗΠΑ και Ισραήλ, θα υπήρχε ευνοϊκότερο κλίμα στο αίτημα της ελληνικής κυβερνήσεως που άπαντες κρίνουν ως μείζον, για την ομαλή συνέχεια της πολιτικής ενισχύσεως της εθνικής αμύνης. Αντ’ αυτού, η κυβέρνηση αδράνησε σε όλα τα επίπεδα: δεν προώθησε μείζονα εξοπλιστικά προγράμματα, δεν “κυνήγησε” μία στρατηγική συμφωνία αμυντικής συνεργασίας, δεν συνέχισε καν την συνεργασία στην ενίσχυση της Ουκρανίας, ώστε να αποσύρει παλαιό υλικό και να το αντικαταστήσει με ανώτερο γερμανικό. Τέλος, από τις δηλώσεις του ΥΕΘΑ για την δημιουργία “οικοσυστήματος καινοτομίας” και την πρόθεση συνεργασίας επί του συγκεκριμένου με άλλες χώρες, παρατηρείται ότι απουσιάζει αναφορά στην Γερμανία. Έτσι, σήμερα, προφανώς θα είναι άβολη μια ερώτηση του Γερμανού καγκελαρίου για το πόσα από τα 11,5 δισ. € προγραμμάτων που έχει σχεδιάσει το ΥΠΕΘΑ αφορούν γερμανικά συστήματα και ταυτοχρόνως παρατηρηθεί ότι το 90% είναι για αγορές από χώρες εκτός ΕΕ.

ΠΗΓΗ https://doureios.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου