Στον λιγότερο γνωστό πίνακα του Χαράλαμπου Παχή με θέμα τη δολοφονία του Ιω. Καποδίστρια (1872), τα γεγονότα εκτυλίσσονται μέσα στον ναό του Αγίου Σπυρίδωνα. Ο πίνακας ανήκει στο Μουσείο Καποδίστρια στην Κέρκυρα. |
ΧΡΗΣΤΟΣ ΛΟΥΚΟΣ
Ιωάννης Καποδίστριας: Μια απόπειρα ιστορικής βιογραφίας
εκδ. Μορφωτικό Ιδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 2022, σελ. 544
Το απόγευμα της 28ης Οκτωβρίου 1831 έμαθαν στο Λονδίνο τα νέα από ένα σύντομο σημείωμα που πρόλαβε να προσθέσει, επί του πιεστηρίου, η εφημερίδα Globe: «Ενα φοβερό έγκλημα διαπράχθηκε στην Ελλάδα. Ο Κόμης Κάπο ντ’ Ιστριας πέθανε στο Ναύπλιο, θύμα απεχθούς δολοφονίας».
Την επομένη, όλες οι βρετανικές εφημερίδες δημοσίευαν την πληροφορία. Οι Times του Λονδίνου, η εφημερίδα που απηχούσε τις απόψεις της βρετανικής πολιτικής ελίτ, σχολίασε το γεγονός σε ένα ισορροπημένο και οξυδερκές άρθρο. Η θέση τους ήταν άβολη, γιατί κατά το προηγούμενο διάστημα είχαν ασκήσει αυστηρή κριτική στον Καποδίστρια. Χαρακτηρίζουν το έγκλημα φρικτό και το γεγονός ζοφερό και προσθέτουν:
«Εχουμε διατυπώσει πολλές φορές τη γνώμη μας για τον μακαρίτη Κυβερνήτη της Ελλάδας. Οταν έβρισκε πεδίο συνεννόησης με τους Συμμάχους το αποτέλεσμα ήταν εξαιρετικά θετικό για τη χώρα του. Αν ήταν λιγότερο φιλόδοξος θα αποτελούσε την καλύτερη εναλλακτική για την Ελλάδα. Θα ήταν καλύτερος από οποιονδήποτε Πρίγκηπα επέλεγαν οι Σύμμαχοι για τον ελληνικό θρόνο. Αλλά η μεγάλη αβεβαιότητα για το πώς θα κυβερνηθεί η Ελλάδα δημιούργησε τις συνθήκες για να γίνει ο ίδιος πολύ αυταρχικός απέναντι στους Ελληνες, κάτι που κατέστη τελικά μοιραίο και για τον ίδιο».
Υποθέτω θα ξαφνιάζει αυτή η ανάλυση. Μα δεν βρίσκονται οι Βρετανοί πίσω από τη δολοφονία; Δεν υπάρχει στο Φόρεϊν Οφις ένας απόρρητος φάκελος για τη δολοφονία του Καποδίστρια;
Πρόκειται για ένα τραυματικό γεγονός για την ελληνική Ιστορία κι από ό,τι φαίνεται και για τη συλλογική μας συνείδηση. Οπως και ο θάνατος του Καραϊσκάκη, θα πρέπει οπωσδήποτε να συνδεθεί με μια δολοπλοκία που οργάνωσε μια «ανθελληνική» ξένη δύναμη.
Δεν είναι ο πραγματικός αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας; Δεν βρίσκονται οι Βρετανοί πίσω από τη δολοφονία του;
Ακόμα και η λαμπρή διπλωματική καριέρα του έχει συνδεθεί με μύθους: «ο Καποδίστριας ως ιδρυτής και συνταγματικός νομοθέτης της Ελβετίας» ή «ως πραγματικός αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας». Για να μην αναφέρω τις αφελείς, ανιστορικές θεωρίες για το πώς θα είχε εξελιχθεί το μικρό ελληνικό κράτος εάν δεν είχε δολοφονηθεί.
Ο Χρήστος Λούκος δεν έγραψε τη βιογραφία του Καποδίστρια για να αντικρούσει μύθους· δεν ασχολείται με αυτούς παρά μόνο έμμεσα, τοποθετώντας τον Καποδίστρια στις πραγματικές του διαστάσεις.
Ο Λούκος είναι ομότιμος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, ένα από τα ιδρυτικά μέλη, ουσιαστικά η ψυχή, της Εταιρείας Μελέτης του Νέου Ελληνισμού και του περιοδικού «Μνήμων». Είναι κορυφαίος Ελληνας ιστορικός της περιόδου, με σημαντικό έργο για την Επανάσταση, την τυπογραφία και τη Σύρο. Κυρίως, όμως, για πάνω από 50 χρόνια ασχολείται με τον Καποδίστρια. Καθώς η ιστορική κοινότητα είχε ταυτίσει τη σοβαρή έρευνα για τον πρώτο Κυβερνήτη με τον Λούκο, οι προσδοκίες ήταν υψηλές και δικαιώνονται πλήρως: το βιβλίο δεν είναι απλώς ό,τι καλύτερο έχει γραφεί για τον Καποδίστρια, αλλά πετυχαίνει ταυτόχρονα πολλούς στόχους.
Ο Λούκος δίνει μια ολοκληρωμένη, καλά επεξεργασμένη και με ακρίβεια τεκμηριωμένη εικόνα της ζωής και της καριέρας του Κυβερνήτη. Διορθώνει μεγάλες παρεξηγήσεις, καταρρίπτει μύθους, παρουσιάζει πρόσωπα και γεγονότα μέσα στο ιστορικό τους πλαίσιο, αναδεικνύοντας την πολυπλοκότητα των παραγόντων και τις πολλές διαστάσεις των προσώπων.
Αξιοποιεί πλήρως το πλήθος των αρχείων και την τεράστια βιβλιογραφία, δίνοντας επαρκείς ερμηνείες, κατορθώνοντας να διατηρήσει δύσκολες ισορροπίες όταν αναμετράται με ζητήματα που δεν επιδέχονται εύκολες απαντήσεις. Το βιβλίο αυτό θα αποτελεί από εδώ και πέρα σημείο αναφοράς αλλά και εκκίνησης για ερευνητές της περιόδου, αλλά και για το ευρύ κοινό που αντιμετωπίζει τον Καποδίστρια ως μια άυλη ηθική φιγούρα.
Δολοφονία με χαρακτηριστικά αυτοεκπληρούμενης προφητείας
Το βιβλίο του Λούκου είναι συναρπαστικό, χωρίς να είναι αυτός ο στόχος του συγγραφέα που είναι ένας αυστηρός, μεθοδολογικά, ιστορικός και δεν απευθύνεται, κατ’ αρχήν, στο ευρύ κοινό. Αλλά διαθέτει μια ιδιότητα που έχει χαθεί από πολλούς σύγχρονους ιστορικούς: το χάρισμα της αφήγησης.
Από το 1971 μέχρι σήμερα, όλα τα κείμενά του διακρίνονται γι’ αυτό το παράδοξο. Ενώ είναι πλούσια σε τεκμηρίωση και πολύ προσεκτικά ακόμα και στην τελευταία λεπτομέρεια, η γραφή ρέει και παρασύρει. Η ιστορία που καταγράφει έχει τα χαρακτηριστικά τραγωδίας, ενώ ο πρωταγωνιστής του, ο κόμης Ιωάννης Καποδίστριας, είναι μια τόσο μονοκόμματη και ταυτόχρονα τόσο σύνθετη προσωπικότητα, που καταλήγει να είναι ελκυστική.
Από την πρώτη σελίδα του βιβλίου ο αναγνώστης γνωρίζει το τέλος. Δεν μπορεί παρά να βλέπει την πορεία των 55 χρόνων που έζησε ο Καποδίστριας μέσα από το πρίσμα της δολοφονίας του. Σε αυτό συμβάλλει και ο συγγραφέας, παρά το γεγονός πως σε καμία περίπτωση δεν υιοθετεί κάποιου είδους τελεολογία. Αλλά είναι δική του επιλογή η ανισομερής κατανομή: στο τελευταίο μέρος του βιβλίου όπου βρίσκεται το κέντρο βάρους (καθώς καταλαμβάνει το 56% του κειμένου), ο Λούκος εστιάζει αποκλειστικά στη διπλωματική και την πολιτική σύγκρουση. Δεν ασχολείται, παρά ελάχιστα, με το έργο του Κυβερνήτη συζητώντας τα θέματα συνοπτικά αλλά με πλήρη τεκμηρίωση. Ομολογώ ότι περίμενα μια μεγαλύτερη συζήτηση για την εκπαιδευτική πολιτική, την οργάνωση της Δικαιοσύνης και τον χειρισμό της επιδημίας του 1828, αλλά ο Λούκος δεν έχει την πρόθεση να μπει σε βάθος σε ειδικές πτυχές της εσωτερικής πολιτικής Καποδίστρια (ορισμένες από τις οποίες παραμένουν αμφιλεγόμενες) καθώς δεν είναι αυτές που κυρίως τον ενδιαφέρουν. Οπως και ο αναγνώστης, αδημονεί να φτάσει στην κορύφωση του δράματος.
Μια ανατρεπτική περίοδος
Είναι όμως αδύνατον να κατανοήσει κανείς σε βάθος την εσωτερική σύγκρουση των ετών 1828-1831 και όλες τις διαστάσεις της εάν δεν αντιληφθεί πλήρως τον βαθμό «επαναστατικότητας», δηλαδή ανατρεπτικότητας, της Ελληνικής Επανάστασης καθώς και τις πολιτικές και θεσμικές προσδοκίες που αυτή γέννησε. Θα πρότεινα ο Καποδίστριας να διαβαστεί μαζί με μια ιστορία της Επανάστασης. Η συγκυρία το διευκολύνει γιατί κυκλοφορούν, πλέον, καλές εισαγωγές, μεταξύ των άλλων και το πρόσφατο βιβλίο του Λούκου, «Μια σύντομη ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης» (εκδ. Θεμέλιο, 2022) που αποτελεί μια συνοπτική θεματική παρουσίαση, βασισμένη στη νέα ιστοριογραφία, που από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 και έπειτα ανανέωσε τον τρόπο που βλέπουμε την περίοδο της οθωμανικής κατάκτησης και την Επανάσταση. Ο Λούκος είναι από τους πρωταγωνιστές αυτής της τάσης που ενώ κυριαρχεί πλήρως στην ιστοριογραφία, δεν φαίνεται να έχει επηρεάσει, όσο θα έπρεπε, τη Δημόσια Ιστορία που ακόμα και τώρα κυριαρχείται από δημαγωγικό, μανιχαϊστικό, αντιεπιστημονικό λόγο.
Ο Καποδίστριας, λοιπόν, το 1831 έχει κατορθώσει να μετατρέψει σχεδόν όλους τους πρωταγωνιστές της Επανάστασης σε εχθρούς του – ακόμα και τον Δημήτριο Υψηλάντη. Αυτό είναι το αποτέλεσμα των προκαταλήψεών του για πολλά πρόσωπα, πριν καν φτάσει στην Ελλάδα. Οφείλεται στην πολιτική του εμπειρία στην υπηρεσία των Ρώσων, στην απέχθεια που έχει για τους αποικιοκράτες Βρετανούς και την καχυποψία έναντι των φιλελεύθερων διανοούμενων που τους θεωρεί υποχείριά τους· την αδυναμία να κατανοήσει τα συμφέροντα των δυναμικών αστικών στρωμάτων και τις αγωνίες του παραδοσιακού κόσμου· ιδίως, όμως, την αδυναμία του να δει, όπως δεν μπόρεσε να δει και το 1821, τις ετοιμότητες ομάδων και τον βαθμό πολιτικής ενηλικίωσής τους.
Οι ευθύνες των αντιπάλων
Τα λάθη του είναι πολλά αλλά οι αντίπαλοί του φέρουν μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης: η φιλελεύθερη αντιπολίτευση, οι Βρετανοί πολιτικοί, οι Γάλλοι αξιωματικοί, τον αδικούν όταν τον αντιμετωπίζουν ως υποχείριο της Ρωσίας. Καμία δύναμη δεν σχεδιάζει τη δολοφονία του γιατί θεωρείται, ακόμα κι από τους Βρετανούς, προσωρινά απαραίτητος αλλά και διότι ένας νέος μονάρχης θα τον διαδεχθεί σύντομα. Οι φιλελεύθεροι αρνούνται να δουν πως το μεγαλύτερο μέρος της πολιτικής του ατζέντας ταυτίζεται με τη δική τους στη διάρκεια της επαναστατικής περιόδου. Ετσι αυτοί που θα ήταν οι φυσικοί του σύμμαχοι ταυτίζονται με παραδοσιακά στοιχεία που προσπαθούν να διασώσουν προνόμια.
Η σύγκρουση μετατρέπεται σε αυτοεκπληρούμενη προφητεία καθώς ο Κυβερνήτης, που βλέπει τον εαυτό του σαν ένα είδος μάρτυρα, δεν μπορεί να ανεχθεί την κακοπιστία και παρασύρεται σε μεγαλύτερη εξάρτηση από τους Ρώσους οι οποίοι τον υποστηρίζουν απροϋπόθετα, ενώ ο αυταρχισμός του αρχίζει να γίνεται βαθμηδόν «παρανοϊκός».
Είχε μετατρέψει σχεδόν όλους τους πρωταγωνιστές της Επανάστασης σε εχθρούς του, ακόμη και τον Δημήτριο Υψηλάντη. Αντιπολίτευση, Βρετανοί και Γάλλοι, όμως, φέρουν μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης.
Η αντιπολίτευση δεν μεθόδευσε μεν τη δολοφονία αλλά δημιούργησε, με εξίσου «παρανοϊκό» τρόπο, ένα κλίμα έντασης που ευνοούσε την «τυραννοκτονία» ώστε το έγκλημα εκδίκησης μιας παραδοσιακής οικογένειας να λάβει άλλο νόημα. Η δολοφονία αναδεικνύει αυτές τις αντιφάσεις. Δεν τον δολοφονούν πολιτικοί αντίπαλοι ή ξένοι πράκτορες αλλά μια παραδοσιακή οικογένεια που εκδικείται. Πεθαίνει γιατί τη χειρίστηκε ανελαστικά, αδυνατώντας να κατανοήσει τι σημαίνει να ανήκεις σε αυτές τις οικογένειες που έχουν χύσει τόσο αίμα και έχουν ριψοκινδυνεύσει τα πάντα για την Επανάσταση.
Ο Λούκος καταγράφει βήμα προς βήμα αυτή τη σύγκρουση μέχρι το τραγικό τέλος. Είναι αδύνατον, ακόμα και για έναν έμπειρο ιστορικό, να κρύψει τη συμπάθεια για τον ήρωά του. Κατορθώνει όμως να είναι ακριβοδίκαιος απέναντί του αλλά και απέναντι στους αντιπάλους του. Ο Καποδίστριας του Χρήστου Λούκου θα αποτελέσει σημείο αναφοράς για την ιστορική κοινότητα και για τους αναγνώστες που αγαπούν την Ιστορία και δεν ικανοποιούνται με τις απλοϊκές αφελείς αγιογραφίες, ούτε απαιτούν από τους ιστορικούς να τους ανακουφίσουν επιβεβαιώνοντας μύθους και στερεότυπα. Χρειάστηκε να περάσουν 192 χρόνια, αλλά το ελάχιστο που οφείλουμε στον Καποδίστρια ανταποδίδεται με αυτήν την έκδοση.
*Ο κ. Αριστείδης Χατζής είναι καθηγητής Φιλοσοφίας Δικαίου και Θεωρίας Θεσμών στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το βιβλίο του «Ο ενδοξότερος αγώνας: Η Ελληνική Επανάσταση του 1821» (2021) κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος.
Πηγή: Αρ. Χατζής, Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου