Πρόσφυγες σε συσσίτιο, στα Κοτύωρα (φωτ.: «Η Έξοδος», τόμος ΙΑ’, Μαρτυρίες από τον Δυτικό Παράλιο Πόντο και την Παφλαγονία, εφ. Καθημερινή, σειρά «1922-2022 – Βιβλιοθήκη Μνήμης»)
Μια περιγραφή λευκής πορείας θανάτου από τον οικισμό Κούσοβα κοντά στα Κοτύωρα
Ο Παναγιώτης Αβραμίδης ζούσε στον οικισμό Κούσοβα (από το τουρκικό kuş που σημαίνει πτηνό, και οva που σημαίνει κάμπος, πεδιάδα), ο οποίος βρισκόταν περίπου 20 χλμ Ν-ΝΑ των Κοτυώρων.
Ο ελληνικός πληθυσμός της περιοχής ανερχόταν στους 300 κατοίκους που κατάγονταν από την περιοχή της Αργυρούπολης και μιλούσαν ποντιακά.
Συντηρούσαν εκκλησία αφιερωμένη στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο και δημοτικό σχολείο. Η οικονομία του οικισμού βασιζόταν στη γεωργία και την κτηνοτροφία. Με την Ανταλλαγή εγκαταστάθηκαν κυρίως στους νομούς Πιερίας και Κιλκίς.
Η μαρτυρία του περιλαμβάνεται στο Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, της μεγαλύτερης και παλαιότερης συλλογής προφορικής ιστορίας στην Ελλάδα και μίας από τις σημαντικότερες της Ευρώπης.
≈
Στα 1920, Κυριακή είχαμε, του Χριστού, την Παρασκευή μας φώναξαν. «Να πάρετε τα πράγματά σας, όσα μπορείτε, να κλειδώσετε τα σπίτια σας, να μας δώσετε τα κλειδιά και να μαζευτείτε στην πλατεία». Καταλάβαμε όλοι, για εξορία μας έχουν. «Ε, δόξα να ‘χει η χάρη του Χριστού» έλεγαν οι γυναίκες. Μπορούσαν να πουν και τίποτα; Ήξεραν τι μας περίμενε: στερήσεις, ξύλο, κακουχίες.
Αρχίσαμε την πορεία. Χειμώνας, κρύο, χιόνια… Νερό; Τίποτα. Πόσοι δεν ήπιαν τα βρομόνερα του δρόμου. Τι να ‘καναν; Η γλώσσα τους στέγνωσε. Και μόνο αυτό… Καμήλες, άλογα, ό,τι κι αν έβρισκαν στο δρόμο ψόφιο το καταβρόχθιζαν. Μερικούς έσωσαν τα ψοφίμια από την πείνα. Δεν τους δηλητηρίασαν, γιατί δεν είχαν ακόμη σαπίσει.
Χάσαμε και την ψυχή μας. Έβλεπες το παιδί σου να πεθαίνει, τη μάνα σου να πέφτει και έμενες ασυγκίνητος. Δε σου ‘μενε δύναμη να κλάψεις και να πονέσεις, ούτε για κείνη που σε γέννησε, ούτε και για το δικό σου σπλάχνο.
Τους δικούς μας τους πήγαν στο χωριό Χισαρτζούκ, κοντά στο Σέβας. Είχα χάσει στο δρόμο παιδιά, γυναίκα και πατέρα. Τι μου έμενε; Μαύρισε το μάτι μου. «Να φύγω, να φύγω!» μέρα νύχτα αυτό σκεφτόμουνα, αυτό σχεδίαζα. Τη φυγή! Και τα κατάφερα.
Σε δεκαπέντε μέρες έφυγα στα βουνά. Όσο έμενα στα ποντιακά βουνά ξεμονάχιαζα τα πρόβατα των Τούρκων, έσφαζα και έτρωγα. Μα μπορούσε να βαστάξει πολύ; Δεν ήμουνα και μονάχος. Με άλλα πέντ’-έξι παιδιά ζούσαμε αυτή τη ζωή.
Στο τέλος φύγαμε για τη Ρωσία. Δεν ξαναπήγαμε στον τόπο μας, από τη Ρωσία ήρθαμε κατευθείαν εδώ.
Οι άλλοι που έμειναν στην εξορία είναι ζήτημα να έζησε κανένας. Μόνον αυτοί που πήγαν στα χωριά τους κι ήρθαν με την Ανταλλαγή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου