Η σχέση του Διονυσίου Σολωμού με τον Κρεμονέζο λόγιο Τζουζέπε Μοντάνι δεν ήταν άγνωστη στους κριτικούς και στους βιογράφους τους· τη γνώριζαν μέσα από ένα γράμμα που είχε στείλει ο Μοντάνι στον νεαρό φίλο του όταν αυτός αναχωρούσε για τη Ζάκυνθο και μέσα από μερικές άλλες, έμμεσες, μαρτυρίες. Στο μοναδικό γνωστό έως πρόσφατα γράμμα, σταλμένο στις 23 Αυγούστου του 1818, προστίθενται σήμερα έξι άγνωστα, που έστειλε ο Σολωμός στον Μοντάνι μέσα σε περίπου μια δεκαετία, από το 1815-16 έως το 1826. Γράμματα τα οποία αναδεικνύουν μια στενή συναισθηματική σχέση, που διατηρήθηκε μεταξύ τους ακόμα και μετά την επιστροφή του Σολωμού στη Ζάκυνθο. Τα έξι γράμματα φυλάσσονται στην Εθνική Κεντρική Βιβλιοθήκη της Φλωρεντίας, όπου κι εναπόκειται το μεγαλύτερο μέρος της αλληλογραφίας του Μοντάνι (εγκαταστάθηκε στη Φλωρεντία το 1824 και παρέμεινε εκεί έως το τέλος της ζωής του, το 1833). Το ύφος είναι προσωπικό και φορές φορές μελαγχολικό, όπως στο γράμμα «της νύχτας των Χριστουγέννων» του 1815 ή του 1816, που αρχίζει ως εξής:
«Ψυχή μου! Σε σκέφτομαι συχνά, με μεγάλη χαρά: αλλ’ απόψε, αισθάνομαι μια μοναδική ηδονική τρυφερότητα στη σκέψη πως μια μέρα θα βρεθούμε μαζί σ’ εκείνο το νησάκι της περιπέτειας. Στο δείπνο, πριν από λίγο, μου φάνηκε πως είμαστε μαζί, κι όταν κατάλαβα πως ονειρεύομαι, έκλαψα: κλαίω ακόμα, και συντομεύω τον χρόνο με τις ευχές μου. Ναι, σε λίγα χρόνια θα δειπνούμε μαζί μια τέτοια βραδιά ιερής εορτής, που η παρουσία σου θα την κάνει για μένα ιερότερη».
Τα εν λόγω γράμματα δεν περιέχουν φιλολογικές κρίσεις, αλλά μαρτυρούν, για τα χρόνια που ο Σολωμός ζούσε στην Παβία, μια σταθερή επικοινωνία με λεπτομερείς πληροφορίες μεταξύ δύο προσώπων του ίδιου κοινωνικού περιβάλλοντος. Αφορούν, κυρίως, ανταλλαγές βιβλίων: «Να βρεθούμε το συντομότερο. Θα έχω τον Λαοκόοντα, και ό,τι σε περιμένει. Εν τω μεταξύ, αν έχεις το Κοράνι του Μωάμεθ, να μου το στείλεις αμέσως· μου μένουν από ‘κει μερικοί στίχοι που θέλω ν’ αντιγράψω» (Παβία, πριν από τις 20 Αυγούστου 1818)· αλλά και ενημερώσεις για την πρόοδο των μελετών τους: «Η δουλειά μου για τον ζωγράφο Ντιότι προχωράει καλά: θα διαπιστώσεις την επιρροή του δικού μας Τάσσο. Το ποίημα γίνεται δοξαστικό» (Παβία, 15-16 Μαΐου 1818)· ή ειδήσεις για κοινούς γνωστούς: «Ο Μπερέτα δεν σου γράφει επειδή με τις εξετάσεις που πλησιάζουν δεν του μένει ελεύθερο ούτε ένα τέταρτο της ώρας»· και, τέλος, πανεπιστημιακά κουτσομπολιά: «Σπεύδω εν τω μεταξύ να σου πω ότι ο Λόνγκι γελοιοποιείται όλο και περισσότερο. Αλαζονεία χωρίς όρια και ορατή τρικυμία εν κρανίω. Ξέρει για την αντιπάθειά μου και δεν τολμά να με πλησιάσει. Θα σου πω ιστορίες που θα σ’ εκπλήξουν και θα σε κάνουν να “σφίξεις τα χείλια και να σμίξεις τα φρύδια”».
Είναι, όμως, δύσκολο να προσδιορίσουμε τη συχνότητα της αλληλογραφίας μετά την επιστροφή του Σολωμού στην πατρίδα του. Ενα, όμως, από αυτά τα γράμματα, της 25ης Απριλίου του 1819, μαρτυρεί ότι η σχέση τους και τα συναισθήματά τους παρέμεναν αμετάβλητα: «Δεν θα έγραφα ούτε και σ’ εσένα, αν ο φίλος μας ο Λόνγκι [σ.σ. ο Πιέτρο Λόνγκι ήταν ένας συμφοιτητής τους] δεν μ’ έκανε να κλάψω μ’ ένα γράμμα του. Τι κάνει τις μέρες σου πικρές, Τζουζέπε μου; Σ’ εξορκίζω στ’ όνομα εκείνων των γλυκύτατων ωρών που περάσαμε στον χώρο μελέτης μας, εκεί πάω για ώρες κάθε μέρα να ξαναβρώ τις δυνάμεις μου· σ’ εξορκίζω ν’ απευθυνθείς σ’ εμένα αν σε βασανίζουν οικονομικές δυσκολίες. Αν έχω μόνο εκατό τσεκίνια, τα μισά είναι δικά σου, επειδή, Τζουζέπε μου, είμαι ο φίλος σου κι όχι ένας τυχαίος φίλος».
Εκείνη την περίοδο ο Μοντάνι είχε εγκαταλείψει την έδρα της Φιλοσοφίας στη Σχολή του Λόντι ‒η έδρα θα καταργηθεί τον Σεπτέμβριο του 1819‒ και δεν είχε άλλα μέσα επιβίωσης. Θα βρει, ωστόσο, καταφύγιο, λίγο αργότερα, στην πόλη Βαρέζε και στο σπίτι του Βιτσέντζο Ντάντολο.
«Ελα στη Ζάκυνθο»
«Στο δείπνο, πριν από λίγο, μου φάνηκε πως είμαστε μαζί, κι όταν κατάλαβα πως ονειρεύομαι, έκλαψα: κλαίω ακόμα».
Αξιοσημείωτο είναι ένα άλλο, μεταγενέστερο, γράμμα, της 12ης Ιανουαρίου του 1826, με το οποίο ο Σολωμός προτείνει στον Μοντάνι μια θέση εργασίας στη Ζάκυνθο, ως δάσκαλος των παιδιών του θείου του: «Εσύ, λοιπόν, αγαπητέ μου Τζουζέπε, θα ‘ρθεις στη Ζάκυνθο. Φρόντισα να με παρακαλέσει σχετικά ο θείος μου, ο κόμης Νικόλαος Μεσσάλας, και κανόνισα να έρθεις στη Ζάκυνθο για να διδάξεις τα παιδιά του». Είναι ενδιαφέρον ότι, δέκα χρόνια μετά, η επιθυμία να ξαναβρεθούν με τον Μοντάνι στη Ζάκυνθο παραμένει ζωντανή στον Σολωμό, έτσι που να του δίνει μια συγκεκριμένη ευκαιρία για τη μετεγκατάστασή του.
Τα έξι γράμματα που ξαναβρέθηκαν προσφέρουν τη δυνατότητα να εξεταστούν από κοντά οι σχέσεις τους και προσκαλούν για νέες σκέψεις, λαμβάνοντας υπόψη τόσο ορισμένες πλευρές της ζωής του Κρεμονέζου λογίου, που ήταν άγνωστες μέχρι σήμερα στους βιογράφους του, όσο και το ζωντανό πολιτιστικά και πολιτικά περιβάλλον της Παβίας, στο οποίο ανήκαν οι δύο φίλοι.
• Ευχαριστούμε τον ιστορικό Νίκο Ε. Καραπιδάκη για τη µετάφραση του κειµένου από τα ιταλικά στα ελληνικά.
Πηγή: ΜΠ. ΤΑΝΤΣΙ ΙΜΠΡΙ, Καθημερινή
ΠΗΓΗ anaskafi
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου