Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2024

Ο άγνωστος αρχαίος οικισμός στην Όσσα Λαγκαδά – Η ανάπτυξη της υφαντικής από τις γυναίκες


Μια μεγάλη πυρκαγιά κατέστρεψε τον οικισμό του 4ου π.Χ., αλλά οι κάτοικοι τον έστησαν ξανά πάνω στα κατάλοιπα. Το στοιχείο που τον διαχωρίζει από παρόμοιους.

Στις πλαγιές του όρους Βερτίσκος στην κορυφή του κατάφυτου από βελανιδιές λόφου Κουρί, βορειοδυτικά του σημερινού οικισμού της Όσσας στον δήμο Λαγκαδά και σε υψόμετρο 740 μέτρων, η αρχαιολογική σκαπάνη έχει φέρει στο φως έναν αρχαίο, μικρό, αγροτικό οικισμό.

Άγνωστος στις πηγές και στους περιηγητές -λογικό λόγω του δύσβατου της θέσης του- ο οικισμός δίνει πολύτιμες πληροφορίες για την οργάνωση της αγροτικής οικονομίας σε μια θέση με λιγοστά οικήματα, ενώ έφερε οχύρωση που αναπτύχθηκε κυρίως κατά την ελληνιστική εποχή.

Ο άγνωστος αρχαίος οικισμός στην Όσσα Λαγκαδά – Η ανάπτυξη της υφαντικής από τις γυναίκες

Η θέση όπου εκτείνεται ο σύγχρονος οικισμός της Όσσας ήταν -και εν πολλοίς είναι- μια άγνωστη αρχαιολογικά περιοχή, βυθισμένη μέσα σε δύσβατους ημιορεινούς ή ορεινούς όγκους και στη σκιά της ιστορίας και των πηγών που δεν διέσωσαν πληροφορίες γι΄ αυτήν.

Την ενδιαφέρουσα τούτη «Κώμη κλασικής-ελληνιστικής εποχής στην Όσσα», παρουσίασε κατά την πρόσφατη επιστημονική ημερίδα που διοργάνωσε η Εφορεία Αρχαιοτήτων Περιφέρειας Θεσσαλονίκης, η αρχαιολόγος, θεατρολόγος, Επίτιμη Γενική Διευθύντρια Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς του υπουργείου Πολιτισμού, Πολυξένη Αδάμ-Βελένη.

«Η ανασκαφική έρευνα αποκάλυψε ιδιαιτέρως ενδιαφέροντα στοιχεία για μια μικρή εγκατάσταση, μια κώμη ελληνιστικής εποχής, που δεν μαρτυρείται σε φιλολογικές πηγές ούτε υπάρχουν επιγραφές από την περιοχή, προς το παρόν τουλάχιστον. Επίσης, δεν αναφέρεται ούτε σε περιηγητές, οι οποίοι θα ήταν δύσκολο να φθάσουν σε τόσο μη γνωστούς και δύσβατους τόπους, καθώς εκείνοι αναζητούσαν, κατά κύριο λόγο, να επιβεβαιώσουν και να επεκτείνουν τις γνώσεις που κέρδιζαν από τις γραμματεικές πηγές», ανέφερε η κ. Αδάμ-Βελένη.

Ο οικισμός απλωνόταν στη βόρεια και βορειοδυτική πλαγιά του βραχώδους λόφου, ενώ στην ανατολική απότομη πλευρά, λόγω των μεγάλων κλίσεων, δεν διαπιστώθηκε ύπαρξη κτισμάτων. Η αρχαιολογική εκτίμηση είναι πως είτε δεν υπήρχαν καθόλου είτε κατακρημνίστηκαν σε ενδεχόμενη υποχώρηση του απότομου βράχου του λόφου, στην κορυφή του οποίου εντοπίστηκε οργανωμένη ακρόπολη και η έρευνα αποκάλυψε πολλαπλές φάσεις χρήσεων του χώρου.

Ο άγνωστος αρχαίος οικισμός στην Όσσα Λαγκαδά – Η ανάπτυξη της υφαντικής από τις γυναίκες

Όπως είπε η κ. Αδάμ-Βελένη «πάνω σε αλλεπάλληλα στρώματα εγκατοίκησης της Εποχής του Σιδήρου δημιουργείται μετά τα μέσα του 4ου αι. π.Χ. σύμφωνα με τα ανασκαφικά δεδομένα, και κυρίως από την κεραμική των αντίστοιχων στρωμάτων, οικιστικός πυρήνας η έκταση του οποίου δεν είναι γνωστή λόγω της σύντομης και αποσπασματικής έρευνας. Ανερμήνευτη παραμένει και η διαπίστωση του μεγάλου χρονικού διαστήματος στη χρήση του χώρου, σχεδόν πέντε αιώνες μετά από την προϊστορική στην ύστερη κλασική εποχή, μια διαπίστωση η οποία θα πρέπει να συνεκτιμηθεί και με παρόμοιες σε άλλους οικισμούς του μακεδονικού χώρου».

Η οικοδομική φάση του 4ου αι. π.Χ. έχει διάρκεια περίπου 100 χρόνων και πιθανή αιτία καταστροφής γύρω στα μέσα του 3ου αι. π.Χ. είναι ίσως μια εκτεταμένη πυρκαγιά, ίχνη της οποίας ήρθαν στο φως κατά την ανασκαφή του στρώματος αυτής της φάσης.

Πάνω στα κατάλοιπα εκείνου του οικισμού οικοδομήθηκε ένας νεότερος, ο οποίος διατήρησε τους ίδιους πολεοδομικούς άξονες, είναι όμως πιο ανεπτυγμένος προφανώς για να εξυπηρετήσει μεγαλύτερες πληθυσμιακές ανάγκες.

Ο άγνωστος αρχαίος οικισμός στην Όσσα Λαγκαδά – Η ανάπτυξη της υφαντικής από τις γυναίκες

Η περίοδος ζωής αυτών των οικημάτων διαρκεί και πάλι έναν αιώνα από τα μέσα του 3ου έως τα μέσα του 2ου αι. π.Χ. και δεδομένης της ανάγκης προστασίας του οικισμού, χτίζεται οχυρωματικός περίβολος.

«Τον βασικότερο λόγο αυτής της ανάγκης θα πρέπει ίσως να τον αναζητήσουμε στα ταραγμένα χρόνια του πρώτου και δεύτερου μακεδονικού πολέμου, που θα καταλήξουν στην υποταγή της Μακεδονίας στους Ρωμαίους το 168 π.Χ.», σημείωσε η κ. Αδάμ-Βελένη, προσθέτοντας πως «ανάμεσα στο τείχος και στα σπίτια αφήνεται στενός διάδρομος για απρόσκοπτη περιμετρική κίνηση εσωτερικά».

Η ζωή στη φάση αυτή του οικισμού ιχνηλατείται μέχρι τον 1ο αι. π.Χ., ενώ στα ύστερα ελληνιστικά χρόνια η αύξηση του πληθυσμού φαίνεται πως ώθησε τους κατοίκους της μικρής κώμης να εκμεταλλευθούν τους κενούς χώρους ανάμεσα στα σπίτια και το τείχος.

«Ενδείξεις χρήσης του οικισμού κατά τα αυτοκρατορικά χρόνια της ρωμαϊκής εποχής δεν διαπιστώθηκαν. Πιθανώς ο πληθυσμός της πόλης μετά την εγκαθίδρυση της pax romana μετακινείται σε πιο πεδινούς και προσήλιους οικισμούς. Πολύ αργότερα στα πρωτοβυζαντινά χρόνια, όπως δείχνουν τα επιφανειακά νομίσματα του Ιουστινιανού, ιδρύεται στον εγκαταλειμμένο πια λόφο ένας μοναστηριακός χώρος με σύντομη διάρκεια ζωής», επισήμανε η κ. Αδάμ-Βελένη.

Ο άγνωστος αρχαίος οικισμός στην Όσσα Λαγκαδά – Η ανάπτυξη της υφαντικής από τις γυναίκες

Αναφερόμενη στα κινητά ευρήματα της ανασκαφής, τόνισε πως «δεν είναι εντυπωσιακά είναι ωστόσο ενδεικτικά για να δώσουν με ενάργεια τον χαρακτήρα της καθημερινής ζωής του γεωργοκτηνοτροφικού αυτού οικισμού. Από τους ορόφους των κατοικιών προέχονται αντικείμενα που δίνουν πληροφορίες για την οικιακή λατρεία και τα διάφορα στοιχεία της ενασχόλησης και του καλλωπισμού των γυναικών, ενώ από τα τμήματα των πήλινων ειδωλίων με χαρακτηριστικές για την εποχή τους κομμώσεις βεβαιώνεται η λατρεία των οικιακών θεοτήτων του ελληνικού πάνθεον».

Επίσης η πληθώρα των υφαντικών βαρών αποδεικνύει ότι η υφαντική αποτελούσε την κύρια ενασχόληση της κάθε νοικοκυράς, μια παράδοση που διατηρήθηκε μέχρι τα νεότερα χρόνια.

Ο οικισμός βρίσκεται στις δυτικές υπώρειες του όρους Βερτίσκος που αναφέρεται από τον Πτολεμαίο και ταυτίστηκε από τους ιστορικούς με το σημερινό όρος πάνω από τις λίμνες Λαγκαδά και Βόλβη. Σύμφωνα με τις ιστορικογεωγραφικές έρευνες η περιοχή αποτελούσε το δυτικό τμήμα της Βισαλτίας και γειτνίαζε με τη Μυγδονία στα νοτιοδυτικά και την Κρηστωνία στα βορειοδυτικά. Τα όρια ανάμεσα σε αυτά τα γεωγραφικά διαμερίσματα της αρχαιότητας είναι ασαφή.

Στα χρόνια του Ξέρξη, μας πληροφορεί ο Ηρόδοτος ότι οι δύο περιοχές φέρονται ως ενωμένες κάτω από κοινό βασιλιά. Μετά τη μάχη των Πλαταιών υποτάσσονται από τον βασιλιά Αλέξανδρο Α’, τον παππού του Μεγάλου Αλεξάνδρου και από τα χρόνια του Φιλίππου Β΄προσαρτώνται στο μακεδονικό βασίλειο κρατώντας την ονομασία τους.

«Η κώμη διατηρώντας τον αγροτικό χαρακτήρα της και εκμεταλλευόμενη τα εδάφη γύρω της για καλλιέργειες ή βοσκοτόπια συνέβαλε στην οικονομία μιας ομάδας πόλεων από την περιοχή και εξασφάλιζε με τη συμμαχία αυτή την προστασία που χρειαζόταν για τη διοικητική της ηρεμία, αλλά ταυτόχρονα διατηρούσε και την ανεξαρτησία της. Ακριβώς στο γεγονός ότι πρόκειται για μια κώμη έγκειται η αξία της καθώς μέχρι τώρα δεν έχει ανασκαφτεί τόσο μικρής κλίμακας οικισμός των κλασικών, ελληνιστικών και πρώιμων ρωμαϊκών χρόνων. Περαιτέρω έρευνα στην περιοχή θα δώσει ίσως περισσότερες πληροφορίες για αυτό το διοικητικό σύστημα που τόσο λίγο μας είναι γνωστό ανασκαφικά, αλλά που με ξεκάθαρο τρόπο περιγράφεται στις επιγραφικές πηγές», σημείωσε  η κ. Αδάμ-Βελένη.

Πηγή: Μ. Ριτζαλέου, Voria

ΠΗΓΗ http://anaskafi.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου