Σαν σήμερα (2/5/1919 με το παλιό ημερολόγιο) πριν 103 χρόνια απελευθερώθηκε η Σμύρνη. Συχνά όλοι κάνουμε το λάθος να συνδέουμε την Γενοκτονία των Ελλήνων μόνο με το 1922, αλλά οι διώξεις ξεκίνησαν οχτώ χρόνια πριν, το 1914, γι’ αυτό τον λόγο η Ελλάδα δεν είχε άλλη επιλογή το 1919 από το υπερασπιστεί έμπρακτα τους Έλληνες. Το κείμενο του Μισέλ Μπρινό μας δείχνει την ισχύ των Ελλήνων στην Μικρά Ασία και στην Ανατολική Θράκη πριν το 1914, πώς ξεκίνσησαν οι διώξεις και ολοκληρώθηκαν, αλλά και την εγκατάστασή τους στην Ελλάδα. Άρδην.
Του Μισέλ Μπρινό* δημοσιεύτηκε στο Άρδην τ. 117
Μεταξύ
του 1914 και του 1923, η Μικρά Ασία και η Ανατολική Θράκη, που ανήκαν
στην επικράτεια της σημερινής Τουρκίας, άδειασαν από το μεγαλύτερο μέρος
του χριστιανικού τους πληθυσμού. Οι περισσότεροι από αυτούς
εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα, μετά από ταραχές, σφαγές και εξορίες, ως
συνέπεια των βαλκανικών πολέμων (1912-1913), του Πρώτου Παγκοσμίου
Πολέμου και της ανταλλαγής των χριστιανικών και μουσουλμανικών
πληθυσμών, η οποία οργανώθηκε με το πρωτόκολλο του Ιανουαρίου του 1923.
Αλλά ένα άλλο, όχι ασήμαντο, μέρος τους μετανάστευσε στην ΕΣΣΔ,
ειδικότερα στον Καύκασο ή ακόμα και προς τη λοιπή παγκόσμια, ελληνική
διασπορά.
Γιατί λοιπόν εγκατέλειψαν μαζικά τα πατρογονικά τους εδάφη
στο διάστημα αυτών των δύο ημερομηνιών (1914-1923), ενώ και ένα μεγάλο
μέρος τους πέθανε εκεί; Πώς διαμοιράστηκαν στην Ελλάδα και στον υπόλοιπο
κόσμο; Γιατί εξακολουθούν να αποτελούν ακόμα και σήμερα, σχεδόν
ενενήντα χρόνια αργότερα, μια διασπορά που διατηρεί μια ταυτότητα και
την ανάμνηση των σφαγών και των απελάσεων, των οποίων υπήρξαν θύματα,
και εκείνη των «χαμένων πατρίδων» τους, από την πρώτη έως την τέταρτη ή
ακόμα και την πέμπτη γενιά αυτών των προσφύγων;
Ετερογένεια και διασπορά των Ελλήνων της οθωμανικής Αυτοκρατορίας
Οι Έλληνες της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης εντάσσονταν στο Ρουμ Μιλλέτ (έθνος των Ρωμαίων) της οθωμανικής Αυτοκρατορίας, υπό τη θρησκευτική και νομική εξουσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης. Το 1914, υπήρχαν 26 μητροπόλεις στη Μικρά Ασία που διοικούσαν 1.315 ελληνικές κοινότητες και συντηρούσαν 2.228 ελληνικά σχολεία (Maccas 1919: 105). Η ανάπτυξη της εκπαίδευσης ήταν μια προτεραιότητα γι’ αυτές τις ελληνικές κοινότητες, παράλληλα με τη διδασκαλία της θρησκείας και τη διατήρηση του εθνικού αισθήματος. Οι πλούσιες κοινότητες των ακτών του δυτικού Αιγαίου και της ακτής του Πόντου απέκτησαν σχολεία τα οποία ήταν τα παλαιότερα και μεταξύ των καλύτερων σε όλο τον ελληνικό κόσμο: η Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης, που χρονολογείται από το 1708, τα γυμνάσια στο Αϊβαλί και το Τσεσμέ, το περίφημο Φροντιστήριο Τραπεζούντας. Όλα τα ελληνικά χωριά είχαν το σχολείο τους με έναν δάσκαλο εκπαιδευμένο σε ένα από αυτά τα σχολεία ή στην Αθήνα. Μια προσπάθεια επανελληνοποίησης της γλώσσας ξεκίνησε από τον δέκατο ένατο αιώνα στις τουρκόφωνες χριστιανικές κοινότητες του Πόντου και της Καππαδοκίας.
Η σπουδαιότητα και η ζωτικότητα αυτού του σχολικού συστήματος, παράγοντας εκσυγχρονισμού και φορέας των ελληνικών εθνιστικών ιδεών, ήταν μια εκδήλωση του δυναμισμού του μικρασιατικού ελληνισμού. Ο «Χάρτης των ελληνικών σχολείων και εκκλησιών της Μικράς Ασίας το 1912» (κλίμακα: 1 / 2.000.000), που δημοσιεύθηκε από τον υποστράτηγο Δημήτριο Νότη Μπότζαρη (1889-1980) στην Αθήνα, τον Φεβρουάριο του 1919, που δίνει τον αριθμό των μαθητών και των εκκλησιών ανά καζά (διοικητική διαίρεση του σαντζακίου-περιφέρειας), είναι η καλύτερη γεωγραφική αναπαράσταση αυτού του ελληνισμού της Μικράς Ασίας.
Η οθωμανική απογραφή του 1914, «αρχικά μη προοριζόμενη προς δημοσίευση …» (D. Panzac, 1988, 57), δημοσιεύθηκε το 1919 από την οθωμανική κυβέρνηση και συγκρίθηκε με τις εκτιμήσεις των Ελλήνων αντιπροσώπων, ιδιαίτερα του L. Maccas (1919), από τον D. Panzac (1988). Η απογραφή (1914) δίνει συνολικά 1.235.637 Έλληνες στη Μικρά Ασία, ενώ ο L. Maccas τους υπολογίζει σε 1.953.566, μειώνοντας τον αριθμό των μουσουλμάνων σε 7.256.147, ενώ η απογραφή (1914) τους υπολογίζει σε 9.284.937.
Μια άλλη στατιστική πηγή, που δόθηκε από τους Α. Αλεξανδρή και Π. Κιτρομηλίδη (1984-85, 23-29), είναι η εκκλησιαστική (πατριαρχική) και προξενική απογραφή της Ελλάδας, η οποία αναλήφθηκε με πρωτοβουλία του Ελ. Βενιζέλου το 1910 και διήρκεσε μέχρι το 1912. [Οι δυσκολίες που αντιμετώπισαν οι εκκλησιαστικές και προξενικές αρχές συνδέονταν με τη δυσπιστία των Ελλήνων της Τουρκίας, οι οποίοι φοβόντουσαν να εκτεθούν επιπλέον με αυτόν τον τρόπο στην οθωμανική φορολογία και τη στρατιωτική θητεία. Επομένως, πρέπει να υπήρχε μειωμένη δήλωση και υποτίμηση του αριθμού των Ελλήνων].
Το αποτέλεσμα ήταν λίγο μεγαλύτερο από 1,5 εκατομμύριο (1.547.952) για τη Μικρά Ασία, με σχεδόν 500.000 (495.936) στο βιλαέτι του Αϊδινίου, σχεδόν 190.000 στην Κωνσταντινούπολη και 189.710 στη Νικομήδεια (Izmit), δηλαδή περίπου 690.000 (685.646) για τη Δυτική Μικρά Ασία. Στην Κεντρική Μικρά Ασία βρίσκονται περίπου 380.000 (379.900) και 482.406 στον Πόντο. Αυτό το αποτέλεσμα, το οποίο θα θεωρήσουμε ως το πλησιέστερο στην πραγματικότητα, είναι το ενδιάμεσο μεταξύ του 1.235.637 της οθωμανικής απογραφής του 1914 και του 1.777.146 του Πολύβιου ή του 1.953.566 του Maccas.
Υπήρχαν πράγματι περιοχές στις οποίες ο ελληνικός πληθυσμός προερχόταν απευθείας από εγκαταστάσεις που χρονολογούνται από τη βυζαντινή περίοδο, στον Πόντο και την Καππαδοκία, όπου συγκέντρωναν περίπου το 20% του συνολικού πληθυσμού. Στην Καππαδοκία, ο γλωσσικός εκτουρκισμός ήταν πολύ προχωρημένος και οι σχέσεις μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων παρέμειναν καλές μέχρι την ανταλλαγή πληθυσμών (1924).
Δύο χάρτες αυτής της κατανομής του ελληνικού πληθυσμού κατά περιφέρεια, το 1914, ένας έγχρωμος που δημοσιεύτηκε από τον L. Maccas (1919, h.t.), ο άλλος σχεδιασμένος από τον I. Bowman με βάση μια καταμέτρηση «των περισσότερο αξιόπιστων πηγών πριν το 1914» (Bowman: 1928), δίνουν μια ακριβή εικόνα της ελληνικής παρουσίας στη Μικρά Ασία. Οι μεγαλύτερες συγκεντρώσεις, στις οποίες ο αστικός και αγροτικός ελληνικός πληθυσμός υπερέβαινε το 20% και μερικές φορές το 30% του πληθυσμού, βρίσκονταν στις ακτές της Ιωνίας, βόρεια και νότια της Σμύρνης, κατά μήκος των ακτών της Θάλασσας του Μαρμαρά, ιδιαίτερα στη Βιθυνία, στην ακτή του Πόντου και στην ενδοχώρα του, ανατολικά και δυτικά της Σαμψούντας και της Τραπεζούντας και, τελικά, στην Καππαδοκία, στην περιοχή της Καισάρειας. Αλλού, οι Έλληνες ήταν παρόντες, όμως γενικά δεν αντιπροσώπευαν περισσότερο από το 10%, συχνά λιγότερο από το 5%, του συνολικού πληθυσμού. Μπορεί κανείς να παρατηρήσει την απουσία τους, ή την πολύ αδύναμη παρουσία τους, σε όλο το ανατολικό μισό της Μικράς Ασίας, ιδιαίτερα στις περιοχές ισχυρής αρμενικής παρουσίας (πάνω από 20%).
Μια ιδέα της γεωγραφικής κατανομής αυτού του ελληνικού πληθυσμού στη Μικρά Ασία μας δίνεται επίσης από τους καταλόγους των, εντελώς ή μερικώς, ελληνικών χωριών και πόλεων πριν από την ανταλλαγή πληθυσμών. Το πιο πυκνοκατοικημένο σύνολο είναι ο Πόντος με 1.454 τόπους, κατοικημένους εν όλω ή εν μέρει από Έλληνες, εκ των οποίων 795 έχουν μελετηθεί από το Κέντρο (600 εξ ολοκλήρου ελληνικοί, 212 μικτοί, ελληνοτουρκικοί). Η δυτική και νότια Μικρά Ασία έρχεται δεύτερη με 445 κατοικημένους τόπους και τέλος η κεντρική και ανατολική Ανατολία με 137 τόπους όπου κατοικούσαν τουρκόφωνοι ή ελληνόφωνοι Έλληνες.
Στη δυτική Μικρά Ασία, δυτικά μιας γραμμής που ξεκινάει από τη Νικομήδεια (Izmit) στα βόρεια και διέρχεται από το Δορύλαιον (Eskishehir), τη Νικόπολη (Afion-Karahissar), τη Σπάρτη της Πισιδίας (Isparta) ως την Αττάλεια, ολόκληρη αυτή η ζώνη ήταν υπό την κυρίαρχη ελληνική επιρροή κυρίως από την άποψη της οικονομίας. Η μεγαλύτερη συγκέντρωση υπήρξε στο σαντζάκι της Σμύρνης όπου οι Έλληνες αντιπροσώπευαν περίπου το 50% του συνολικού πληθυσμού και μέσα στην ίδια την πόλη διέθεταν μια μικρή πλειοψηφία. Αυτή η συγκέντρωση του ελληνικού πληθυσμού ήταν σχετικά πρόσφατη. Αποτελούσε κυρίως το αποτέλεσμα μεταναστεύσεων του τέλους του 18ου και ολόκληρου του 19ου αιώνα από την ηπειρωτική Ελλάδα και τα νησιά του Αιγαίου. Έλληνες από την εσωτερική Ανατολία, ειδικά την Καππαδοκία, είχαν επίσης μεταναστεύσει σε μεγάλο αριθμό στην Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη.
Αυτός ο ελληνισμός της δυτικής Μικράς Ασίας βασιζόταν στην ευρωπαϊκή οικονομική διείσδυση, κυρίως γαλλική, παρ’ όλο που μπορούσε να επικαλεστεί πολύ αρχαίες ιστορικές ρίζες. Οι Έλληνες έπαιζαν εδώ ένα βοηθητικό ρόλο για τον ιμπεριαλισμό των αποικιοκρατικών δυνάμεων της Δυτικής Ευρώπης (Γαλλίας και Αγγλίας), κάτι ανάλογο, για παράδειγμα, με αυτό των Κινέζων στη Νοτιοανατολική Ασία. Αυτή ήταν η κύρια αδυναμία τους, καθώς εξαρτώνταν από τις πολιτικές αυτών των δυνάμεων και θα μπορούσαν να γίνουν ο στόχος του τουρκικού εθνικισμού.
Στα βορειοανατολικά του Πόντου, η σχετικά πυκνή ελληνική παρουσία χρονολογείται απ’ ευθείας από τη βυζαντινή περίοδο. Αυτός ο ελληνικός πληθυσμός ήταν σε μεγάλο βαθμό αγροτικός, έξω από τις πόλεις-λιμάνια της ακτής (Τραπεζούντα, Σινώπη, Σαμψούντα, Κερασούντα…). Οι κοινότητες μεταλλωρύχων στην ορεινή περιοχή του Γκιμούσχανε (Αργυρούπολη-Χαλδία) είχαν εξαπλωθεί σε πολλές περιοχές εξόρυξης στην ενδοχώρα της Ανατολίας.
Πάντως, οι αρχαίοι και προνομιούχοι δεσμοί των Ελλήνων του Πόντου με την ορθόδοξη Ρωσία τους καθιστούσαν ύποπτους από την αρχή του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου.
[Στις αρμενικές επαρχίες Καρς και Ανταχάν, που προσαρτήθηκαν το 1878 από τη Ρωσία, είχαν εγκατασταθεί 75.000 Πόντιοι σε 78 χωριά, καταγόμενοι κυρίως από τα μεταλλευτικά χωριά της περιοχής Γκιουμούσχανε (Αργυρούπολη). Οι Έλληνες παρέμειναν στην περιοχή αυτή, όπου δεν είχαν ρίζες, επί 40 χρόνια, μέχρι που αποχώρησαν οι Ρώσοι, το 1918.]
Η τρίτη οντότητα του ελληνισμού της Μικράς Ασίας, δημογραφικά η λιγότερο πολυάριθμη, αποτελούνταν από τουρκόφωνες κοινότητες ορθοδόξων ή, σπανιότερα, ελληνόφωνες, διασκορπισμένες και απομονωμένες, που ήταν κατάλοιπα της βυζαντινής παρουσίας σε αυτές τις περιοχές οροπεδίων και βουνών (Καππαδοκία, Λυκαονία, Φρυγία, Λυκία, Ταύρος). Οι ελληνικές διάλεκτοι, που μοιάζουν έντονα με τη μεσαιωνική ελληνική γλώσσα ανάμεικτη με τουρκικά, διατηρήθηκαν σε απομονωμένες περιοχές στην πλειονότητα των τουρκόφωνων ορθόδοξων χωριών.
Στην Ανατολική Θράκη, το 1912, οι Έλληνες της περιφέρειας της Αδριανούπολης ήταν 315.767 σε σύνολο 699.709 κατοίκων, δηλαδή αποτελούσαν το 45% του συνολικού πληθυσμού. Στο βιλαέτι της Κωνσταντινούπολης, υπήρχαν 449.114 σε ένα σύνολο 1.173.673, δηλαδή το 38% του συνολικού πληθυσμού (Γ. Σωτηριάδης, 1918, 5-6). Στη χερσόνησο της Καλλίπολης, ήταν περίπου 27.000, σε έναν συνολικό πληθυσμό 45.000, δηλαδή το 60% (Κ. Α. Βακαλόπουλος, 1990, 486). Η πυκνότητα της ελληνικής παρουσίας που ζούσε κοντά στην αρχαία βυζαντινή πρωτεύουσα βρισκόταν πράγματι σε μια ιστορική συνέχεια με τη βυζαντινή εποχή. Οι Έλληνες ήταν πανταχού παρόντες, πλάι στους Τούρκους, τους Βούλγαρους, τους Αρμένιους και τους Εβραίους, στις περισσότερες πόλεις, χωριά και κωμοπόλεις της ανατολικής Θράκης καθώς και στα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης.
Από τη μετανάστευση στο ξερίζωμα των Ελλήνων από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη (1923-2000)
Από την Ανατολική Θράκη, 193.400 Έλληνες (το 53% του πληθυσμού της) θα κατέφευγαν στην Ελλάδα μεταξύ 1912 και 1914. Περίπου 96.000 θα στέλνονταν στα τάγματα καταναγκαστικής εργασίας. Από αυτούς, 50.000 επέστρεψαν, οι υπόλοιποι πέθαναν από κακομεταχείριση, ασθένειες, βασανιστήρια και λιμό στη Μικρά Ασία. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, δεν θα απέμεναν παρά πενήντα χιλιάδες περίπου Έλληνες στην ανατολική Θράκη, έχοντας αντέξει στις διαδοχικές βιαιοπραγίες των τουρκικών και βουλγαρικών στρατευμάτων. Οι λίγοι μήνες κατοχής (1912-1913) αυτών των τελευταίων στάθηκαν αφόρητοι για τους Έλληνες της ανατολικής Θράκης (Χ. Ζαφείρη, 2008, 52-67).
Αυτός ο πρώτος ξεριζωμός των Ελλήνων της Θράκης προκάλεσε την εισροή στην Ελλάδα περισσότερων από 70.000 προσφύγων από την ανατολική Θράκη, στους οποίους πρέπει να προστεθούν άλλοι 30.000 από τη βόρεια Θράκη (τη σημερινή Βουλγαρία). Έτσι, το 80% εγκαταστάθηκε στα αγροτικά χωριά της Μακεδονίας και της Δυτικής Θράκης, ενώ το 20% κάπου αλλού στην Ελλάδα. Σύμφωνα με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ακόμα 232.000 πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν στην Ελλάδα μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι περισσότεροι (193.403) ήταν κάτοικοι στο βιλαέτι της Αδριανουπόλεως: πάνω από τους μισούς επέστρεψαν στο σπίτι τους μεταξύ του 1918 και του 1920, ενώ μόνο 86.910 παρέμειναν στην Ελλάδα (T. Hofmann, 2011, 50). Ωστόσο, ξαναέφυγαν οριστικά το φθινόπωρο του 1922. Η μετακίνησή τους πραγματοποιήθηκε μαζί με τον ελληνικό στρατό, σε ένα κλίμα πανικού μετά την Καταστροφή της Σμύρνης. Αυτή η εσπευσμένη έξοδος προκάλεσε πολυάριθμες ανθρώπινες απώλειες (Χ. Ζαφείρη, 2008, 100-105).
Το Πρωτόκολλο υποχρεωτικής ανταλλαγής μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας (1923) αποφάσισε την ανταλλαγή του ελληνικού και του τουρκικού πληθυσμού συνολικά, εξαιρουμένης της Κωνσταντινούπολης, των νησιών Ίμβρου και Τενέδου, στην τουρκική ακτή, και της Δυτικής Θράκης από την ελληνική πλευρά. Μεταξύ των προσφύγων που καταγράφηκαν το 1928 στην Ελλάδα, δηλαδή του 1.104.217, πρέπει να προστεθούν εκείνοι που έφυγαν απευθείας ή πολύ γρήγορα (πριν το 1928) στη Δυτική Ευρώπη και την Αμερική (εκτιμώμενοι σε 66.000) και εκείνοι που πέθαναν μεταξύ 1923 και 1928 (κατ’ εκτίμηση 75.000). Από την άλλη, 80.000 Έλληνες του Πόντου θα προτιμήσουν να πάνε στον Καύκασο ή στη Ρωσία (Α. Αλεξανδρής, Π. Μ. Κιτρομηλίδης, 1984-85, 34). Συνεπώς, φθάνουμε συνολικά σε 1.325.217 πρόσφυγες που εγκατέλειψαν την Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη μετά το 1922. Η ελληνική κοινότητα της οθωμανικής Μικράς Ασίας και Ανατολικής Θράκης «θα είχε ως εκ τούτου υποστεί 350.000 με 400.000 θανάτους μεταξύ 1914 και 1923» (D. Panzac, 1988, 62). Το 22,5 έως 25,7% αυτής της κοινότητας θα εξαφανιζόταν εξαιτίας του πολέμου, των εξοριών και των σφαγών.
«Λίγα χρόνια μετά το πέρας του ελληνοτουρκικού πολέμου, η ευημερούσα και σημαντική ελληνική κοινότητα της οθωμανικής εποχής είχε σχεδόν εξαφανιστεί» (D. Panzac, 1988, 62). Στην απογραφή του 1927, στην Τουρκία, δεν υπήρχαν πλέον πάνω από 110.000 περίπου ορθόδοξοι Έλληνες, κυρίως συγκεντρωμένοι στην Κωνσταντινούπολη και τα δύο νησιά, Ίμβρο και Τένεδο. Αυτή η σχεδόν εξαφάνιση θα συνεχιστεί και θα επιδεινωθεί στη συνέχεια, λόγω της πολιτικής του εκτουρκισμού που ακολούθησε η κεμαλική Τουρκία. Σύμφωνα με την απογραφή του 1945, ο αριθμός των Ελλήνων (104.000) έχει ήδη μειωθεί παρά τη συμφωνία της Άγκυρας (1930), η οποία παραχώρησε το καθεστώς του «εγκατεστημένου» σε πάνω από 17.000 Έλληνες πολίτες που ζούσαν μόνιμα στην Κωνσταντινούπολη. Περισσότεροι από 11.000 «εγκατεστημένοι» Έλληνες εκδιώχθηκαν το 1964. Αυτό παρέσυρε, ως αποτέλεσμα οικογενειακών και οικονομικών δεσμών, την αποχώρηση 30.000 Ελλήνων με τουρκική υπηκοότητα. Έτσι, η κατάργηση της συμφωνίας της Άγκυρας προκάλεσε τελικά τη φυγή περισσότερων από 40.000 Ελλήνων (Ahmet Içduygu et al., 2008, 372).
Μια άλλη συνέπεια της επιδείνωσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων λόγω του κυπριακού προβλήματος υπήρξε η αποχώρηση 10.000 Ελλήνων μετά το πογκρόμ της Κωνσταντινούπολης, στις 6-7 Σεπτεμβρίου 1955 (Βρυώνης Σ., 2005). Αυτό το πογκρόμ, με την ανοχή της κυβέρνησης του Μεντερές, οργανώθηκε ως απάντηση σε μια επίθεση στο τουρκικό προξενείο της Θεσσαλονίκης και στην κατάσταση της τουρκικής μειονότητας της Κύπρου, στόχευε κυρίως την ελληνική μειονότητα της Κωνσταντινούπολης, με σκοπό να τους ωθήσει να φύγουν. Σκοτώθηκαν γύρω στους 15 με 37 Έλληνες, σύμφωνα με μεταγενέστερες εκτιμήσεις, και σημειώθηκαν περίπου 200 βιασμοί ή απαγωγές νεαρών κοριτσιών και γυναικών. Έλαβαν χώρα 3.500 επιθέσεις σε σπίτια και επιχειρήσεις Ελλήνων, εκ των οποίων χίλια καταστράφηκαν ή πυρπολήθηκαν. Η πλειονότητα των εκκλησιών και των θρησκευτικών κτιρίων βεβηλώθηκαν και υπέστησαν σοβαρότατες ζημιές (Vryonis S.J., 2005, 542-561).
Έτσι, η ελληνική κοινότητα μειώθηκε σε 76.000 άτομα (1969). Το κλείσιμο της θεολογικής σχολής της Χάλκης, το 1971, υπήρξε ένα άλλο μέτρο που έλαβε η τουρκική κυβέρνηση εναντίον της ελληνικής κοινότητας, προκαλώντας νέες αναχωρήσεις. Εξάλλου, τα δύο νησιά, Ίμβρος και Τένεδος, έχασαν μεγάλο μέρος του ελληνικού πληθυσμού κατόπιν των μέτρων που έλαβε η τουρκική κυβέρνηση μετά το 1964: το κλείσιμο του σχολείου της μειονότητας στην Ίμβρο, την κατασκευή μιας φυλακής και μιας χωροφυλακής που οδήγησε στην απαλλοτρίωση γης στο νησί. Ο ελληνικός πληθυσμός της Ίμβρου μειώθηκε από περίπου 9.000 κατοίκους, το 1920, σε 370 το 2003. Στην Τένεδο, ο αριθμός μειώθηκε από 6.420 κατοίκους σε 30 κατά την ίδια περίοδο (S. Akgönül, 2004, 220-222).
Η τάση για δραστική μείωση του αριθμού των Ελλήνων συνεχίστηκε και τις τελευταίες δεκαετίες παρ’ όλο που το 2000 οι Έλληνες δεν ήταν πάνω από περίπου 3.000 στην Τουρκία (Ahmet Içduygu και al., 2008, 375-380). Η εξαφάνιση των Ελλήνων από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη σε μια δεκαετία (1914-1923) οφείλεται στην εξαιρετικά βίαιη και ταχεία κορύφωση μιας διαδικασίας αρχικά εξισλαμισμού και κατόπιν εκτουρκισμού (από τις αρχές του 20ού αιώνα) της Μικράς Ασίας, μια διαδικασία μακροπρόθεσμη που ανάγεται ήδη στην επαύριον της ήττας των βυζαντινών στρατευμάτων στο Μανζικέρτ, το 1071.
Κατά τη διάρκεια πολλών χρόνων (περίπου μια χιλιετία), η Μικρά Ασία υποβλήθηκε, κατακτημένη από τους Σελτζούκους, τα τουρκμενικά εμιράτα και, στη συνέχεια, από τους Οθωμανούς, σε μια διαδικασία εξισλαμισμού, ένα απόλυτο ιστορικό φαινόμενο, ταυτόχρονα πολιτιστικό, θρησκευτικό, κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό. Βασιζόμενος στην κατάκτηση της Ανατολίας από έφιππους Τούρκους τοξότες, αυτός ο εξισλαμισμός ήταν σχετικά γρήγορος (περίπου σε τέσσερις αιώνες) λόγω μαζικών προσηλυτισμών στο ισλάμ. Η εμφάνιση, τον 19ο αιώνα, του τουρκικού έθνους-κράτους ευρωπαϊκού τύπου οδήγησε στην ολοκλήρωση αυτού του εξισλαμισμού, ο οποίος έγινε εκτουρκισμός σε μια σχετικά σύντομη περίοδο μερικών δεκαετιών.
Συνεχίζεται….
Περιοδικό Anatoli, 2012
Mετάφραση από τα γαλλικά: Στράτος Ιωαννίδης
(Συνεπτυγμένη εκδοχή)
ΠΗΓΗ ardin-rixi
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου