Σάββατο 16 Ιουλίου 2022

Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ (ΜΕΡΟΣ Δ')

 ΟΙ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΟΥ 1975

(Συνέχεια από το ΜΕΡΟΣ Γ')

OΙ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΟΥ 1975

Tο Σύνταγµα του 1975 έχει αναθεωρηθεί, µέχρι σήµερα, δύο φορές. Σύνταγµα αυστηρό – εφόσον:

  • Πρώτον, περιέχει µη αναθεωρήσιµες διατάξεις, 
  • Δεύτερον, για την αναθεώρησή του απαιτείται πάροδος ελάχιστου χρόνου από τη θέση του σε ισχύ ή την προηγούµενη αναθεώρηση, 
  • Τρίτον, απαιτούνται ειδικές πλειοψηφίες και, 
  • Τέταρτον, η διαδικασία πρέπει να ολοκληρωθεί σε δύο διαδοχικές βουλευτικές περιόδους – έχει υποστεί µεταβολές, οι οποίες, σε σηµαντικό ποσοστό, δεν υπήρξαν προϊόν συναίνεσης των πολιτικών δυνάµεων ούτε οµοφωνίας των εκπροσώπων της θεωρίας.

Οι αναθεωρήσεις του πραγµατοποιήθηκαν, όµως, κατ’ αντίθεση προς αυτές των συνταγµατικών χαρτών του παρελθόντος -εξαίρεση, η αναθεώρηση του 1865- µε τήρηση της συνταγµατικής τάξης.


Α. Η ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ 1986

Το Σύνταγµα αναθεωρήθηκε για πρώτη φορά το 1986, αφού είχε προηγηθεί µακρά επιστηµονική και πολιτική συζήτηση ως προς το εύρος των προεδρικών αρµοδιοτήτων. Μάλιστα, η έναρξη του ενδιαφέροντος των θεωρητικών για το ζήτηµα είχε εκδηλωθεί σε χρόνο προγενέστερο της ψήφισης του καταστατικού χάρτη της χώρας, όταν είχε ήδη υποβληθεί στην Ε΄ Αναθεωρητική Bουλή το δεύτερο -και οριστικό- κυβερνητικό σχέδιο Συντάγµατος.

Ορισµένες αρµοδιότητες του Προέδρου της ∆ηµοκρατίας ως ρυθµιστή του πολιτεύµατος είχαν πράγµατι αποτιµηθεί από εκπροσώπους της θεωρίας, αλλά και από πολιτικές παρατάξεις και πολιτικούς, ως υπερβολικές σε σχέση µε τον κοινοβουλευτικό χαρακτήρα του πολιτεύµατος. Συγκεκριµένα, είχαν αποκληθεί «υπερεξουσίες» από εκπροσώπους τόσο της θεωρίας όσο και του Tύπου αλλά και από το βήµα της Bουλής. Η κριτική, µετά την ψήφιση του Συντάγµατος, είχε επικεντρωθεί ιδίως στα εξής σηµεία:

  • Πρώτον, στο ότι ο Πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας µπορούσε, κατά τη διαδικασία ανάδειξης της κυβέρνησης, και ενώ είχε αποτύχει η πρώτη διερευνητική εντολή, είτε να αναθέσει την εντολή σχηµατισµού Κυβέρνησης στον αρχηγό του δεύτερου σε κοινοβουλευτική δύναµη κόµµατος είτε να διορίσει στο αξίωµα του Πρωθυπουργού, µετά από γνώµη του Συµβουλίου της ∆ηµοκρατίας, µέλος ή και µη µέλος της Bουλής που, κατά κρίση του, θα µπορούσε να τύχει ψήφου εµπιστοσύνης της Bουλής.
  • Δεύτερον, στο ότι, σε περίπτωση παραίτησης του Πρωθυπουργού ή αποδοκιµασίας της κυβέρνησης, ο Πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας µπορούσε να αναθέσει την εντολή σχηµατισµού Κυβέρνησης σε µέλος της Bουλής που είχε την υποχρέωση να ζητήσει ψήφο εµπιστοσύνης ή και σε µέλος ή µη µέλος της Bουλής µε την εντολή να διαλύσει τη Bουλή και να διενεργήσει εκλογές. 

Αλλά αυτά δεν ήσαν τα µόνα σηµεία ρυθµιστικής παρέµβασης του αρχηγού του κράτους στα πολιτικά πράγµατα που είχε επισηµάνει, µέρος της θεωρίας, ως µη συµβατά µε τον κοινοβουλευτικό χαρακτήρα του πολιτεύµατος και, ειδικότερα, µε την αρχή σύµφωνα µε την οποία η αναζήτηση της πλειοψηφίας για τον σχηµατισµό κυβέρνησης ικανής να λάβει ψήφο εµπιστοσύνης ανήκει πάντοτε στη Bουλή. Είχε αξιολογηθεί ως εξίσου ασύµβατο µε τον κοινοβουλευτικό χαρακτήρα του πολιτεύµατος το ότι ο Πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας διέθετε την εξουσία να παύει την Κυβέρνηση.

Αφού προηγουµένως είχε ακούσει τη γνώµη του Συµβουλίου της ∆ηµοκρατίας, και να αναθέτει την εντολή σχηµατισµού Κυβέρνησης σε µέλος της Bουλής που είχε την υποχρέωση να ζητήσει ψήφο εµπιστοσύνης ή και σε µέλος ή µη µέλος της Bουλής µε την εντολή να διαλύσει τη Bουλή και να διενεργήσει εκλογές· ακόµη, το ότι µπορούσε να διαλύει τη Bουλή, µετά από γνώµη του Συµβουλίου της ∆ηµοκρατίας, αν έκρινε ότι αυτή βρισκόταν σε προφανή δυσαρµονία προς το λαϊκό αίσθηµα ή ότι η σύνθεσή της δεν εξασφάλιζε κυβερνητική σταθερότητα.

Τέλος, το ότι, σε έκτακτες περιστάσεις, µπορούσε, να συγκαλεί το Υπουργικό Συµβούλιο υπό την Προεδρία του, να προκηρύσσει δηµοψηφίσµατα για κρίσιµα εθνικά θέµατα και να απευθύνει, σε όλως εξαιρετικές περιστάσεις, διαγγέλµατα που δηµοσιεύονταν στην Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως. Την 9η Μαρτίου 1985 (Γ΄ Περίοδος Προεδρευοµένης ∆ηµοκρατίας), δέκα χρόνια µετά την έναρξη ισχύος του καταστατικού χάρτη της χώρας, 161 βουλευτές του ΠΑ.ΣΟ.Κ. κατέθεσαν πρόταση αναθεώρησης διατάξεών του που περιλαµβάνονται στο Τµήµα Β΄ του Τρίτου Μέρους, το οποίο φέρει τον τίτλο «Πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας» όπως και του άρθρου 110 παρ. 2, 3, 4 και 6.

Λίγες µέρες αργότερα -15η Μαρτίου 1985- συγκροτήθηκε από τον Α΄ Αντιπρόεδρο της Βουλής, Μιχαήλ Στεφανίδη, Ειδική Κοινοβουλευτική Επιτροπή Αναθεωρήσεως του Συντάγµατος. Τη 19η Μαρτίου, η Επιτροπή συνήλθε και εξέλεξε το Προεδρείο της, το οποίο συγκροτήθηκε ως εξής: Πρόεδρος της Ειδικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Αναθεώρησης του Συντάγµατος, ο Ιωάννης Ντεγιάννης, Αντιπρόεδρος, η Λίλα Χριστοφορίδου, Γραµµατέας, ο Ιωσήφ Μιχελογιάννης.

Ορίσθηκαν, εξ άλλου, από τα κόµµατα, Εισηγητής της Πλειοψηφίας (ΠΑ.ΣΟ.Κ.), ο Αναστάσιος Πεπονής και Εισηγήτρια της Μειοψηφίας (Νέα ∆ηµοκρατία), η Άννα Μπενάκη–Ψαρούδα. Τις θέσεις του Κ.Κ.Ε. εκπροσώπησε ο Κωνσταντίνος Κάππος, των δε Ανεξαρτήτων, ο Γεώργιος Πέτσος. Ο διάλογος µεταξύ κυβερνητικής πλειοψηφίας (ΠΑ.ΣΟ.Κ.) και Αξιωµατικής Αντιπολίτευσης (Νέα ∆ηµοκρατία) στην Επιτροπή υπήρξε έντονος.


Η πρώτη προσδιόρισε τους στόχους της αναθεώρησης ως εξής:

1. Ενίσχυση της λαϊκής κυριαρχίας µέσω της εξύψωσης του κύρους της Λαϊκής Αντιπροσωπείας ως εκφραστή της πολιτικής θέλησης του Λαού.

2. Ενδυνάµωση του κοινοβουλευτισµού.

3. Ανάπτυξη και ισχυροποίηση του ρόλου του Κοινοβουλίου.

4. Ενίσχυση της εξουσίας, του ρόλου και του κύρους της Κυβέρνησης.

5. Ενίσχυση του ρόλου και του κύρους των πολιτικών κοµµάτων στη Βουλή και περιφρούρηση της συνοχής τους από έξωθεν και άνωθεν επιβουλεύσεις.

6. Αποδέσµευση του Προέδρου της ∆ηµοκρατίας από τις κοµµατικές αντιθέσεις και ανύψωσή του σε πραγµατικά υπερκοµµατικό θεσµό και φορέα εθνικής οµοψυχίας.

Η δεύτερη χαρακτήρισε την πρόταση αναθεώρησης προσχηµατική, κρίνοντας ότι συνιστούσε πρόκληση στην ευθιξία του ευρισκόµενου στο τέλος της θητείας του, Προέδρου της ∆ηµοκρατίας Κωνσταντίνου Καραµανλή, ως εµπνευστή των ρυθµιστικών αρµοδιοτήτων του αρχηγού του κράτους, µε στόχο την αποτροπή της επανεκλογής του στο προεδρικό αξίωµα. Τη χαρακτήρισε, επίσης, στο σύνολό της, πρόχειρη και επιζήµια για τη λειτουργία του πολιτεύµατος, θεωρώντας ότι αποδυνάµωνε τον ρόλο του Προέδρου της ∆ηµοκρατίας ως ρυθµιστή του πολιτεύµατος.

Ενίσχυε υπερβολικά τον ρόλο της κυβερνητικής πλειοψηφίας στη Βουλή και διατάρασσε την ισορροπία που είχε εισαγάγει το Σύνταγµα ως προς την αρχή της διάκρισης και, εποµένως, του αµοιβαίου ελέγχου των συντεταγµένων εξουσιών. Η Επιτροπή υπέβαλε, την 28η Μαρτίου 1985, την έκθεσή της στην Ολοµέλεια της Βουλής, στην οποία κατατέθηκε, την 3η Απριλίου 1985, πρόταση 94 βουλευτών του ΠΑ.ΣΟ.Κ. για αντικατάσταση του εδ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 32, προκειµένου να µετατραπεί από µυστική σε ονοµαστική η εκλογή του Προέδρου της ∆ηµοκρατίας.

Στην Ολοµέλεια της Βουλής ο διάλογος υπήρξε εξίσου έντονος, και η πρόταση αναθεώρησης έγινε δεκτή, µετά από δύο ψηφοφορίες, την 6η Απριλίου και 7η Μαΐου 1985, µε πλειοψηφία των τριών πέµπτων του συνόλου των βουλευτών. Κατά της πρότασης αναθεώρησης ψήφισαν οι βουλευτές της Αξιωµατικής Αντιπολίτευσης (Νέας ∆ηµοκρατίας). Ως αναθεωρητέες διατάξεις ψηφίσθηκαν οι εξής: άρθρο 32 παρ. 1 και 4, άρθρο 35, άρθρο 37 παρ. 2, 3 και 4, άρθρο 38, άρθρο 39, άρθρο 41 παρ. 1, 2 και 4, άρθρο 42, άρθρο 43 παρ. 3, άρθρο 44 παρ. 2 και 3, άρθρο 47 παρ. 3, και άρθρο 48.

Μετά τις εκλογές της 2ας Ιουνίου 1985, ο Πρόεδρος της Βουλής, Γιάννης Αλευράς, συγκρότησε, την 7η Οκτωβρίου 1985 (∆΄ Περίοδος Προεδρευοµένης ∆ηµοκρατίας), Ειδική Κοινοβουλευτική Επιτροπή για την επεξεργασία των αναθε- ωρητέων διατάξεων του Συντάγµατος ενόψει της συζήτησης στην ΣΤ΄ Αναθεωρητική Βουλή. Η Επιτροπή συνήλθε την 30ή Οκτωβρίου 1985 και εξέλεξε το Προεδρείο της. Πρόεδρος εξελέγη ο Ιωάννης Ντεγιάννης, Αντιπροέδρος, ο Νικόλαος Ριζόγιαννης και Γραµµατέας, ο Κωνσταντίνος Τσιγαρίδας.

Ορίσθηκαν, εξ άλλου, από τα κόµµατα, Εισηγητής της Πλειοψηφίας (ΠΑ.ΣΟ.Κ.), ο Αναστάσιος Πεπονής και Εισηγήτρια της Μειοψηφίας (Νέα ∆ηµοκρατία), η Άννα Μπενάκη–Ψαρούδα. Την Έκθεσή της προς την Ολοµέλεια της ΣΤ΄ Αναθεωρητικής Βουλής υπέβαλε η Επιτροπή τη 10η ∆εκεµβρίου 1985. Η συζήτηση τόσο στην Επιτροπή όσο και στην Ολοµέλεια της ΣΤ΄ Αναθεωρητικής Βουλής οδηγεί στη διαπίστωση ότι κυβερνητική πλειοψηφία και Αξιωµατική Αντιπολίτευση διατήρησαν τις θέσεις τους όπως τις είχαν εκφράσει κατά τη συζήτηση στην προηγούµενη Βουλή.

Μάλιστα, εν αντιθέσει προς τα λοιπά, µικρότερα, κόµµατα (Κ.Κ.Ε. και ∆Η.ΑΝΑ.) των οποίων οι βουλευτές είτε παρέµειναν και καταψήφισαν την αναθεώρηση του Συντάγµατος (∆Η.ΑΝΑ.) είτε δήλωσαν παρόντες (Κ.Κ.Ε.) -όπως, επίσης, και ανεξάρτητοι βουλευτές- η Νέα ∆ηµοκρατία αποχώρησε από τη Βουλή και δεν έλαβε µέρος στη σχετική ψηφοφορία, έχοντας, προηγουµένως, διά του αρχηγού της, Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, διευκρινίσει ότι η αποχώρηση αυτή, την οποία, όπως ο ίδιος δήλωσε, υπαγόρευσε αποκλειστικά και µόνο η παραβίαση των κανόνων λειτουργίας του Κοινοβουλίου και της αναθεωρητικής διαδικασίας, δεν σήµαινε άρνηση της συνταγµατικής νοµιµότητας.

Η πρόταση αναθεώρησης, όπως την επεξεργάσθηκε η Ειδική Κοινοβουλευτική Επιτροπή Αναθεώρησης του Συντάγµατος και τη διαµόρφωσε η Ολοµέλεια της ΣΤ΄ Αναθεωρητικής Βουλής, υπερψηφίσθηκε, τελικά, µόνο από τους βουλευτές της κυβερνητικής πλειοψηφίας (ΠΑ.ΣΟ.Κ.), ενώ το σχέδιο µεταφοράς του Συντάγµατος στη δηµοτική γλώσσα υπερψηφίσθηκε από τους βουλευτές τόσο της κυβερνητικής πλειοψηφίας όσο και των δύο άλλων µικρότερων κοµµάτων (Κ.Κ.Ε. και ∆Η.ΑΝΑ.).

Από τις γλωσσικές εκδοχές του Συντάγµατος, κατισχύει η εκδοχή του αρχικού κειµένου. Η αναθεώρηση δεν περιορίσθηκε στις ρυθµιστικές του πολιτεύµατος προεδρικές αρµοδιότητες. Αντικείµενό της αποτέλεσαν και άλλες διατάξεις που συγκροτούν το συνταγµατικό καθεστώς του Προέδρου της ∆ηµοκρατίας. Έτσι, η ψηφοφορία για την εκλογή του Προέδρου της ∆ηµοκρατίας, ως προς την οποία είχε κατατεθεί, έναν µήνα µετά την αρχική πρόταση αναθεώρησης, χωριστή πρόταση τροποποίησής της από βουλευτές της κυβερνητικής πλειοψηφίας, κατέστη, από µυστική, ονοµαστική.


Μεταρρύθµιση, την οποία, προφανώς, προκάλεσαν δύο προηγηθέντα ζητήµατα: η διανοµή έγχρωµων ψηφοδελτίων κατά την εκλογή του Προέδρου της ∆ηµοκρατίας αλλά, κυρίως, το πρόβληµα του δικαιώµατος συµµετοχής ή µη του Προέδρου της Βουλής, που αναπλήρωνε τον παραιτηθέντα Πρόεδρο της ∆ηµοκρατίας, Κωνσταντίνο Καραµανλή, στην ψηφοφορία για την εκλογή του Προέδρου της ∆ηµοκρατίας, το οποίο δίχασε πολιτικούς και θεωρητικούς, είναι δε γνωστό ως «ψήφος Αλευρά», από το όνοµα του τότε Προέδρου της Βουλής.

Το ζήτηµα προκάλεσε έντονη και µείζονα συζήτηση µεταξύ των θεωρητικών αλλά και των εκπροσώπων του πολιτικού κόσµου. Ορισµένοι από αυτούς υποστήριξαν ότι το συνταγµατικό ασυµβίβαστο του προεδρικού αξιώµατος µε οποιοδήποτε άλλο αξίωµα, θέση ή έργο αφορά και τον Πρόεδρο της Βουλής όταν αναπληρώνει προσωρινά τον Πρόεδρο της ∆ηµοκρατίας, µε συνέπεια, ο Πρόεδρος της Βουλής να µην επιτρέπεται να λάβει µέρος στην ψηφοφορία για την ανάδειξη του νέου Προέδρου της ∆ηµοκρατίας.

Την αντίθετη άποψη υποστήριξαν άλλοι, σύµφωνα µε την οποία το Σύνταγµα δεν απαγορεύει στον Πρόεδρο της Βουλής, όταν αναπληρώνει προσωρινά τον (παραιτηθέντα, εν προκειµένω) Πρόεδρο της ∆ηµοκρατίας, να συµµετάσχει στην ψηφοφορία για την ανάδειξη νέου αρχηγού του κράτους. Ο Ιωάννης Αλευράς έλαβε, τελικά, µέρος στην ψηφοφορία, και Πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας εξελέγη ο Χρήστος Σαρτζετάκης µε την οριακή πλειοψηφία των τριών πέµπτων του συνόλου των βουλευτών. Αξιοσηµείωτο είναι, ότι, µετά την εκλογή νέου Προέδρου της ∆ηµοκρατίας, διακεκριµένοι θεωρητικοί που είχαν ταχθεί υπέρ της πρώτης άποψης.

Τόνισαν, σε άρθρα τους, το ανεπίδεκτο αµφισβήτησης της εκλογής του νέου αρχηγού του κράτους, εκ του λόγου ότι αυτή διέθετε όλα τα εξωτερικά γνωρίσµατα που απαιτεί η έννοµη τάξη και, κατά συνέπεια, το τεκµήριο της νοµιµότητας. Από τις µη ρυθµιστικές του πολιτεύµατος αρµοδιότητες του Προέδρου της ∆ηµοκρατίας των οποίων οι σχετικές διατάξεις αναθεωρήθηκαν, είναι η προκήρυξη δηµοψηφισµάτων, τα διαγγέλµατα προς τον λαό, η παροχή αµνηστίας για πολιτικά εγκλήµατα, η κήρυξη της χώρας σε κατάσταση πολιορκίας, η κύρωση των νόµων, η έκδοση οργανωτικών διαταγµάτων.

Συνέπεια όλων αυτών ήταν, ο Πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας:

  • Να µην µπορεί, πλέον, να προκηρύσσει, µε διατάγµατα, δηµοψηφσµατα για κρίσιµα εθνικά θέµατα, παρά µετά από απόφαση της απόλυτης πλειοψηφίας των βουλευτών που λαµβάνεται µε πρόταση του Υπουργικού Συµβουλίου. 
  • Να µην µπορεί, πλέον, να απευθύνει διαγγέλµατα προς τον λαό χωρίς τη σύµφωνη γνώµη του Πρωθυπουργού, ο οποίος τα προσυπογράφει. 
  • Να µην µπορεί, πλέον, να παρέχει, µε διατάγµατα, αµνηστία για πολιτικά εγκλήµατα µετά από πρόταση του Υπουργικού Συµβουλίου, εφόσον αυτή παρέχεται µε νόµο και µε πλειοψηφία των τριών πέµπτων του συνόλου των βουλευτών. 
  • Να µην µπορεί, πλέον, να κηρύσσει τη χώρα σε κατάσταση πολιορκίας, µε διάταγµα που προσυπέγραφαν, κατά περίπτωση, το Υπουργικό Συµβούλιο ή ο Πρωθυπουργός, εφόσον τη σχετική αρµοδιότητα διαθέτει η Βουλή, η οποία αποφασίζει σχετικά µετά από πρόταση της κυβέρνησης.   
  • ∆ιατηρεί, ωστόσο, την αρµοδιότητα αυτή, αν συντρέχει αντικειµενική αδυναµία να συγκληθεί η Βουλή, στην οποία υποβάλλεται το σχετικό διάταγµα προς έγκριση, µόλις καταστεί δυνατή η σύγκλησή της.

Ακόµη, δεν διαθέτει πλέον την αρµοδιότητα να κυρώνει τους νόµους, τους οποίους εκδίδει και δηµοσιεύει. Η αρµοδιότητα αυτή καταργήθηκε ως αναχρονιστική και κατάλοιπο της µοναρχίας. Επίσης, καταργήθηκε η εξουσία του να εκδίδει οργανωτικά διατάγµατα προς ρύθµιση θεµάτων αναγοµένων στην εσωτερική αποκλειστικά διάρθρωση και λειτουργία των υπηρεσιών του Kράτους και των δηµόσιων οργανισµών. Τέλος, περιορίσθηκαν οι περιπτώσεις άσκησης αρµοδιοτήτων του χωρίς προσυπογραφή. Πλήρης υπήρξε και η µεταρρύθµιση των ρυθµιστικών του πολιτεύµατος αρµοδιοτήτων του Προέδρου της ∆ηµοκρατίας.

Έτσι, καταργήθηκε η εξουσία του να παύει την κυβέρνηση, όπως καταργήθηκε, ως µοναρχικής έµπνευσης, και το Συµβούλιο της ∆ηµοκρατίας, ενώ περιορίσθηκε δραστικά η εξουσία του να διαλύει τη Βουλή. Με συνέπεια, όταν µεν πρόκειται για διάλυση της Βουλής προς ανανέωση της εθνικής αντιπροσωπείας µετά από πρόταση της κυβέρνησης, προκειµένου να αντιµετωπισθεί εθνικό θέµα εξαιρετικής σηµασίας, η αρµοδιότητά του να είναι πλέον δέσµια και, κατά συνέπεια, να υποχρεούται να διαλύσει τη Βουλή (πρόκειται για την αποκαλούµενη στη θεωρία «κυβερνητική διάλυση»), όταν πρόκειται δε για διάλυση της Βουλής επειδή η σύνθεσή της δεν εξασφαλίζει κυβερνητική σταθερότητα.

Ως αντικειµενική προϋπόθεση προστέθηκε η προηγούµενη παραίτηση ή καταψήφιση δύο κυβερνήσεων ή, καθ’ ερµηνεία, µια παραίτηση και µια καταψήφιση κυβέρνησης, ενώ καταργήθηκε η περίπτωση διάλυσης της Βουλής λόγω προφανούς δυσαρµονίας της προς το λαϊκό αίσθηµα. Εξ άλλου, όσον αφορά την ανάδειξη της κυβέρνησης, η διαδικασία τυποποιήθηκε σε βαθµό που δεν παρέχει πλέον στον Πρόεδρο της ∆ηµοκρατίας τη δυνατότητα επιλογής του προσώπου του Πρωθυπουργού στη φάση των διερευνητικών εντολών µετά από εκλογές ή µετά από παραίτηση του Πρωθυπουργού ή αποδοκιµασία της κυβέρνησης από τη Βουλή.

Μόνη, εν προκειµένω, µετά την αναθεώρηση του 1986, ρυθµιστική του πολιτεύµατος αλλά, κατ’ ουσίαν, δέσµια αρµοδιότητα του Προέδρου της ∆ηµοκρατίας, εφόσον διαπιστωθεί αδυναµία σχηµατισµού κυβέρνησης που να έχει την εµπιστοσύνη της Βουλής, και, στη συνέχεια, κυβέρνησης από όλα τα κόµµατα της Βουλής για τη διενέργεια εκλογών, η ανάθεση του σχηµατισµού κυβέρνησης της ευρύτερης δυνατής αποδοχής σε έναν από τους Προέδρους του Συµβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου προς διενέργεια εκλογών, και η διάλυση της Βουλής.


Β. Η ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ 2001

Ενώ ο συνολικός χρόνος για την αναθεώρηση του 1986 δεν υπερέβη το έτος, καθώς αυτή έλαβε χώρα στο µεταίχµιο δύο βουλευτικών περιόδων, η αναθεώρηση του 2001 διαθέτει µεγαλύτερο βάθος χρόνου, το οποίο, αν συνυπολογισθεί και η διακοπείσα διαδικασία αναθεώρησης που άρχισε το 1995, εκτείνεται σε διάστηµα έξι ετών. Στην «προϊστορία» της δεύτερης αναθεώρησης του Συντάγµατος εγγράφονται πράγµατι οι προτάσεις αναθεώρησης που υπέβαλαν τον Μάρτιο του 1995 (Η΄ Περίοδος Προεδρευοµένης ∆ηµοκρατίας) χωριστά η κυβερνητική πλειοψηφία (ΠΑ.ΣΟ.Κ.) και η Αξιωµατική Αντιπολίτευση (Νέα ∆ηµοκρατία).

Ο Πρόεδρος της Βουλής, Απόστολος Κακλαµάνης, συγκρότησε, την 5η Απριλίου 1995 την Επιτροπή Αναθεώρησης του Συντάγµατος. Η Επιτροπή συνήλθε την 9η Μαΐου 1995 και εξέλεξε το Προεδρείο της: Πρόεδρος της Επιτροπής, ο Παναγιώτης Κρητικός, Α΄ Αντιπρόεδρος της Βουλής, Αντιπρόεδρος, ∆αµιανίδης Αλέξανδρος, Γραµµατέας, Τόγιας Βασίλειος. Από τα κόµµατα ορίσθηκαν:

Εισηγητής της Πλειοψηφίας (ΠΑ.ΣΟ.Κ.), ο Ευάγγελος Βενιζέλος, Εισηγητής της Μειοψηφίας (Νέα ∆ηµοκρατία), ο Ιωάννης Βαρβιτσιώτης, Ειδικοί Εισηγητές της Νέας ∆ηµοκρατίας οι Βύρων Πολύδωρας, Γεώργιος Παναγιωτόπουλος, Άννα Μπενάκη–Ψαρούδα και Αναστάσιος Γκόνης, Ειδικός Αγορητής της Πολιτικής Άνοιξης ο Αναστάσιος Νικόπουλος και Ειδικός Αγορητής του Κοµµουνιστικού Κόµµατος Ελλάδας ο Αντώνης Σκυλλάκος. Το αναθεωρητικό αυτό εγχείρηµα παρέµεινε ανολοκλήρωτο, καθώς η αναθεωρητική διαδικασία διακόπηκε και η αναθεώρηση µαταιώθηκε λόγω της διάλυσης της Βουλής, την 24η Αυγούστου 1996.

Όµως, το επιτελεσθέν έργο δεν απωλέσθηκε. Η επεξεργασία που υπέστησαν οι προτάσεις αυτές στο πλαίσιο λειτουργίας της Επιτροπής Αναθεώρησης του Συντάγµατος, όπως καταγράφεται στην Έκθεσή της προς την Ολοµέλεια της Βουλής, αποτέλεσε, πράγµατι, σηµείο αναφοράς για τις προτάσεις αναθεώρησης που, δύο χρόνια αργότερα, κατατέθηκαν από την κυβερνητική πλειοψηφία (ΠΑ.ΣΟ.Κ.) και την Αξιωµατική Αντιπολίτευση (Νέα ∆ηµοκρατία), την 4η και την 5η Ιουνίου 1997 (Θ΄ Περίοδος Προεδρευοµένης ∆ηµοκρατίας), αντίστοιχα, και οι οποίες συνιστούν την εναρκτήρια φάση της διαδικασίας που οδήγησε στην αναθεώρηση του 2001.

Μετά την κατάθεση των προτάσεων αναθεώρησης, ο Πρόεδρος της Βουλής, Απόστολος Κακλαµάνης, µε απόφασή του, την 11η Ιουνίου 1997, συγκρότησε Επιτροπή Αναθεώρησης του Συντάγµατος, την εποµένη δε, 12η Ιουνίου, η Επιτροπή συνεδρίασε και εξέλεξε ως Πρόεδρό της τον Παναγιώτη Κρητικό, ως Αντιπρόεδρό της τον Γεώργιο Παναγιωτόπουλο και ως Γραµµατέα της τον Αχιλλέα Κανταρτζή.

Συµπληρωµατικές προτάσεις επί µεµονωµένων άρθρων κατέθεσαν βουλευτές της Νέας ∆ηµοκρατίας όπως και συµπράττοντες βουλευτές των κοµµάτων (ΠΑ.ΣΟ.Κ., Νέα ∆ηµοκρατία, Κ.Κ.Ε., ∆Η.Κ.ΚΙ., Συνασπισµός της Αριστεράς και της Προόδου, αλλά και ανεξάρτητοι βουλευτές). Εισηγητής της Πλειοψηφίας (ΠΑ.ΣΟ.Κ.) ορίσθηκε ο Ευάγγελος Βενιζέλος, της Μειοψηφίας (Νέα ∆ηµοκρατία) ο Ιωάννης Βαρβιτσιώτης, Ειδικός Αγορητής του Κ.Κ.Ε. ο Αχιλλέας Κανταρτζής, του Συνασπισµού της Αριστεράς και της Προόδου ο Φώτιος Κουβέλης, του ∆Η.Κ.ΚΙ. ο Αναστάσιος Ιντζές.

Η συζήτηση των ιδιαίτερα εκτεταµένων προτάσεων αναθεώρησης στην Επι- τροπή έλαβε χώρα κατά ενότητες, τις εξής έξι: Ατοµικά και Κοινωνικά ∆ικαιώµατα, Σχέσεις Ελλάδος - Ευρωπαϊκής Ένωσης και Εσωτερικό και ∆ιεθνές ∆ίκαιο, Πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας - Κυβέρνηση, Εκλογικό Σώµα - Βουλή - Χρηµατοδότηση Κοµµάτων, Οργάνωση και Λειτουργία της ∆ικαιοσύνης, ∆ιοικητική Οργάνωση του Κράτους - Τοπική Αυτοδιοίκηση - Ανεξάρτητες ∆ιοικητικές Αρχές.

Σηµεία αιχµής αποτέλεσαν, ιδίως, αφενός η πρόταση της κυβερνητικής πλειοψηφίας να αποσυνδεθεί η διαδικασία εκλογής του Προέδρου της ∆ηµοκρατίας από την απειλή διάλυσης της Βουλής, αφετέρου, η πρόταση της Αξιωµατικής Αντιπολίτευσης να επιτραπεί η σύσταση, από φυσικά ή νοµικά πρόσωπα δηµόσιου ή ιδιωτικού δικαίου, ιδρυµάτων ανώτατης εκπαίδευσης µη κερδοσκοπικού χαρακτήρα καθώς και η ίδρυση και λειτουργία, µε πλήρη αυτοδιοίκηση, υπό τον έλεγχο του κράτους, παραρτηµάτων ή τµηµάτων κρατικών ή άλλων αναγνωρισµένων ανώτατων ιδρυµάτων της αλλοδαπής.

Η πρώτη έγινε δεκτή κατά πλειοψηφία από την Επιτροπή, ενώ η δεύτερη κατά πλειοψηφία δεν έγινε δεκτή. Εξ άλλου, έγιναν δεκτές οµόφωνα ορισµένες µεν από τις προταθείσες µεταρρυθµίσεις, κατά πλειοψηφία οι περισσότερες, κατ’ εκτεταµένη πλειοψηφία κάποιες άλλες, ενώ, σηµαντικός αριθµός µεταρρυθµίσεων που προτάθηκαν από τη Μειοψηφία δεν έγιναν δεκτές κατά πλειοψηφία. Η Επιτροπή Αναθεώρησης του Συντάγµατος υπέβαλε την Έκθεσή της στην Ολοµέλεια της Βουλής την 30ή Μαρτίου 1998 και η συζήτηση που επακολούθησε στην Ολοµέλεια ολοκληρώθηκε µε τις ψηφοφορίες της 20ής Μαΐου και της 24ης Ιουνίου 1998.

Ορισµένες (6 τον αριθµό, επί συνόλου 120) από τις διατάξεις συγκέντρωσαν λιγότερες από 180 ψήφους και, κατά συνέπεια, έπρεπε, για να αναθεωρηθούν, να λάβουν τουλάχιστον 180 ψήφους στην επόµενη (Αναθεωρητική) Βουλή. ∆ύο χρόνια αργότερα, µετά τις εκλογές, της 9ης Απριλίου 2000, η διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγµατος συνεχίσθηκε στην Ζ΄ Αναθεωρητική Βουλή (Περίοδος Ι΄ Προεδρευοµένης ∆ηµοκρατίας). Την 30ή Μαΐου 2000, ο Πρόεδρος της Βουλής, Απόστολος Κακλαµάνης, συνέστησε Επιτροπή Αναθεώρησης του Συντάγµατος.


Τη µεθεποµένη, 1η Ιουνίου 2000, η Επιτροπή συνεδρίασε και εξέλεξε Πρόεδρο, τον Φοίβο Ιωαννίδη, Α΄ Αντιπρόεδρο, τον Νικόλαο Κατσαρό, Β΄ Αντιπρόεδρο, τον Αντώνιο Σκυλλάκο και Γραµµατέα, τον Φώτιο Κουβέλη. Γενικός Εισηγητής της Πλειοψηφίας (ΠΑ.ΣΟ.Κ.) ορίσθηκε ο Ευάγγελος Βενιζέλος, Γενικός Εισηγητής της Μειοψηφίας (Νέα ∆ηµοκρατία) ο Ιωάννης Βαρβιτσιώτης, Γενικός Εισηγητής του Κ.Κ.Ε. ο Αντώνιος Σκυλλάκος και Γενικός Εισηγητής του Συνασπισµού της Αριστεράς και της Προόδου ο Φώτιος Κουβέλης. Ο Γενικός Εισηγητής της Πλειοψηφίας προσδιόρισε ως εξής τα τέσσερα βασικά πεδία της αναθεώρησης:

  • Πρώτον, τον επιβεβαιωτικό χαρακτήρα της, µε την επιστέ- γαση και οριστικοποίηση θεσµικών µεταβολών που ήδη είχαν επέλθει στο επίπεδο της κοινής νοµοθεσίας και του Κανονισµού της Βουλής. 
  • ∆εύτερον, το πεδίο των νέων θεσµικών τοµών. 
  • Τρίτον, την υποχρέωση του αναθεωρητικού νοµοθέτη να προβεί σε προγνώσεις ως προς τις σηµαντικές τεχνολογικές και, κατά συνέπεια, τις κοινωνικές εξελίξεις. 
  • Τέταρτον, την ανάδειξη και ρύθµιση των προβληµάτων λειτουργίας της αντιπροσωπευτικής δηµοκρατίας. 

Εξ άλλου, κατά τον Γενικό Εισηγητή της Μειοψηφίας, οι µείζονες στόχοι της αναθεώρησης έπρεπε να είναι:

  • Πρώτον, η ενίσχυση της προστασίας των ατοµικών ελευθεριών, η προστασία του περιβάλλοντος και η εδραίωση του κοινωνικού κράτους δικαίου. 
  • ∆εύτερον, η ενίσχυση της ανεξαρτησίας της ∆ικαιοσύνης. 
  • Τρίτον, η αναδιάρθρωση της ∆ηµόσιας ∆ιοίκησης. 

Ταυτόχρονα, ο Γενικός Εισηγητής της Μειοψηφίας επισήµανε, ως προϊόν της δυσπιστίας των πολιτικών δυνάµεων προς άλληλες, την πρόταση αναγωγής ρυθµίσεων, υφιστάµενων ή δυνάµενων να ψηφισθούν µε νόµο, σε συνταγµατικές διατάξεις, αλλά και την ανάγκη σε βάθος ελέγχου των οικονοµικών των κοµµάτων και των υποψηφίων, την ενίσχυση της τοπικής αυτοδιοίκησης, ενώ δήλωσε κατηγορηµατική την αντίθεση της Αξιωµατικής Αντιπολίτευσης στην εκλογή του Προέδρου της ∆ηµοκρατίας σε µία Βουλή.

Επικριτικός υπήρξε ο Γενικός Εισηγητής του Κ.Κ.Ε. ως προς πολλές από τις προταθείσες προς αναθεώρηση διατάξεις, ενώ επισήµανε την ανάγκη αναβάθµισης του ρόλου του Κοινοβουλίου, τη θέσπιση διάταξης για τον διακοµµατικό, κοινωνικό και λαϊκό έλεγχο στη δηµόσια διοίκηση, στους πόρους του δηµοσίου και στη δραστηριότητα της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, την ανάγκη περαιτέρω ενίσχυσης της τοπικής αυτοδιοίκησης, την κατοχύρωση του κοινωνικού κεκτηµένου. Επίσης επικριτικός των προτάσεων αναθεώ- ρησης των δύο µεγάλων κοµµάτων υπήρξε ο Γενικός Εισηγητής του Συνασπισµού της Αριστεράς και της Προόδου.

Χαρακτήρισε την προταθείσα αναθεώρηση περιορισµένη και δειλή, κρίνοντας ότι δεν έθιγε τον πυρήνα του πολιτικού συστήµατος διακυβέρνησης και τις συγκεντρωτικές δοµές του και θεωρώντας ότι η αναθεώρηση έπρεπε να στοχεύει στη µεταβίβαση εξουσιών από την κεντρική εξουσία στην κοινωνία των πολιτών. Επισήµανε, εξ άλλου, ως εσφαλµένη την επιλογή να µην προταθεί η αναθεώρηση των διατάξεων που αφορούν τις σχέσεις Εκκλησίας και Κράτους, όπως επισήµανε ως περιοριστική της λαϊκής κυριαρχίας την αναθεώρηση του άρθρου 28 µε αναφορά στη συµµετοχή της χώρας στη διαδικασία Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

Παράλληλα, όπως και ο Γενικός Εισηγητής του Κ.Κ.Ε., προέβαλε ως αναγκαία ενεργοποίηση της λαϊκής κυριαρχίας, την καθιέρωση δηµοψηφισµάτων µε λαϊκή πρωτοβουλία, αντίθετα δε µε τον τελευταίο, εισηγήθηκε την καθιέρωση της επιστολικής ψήφου, ενώ πρότεινε ακόµη την εκλογή της ηγεσίας της δικαιοσύνης από ευρύ σώµα εκλεκτόρων, την κατοχύρωση της αυτοδιοίκησης πλειόνων βαθµών και την αποκατάσταση της ισότητας των φύλων µε τη θέσπιση συνταγµατικού πλαισίου για τη λήψη θετικών µέτρων.

Η συζήτηση επί του περιεχοµένου των προταθεισών προς αναθεώρηση διατάξεων έλαβε χώρα κατά ενότητες άρθρων, τις εξής επτά:

1. Ατοµικά και Κοινωνικά ∆ικαιώµατα.

2. Σύνταγµα και ∆ιεθνής Έννοµη Τάξη.

3. Πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας – Κυβέρνηση.

4. Εκλογικό σώµα – Νοµική θέση των Βουλευτών.

5. Οργάνωση και Λειτουργία της Βουλής.

6. Οργάνωση και λειτουργία της ∆ικαιοσύνης.

7. ∆ηµόσια ∆ιοίκηση – Τοπική Αυτοδιοίκηση – Ανεξάρτητες ∆ιοικητικές Αρχές.


Αφού ακούσθηκαν οι εισηγήσεις των τεσσάρων Γενικών Εισηγητών, µετά από συζήτηση, στις 21 επόµενες συνεδριάσεις, και δύο ψηφοφορίες, τη 18η και τη 19η Οκτωβρίου 2000, είτε επί του συνόλου των αναθεωρητέων διατάξεων είτε κατά παραγράφους άρθρων. Η Επιτροπή διαµόρφωσε το Σχέδιο Αναθεώρησης ∆ιατάξεων του Συντάγµατος, από το οποίο απουσιάζει το σηµείο αιχµής ως προς το επιτρεπτό ίδρυσης Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυµάτων από µη κρατικούς φορείς.

Τη 15η Ιανουαρίου 2001 κατατέθηκαν από τη Νέα ∆ηµοκρατία τροπολογίες στην πρόταση της Επιτροπής Αναθεώρησης του Συντάγµατος, και η συζήτηση στην Ολοµέλεια της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής άρχισε τη µεθεποµένη, 17η Ιανουαρίου 2001, µε Εισηγητή της Πλειοψηφίας τον Ευάγγελο Βενιζέλο, της Μειοψηφίας τον Ιωάννη Βαρβιτσιώτη, του Κ.Κ.Ε. τον Αντώνιο Σκυλλάκο, του Συνασπισµού της Αριστεράς και της Προόδου τον Φώτιο Κουβέλη.

Η αναθεώρηση του 2001 υπήρξε ευρύτατη, τουλάχιστον κρινόµενη σε σχέση µε την προηγούµενη. Καταλαµβάνει µεγάλο θεµατικό φάσµα και χαρακτηρίζεται από τη φροντίδα του αναθεωρητικού νοµοθέτη για την αντιµετώπιση ζητηµάτων που είχε δηµιουργήσει η συνταγµατική πρακτική των πρώτων είκοσι πέντε ετών εφαρµογής του Συντάγµατος, όπως χαρακτηρίζεται και από την αναγωγή, στο επίπεδο του καταστατικού χάρτη της χώρας, ρυθµίσεων της κοινής νοµοθεσίας, ακόµη δε από την εισαγωγή διατάξεων ενόψει της τεχνολογικής προόδου αλλά και της κοινωνικής εξέλιξης.

Έλαβε πολλούς επιθετικούς προσδιορισµούς από εκπροσώπους της επιστήµης και της πολιτικής, όπως, ενδεικτικά, συναινετική, επιβεβαιωτική, θαρραλέα, άτολµη και, πράγµατι, επέφερε πολλές µεταβολές στο Σύνταγµα όπως αυτό είχε διατυπωθεί, το 1975, από τον συντακτικό νοµοθέτη.

1. Aτοµικά και Κοινωνικά Δικαιώµατα

Εκτεταµένη υπήρξε η αναθεώρηση διατάξεων που ρυθµίζουν τα ατοµικά και κοινωνικά δικαιώµατα. Το δικαίωµα επί της προσωπικότητας ενισχύθηκε µε τον περιορισµό της εξαίρεσης ως προς την απαγόρευση λήψης περιοριστικών διοικητικών µέτρων ώστε, εφεξής, να µην είναι δυνατή η λήψη του διοικητικού µέτρου χωρίς την προηγούµενη έκδοση απόφασης ποινικού δικαστηρίου, υπό τις προϋποθέσεις που θέτει ο συνταγµατικός χάρτης. Όσον αφορά την προφυλάκιση, απαγορεύεται η υπέρβαση των ανώτατων ορίων της µε τη διαδοχική επιβολή του µέτρου αυτού για επί µέρους πράξεις της ίδιας υπόθεσης.

Απαγορεύεται ακόµη η επιβολή θανατικής ποινής σε καιρό ειρήνης, ενώ η επιβολή της επιτρέπεται για κακουργήµατα τα οποία τελούνται σε καιρό πολέµου και σχετίζονται µε αυτόν. Θεσπίσθηκε δικαίωµα στην πληροφόρηση καθώς και δικαίωµα συµµετοχής στην Κοινωνία της Πληροφορίας. Πρέπει, ωστόσο, να σηµειωθεί, ότι ασκήθηκε κριτική στη χρήση του όρου «Κοινωνία της Πληροφορίας», το περιεχόµενο του οποίου αναµένεται να προσδιορισθεί, µε την πάροδο του χρόνου, σαφέστερα από τον κοινό νοµοθέτη.

Καθιερώνεται ένα νέο δικαίωµα, του οποίου η προστασία προϋπήρχε σε επίπεδο νόµου, ήδη από το 1997, και το οποίο στοχεύει στην προστασία του ατόµου από τη συλλογή, επεξεργασία και χρήση, ιδίως µε ηλεκτρονικά µέσα, των προσωπικών του δεδοµένων. Εξειδικεύεται η υποχρέωση της δηµόσιας υπηρεσίας ή αρχής να απαντά στα αιτήµατα για παροχή πληροφοριών και χορήγηση εγγράφων, ιδίως δε πιστοποιητικών, δικαιολογητικών και βεβαιώσεων µέσα σε προθεσµία, την οποία ο αναθεωρητικός νοµοθέτης όρισε, κατ’ ανώτατο όριο, 60 ηµερών.

Παράλληλα, προβλέπεται ότι, σε περίπτωση παρόδου άπρακτης της προθεσµίας αυτής ή παράνοµης άρνησης, πέραν των άλλων τυχόν κυρώσεων και έννοµων συνεπειών, καταβάλλεται και ειδική χρηµατική αποζηµίωση, όπως ορίζει ο νόµος. Μία από τις σηµαντικότερες ρυθµίσεις της αναθεώρησης του Συντάγµατος αποτελεί η διευρυµένη προστασία του δικαιώµατος επανόρθωσης του θιγοµένου από ανακριβές δηµοσίευµα ή εκποµπή.

Επεκτείνοντας δε ο αναθεωρητικός νοµοθέτης την προστασία του ατόµου έναντι προσβολών τελούµενων όχι µόνο διά του Tύπου αλλά και µε εκποµπή µέσου ενηµέρωσης, επιβάλλει την υποχρέωση πλήρους και άµεσης επανόρθωσης, και παράλληλα καθιερώνει το δικαίωµα απάντησης του θιγοµένου από υβριστικό ή δυσφηµιστικό δηµοσίευµα ή εκποµπή, ενώ υποχρεώνει το µέσο ενηµέρωσης σε άµεση δηµοσίευση ή µετάδοση της απάντησης. Επίσης, παραπέµπει στον νόµο για τα σχετιζόµενα µε την αστική και ποινική ευθύνη του Tύπου και των άλλων µέσων ενηµέρωσης και την ταχεία εκδίκαση των σχετικών υποθέσεων.

Ιδιαίτερη σηµασία για την ενίσχυση του δικαιώµατος του συνεταιρίζεσθαι των δηµοσίων υπαλλήλων και των υπαλλήλων των οργανισµών τοπικής αυτοδιοίκησης όπως και νοµικών προσώπων δηµοσίου δικαίου ή δηµοσίων επιχειρήσεων έχει η κατάργηση της σχετικής συνταγµατικής διάταξης που προέβλεπε τη δυνατότητα επιβολής, µε νόµο, περιορισµών στο δικαίωµα αυτό. Ως προς την προστασία της ιδιοκτησίας, προβλέφθηκαν πρόσθετες εγγυήσεις ώστε, σε περίπτωση που η συζήτηση στο δικαστήριο για τον προσδιορισµό της οριστικής αποζηµίωσης υπερβαίνει το έτος από τη συζήτηση για τον προσωρινό προσδιορισµό, να λαµβάνεται υπόψη η αξία του απαλλοτριουµένου κατά τον χρόνο της συζήτησης για τον οριστικό προσδιορισµό της αποζηµίωσης.


Προβλέπεται, εξ άλλου, ότι η απόφαση που κηρύσσει την απαλλοτρίωση πρέπει να δικαιολογεί τη δυνατότητα κάλυψης της δαπάνης αποζηµίωσης, ενώ θεσπίζεται η δυνατότητα καταβολής και µε άλλους τρόπους της αποζηµίωσης, εφόσον συναινεί ο δικαιούχος. Από τις σηµαντικότερες καινοτοµίες της αναθεώρησης του 2001, η οποία στοχεύει στην πλήρη διασφάλιση της διαφάνειας και της πολυφωνίας στην ενηµέρωση, είναι η αναφορά στο ιδιοκτησιακό καθεστώς, την οικονοµική κατάσταση και τα µέσα χρηµατοδότησης των µέσων ενηµέρωσης που, όπως αναφέρει η σχετική συνταγµατική διάταξη, πρέπει να είναι γνωστά.

Προς επίτευξη του στόχου αυτού, απαγορεύεται η συγκέντρωση του ελέγχου περισσότερων µέσων ενηµέρωσης της ίδιας ή άλλης µορφής, ειδικότερα δε απαγορεύεται η συγκέντρωση περισσότερων ηλεκτρονικών µέσων ενηµέρωσης της αυτής µορφής, ενώ, παράλληλα, θεσπίζεται το ασυµβίβαστο της ιδιότητας του ιδιοκτήτη, του εταίρου, του βασικού µετόχου ή του διευθυντικού στελέχους επιχείρησης µέσων ενηµέρωσης, µε την ιδιότητα του ιδιοκτήτη, του εταίρου, του βασικού µετόχου ή του διευθυντικού στελέχους επιχείρησης που αναλαµβάνει, έναντι του ∆ηµοσίου ή νοµικού προσώπου του ευρύτερου δηµόσιου τοµέα, την εκτέλεση έργων ή προµηθειών ή την παροχή υπηρεσιών.

Στον νόµο καταλείπεται η εξειδίκευση των ρυθµίσεων αυτών, όπως ο ειδικότερος προσδιορισµός των προσώπων τα οποία καταλαµβάνει το ασυµβίβαστο, των κυρώσεων, των τρόπων ελέγχου και των εγγυήσεων αποτροπής της καταστρατήγησης των διατάξεων αυτών. Το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης και επικοινωνίας εµπλουτίζεται µε δύο νέες ρυθµίσεις, από τις οποίες, η µια προβλέπει τη συγκρότηση, τη λειτουργία και τις αρµοδιότητες αρχής που διασφαλίζει το απόρρητο αυτό η δε άλλη απαγορεύει τη χρήση αποδεικτικών µέσων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση διατάξεων που προστατεύουν το απόρρητο της επικοινωνίας.

Την ιδιωτική και οικογενειακή ζωή και το δικαίωµα προστασίας από τη συλλογή, επεξεργασία και χρήση προσωπικών δεδοµένων. Με δύο νέες παραγράφους στο σχετικό άρθρο προβλέπεται, αφενός, ότι αποτελεί υποχρέωση του κράτους ο σχεδιασµός και η εφαρµογή δηµογραφικής πολιτικής και η λήψη των αναγκαίων µέτρων, αφετέρου, ότι τα άτοµα µε αναπηρίες έχουν δικαίωµα να απολαµβάνουν µέτρων που εξασφαλίζουν την αυτονοµία, την επαγγελµατική ένταξη και τη συµµετοχή τους στην κοινωνική, οικονοµική και πολιτική ζωή της χώρας.

Το δικαίωµα στην εργασία αναµορφώνεται και προστίθεται ρύθµιση, σύµφωνα µε την οποία παραπέµπεται στον νόµο για τα σχετικά µε τη σύναψη συλλογικών συµβάσεων εργασίας από τους δηµόσιους υπαλλήλους και τους υπαλλήλους οργανισµών τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλων νοµικών προσώπων δηµοσίου δικαίου. Ενισχύεται η προστασία του φυσικού περιβάλλοντος µε την εισαγωγή της αρχής της αειφορίας και τη θέσπιση της υποχρέωσης του κράτους να συντάξει δασολόγιο, ενώ προστίθεται ρύθµιση σύµφωνα µε την οποία, οι επιλογές για τη χωροταξική αναδιάρθρωση της χώρας, τη διαµόρφωση.

Την ανάπτυξη, την πολεοδόµηση και την επέκταση των πόλεων και των οικιστικών γενικά περιοχών πρέπει να γίνεται κατά τους κανόνες της επιστήµης. Ακόµη, θεσπίζεται υποχρέωση του κράτους για τη σύνταξη εθνικού κτηµατολογίου και ορίζεται η έννοια του δάσους ή δασικού οικοσυστήµατος. Τέλος, εισάγονται η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου, η αρχή της τριτενέργειας των δικαιωµάτων στις σχέσεις ιδιωτικού δικαίου στις οποίες προσιδιάζουν.

Η αρχή σύµφωνα µε την οποία, οι περιορισµοί στα ατοµικά και κοινωνικά δικαιώµατα πρέπει να προβλέπονται στο Σύνταγµα ή στον κατ’ εξουσιοδότησή του ψηφιζόµενο νόµο, µε παράλληλο σεβασµό της αρχής της αναλογικότητας, ορίζεται ότι δεν αποτελεί διάκριση λόγω φύλου η λήψη θετικών µέτρων για την προώθηση της ισότητας ανδρών και γυναικών και προβλέπεται µέριµνα του κράτους για την άρση των ανισοτήτων που υφίστανται στην πράξη, ιδίως σε βάρος των γυναικών.

2. Σύνταγµα και Διεθνής Έννοµη Τάξη

Με ερµηνευτική δήλωση στο σχετικό άρθρο ορίσθηκε ότι το άρθρο 28 αποτελεί θεµέλιο για τη συµµετοχή της χώρας στις διαδικασίες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η ερµηνευτική αυτή δήλωση δέχθηκε την κριτική, ότι δεν προσθέτει τίποτε το νέο στο κανονιστικό περιεχόµενο του άρθρου 28. Ανήκει, οπωσδήποτε, στην πράξη, η κατάδειξη του αν έχουν δίκιο οι επικριτές της ή ο αναθεωρητικός νοµοθέτης. Εξ άλλου, ερµηνευτική δήλωση στο άρθρο 80 προβλέπει ότι η παράγραφος 2 του άρθρου αυτού (που αναφέρεται στον νόµο σχετικά µε την κοπή ή την έκδοση νοµίσµατος) δεν κωλύει τη συµµετοχή της Ελλάδας στις διαδικασίες της οικονοµικής και νοµισµατικής ένωσης, στο ευρύτερο πλαίσιο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

3. Πρόεδρος της Δηµοκρατίας – Κυβέρνηση – Ποινική Ευθύνη Υπουργών

Στο Σύνταγµα προβλεπόταν, µεταξύ των προσόντων εκλογιµότητας του Προέδρου της ∆ηµοκρατίας, ότι έπρεπε να έχει Ελληνική καταγωγή από πατέρα. Η ανισότητα αυτή έναντι του γυναικείου φύλου έπαυσε να υφίσταται, εφόσον προστέθηκε, στο αναθεωρηθέν κείµενο της σχετικής διάταξης, ότι ο Πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας µπορεί να έλκει την Ελληνική καταγωγή του και από µητέρα. Πριν από την αναθεώρησή του το 2001, το Σύνταγµα ρύθµιζε την αντικατάσταση του Πρωθυπουργού στις περιπτώσεις παραίτησης και θανάτου του.


∆ηµιουργήθηκε, όµως, πρόβληµα µε τη µακρά ασθένεια του τότε Πρωθυπουργού (1993 - 1996), Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος είχε περιέλθει, εξαιτίας της, σε αδυναµία να εκπληρώσει τα καθήκοντά του. Το διαπιστωθέν κενό πληρώθηκε µε νέα ρύθµιση, σύµφωνα µε την οποία ορίσθηκε και ο λόγος υγείας ως λόγος αντικατάστασής του, και καθορίσθηκε η σχετική διαδικασία. Ο θεσµός της ποινικής ευθύνης των Υπουργών αναµορφώθηκε πλήρως, µε σηµεία αιχµής της:

  • Την απαγόρευση της θέσπισης ιδιώνυµων υπουργικών αδικηµάτων. 
  • Την πρόβλεψη της σύστασης ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, αλλιώς, την απόρριψη της πρότασης άσκησης δίωξης ως προδήλως αβάσιµης. 
  • Την άσκηση ή µη ποινικής δίωξης µετά την εισαγωγή στην Ολοµέλεια της Βουλής του πορίσµατος της ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής και απόφαση της Ολοµέλειας. 
  • Τον ορισµό, ως χρονικού ορίου για την άσκηση της διωκτικής αρµοδιότητας της Βουλής, το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει µετά την τέλεση του αδικήµατος. 
  • Τη θέσπιση της δυνατότητας της Βουλής να ανακαλεί οποτεδήποτε την απόφασή της. 
  • Τον λεπτοµερή προσδιορισµό του τρόπου συγκρότησης του Ειδικού ∆ικαστηρίου, του ∆ικαστικού Συµβουλίου και των καθηκόντων του Εισαγγελέα µε παράλληλη κατάργηση της Επιτροπής των κατηγόρων βουλευτών, ως θεσµού, για την υποστήριξη της κατηγορίας ενώπιον του δικαστηρίου η οποία προβλεπόταν στον Κανονισµό της Βουλής. 
  • Την ταυτόχρονη παραποµπή των τυχόν συµµετόχων ενώπιον του Ειδικού ∆ικαστηρίου σε περίπτωση παραποµπής προσώπου που είναι ή διατέλεσε µέλος της Κυβέρνησης ή Υφυπουργός. 

Σηµειώνεται, τέλος, η πρόβλεψη, µε παραποµπή στον νόµο, της συγκρότησης, της λειτουργίας και των αρµοδιοτήτων δύο νέων συµβουλευτικών της κυβέρνησης οργάνων: της Οικονοµικής και Κοινωνικής Επιτροπής και του Εθνικού Συµβουλίου Εξωτερικής Πολιτικής.

4. Εκλογικό σώµα – Νοµική Θέση των Βουλευτών

Ως προς µεν τις εκλογές, ορίζεται ότι διενεργούνται ταυτόχρονα σε όλη την Επικράτεια, προβλέπεται δε η δυνατότητα εισαγωγής ρύθµισης για την άσκηση, από τους ευρισκόµενους εκτός Επικράτειας πολίτες, του εκλογικού δικαιώµατός τους µε επιστολική ψήφο ή άλλο πρόσφορο µέσο. Ακόµη, παραλείπονται οι κυρώσεις για τη µη άσκηση του εκλογικού δικαιώµατος, µε συνέπεια, οι υφιστάµενες στον νόµο να παύουν να ισχύουν. Ως προς το εκλογικό σύστηµα και τις εκλογικές περιφέρειες, ορίζεται ότι ο σχετικός νόµος ισχύει από τις µεθεπόµενες εκλογές.

Εκτός αν προβλέπεται, µε ρητή διάταξη, η άµεση ισχύς του από τις επόµενες εκλογές, η οποία ψηφίζεται µε πλειοψηφία των δύο τρίτων του συνόλου των βουλευτών. Ρύθµιση που δέχθηκε την κριτική, ότι καταλείπει στα µεγαλύτερα κόµµατα της Βουλής τη ρύθµιση των κανόνων των εκλογικών αναµετρήσεων. Η ρύθµιση ως προς τον ορισµό των βουλευτών κάθε περιφέρειας εξειδικεύθηκε, µε αναφορά στον υπολογισµό του βάσει του νόµιµου πληθυσµού της, ο οποίος προκύπτει, σύµφωνα µε την τελευταία απογραφή, από τους εγγεγραµµένους στα οικεία δηµοτολόγια.

Ιδιαίτερα εκτεταµένη είναι, εξ άλλου, η µεταβολή η οποία επήλθε στο καθεστώς των εκλογικών κωλυµάτων και ασυµβιβάστων των βουλευτών. Έτσι, όσον αφορά τα κωλύµατα, ο εκσυγχρονισµός τους µέσω του περιορισµού τους και, παράλληλα, η λήψη υπόψη της νοµολογίας του Ανώτατου Ειδικού ∆ικαστηρίου, υπήρξε κύριο µέληµα του αναθεωρητικού νοµοθέτη. Στο πνεύµα αυτό, µειώθηκαν οι κατηγορίες των κωλυόµενων προσώπων, ενώ ορίσθηκε, ως προς το τοπικό και σηµαντικότερο, σε σχέση µε τον αριθµό των κωλυόµενων προσώπων.

Κώλυµα είναι, ότι, χρονικά, αφορά εκείνους οι οποίοι υπηρέτησαν µέσα στους τελευταίους δεκαοκτώ µήνες της τετραετούς βουλευτικής περιόδου. Η µείωση του κρίσιµου χρόνου στο ήµισυ και η µνεία της περιόδου ως τετραετούς έχει την έννοια ότι το κώλυµα δεν θα ισχύει κάθε φορά που η θητεία της Βουλής θα λήγει πρόωρα. Επίσης, ορίσθηκε, ότι τα ανώτερα αιρετά µονοπρόσωπα όργανα των οργανισµών τοπικής αυτοδιοίκησης δεύτερου βαθµού έχουν κώλυµα ακόµη και αν παραιτηθούν πριν από την εκλογή. Ρύθµιση, η οποία δέχθηκε κριτική, ως υπερβολικά περιοριστική.

Αντίθετα προς τα κωλύµατα, τα ασυµβίβαστα ενισχύθηκαν ιδίως µε την καθιέρωση επαγγελµατικού ασυµβιβάστου, το οποίο καθιστά απόλυτο η έλλειψη, µέχρι σήµερα, θέσπισης εξαιρέσεων δυνάµει νόµου, µετά την καταψήφιση του κατατεθέντος το 2002 νοµοσχεδίου. Γεγονός είναι, ωστόσο, ότι το ζήτηµα µπορεί να επανέλθει προς συζήτηση µε πρωτοβουλία είτε της κυβέρνησης είτε της Βουλής.

5. Οργάνωση και Λειτουργία της Βουλής

Με προσθήκη νέας ρύθµισης, ο αναθεωρητικός νοµοθέτης κατέστησε συνταγµατικό δικαίωµα των κοµµάτων, την οικονοµική ενίσχυσή τους από το κράτος για τις εκλογικές και λειτουργικές τους δαπάνες.

Προέβλεψε, εξ άλλου, ότι ο νόµος µπορεί να επεκτείνει τις εγγυήσεις διαφάνειας ως προς τις εκλογικές δαπάνες και τα οικονοµικά των κοµµάτων, και στους υποψηφίους στην τοπική αυτοδιοίκηση όλων των βαθµών. Προέβλεψε, ακόµη, τη σύσταση ειδικού οργάνου, µε τη συµµετοχή δικαστών, για τον έλεγχο των δαπανών κοµµάτων και βουλευτών. Ενώ θέσπισε, ως λόγο έκπτωσης από το βουλευτικό αξίωµα, µε πρωτοβουλία του ειδικού οργάνου που προαναφέρθηκε, κατά τους ορισµούς του νόµου, την υπέρβαση του ανώτατου ορίου των εκλογικών δαπανών και την παράβαση ορισµένων µορφών προεκλογικής προβολής.


Σηµαντικές είναι οι µεταρρυθµίσεις ως προς τη λειτουργία της Βουλής, µε την αναµόρφωση των διατάξεων ως προς την αρµοδιότητα άσκησης του νοµοθετικού έργου. Χωρίς να µεταβληθούν τα σχετικά µε το τεκµήριο αρµοδιότητας, το οποίο διατηρεί η Ολοµέλεια της Βουλής τόσο όταν ασκεί κατ’ αποκλειστικότητα τη νοµοθετική αρµοδιότητά της όσο και ως τελικά αποφασίζον όργανο, δόθηκε η δυνατότητα, η οποία υιοθετήθηκε από τον Κανονισµό της Βουλής, να συζητούνται και να ψηφίζονται νοµοσχέδια και προτάσεις νόµων στις διαρκείς κοινοβουλευτικές επιτροπές.

Στην τελευταία περίπτωση, το νοµοσχέδιο ή η πρόταση νόµου εισάγεται στην Ολοµέλεια σε µια συνεδρίαση και ψηφίζεται ενιαία επί της αρχής, επί των άρθρων και στο σύνολο, παραπέµπεται δε στον Κανονισµό της Βουλής η ρύθµιση της συζήτησης και ψήφισης στην Ολοµέλεια νοµοσχεδίου ή πρότασης νόµου που έγινε δεκτή στην Επιτροπή µε πλειοψηφία τουλάχιστον τεσσάρων πέµπτων. Ως προς τον κοινοβουλευτικό έλεγχο, καθίσταται δυνατός και κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του Τµήµατος ∆ιακοπής των Εργασιών της Βουλής και προβλέπεται η δυνατότητα να µετέχουν οι βουλευτές σε όλους τους κοινοβουλευτικούς σχηµατισµούς.

6. Οργάνωση και Λειτουργία της Δικαιοσύνης

Ιδιαίτερα εκτεταµένη υπήρξε η συνταγµατική µεταρρύθµιση στο πεδίο της δικαιοσύνης. Ορίσθηκε έτσι, ότι, κατά παρέκκλιση από τα οριζόµενα στα άρθρα 94, 95 και 98, διαφορές σχετικά µε τις κάθε είδους αποδοχές και τις συντάξεις των δικαστικών λειτουργών και υπό την προϋπόθεση ότι η επίλυση των σχετικών νοµικών ζητηµάτων µπορεί να επηρεάσει τη µισθολογική, συνταξιοδοτική ή φορολογική κατάσταση ευρύτερου κύκλου προσώπων, εκδικάζονται από το ειδικό δικαστήριο του άρθρου 99 του Συντάγµατος (το δικαστήριο αγωγών κακοδικίας).

Τροποποιήθηκε η διάταξη που επιτρέπει κατ’ εξαίρεση τη µετάταξη δικαστικών λειτουργών, µε την κατάργηση της δυνατότητας µετάταξης τακτικών δικαστών για την πλήρωση θέσεων Αντεισαγγελέων του Αρείου Πάγου. Προβλέφθηκε η προαγωγή δικαστών των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων στον βαθµό του Συµβούλου της Επικρατείας και στο ένα πέµπτο των θέσεων. Ορίσθηκε, βάσει ερµηνευτικής δήλωσης στο άρθρο 88, ότι επιτρέπεται η ενοποίηση του πρώτου βαθµού δικαιοδοσίας της πολιτικής δικαιοσύνης και η ρύθµιση της υπηρεσιακής κατάστασης των δικαστικών λειτουργών του βαθµού αυτού.

Περιορίσθηκε η δυνατότητα συµµετοχής των δικαστικών λειτουργών σε µόνα τα συµβούλια ή τις επιτροπές που ασκούν αρµοδιότητες πειθαρχικού, ελεγκτικού ή δικαιοδοτικού χαρακτήρα όπως και νοµοπαρασκευαστικές επιτροπές, εφόσον η συµµετοχή τους αυτή προβλέπεται ειδικά από τον νόµο. Απαγορεύθηκε η ανάθεση διοικητικών καθηκόντων σε δικαστικούς λειτουργούς, ορίσθηκε ότι, καθήκοντα σχετικά µε την εκπαίδευση δικαστικών λειτουργών θεωρούνται δικαστικά. Όπως ορίσθηκε ότι επιτρέπεται η ανάθεση σε δικαστικούς των καθηκόντων της εκπροσώπησης της χώρας σε διεθνείς οργανισµούς.

Ορίσθηκε, ακόµη, ότι επιτρέπεται η ανάθεση σε δικαστικούς λειτουργούς της διενέργειας διαιτησιών, κατά τους ορισµούς του νόµου, µόνο στο πλαίσιο των υπηρεσιακών τους καθηκόντων. Αναµορφώθηκε, σε µεγάλη έκταση, το καθεστώς των προαγωγών, τοποθετήσεων, µεταθέσεων, αποσπάσεων και µετατάξεων των δικαστικών λειτουργών. Αναµορφώθηκαν τα της δικαιοδοσίας των δικαστηρίων µε τον χωρισµό των δικαιοδοσιών και την ενοποίηση της δικαιοδοσίας του Συµβουλίου της Επικρατείας και των διοικητικών δικαστηρίων, και την παραποµπή στον νόµο ως προς την υπαγωγή των διοικητικών διαφορών στο Συµβούλιο της Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια.

Αναπροσδιορίστηκαν οι ενδεικτικά αναφερόµενες αρµοδιότητες του Συµβουλίου της Επικρατείας και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθιερώθκε, µε ρητή διάταξη, η υποχρέωση της ∆ιοίκησης να συµµορφώνεται προς τις δικαστικές αποφάσεις. Ενώ, µε παραποµπή στον νόµο, προβλέπονται έννοµες συνέπειες και κυρώσεις σε περίπτωση παραβίασης της διάταξης σύµφωνα µε την οποία κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εµπεριστατωµένα αιτιολογηµένη και να απαγγέλλεται σε δηµόσια συνεδρίαση.

Ακόµη, αναµορφώθηκε το καθεστώς προαγωγών, τοποθετήσεων, µεταθέσεων, αποσπάσεων και µετατάξεων των δικαστικών υπαλλήλων όπως και της ασκούµενης επ’ αυτών πειθαρχικής εξουσίας, µε την αντικατάσταση των δικαστικών συµβουλίων από υπηρεσιακά συµβούλια, στα οποία συµµετέχουν και εκπρόσωποι των δικαστικών υπαλλήλων. Ιδιαίτερης σηµασίας είναι νέα διάταξη, µε την οποία ορίζεται ότι, σε περίπτωση που Τµήµα του Συµβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου κρίνει διάταξη νόµου αντισυνταγµατική, παραπέµπει υποχρεωτικά το ζήτηµα στην οικεία Ολοµέλεια.

Εκτός αν αυτό έχει ήδη κριθεί µε απόφαση της Ολοµέλειας του ίδιου δικαστηρίου ή µε απόφαση του Ανώτατου Ειδικού ∆ικαστηρίου. Η Ολοµέλεια συγκροτείται σε δικαστικό σχηµατισµό και αποφαίνεται οριστικά, η ρύθµιση δε αυτή εφαρµόζεται αναλόγως και κατά την επεξεργασία των κανονιστικών διαταγµάτων από το Συµβούλιο της Επικρατείας. Προφανής στόχος της ρύθµισης αυτής είναι η επίτευξη ενότητας της νοµολογίας, στο ανώτατο επίπεδο απονοµής της δικαιοσύνης, όταν τίθεται ζήτηµα συνταγµατικότητας διάταξης νόµου.

Η αφαίρεση, ωστόσο, από τα Τµήµατα των τριών ανώτατων δικαστηρίων της αρµοδιότητας να αποφαίνονται επί ζητηµάτων συνταγµατικότητας διατάξεων νόµων προκάλεσε έντονη θεωρητική συζήτηση κατά το στάδιο της αναθεωρητικής διαδικασίας, γιατί θεωρήθηκε από εκπροσώπους της επιστήµης ως ρήγµα στον, κατ’ αρχήν, διάχυτο έλεγχο συνταγµατικότητας που καθιερώνεται από το Σύνταγµα για όλες τις βαθµίδες της δικαιοσύνης και όλους τους δικαστικούς σχηµατισµούς. Τέλος, νέα διάταξη αναφέρεται στα σχετικά µε τη συγκρότηση και τη λειτουργία του Νοµικού Συµβουλίου του Κράτους και µε την υπηρεσιακή κατάσταση των λειτουργών και υπαλλήλων του.


7. ∆ηµόσια ∆ιοίκηση – Τοπική Αυτοδιοίκηση – Ανεξάρτητες Διοικητικές Αρχές

Με ερµηνευτική δήλωση στο άρθρο 101, ο αναθεωρητικός νοµοθέτης θεσπίζει υποχρέωση για τον κοινό νοµοθέτη και τη διοίκηση, όταν δρουν κανονιστικά, να λαµβάνουν υπόψη τις ιδιαίτερες συνθήκες των νησιωτικών περιοχών. Εξ άλλου, µε ρητή διάταξη ανατίθεται η διοίκηση των τοπικών υποθέσεων σε αµφότερους τους βαθµούς τοπικής αυτοδιοίκησης, θεσπίζεται τεκµήριο αρµοδιότητας υπέρ των οργανισµών τοπικής αυτοδιοίκησης για τη διοίκηση των τοπικών υποθέσεων, καθορίζονται, µε νόµο, το εύρος και οι κατηγορίες των τοπικών υποθέσεων όπως και η κατανοµή τους στους επί µέρους βαθµούς.

Ενώ επίσης µε νόµο µπορεί να ανατίθεται στους οργανισµούς τοπικής αυτοδιοίκησης η άσκηση αρµοδιοτήτων που αποτελούν αποστολή του κράτους. Όσον αφορά το νοµικό καθεστώς των σχέσεων ιδιωτικού δικαίου στο ∆ηµόσιο και τον ευρύτερο δηµόσιο τοµέα, παραπέµπεται στον νόµο για τον καθορισµό των όρων και της χρονικής τους διάρκειας όπως και των καθηκόντων του προσωπικού αυτής της κατηγορίας, ενώ θεσπίζεται απαγόρευση µονιµοποίησης, µε νόµο, του προσωπικού αυτού ή η µετατροπή των σχετικών συµβάσεων σε αορίστου χρόνου.

Απαγόρευση που καταλαµβάνει και τους απασχολουµένους µε σύµβαση έργου. Μείζονος σηµασίας είναι η ρύθµιση νέας διάταξης, η οποία θεσπίζει πλαίσιο αρχών για τις πέντε Ανεξάρτητες Αρχές που ανάγονται σε συνταγµατικούς θεσµούς. Σύµφωνα µε αυτό, τα µέλη των Αρχών αυτών διορίζονται για ορισµένη θητεία, απολαµβάνουν προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας η δε επιλογή τους γίνεται µε απόφαση της ∆ιάσκεψης των Προέδρων της Βουλής.

Στον Κανονισµό της Βουλής παραπέµπεται η ρύθµιση όσων αφορούν τη σχέση των Ανεξάρτητων Αρχών µε τη Βουλή και ο τρόπος άσκησης επ’ αυτών του κοινοβουλευτικού ελέγχου. Μεγάλος αριθµός εκτελεστικών νόµων που έχουν ήδη ψηφισθεί, εξειδικεύουν το περιεχόµενο διατάξεων που αναθεωρήθηκαν, και ολοκληρώνουν, κατ’ αυτό τον τρόπο, τις στοχεύσεις του αναθεωρητικού νοµοθέτη. Η εφαρµογή, των µεν και των δε, θα καταδείξει τη σηµασία του εύρους της δεύτερης αυτής αναθεώρησης του καταστατικού χάρτη της χώρας.

ΜΕΡΙΚΗ ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΩΝ 

ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΩΝ 1844 ΚΑΙ 1864

Α. Σύνταγμα 1844 (Συνταγματική Μοναρχία)

Παρά τις διαβεβαιώσεις που είχαν δοθεί από τις προστάτιδες Δυνάμεις στη Διακήρυξη της Διάσκεψης του Λονδίνου (14 / 26 Απριλίου 1832), αλλά και από το Λουδοβίκο Α’ της Βαυαρίας στο πλαίσιο της Συνθήκης του Λονδίνου (25 Απριλίου / 7 Μαΐου 1832) για την παραχώρηση Συντάγματος και την εγκαθίδρυση του πολιτεύματος της Συνταγματικής Μοναρχίας με την ενηλικίωση του Όθωνα, τίποτε τέτοιο δε συνέβη. Αντίθετα, η εδραίωση της πολιτικής ισχύος της μοναρχίας επιχειρήθηκε με την εγκαθίδρυση ενός απολυταρχικού καθεστώτος, όπου η πολιτική εξουσία βρισκόταν συγκεντρωμένη στο πρόσωπο του βασιλιά (και της αντιβασιλείας αρχικά).

Η καταλυτική δράση της Επανάστασης της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 οδήγησε τελικά στην ψήφιση του Συντάγματος του 1844, το οποίο είχε ως πρότυπο το Γαλλικό Σύνταγμα (Charte) του 1830 και λιγότερο το Βελγικό του 1831 και καθιέρωνε καταρχάς τη Μοναρχική αρχή. Ο βασιλιάς αποτελούσε το φορέα και την πηγή της κρατικής εξουσίας. Ήταν πρόσωπο ιερό και απαραβίαστο, όχι μόνο ο ανώτατος «Άρχων του Κράτους), αλλά και το ανώτατο, το κυρίαρχο όργανο του κράτους υπέρ του οποίου συνέτρεχε το «τεκμήριο της αρμοδιότητος».

Αυτό σημαίνει ότι για οποιοδήποτε ζήτημα, αρμόδιος ήταν ο βασιλιάς, ο οποίος, ως ανώτατο κρατικό όργανο, αποδεχόταν μόνον τους ρητά διατυπωμένους στο Σύνταγμα περιορισμούς της εξουσίας του. Στη συνέχεια, το Σύνταγμα που ψήφισε η Εθνοσυνέλευση καθιέρωσε και την αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Η εκτελεστική εξουσία, σύμφωνα με το κείμενο του Συντάγματος,ανήκει στο βασιλιά και «ενεργείται δια των παρ’ αυτού διοριζομένων υπευθύνων Υπουργών». Με άλλο άρθρο καθιερώνει το ανεύθυνο του βασιλιά και παράλληλα την ποινική και αστική ευθύνη των υπουργών, οι οποίοι «αυτού είναι υπεύθυνοι».

Τόσο ο διορισμός του πρωθυπουργού, όσο και αυτός των μελών της κυβέρνησης ανήκε στην αποκλειστική αρμοδιότητα του βασιλιά, ενώ η εξουσία του διορισμού της κυβέρνησης για πρώτη φορά πήρε τη μορφή γραπτού κανόνα δικαίου. Ο περιορισμός ότι καμιά πράξη του Βασιλιά δεν έχει ισχύ χωρίς την προσυπογραφή του αρμόδιου Υπουργού χάνει τη σημασία του, αφού ο Βασιλιάς διορίζει και παύει τους Υπουργούς. Επίσης, ο Βασιλιάς είναι αρχηγός του κράτους και αρχηγός του στρατού. Επιπλέον, το Σύνταγμα του 1844 καθιέρωνε τη μοναρχική και όχι τη δημοκρατική αρχή.

Οι υπουργοί -όπως προαναφέρθηκε- διορίζονταν και παύονταν από το μονάρχη, είχαν ελευθερία εισόδου στις συνεδριάσεις και δικαίωμα να ακούγονται «οσάκις ζητήσωσι τον λόγον», καθώς και υποχρέωση «να δίδωσι διασαφήσεις οσάκις ζητηθώσι». Η νομοθετική εξουσία προβλεπόταν να ασκείται από κοινού από το βασιλιά, την 80μελή αιρετή Βουλή και τη Γερουσία, που αποτελούνταν από 27 ισόβια μέλη διορισμένα από το βασιλιά (άρα προβλέπονταν δύο Βουλές). Ο μονάρχης εκτός από τη νομοθετική πρωτοβουλία,είχε και το δικαίωμα της κύρωσης και δημοσίευσης των νόμων, ενώ, μπορούσε να διαλύει, χωρίς περιορισμό, τη Βουλή.

Τα μέλη της Βουλής δε μπορούσαν να είναι λιγότερα από 80, εκλέγονταν κάθε τρία χρόνια και προστατεύονταν από το ακαταδίωκτο κατά τη διάρκεια της συνόδου. Η Γερουσία συνιστούσε ένα μη αιρετό νομοθετικό σώμα. Τα μέλη της δε μπορούσαν να είναι λιγότερα από 27 (ο βασιλιάς είχε δικαίωμα να αυξήσει τον αριθμό τους, όχι όμως άνω του 50% του συνολικού αριθμού των βουλευτών), διορίζονταν από το βασιλιά και ήταν ισόβια. Η Γερουσία ήταν αριστοκρατική και αποτέλεσε ένα έντονα συντηρητικό στοιχείο του Συντάγματος του 1844, γι’ αυτό και απαιτήθηκε η κατάργησή της στο επόμενο σύνταγμα.


Η δικαστική εξουσία, τέλος, «ενεργείται δια των δικαστηρίων, αι δε δικαστικαί αποφάσεις εκτελούνται εν ονόματι του Βασιλέως». Επιπλέον, το νέο Σύνταγμα κατοχύρωνε συνταγματικά ορισμένα θεμελιώδη δικαιώματα, επαναλαμβάνοντας τα αντίστοιχα άρθρα των Συνταγμάτων του Αγώνα. Λόγου χάριν, κατοχύρωνε την ισότητα απέναντι στο νόμο, την απαγόρευση της δουλείας, το απαραβίαστο του οικογενειακού ασύλου, την ελευθερία γνώμης και την ελευθεροτυπία, την προστασία της ιδιοκτησίας, την ανεξιθρησκεία, το απόρρητο των επιστολών, την δωρεάν εκπαίδευση, ενώ δίνονταν εγγυήσεις για την ατομική ελευθερία.

Τέλος, απαγορεύονταν τα βασανιστήρια. Σαφώς γινόταν προσπάθεια να προστατευτούν τα δικαιώματα των πολιτών από την αυθαιρεσία της κρατικής εξουσίας. Η κατάρτιση του πρώτου Συντάγματος που περιελάμβανε 107 άρθρα στάθηκε αντικείμενο επεξεργασίας της Εθνοσυνέλευσης που προέκυψε μετά το Κίνημα της 3ης Σεπτεμβρίου και διήρκεσε από τις 8 Νοεμβρίου 1843 έως τις 18 Μαρτίου του 1844. Με την ψήφιση του Συντάγματος καταργήθηκε η απόλυτη μοναρχία και εγκαθιδρύθηκε το πολίτευμα της Συνταγματικής Μοναρχίας και καθιερώθηκε η αρχή της διάκρισης των εξουσιών.

Στο Σύνταγμα προσαρτήθηκε και ο εκλογικός νόμος, με τον οποίο προβλεπόταν η διενέργεια εκλογών για την ανάδειξη νέας Βουλής και το σχηματισμό κυβέρνησης, εκλογές που θα διεξάγονταν με πλειοψηφικό σύστημα δύο γύρων. Κατοχυρωνόταν, επιπροσθέτως, το δικαίωμα της άμεσης και καθολικής για τους άνδρες -άνω των 25 ετών- ψηφοφορίας, με ελάχιστους περιορισμούς (να έχουν εργασία ή περιουσία), ρύθμιση που αποτελούσε παγκόσμια πρωτοπορία και ακολουθούσε το πρότυπο των σχετικών άρθρων των συνταγμάτων της επαναστατικής περιόδου.

Η διάρκεια της βουλής, τέλος, ορίστηκε να είναι τα τρία χρόνια. Με άλλες διατάξεις οριζόταν η εκλογική διαδικασία, σύμφωνα με την οποία οι εκλογείς μπορούσαν να δώσουν θετική ψήφο σε όσους υποψήφιους ήθελαν, συμπληρώνοντας ψηφοδέλτια, ακόμη και διαφορετικών συνδυασμών. Αδιαμφισβήτητες αδυναμίες του Συντάγματος ήταν:

1. Το ότι δεν κατοχυρώθηκε συνταγματικά το δικαίωμα του συνέρχεσθαι και συνεταιρίζεσθαι, πράγμα που εμπόδισε τη συγκρότηση κομματικών μηχανισμών και

2. Το ότι στις διατάξεις του δεν προβλεπόταν η αναθεώρησή του. Πρόκειται ασφαλώς για ένα απολύτως αυστηρό Σύνταγμα, αφού μόνο με νέο Σύνταγμα ήταν δυνατή η μεταβολή του παρόντος.

Το Σύνταγμα του 1844 ήταν συντηρητικό και μοναρχικό. Στην πραγματικότητα δεν υπήρξε έργο της συντακτικής Συνέλευσης, αλλά του ίδιου του βασιλιά, με τον οποίο η Εθνοσυνέλευση απλώς συνέπραξε.

Μπορεί ο Όθων να μην παραχώρησε αυτοβούλως αλλά αναγκαστικά (λόγω της εξέγερσης της 3ης Σεπτεμβρίου 1843) το νέο Σύνταγμα. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα «σύνταγμα – συνάλλαγμα» ανάμεσα στον βασιλιά και το Έθνος, ο οποίος έτσι διασφάλιζε την παραμονή του στο θρόνο. Προφανώς δεν μπορεί να αμφισβητηθεί το γεγονός ότι το Σύνταγμα του 1844 είχε νομική, πολιτική, ιδεολογική και συμβολική αξία. Το συγκεκριμένο Σύνταγμα, μολονότι καθιέρωνε τη συνταγματική μοναρχία, διασφάλιζε και θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα.

Ενώ σε πολλές διατάξεις του ανιχνεύονταν σπέρματα του κοινοβουλευτικού ελέγχου της κυβέρνησης και οι πρώτες βάσεις ανάπτυξης του κοινοβουλευτικού συστήματος. Καταλήγοντας, το δικαίωμα της καθολικής ψηφοφορίας δημιούργησε νέους όρους για την πολιτική και κομματική δράση, καθώς ανοίχτηκε ευρύ πεδίο για τη συμμετοχή πολιτών και κομμάτων στο δημόσιο βίο και διευκολύνθηκε η διεκδίκηση συμφερόντων. Όπως φάνηκε αρκετά γρήγορα, ο Όθωνας, παρόλο που δέχτηκε την εγκαθίδρυση συνταγματικού πολιτεύματος, δεν είχε τη διάθεση να το εφαρμόσει πιστά.

Από την αρχή, παραβιάζοντας το πνεύμα του Συντάγματος, προσπαθούσε έκδηλα να συγκεντρώσει στα χέρια του όλο και περισσότερη εξουσία. Δε δίσταζε μάλιστα να ενισχύει τους κυβερνητικούς υποψηφίους στις εκλογές, να διορίζει και παύει υπουργούς κατά βούληση χωρίς την προηγούμενη έγκριση της βουλής, τακτική που οδηγούσε τα κόμματα της αντιπολίτευσης σε διαρκή σύγκρουση μαζί του, καθώς και να λαμβάνει πιεστικά μέτρα κατά της ελευθερίας του τύπου και της ανεξαρτησίας των συνειδήσεων. Αποτέλεσμα της πολιτικής αυτής υπήρξαν οι λεγόμενες αυλικές κυβερνήσεις.

Β. Σύνταγμα 1864 (Βασιλευομένη Δημοκρατία)

Το Σύνταγμα του 1864 ήταν έργο της διετούς διάρκειας Εθνοσυνέλευσης που συγκροτήθηκε μετά την εκθρόνιση του Όθωνα. Ο νέος βασιλιάς, Γεώργιος Α’ αποδέχτηκε το σχέδιο Συντάγματος, αν και λιγοστές μόνο από τις εισηγήσεις του έγιναν δεκτές. Δεν αποτέλεσε

«Σύνταγμα - συνάλλαγμα», αλλά έργο της κυρίαρχης συντακτικής Συνέλευσης και αυτό γιατί ο βασιλιάς, μιας και δεν αναγνωρίστηκε ως παράγοντας της συντακτικής εξουσίας, απείχε από την κατάρτισή του. Το νέο Σύνταγμα περιελάμβανε 110 άρθρα, ήταν δηλαδή εκτενέστερο εκείνου του 1844 και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 17 Νοεμβρίου 1864. Σύμφωνα με αυτό, εγκαθιδρύεται το πολίτευμα της Βασιλευομένης Δημοκρατίας. Το πρόσωπο του βασιλιά δεν ήταν πια «ιερό» και «απαραβίαστο».


Πηγή και φορέας της πολιτικής εξουσίας αναγνωρίζεται αντί του μονάρχη το Ελληνικό έθνος: ''Άπασαι αι εξουσίαι πηγάζουν εκ του Έθνους,ενεργούνται δε καθ’ ον τρόπον ορίζει το Σύνταγμα.'' (αρχή της λαϊκής κυριαρχίας). Το Σύνταγμα του 1864 βρισκόταν πολύ κοντά στα σύγχρονά του δημοκρατικά Συντάγματα και ιδιαίτερα του Βελγίου του 1831 και της Δανίας του 1849. Το Σύνταγμα του 1864 καθιέρωσε τη δημοκρατική αρχή με τα εξής άρθρα:

α) Αρχή της κυριαρχίας του Λαού.

β) Η αναθεωρητική λειτουργία εναπόκειται μόνον στη Βουλή και όχι στο βασιλιά.

γ) Με άρθρο, το οποίο καθιέρωνε το «τεκμήριο της αρμοδιότητος» υπέρ του λαού και των άλλων συντεταγμένων εξουσιών και κατά του βασιλιά.

δ) Προέβλεπε καθολική ψηφοφορία για την ανάδειξη των εκπροσώπων του λαού στη Βουλή.

Κατοχύρωνε συνταγματικά την ισότητα όλων των Ελλήνων απέναντι στο νόμο και τη φορολογική επιβάρυνσή τους ανάλογα με την περιουσία τους, το απαραβίαστο της προσωπικής ελευθερίας και του οικογενειακού ασύλου, την απαγόρευση της δουλείας, την κατάργηση της ποινής του θανάτου και την ελευθεροτυπία. Ιδιαίτερα σημαντική κατάκτηση του Συντάγματος του 1864 αποτελεί και η κατοχύρωση του δικαιώματος του συνέρχεσθαι και συνεταιρίζεσθαι, που άνοιγε το δρόμο στη συγκρότηση κομματικών σχηματισμών.

Τα κόμματα θεωρήθηκαν απαραίτητα για την έκφραση της βούλησης της κοινής γνώμης, με το επιχείρημα ότι η εναλλακτική λύση είναι οι συνωμοτικοί κύκλοι και οι βιαιοπραγίες. Σε άλλα άρθρα προβλέπεται ότι η εκτελεστική εξουσία ασκείται από το βασιλιά, ενώ η Νομοθετική εξουσία από το βασιλιά και τη βουλή. Η βουλή απαρτίζεται από 150 -τουλάχιστον- βουλευτές που αναδεικνύονται μέσω εκλογών και διαρκεί τέσσερα χρόνια.Καθιερώνεται δε η άμεση, καθολική, μυστική ψηφοφορία και ορίζεται σαφώς ότι οι εκλογές θα διοργανώνονται ταυτόχρονα σε όλη την επικράτεια.

Ο μονάρχης είχε βέβαια το δικαίωμα διάλυσης της Βουλής, αλλά το σχετικό με τη διάλυση διάταγμα έπρεπε να προσυπογράφεται από όλα τα μέλη της κυβέρνησης, να προκηρύσσει τη διεξαγωγή εκλογών μέσα σε δύο μήνες και να συγκαλεί τη νέα Βουλή μέσα σε τρεις μήνες. Η δικαστική εξουσία δεν πηγάζει πια από το μονάρχη, αλλά τη δικαιοσύνη απονέμουν ισόβιοι δικαστές, που ο βασιλιάς διορίζει «κατά νόμον». Το Σύνταγμα, αφού η Εθνοσυνέλευση κατήργησε τη Γερουσία (ως θεσμό άκρως συντηρητικό), καθιέρωσε το σύστημα της μιας Βουλής.

Η απόφαση αυτή των πληρεξουσίων κρίνεται ως άκρως πρωτοποριακή για τα δεδομένα της εποχής. Το Σύνταγμα του 1864 θέσπισε επιπλέον το ασυμβίβαστο μεταξύ δημοσιοϋπαλληλικής και δημαρχιακής ιδιότητας αφενός και βουλευτικού αξιώματος αφετέρου. Επιπλέον, έδινε το δικαίωμα σε όλα τα δικαστήρια της χώρας να κάνουν έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων βάσει άρθρου, σύμφωνα με το οποίο «η τήρησις του παρόντος Συντάγματος αφιερούται εις τον πατριωτισμόν των Ελλήνων». Υπήρξε το μακροβιότερο Σύνταγμα στην Ελληνική πολιτική ιστορία.

Ίσχυσε ουσιαστικά ως το 1967 με ορισμένα διαλείμματα, επανήλθε για μερικούς μήνες το 1974 - 1975 και πολλές διατάξεις του επαναλήφθηκαν σχεδόν αυτούσιες ακόμη και στη συνταγματική αναθεώρηση του 2001. Στα θετικά του Συντάγματος προσμετρώνται:

1. Η απόρριψη του άκρως συντηρητικού θεσμού της Γερουσίας

2. Η κατοχύρωση του δικαιώματος του συνέρχεσθαι και συνεταιρίζεσθαι, πράξη που άνοιξε το δρόμο στο σχηματισμό κομμάτων και βελτίωσε σημαντικά την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων και

3. Τρίτον, η θέσπιση μιας δημοκρατικά νομιμοποιημένη εξουσίας, στήριγμα της οποίας αποτελεί η άμεση, καθολική και μυστική ψηφοφορία για τους άνδρες με σφαιρίδια.


Σύντομη  Σύγκριση των δύο Συνταγματικών Κειμένων

Μελετώντας κανείς το Σύνταγμα του 1844 και το αντίστοιχο του 1864 διαπιστώνει πως τα δύο αυτά συνταγματικά κείμενα παρουσιάζουν πολλές ομοιότητες και αρκετές διαφορές.

  • Το Σύνταγμα του 1844 χρησιμοποίησε ως πρότυπο το Γαλλικό μοναρχικό Σύνταγμα του 1830 και πολύ λιγότερο το δημοκρατικό Βελγικό Σύνταγμα του 1831, σε αντίθεση προς το Σύνταγμα του 1864, το οποίο βρίσκεται πολύ κοντά στα σύγχρονά του δημοκρατικά Συντάγματα (ιδίως το Βελγικό του 1831 και της Δανίας του 1849).
  • Το μεν Σύνταγμα του 1844 αποτελεί ένα «Σύνταγμα - συνάλλαγμα» ανάμεσα στο βασιλιά και το λαό, κάτι που δεν ισχύει στην περίπτωση του Συντάγματος του 1864. Ειδικότερα, το Σύνταγμα του 1844 υπήρξε έργο όχι της συντακτικής Συνέλευσης, αλλά του ίδιου του βασιλιά, ο οποίος αποδέχτηκε μετά την εξέγερση της 3ης Σεπτεμβρίου το έλαττον, δηλαδή να αυτοπεριοριστεί και να αυτοδεσμευτεί με το Σύνταγμα,προκειμένου να πετύχει το μείζον που ήταν η διατήρηση του θρόνου του. Αντίθετα, ο βασιλιάς δεν συνέπραξε επίσημα στην κατάρτιση του Συντάγματος του 1864 και προφανώς το τελευταίο αποτελεί εξ ολοκλήρου έργο της κυρίαρχης συντακτικής Εθνοσυνέλευσης.
  • Επιπλέον, το Σύνταγμα του 1864 όριζε ως πολίτευμα τη βασιλευομένη δημοκρατία αντί της μέχρι τότε συνταγματικής μοναρχίας, την οποία είχε ορίσει το Σύνταγμα του 1844. Απόρροια των πολιτευμάτων που όριζε κάθε Σύνταγμα αποτελεί το γεγονός ότι το μεν Σύνταγμα του 1844 διέπεται από τη μοναρχική αρχή, το δε Σύνταγμα του 1864 επικυρώνει το πέρασμα από τη μοναρχική στη δημοκρατική αρχή κατοχυρώνοντας την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας.
  • Μια εξίσου σημαντική διαφορά ανάμεσα στα δύο Συντάγματα εντοπίζεται και στο ζήτημα της αναθεώρησής τους. Συγκεκριμένα, το Σύνταγμα του 1844 κρίνεται ως απολύτως αυστηρό, καθώς δεν προέβλεπε αναθεώρησή του. Από την άλλη πλευρά, το Σύνταγμα του 1864 προέβλεπε αναθεώρηση, ωστόσο όχι ολόκληρου του Συντάγματος πριν την παρέλευση 10 ετών από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Μάλιστα, η αναθεωρητική λειτουργία ανατίθεται στη Βουλή (και μάλιστα μετά τη μεσολάβηση εκλογών ώστε να υπάρχει ad hoc έκφραση της λαϊκής βούλησης).
  • Κατά τη διαδικασία διαμόρφωσης του Συντάγματος του 1844, το ζητούμενο ήταν να περιοριστούν οι εξουσίες του βασιλιά. Ο στόχος αυτός, όμως, δεν επετεύχθη καθώς βλέπουμε πως ο μονάρχης, άμεσα ή έμμεσα, ελέγχει τόσο την εκτελεστική όσο και τη νομοθετική και δικαστική εξουσία. Αντίθετα, οι διατάξεις του Συντάγματος του 1864 περιόρισαν σε μεγάλο βαθμό τις εξουσίες του βασιλιά, ο οποίος έπαψε να είναι ο φορέας και η πηγή της κρατικής εξουσίας.
  • Αναφορικά με τον περιορισμό ή μη των εξουσιών του βασιλιά από τα δύο συγκρινόμενα Συντάγματα, χαρακτηριστικό είναι ότι στο μεν Σύνταγμα του 1844 η δικαστική εξουσία «ενεργείται δια των δικαστηρίων, αι δε δικαστικαί αποφάσεις εκτελούνται εν ονόματι του Βασιλέως», στο δε Σύνταγμα του 1864 κατοχυρώνεται η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης.
  • Επίσης, το Σύνταγμα του 1844 αναγνώριζε στο πρόσωπο του μονάρχη τον ανώτατο άρχοντα του κράτους. Σύμφωνα με το άρθρο 22 μάλιστα το πρόσωπο του βασιλιά είναι «ιερό» και «απαραβίαστο». Κατά το Σύνταγμα του 1864, όμως, το πρόσωπο του μονάρχη παύει να είναι «ιερό». Ο βασιλιάς είναι πλέον «ανεύθυνος» και «απαραβίαστος».
  • Μια ακόμη διαφορά μεταξύ των δύο Ελληνικών Συνταγμάτων έγκειται στον τρόπο με τον οποίο μπορούσε ο Βασιλιάς να διαλύσει τη Βουλή. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις διατάξεις του Συντάγματος του 1844, ο βασιλιάς έχει το δικαίωμα να διαλύει τη Βουλή χωρίς κανένα περιορισμό. Στο Σύνταγμα του 1864, από την άλλη, έχει μεν το δικαίωμα διάλυσης της Βουλής, αλλά το περί διάλυσης διάταγμα πρέπει να προσυπογράφεται από όλα τα μέλη της κυβέρνησης, να προκηρύσσει τη διεξαγωγή εκλογών μέσα σε δύο μήνες και να συγκαλεί τη νέα Βουλή μέσα σε τρεις.
  • Ένα ακόμη στοιχείο που διαφοροποιεί τα Συντάγματα αυτά είναι το ότι το μεν Σύνταγμα του 1844 δεν προέβλεψε την κατοχύρωση του δικαιώματος του συνέρχεσθαι και συνεταιρίζεσθαι , ενώ το Σύνταγμα του 1864 κατοχύρωσε συνταγματικά το δικαίωμα αυτό. Με αυτό τον τρόπο το Σύνταγμα του 1864 άνοιξε το δρόμο για τη συγκρότηση κομματικών μηχανισμών, σε αντίθεση προς το Σύνταγμα του 1844, το οποίο δεν περιέλαβε συνταγματική πρόβλεψη για το σχηματισμό κομμάτων.
  • Πέρα από αυτά, το μη αιρετό νομοθετικό σώμα με τα ισόβια μέλη που ασκούσε κατά τις διατάξεις του Συντάγματος του 1844 τη νομοθετική εξουσία μαζί με το Βασιλιά και τη Βουλή, η Γερουσία δηλαδή, καταργήθηκε από την Εθνοσυνέλευση που κατάρτισε το Σύνταγμα του 1864 και έτσι καθιερώθηκε από το Σύνταγμα αυτό το σύστημα της μίας Βουλής.
  • Επιπροσθέτως, το Σύνταγμα του 1844 κατοχύρωνε την άμεση και καθολική (για τους άνδρες) ψηφοφορία με ορισμένους όμως περιορισμούς. Το Σύνταγμα του 1864, αντιθέτως, κατοχύρωνε συνταγματικά την άμεση, μυστική και καθολική (για τους άρρενες πολίτες) ψηφοφορία χωρίς καμία εξαίρεση. Το Σύνταγμα του 1844 όριζε ψηφοφορία με ψηφοδέλτια, ενώ το αντίστοιχο του 1864 όριζε ψηφοφορία με σφαιρίδια.
  • Τέλος, το Σύνταγμα του 1864 θέσπισε το ασυμβίβαστο των καθηκόντων των βουλευτών προς τα καθήκοντα του έμμισθου δημοσίου υπαλλήλου και του δημάρχου (όχι όμως και του εν ενεργεία αξιωματικού), διάταξη που δεν συμπεριελαμβανόταν στο κείμενο του Συντάγματος του 1844.


ΜΕΛΕΤΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ ΜΕ ΤΟ ΣΗΜΕΡΙΝΟ ΙΣΧΥΟΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ 

Εισαγωγή 

Η εκπόνηση μιας συγκριτικής μελέτης μεταξύ των Συνταγμάτων της Επιδαύρου του 1822 και του εν ισχύ μέχρι και σήμερα Συντάγματος της Ελλάδας του 1975, όπως αυτό αναθεωρήθηκε (το 1986 και το 2001) θα μπορούσε να βασισθεί στην παράθεση και σύγκριση της συνταγματικοπολιτικής δομής του πολιτειακού σχήματος εκάστης περιόδου. Στοιχεία δε που επηρεάζουν και χαρακτηρίζουν το περιεχόμενο αμφοτέρων των ανωτέρω υπό σύγκριση Συνταγμάτων αποτελούν οι ιστορικές συγκυρίες, το πολίτευμα που καθορίζει με κανόνες δικαίου τον τρόπο οργανώσεως και ασκήσεως της κρατικής εξουσίας σε ορισμένη χώρα καθώς και η εξασφάλιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου.

Ιστορική Αναδρομή

Η ιστορία των Πολιτευμάτων - Συνταγμάτων, τα οποία ίσχυσαν μέχρι και σήμερα θέτουν ως χρονική αφετηρία την έναρξη της επανάστασης του 1821, όπου οι Έλληνες, αφού κατέλυσαν την εξουσία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον εδαφικό χώρο που αποτέλεσε τον πυρήνα του Νεοελληνικού κράτους, διαμόρφωσαν τους πρώτους συνταγματικούς θεσμούς της ανεξάρτητης Ελλάδας. Τη Συνταγματική αυτή κοσμογονία και το δημοκρατικό πολίτευμα της εθνεγερσίας προανήγγειλε και τροφοδότησε με τις ιδέες και τις αξίες του Ευρωπαϊκού Διαφωνισμού το πολίτευμα της Ρήγα Βενεστινλή - Φεραίου.

Το μεγαλόπνοο σχέδιο Συντάγματος του Ρήγα με τίτλο «Νέα Πολιτική Διοίκησις των κατοίκων της Ρούμελης, της Μ. Ασίας, των Μεσογείων Νήσων και της Βλαχομπογδανίας. Υπέρ των νόμων -ελευθερίας, ισότητας, αδελφότητας- και της Πατρίδος» εμπνευσμένο από τα Γαλλικά κείμενα του 1793 και 1795, αν και δεν εφαρμόσθηκε ποτέ, είχε με τη σειρά του σημαντική επιρροή επί της πολιτικής ιδεολογίας των επαναστατημένων Ελλήνων, αφυπνίζοντας και διαπλάθοντας συνειδήσεις.

Ακολούθησαν τα λεγόμενα Πολιτεύματα της Επαναστατικής Περιόδου, τα οποία εκφράζουν την ανάγκη των επαναστατημένων Ελλήνων, για ένα κράτος ελεύθερο, με νόμους και τάξη και τα οποία ήταν: το Σύνταγμα της Επιδαύρου (1822), το Σύνταγμα του Άστρους (1823), και το Σύνταγμα της Τροιζήνας (1827). Συγκεκριμένα, το πρώτο Σύνταγμα της Επαναστατημένης Ελλάδος είναι το Σύνταγμα της Επιδαύρου. Στις 20 / 12 / 1821 συνήλθε στην Επίδαυρο η Α’ Εθνική Συνέλευση η οποία ύστερα από «πολλάς και διεξοδικάς ομιλίας» ψήφισε στις 1 / 1 / 1822 τη διακήρυξη της Εθνικής Ανεξαρτησίας και το «προσωρινό πολίτευμα της Ελλάδος».

Στις οργανωτικές του βάσεις ακολουθεί τα Γαλλικά Συντάγματα του 1793 και 1795 όπως επίσης και το Αμερικάνικο της 17 / 9 / 1787. Δύο είναι τα βασικά χαρακτηριστικά του: η αντιπολυταρχική διάθεση από το ένα μέρος και η θέσπιση πολυαρχικής εξουσίας από το άλλο.

  • Η αντιπολυταρχική διάθεση αποτελούσε αίτημα μιας εποχής με φιλελεύθερα πολιτικά ρεύματα αλλά ήταν και αποτέλεσμα των ειδικών συνθηκών κάτω από τις οποίες είχε ζήσει ο Ελληνικός λαός στους μακρούς αιώνες της δουλείας. 
  • Από το άλλο μέρος η πολιαρχική εξουσία έδινε λύση στο πρόβλημα της ηγεσίας του Αγώνος. 

Η ανάθεση της ηγεσίας αυτή ειδικά τη περίοδο σε ένα μόνο πρόσωπο θα προκαλούσε την αντίδραση μεγάλου μέρους των προκριτών αλλά και άλλων παραγόντων αφού μάλιστα προσωπικότητα γενικής αποδοχής δεν υπήρχε. Ο χαρακτηρισμός του «πολιτεύματος της Ελλάδος» ως «προσωρινό» συνδέεται βέβαια με το γεγονός ότι η επανάσταση βρισκόταν στην αρχή της και ότι ελεύθερο Ελληνικό κράτος δεν είχε αναγνωρισθεί. Κυρίως όμως πρέπει να αποδοθεί στην πρόθεση των συντακτών του να αποφύγουν την αντίδραση της Ιεράς Συμμαχίας και των απολυταρχικών κύκλων της Ευρώπης.

Το Σύνταγμα μιας χώρας που καθιέρωνε αβασίλευτο πολίτευμα αποτελούσε παραφωνία στη μοναρχική συγχορδία της Ευρωπαϊκής ηπείρου της εποχής εκείνης. Για την εποχή του πάντως το Σύνταγμα της Επιδαύρου ήταν αρκετά φιλελεύθερο αλλά συγχρόνως διατυπωμένο με προσοχή κυρίως στα σημεία εκείνα που θα μπορούσαν να παρερμηνευθούν και να προκαλέσουν αντιδράσεις στους συντηρητικούς της Ευρώπης. Το Σύνταγμα της Επιδαύρου αναθεώρησε η Β’ Εθνοσυνέλευση που συνήλθε στο Άστρος στις 23 / 3 / 1823. Το Σύνταγμα του Άστρους (Νόμος Επιδαύρου) διατήρησε βασικά το πολιτειακό πλαίσιο του προηγούμενου συντάγματος.

Με την αναθεώρηση αυτή μεταρυθμίστηκαν ορισμένες αρμοδιότητες της εκτελεστικής εξουσίας. Επακολούθησε το Σύνταγμα της Τροιζήνας που ψηφίσθηκε την 1 / 3 / 1827 το οποίο υπήρξε το αρτιότερο από τα Συντάγματα της Επαναστατικής περιόδου και θεωρήθηκε πρότυπο δημοκρατικού συντάγματος για την εποχή του. Το «Ηγεμονικό Σύνταγμα» του 1832, που καθιερώνει το μοναρχικό θεσμό δεν εφαρμόστηκε ποτέ. Ακολούθησε το Σύνταγμα του 1844, το οποίο ήταν αποτέλεσμα της Επαναστάσεως της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 και το οποίο στηρίχθηκε στο Γαλλικό Σύνταγμα του 1830 και το Βέλγικο του 1831.

Με το Σύνταγμα του 1844 καταργήθηκε η απόλυτη μοναρχία που επιβλήθηκε από το 1833 και καθιερώθηκε η Συνταγματική μοναρχία. Το πολίτευμα αυτό διατηρήθηκε 20 έτη, μέχρι την έξωση του Όθωνα το 1862. Με το Σύνταγμα αυτό ιδρύθηκε το πρώτο Ελληνικό Κοινοβούλιο που αποτέλεσε τη βάση της δημιουργίας και εξέλιξης του Ελληνικού Κοινοβουλευτισμού. Η μεταβατική περίοδος 1862 - 1864 εμφανίζει ιδιαίτερα σημαντικό ενδιαφέρον και σημασία για την έρευνα της γενικότερης Συνταγματικής εξέλιξης της Ελλάδος καθώς την περίοδο αυτή πραγματοποιείται ριζική ποιοτική μεταβολή του όλου Συνταγματικοπολιτικού συστήματος και ταυτόχρονα τίθενται οι βάσεις για την παραπέρα λειτουργία του.

Το Σύνταγμα του 1864 προήγαγε την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, καθιερώνοντας το πολίτευμα της Βασιλευόμενης Δημοκρατίας. Πολλές από τις διατάξεις του επαναλήφθησαν, χωρίς ή και με ελάχιστες φραστικές τροποποιήσεις. Η εφαρμογή του Συντάγματος αυτού με το οποίο εισήχθη το Κοινοβουλευτικό σύστημα στην Ελλάδα αποτελεί το τέλος της μεταβατικής και την έναρξη της νέας περιόδου της Ελληνικής Συνταγματικής Ιστορίας. Το Σύνταγμα του 1864 το οποίο για τα Ελληνικά δεδομένα υπήρξε μακρόβιο αναθεωρήθηκε το 1911 παρόλο που το κοινοβουλευτικό του σύστημα εξακολούθησε να εφαρμόζεται και μετά το 1911.


Την αναθεώρηση αυτή χαρακτηρίζει η τάση για οργάνωση και εμπέδωση του κράτους δικαίου αλλά και γενικότερα το στοιχείο του φιλελευθερισμού στο Δημοκρατικό πολίτευμα. Το Σύνταγμα της 3 / 6 / 1927 ήταν το αρτιότερο μέχρι τότε Ελληνικό Σύνταγμα. Οι συντάκτες του επανέλαβαν μεν μεγάλο αριθμό διατάξεων των προηγούμενων Ελληνικών συνταγμάτων παράλληλα όμως προχώρησαν στην αναμόρφωση πολλών άλλων αλλά και στη θέσπιση νέων συνταγματικών διατάξεων.

Το Σύνταγμα του 1927 είναι το πρώτο Ελληνικό Σύνταγμα εκτός εκείνων της Επαναστατικής Περιόδου που καθιερώνει την αβασίλευτη δημοκρατία και που expressis verbis κατοχυρώνει το Κοινοβουλευτικό σύστημα που εισήχθη στην Ελλάδα με το Σύνταγμα του 1864. Το Σύνταγμα του 1952 συντάχθηκε σε μια περίοδο έντονης ιστορικής φόρτισης. Ενώ μετά το Β’ παγκόσμιο πόλεμο στην Ευρώπη συνετάσσοντο συντάγματα προσαρμοσμένα στις νέες συνθήκες, στην Ελλάδα συντελέσθηκε με ανορθόδοξες διαδικασίες Συνταγματική οπισθοδρόμιση.

Στις 23 / 7 / 1974 με την απομάκρυνση του δικτατορικού καθεστώτος ακολούθησε η κατάρτιση του Συντάγματος του 1975 που καθιέρωσε για πρώτη φορά την Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία ως το επίσημο πολίτευμα της χώρας. Ειδικότερα, η Κυβέρνηση που σχηματίστηκε υπό την προεδρία του Κ. Καραμανλή, εξέδωσε τη Συντακτική Πράξη της 1ης Αυγούστου 1974, με την οποία επαναφέρθηκε προσωρινά σε ισχύ το Σύνταγμα του 1952 εκτός από τις διατάξεις του που καθόριζαν τη μορφή του Πολιτεύματος ως Βασιλευόμενης Δημοκρατίας.

Επακολούθησε η Συντακτική Πράξη της 4ης Οκτωβρίου 1974 για την ανάδειξη Βουλής με εξουσίες να τροποποιήσει, καταργήσει και συμπληρώσει διατάξεις του Συντάγματος, ακόμη και τις θεμελιώδεις, εκτός από όσες καθόριζαν την μορφή του πολιτεύματος, για την οποία προβλέφθηκε η διεξαγωγή δημοψηφίσματος. Τέλος με το δημοψήφισμα της 8ης Δεκεμβρίου 1974 ο Ελληνικός Λαός αποφάνθηκε υπέρ της Δημοκρατίας. Το Σύνταγμα του 1975 αναθεωρήθηκε δύο φορές το 1986 και το 2001 κάτω από απόλυτα ομαλές συνταγματικοπολιτικές συνθήκες και κατά την προβλεπόμενη από τους συνταγματικούς κανόνες αναθεωρητική διαδικασία.

Όπως προκύπτει από την σύντομη αναφορά στην Συνταγματική Ιστορία της Ελλάδος τα Συντάγματα του 1822 και 1975 - 1986 - 2001 αποτελούν σταθμούς στην ανάπτυξη της πολιτικής συνείδησης και των πολιτειακών προσδοκιών των Ελλήνων. Βέβαια, πέραν των βασικών αξόνων που συνθέτουν το περιεχόμενο του κάθε Συντάγματος, το μέν Σύνταγμα της Επιδαύρου τέθηκε σε ισχύ για ένα έτος ενώ το Σύνταγμα του 1975 το οποίο στο άρθρο 110 του διατυπώνει μια απαιτητική αναθεωρητική διαδικασία βρίσκεται σε ισχύ επί τριάντα έτη.

Γεγονός το οποίο καταδεικνύει ότι το προσωρινό Σύνταγμα της Επιδαύρου δεν υπεισέρχεται ούτε αναπτύσσει όλες τις θεματικές ενότητες του Συντάγματος του 1975 - 1986 - 2001 στον ίδιο βαθμό με αυτό. Συνεπώς, η σύγκριση των Συνταγμάτων αυτών θα επικεντρωθεί στην παράθεση και μελέτη των βασικών διατάξεων:

Δηλαδή, πολιτεύματος και σχέσης πολίτη – θρησκείας, (Τίτλος Ι), στην αναφορά και ανάπτυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου (Τίτλος ΙΙ) καθώς και στην καταγραφή και ερμηνεία του τρόπου που η εκάστοτε πολιτεία οργανώνει και ασκεί τις εξουσίες της (Τίτλος ΙΙΙ) στη βάση των θεματικών ενοτήτων του Συντάγματος της Επιδαύρου, χωρίς να υπεισέλθουμε στην εξαντλητική αναφορά των αντιστοίχων θεμάτων όπως αυτά προβάλλονται στο ισχύον Σύνταγμα. 

ΤΙΤΛΟΣ Ι (ΒΑΣΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) 

ΤΜΗΜΑ Α. ΠΟΛΙΤΕΥΜΑ 

Και στα δύο υπό κρίση Συντάγματα θα πρέπει αρχικά να εξετασθεί το ιστορικό υπόβαθρο το οποίο συντέλεσε στην ψήφισή τους καθώς και τα νομοθετικά όργανα που επιλήφθησαν της κατάρτισης του περιεχομένου αυτών ιστορικό υπόβαθρο και νομοθετικό όργανο

Σύνταγμα της Επιδαύρου

Το έτος 1821, το όραμα της ίδρυσης ενός κράτους - έθνους με θεσμούς δημοκρατικούς - αντιπροσωπευτικούς διατυπώθηκε επιγραμματικά στην Διακήρυξη της Ελληνικής Ανεξαρτησίας που προτάχθηκε ως προοίμιο των τριών Συνταγμάτων της επαναστατικής περιόδου που έχει ως εξής: «…Το Ελληνικόν Έθνος, το υπό την φρικώδη Οθωμανικήν δυναστείαν μη δυνάμενον να φέρη τον βαρύτατον και απαραδειγμάτιστον ζυγόν της τυραννίας και αποσείσαν αυτόν με μεγάλας θυσίας, κηρύττει σήμερον δια των νομίμων παραστατών του, εις Εθνικήν, συνηγμένων Συνέλευσιν, ενώπιον Θεού και ανθρώπων, την πολιτικήν αυτού ύπαρξιν και ανεξαρτησίαν».

Το πρώτο Σύνταγμα της Ελλάδος ψηφίσθηκε στις 1 / 1 / 1822, οι δε πρώτοι νομοθέτες της Ελλάδος υπήρξαν οι 59 παραστάτες της Εθνοσυνέλευσης, οι οποίοι θεωρήθηκαν ως «νόμιμοι» εκπρόσωποι του Λαού αν και δεν είχαν αναδειχθεί με ενιαία εκλογική διαδικασία. Αυτοί εκπροσωπούσαν κυρίως τους προύχοντες στις περιοχές που είχαν απελευθερωθεί (Πελοπόννησος, Στερεά Ελλάδα, Ύδρα, Σπέτσες, Ψαρρά, Κάσος).

Το ψηφισθέν από την Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου Πολίτευμα ονομάσθηκε προσωρινό για πολιτικούς λόγους, αποβλέποντας στην άμβλυνση της δυσμενούς εντυπώσεως και της δυσπιστίας που θα προκαλούσε ο δημοκρατικός χαρακτήρας της νέας πολιτείας στις βασιλικές αυλές που είχαν ήδη συγκροτήσει την ανίερη «Ιερά Συμμαχία» για να προασπίζουν την μοναρχική νομιμότητα με την βίαιη καταστολή κάθε απελευθερωτικού κινήματος των Ευρωπαϊκών λαών.


Σύνταγμα 1975 - 1986 - 2001

Το έτος 1974, κάτω από την ολοένα εντεινόμενη λαϊκή αντίθεση και πίεση που κορυφώθηκε μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου και μετά την κατάλυση της εφτάχρονης δικτατορίας, η Κυβέρνηση που σχηματίστηκε υπό την προεδρία του Κ. Καραμανλή, εξέδωσε τη Συντακτική Πράξη της 1ης Αυγούστου 1974 , με την οποία επαναφέρθηκε προσωρινά σε ισχύ το Σύνταγμα του 1952 εκτός από τις διατάξεις του που καθόριζαν τη μορφή του Πολιτεύματος ως Βασιλευόμενης Δημοκρατίας.

Επακολούθησε η Συντακτική Πράξη της 4ης Οκτωβρίου 1974 για την ανάδειξη Βουλής με εξουσίες να τροποποιήσει, καταργήσει και συμπληρώσει διατάξεις του Συντάγματος, ακόμη και τις θεμελιώδεις, εκτός από όσες καθόριζαν την μορφή του πολιτεύματος, για την οποία προβλέφθηκε η διεξαγωγή δημοψηφίσματος. Στο δημοψήφισμα δε, της 8ης Δεκεμβρίου 1974 ο Ελληνικός Λαός αποφάνθηκε με μεγάλη πλειοψηφία (69,2%) κατά του βασιλικού θεσμού και υπέρ της Δημοκρατίας.

Λίγες ημέρες αργότερα η Βουλή που προήλθε από τις εκλογές της 17ης Νοεμβρίου 1974, αποκλεισθείσα «Ε’ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων», καθόρισε με το Γ’ Ψήφισμα της 24ης Δεκεμβρίου 1974 τη διαδικασία για την άσκηση του συντακτικού έργου της. Η ειδική Κοινοβουλευτική Επιτροπή, υπό την προεδρία του Κ. Τσάτσου, καθώς και οι δυο υποεπιτροπές της, εργάσθηκαν εντατικά, η δε Ολομέλεια της Βουλής συζήτησε σε πολλές συνεδριάσεις της το κείμενο του Συντάγματος. Το νέο Σύνταγμα ψηφίστηκε στις 9 Ιουνίου 1975, δημοσιεύθηκε την ίδια ημέρα στην «Εφημερίδα της Κυβερνήσεως» και τέθηκε σε ισχύ στις 11 Ιουνίου 1975.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ - ΚΥΡΙΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑΤΟΣ 

Σύνταγμα της Επιδαύρου 

Το Σύνταγμα της Επιδαύρου καθιερώνει την δημοκρατική αρχή και τα ειδικότερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα:

α) Της εφαρμογής της αρχής της διάκρισης των λειτουργιών/εξουσιών.

β) Του αντιπροσωπευτικού συστήματος με μία μόνη Βουλή (Βουλευτικό) που θα λειτουργούσε διαρκώς.

γ) Της συλλογικής μορφής του κρατικού οργάνου που ήταν επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας.

δ) Του ενιαύσιου της θητείας τόσο του Βουλευτικού όσο και του Εκτελεστικού σώματος.

Σε αντίθεση με το Ισχύον Σύνταγμα, το οποίο εγκαθιδρύει το πολίτευμα της Προεδρευόμενης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, το Σύνταγμα της Επιδαύρου δεν χαρακτηρίζει ρητώς το πολίτευμα, αν και στο σύνολό του το κείμενο του Συντάγματος του 1822 αποτυπώνει τη δημοκρατική αρχή ως συγκεκριμένο τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας της πολιτικής εξουσίας.

Σύνταγμα 1975 - 1986 - 2001

Το Σύνταγμα του 1975 - 1986 - 2001 στο πρώτο άρθρο του περιγράφει ρητά το ισχύον πολίτευμα ως αυτό της Προεδρευόμενης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας. Τα τρία συστατικά στοιχεία αυτού είναι:

α) Δημοκρατία, διότι το Σύνταγμα καθιερώνει ρητώς την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας (άρθρο 1 παρ.2) και συνεπώς ανώτατο όργανο του Κράτους είναι ο Λαός.

β) Προεδρευόμενη, διότι από απόψεως αναδείξεως του αρχηγού του Κράτους αντιδιαστέλλεται αφενός στο σύστημα της «προεδρικής» όπου η Κυβέρνηση δεν προέρχεται ούτε εξαρτάται από την Εθνική Αντιπροσωπεία και δεν υπάρχει θέμα εμπιστοσύνης αυτής προς τον κύριο φορέα της εκτελεστικής εξουσίας, την Κυβέρνηση, και αφετέρου, για ιστορικούς λόγους, στο σύστημα της «βασιλευόμενης» κοινοβουλευτικής δημοκρατίας που ίσχυσε στην Ελλάδα για μεγάλο χρονικό διάστημα.

γ) Κοινοβουλευτική, διότι ο κύριος φορέας της εκτελεστικής λειτουργίας, δηλαδή η Κυβέρνηση πρέπει να απολαύει της εμπιστοσύνης της Βουλής.

Το συγκεκριμένο συνταγματικοπολιτικό σύστημα, που καθιερώνει το σημερινό Ελληνικό Σύνταγμα βασίζεται στο συνδυασμό των συνταγματικών προτύπων του δημοκρατικού κράτους και του πολιτικά ενεργού πολίτη, και συνάδει με τις κατευθυντήριες γραμμές και δεσμεύσεις της Ελλάδος ως κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης η οποία προσχώρησε στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες ως δέκατο μέλος στις 28 Μαίου 1979 (συμφωνία των Αθηνών που τέθηκε σε ισχύ στις 1 / 1 / 1981) . Πέραν του συστήματος του πολιτεύματος που αποτυπώνεται σ’ένα Σύνταγμα οι σχέσεις πολιτείας – θρησκείας αποτελούν επίσης θεμέλια λίθο της πολιτειακής οργάνωσης.


ΤΜΗΜΑ Β. ΣΧΕΣΕΙΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ - ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ

Αμφότερα τα Συντάγματα ψηφίσθηκαν «Εν ονόματι της αγίας και αδιαιρέτου Τριάδος», η δε αναφορά στην επικρατούσα Θρησκεία προβλέπεται στο άρθρο α’ του Συντάγματος της Επιδαύρου καθώς και στο άρθρο 3 του Συντάγματος του 1975 - 1986 - 2001. Επικρατούσα θρησκεία κηρύσσεται η Ανατολική Ορθόδοξη του Χριστού Θρησκεία.

Πιο συγκεκριμένα, στο ισχύον Σύνταγμα μνημονεύεται ρητώς ο τρόπος οργάνωσης και διοίκησης της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία ως αυτοκέφαλη, διοικείται από την Ιερά Σύνοδο των εν ενεργεία Αρχιερέων και από τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο που προέρχεται από αυτή και συγκροτείται όπως ορίζει ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας, με τήρηση των διατάξεων του Πατριαρχικού Τόμου της κθ’ (29) Ιουνίου 1850 και της Συνοδικής Πράξης της 4ης Σεπτεμβρίου 1928.

Στο Σύνταγμα της Επιδαύρου, κρίνεται χαρακτηριστική, η δεύτερη παράγραφος του άρθρου α’ περί θρησκείας η οποία προκηρύσσει και προστατεύει ήδη από το 1822 την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης υποχρεώνοντας την Διοίκηση της Ελλάδος σε ανοχή των άλλων θρησκειών των οποίων οι τελετές και ιεροπραγίες εκτελούνται ακωλύτως. Αντίστοιχα στο Σύνταγμα του 1975 - 1986 - 2001, το άρθρο 13 παράγραφος 1 προκηρύσσει και αυτό την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης.

Η παράγραφος 2 όμως του ιδίου άρθρου σε αντιδιαστολή με την υποχρέωση ανοχής της Διοίκησης κατά το έτος 1822, θέτει σήμερα περιορισμό στην ανεμπόδιστη άσκηση των σχετικών με τη λατρεία άλλων γνωστών θρησκειών τάσσοντας αυτές υπό την προστασία των νόμων με σκοπό να εμποδίζεται η προσβολή της δημόσιας τάξης και των χρηστών ηθών.

ΤΙΤΛΟΣ ΙΙ ΑΤΟΜΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

Οι ιστορικές συγκυρίες και το κοινωνικοπολιτικό υπόβαθρο διαμορφώνουν τα επαναστατικά θεμελιώδη δικαιώματα του 1822 που προάγουν την ελευθερία υπό μορφή διακηρύξεων, ενώ η μορφή που παίρνουν τα δικαιώματα του ανθρώπου σήμερα ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου καθώς και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους.

Τα Επαναστατικά Θεμελιώδη Δικαιώματα του Συντάγματος της Επιδαύρου

Το Σύνταγμα της Επιδαύρου αναπτύσσει σε επτά συνοπτικές παραγράφους τα γενικά δικαιώματα των κατοίκων της Ελληνικής Επικράτειας, άλλως τα λεγόμενα «επαναστατικά θεμελιώδη δικαιώματα», τα οποία είναι τα ακόλουθα:

  • Όλοι οι αυτόχθονες κάτοικοι της Επικράτειας της Ελλάδος, που πιστεύουν στο Χριστό και είναι Έλληνες απολαμβάνουν χωρίς καμία διάκριση όλα τα πολιτικά τους δικαιώματα. 
  • Όλοι οι Έλληνες είναι όμοιοι ενώπιον των νόμων χωρίς καμία εξαίρεση βαθμού, κλάσης, αξιώματος. 
  • Όσοι έρθουν από έξω και κατοικήσουν και παροικήσουν στην Ελληνική Επικράτεια, είναι όμοιοι με τους αυτόχθονες κατοίκους ενώπιον των νόμων. 
  • Η Διοίκηση θα πρέπει να φροντίσει να εκδώσει προσεχώς νόμο σχετικό με την πολιτογράφηση των ξένων που επιθυμούν να γίνουν Έλληνες. 
  • Όλοι οι Έλληνες, σε όλα τα αξιώματα και τις τιμές έχουν το ίδιο δικαίωμα, και δότης αυτού είναι μόνη η αξιότητα καθενός. 
  • Η ιδιοκτησία, η τιμή και η ασφάλεια καθενός των Ελλήνων, τελεί υπό την προστασία των νόμων. 
  • Όλες οι εισπράξεις πρέπει να διανέμονται δίκαια σε όλες τις τάξεις και τις κλάσεις των κατοίκων, σε όλη την έκταση της Ελληνικής Επικράτειας, καμία δε είσπραξη δεν γίνεται χωρίς προεκδοθέντος νόμου. 

Είναι αξιοσημείωτο ότι ήδη από το έτος 1822 ως γενικά δικαιώματα του ανθρώπου νοούνταν η αρχή της απόλαυσης των πολιτικών δικαιωμάτων από τους αυτόχθονες Έλληνες πολίτες, η αρχή της ισότητας τόσο των Ελλήνων όσο και των άλλων κατοίκων στην Ελληνική Επικράτεια ενώπιον του νόμου, το δικαίωμα πολιτογράφησης όσων επιθυμούν να γίνουν Έλληνες, η αρχή της αξιοκρατίας, το δικαίωμα στην ιδιοκτησία καθώς και η αρχή της αναλογικής αντιμετώπισης των κατοίκων της Ελληνικής Επικράτειας από τη Διοίκηση.


Τα ανωτέρω αναφερόμενα θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου αποτελούν την «πρώτη γενιά» των θεμελιωδών δικαιωμάτων, αναγνωρίζονται ήδη από τα Γαλλικά Συντάγματα και τις ιδέες και αξίες του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και βασικότερο ρόλο στη διαμόρφωση τους έπαιξε ο Χριστιανισμός που προάγει τις έννοιες της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ισότητας και του περιορισμού της εξουσίας.

Πέραν βέβαια των ανωτέρω αναφερόμενων δικαιωμάτων του Τμήματος Β’ του Συντάγματος της Επιδαύρου με τίτλο «περί των γενικών δικαιωμάτων των κατοίκων της Επικράτειας της Ελλάδος» και στο Τμήμα Θ’ «περί του Δικαστικού» και υπό τον τίτλο «παραρτήματα» μνημονεύονται ρητά τρείς θεσμικές εγγυήσεις του Ελληνικού Κράτους εν έτη 1822, οι οποίες έχουν ως εξής:

  • Τα βασανιστήρια καταργούνται διαπαντός, καθώς και η ποινή της δημεύσεως. 
  • Μετά τη σύσταση του όλου Δικανικού σώματος, ουδείς των κατοίκων της Ελλάδος δεν καθειργείται για λόγο εγκλήματος άνευ αποφάσεως του αρμοδίου Κριτή, εκτός αν συλληφθεί επ’ αυτοφώρω. 
  • Η διοίκηση οφείλει με κάθε τρόπο να περιθάλπει τις χήρες και τα ορφανά των φονευομένων στο πόλεμο υπέρ της πατρίδος. 

Βέβαια την περίοδο της ψήφισης του Συντάγματος της Επιδαύρου, η δικαιική οργάνωση της προστασίας των δικαιωμάτων του ατόμου ήταν ατελής αφού η ίδια η κρατική οργάνωση δεν ήταν σταθεροποιημένη. Συνεπώς, στην ιδεολογία της περιόδου αυτής, η τήρηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων στηρίζετο κυρίως στον δογματικό και παιδαγωγικό χαρακτήρα των διακηρύξεων, στην ευρύτερη κοινωνική συναίνεση, καθώς και στην έμφυτη καλοσύνη του ανθρώπου, ενώ η έννοια του κράτους δικαίου δεν είχε ακόμη διαμορφωθεί.

Συμπερασματικά, τα επαναστατικά αυτά θεμελιώδη δικαιώματα, δεν περιέχουν κατά την περίοδο θέσπισής τους τη νομική αξίωση που χαρακτηρίζει τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα της σύγχρονης εποχής, παρόλα αυτά όμως το Σύνταγμα της εποχής εκείνης αφουγκράζεται και αποτυπώνει βασικές αρχές προστασίας του ατόμου.

Τα Ατομικά, Πολιτικά, Κοινωνικά Δικαιώματα και οι Θεσμικές Εγγυήσεις του Ισχύοντος Συντάγματος

Τη σύγχρονη εποχή τα δικαιώματα του ατόμου: διακρίνονται σε ατομικά, κοινωνικά, πολιτικά, και θεσμικές εγγυήσεις, εξελίσσονται δε και αναθεωρούνται με γνώμονα τις ανάγκες και εξελίξεις της εποχής ώστε να παραμένουν πυλώνες προστασίας του ατόμου. Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του ισχύοντος Συντάγματος αποτελεί η ενίσχυση δικαιωμάτων του ατόμου η οποία αφορά τόσο στο περιεχόμενό τους όσο και στην προστασία αυτών.

Επιπλέον, το ισχύον Σύνταγμα αναγνωρίζει ουσιαστικά τα κοινωνικά δικαιώματα, την ανάπτυξη των θεσμών του κράτους πρόνοιας, την προστασία ειδικών κατηγοριών του πληθυσμού και την ανάπτυξη παρεμβατικών οικονομικών λειτουργιών από το κράτος που επιτρέπουν να συναχθεί ότι θεμελιώδη αρχή του Συντάγματος αποτελεί και η αρχή του κοινωνικού κράτους εντός ενός οργανωμένου κράτους δικαίου.


Επιγραμματικά το ισχύον Σύνταγμα κατόπιν και του εμπλουτισμού των δικαιωμάτων του ατόμου κατά τις αναθεωρήσεις του 1986 και 2001 περιλαμβάνει τα ακόλουθα ατομικά, κοινωνικά δικαιώματα και θεσμικές εγγυήσεις:

  • Το δικαίωμα να διορίζεται κανείς δημόσιος υπάλληλος (άρθ. 4 παρ.4)
  • Η υποχρέωση των πολιτών για συνεισφορά στα δημόσια βάρη (άρθ. 4 παρ.5) 
  • Η υποχρέωση όλων των Ελλήνων που μπορούν να φέρουν όπλα να συντελούν στην άμυνα της πατρίδος (άρθ. 4 παρ. 6) 
  • Η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και η συμμετοχή στη ζωή της χώρας (άρθ. 5 παρ.1) 
  • Η οικονομική ελευθερία (άρθ. 5 παρ.1) 
  • Το δικαίωμα της ζωής (άρθ. 5 παρ.2) 
  • Η προσωπική ελευθερία (άρθ. 5 παρ.3 εδ. Α, παρ. 4, άρθ. 6, άρθ. 7 παρ.1) 
  • Το δικαίωμα συμμετοχής στην πολιτική ζωή της χώρας (άρθ. 5 παρ. 1) 
  • Η προστασία των προσωπικών δεδομένων (άρθ. 5Α) 
  • Το δικαίωμα σωματικής και ψυχικής ακεραιότητας (άρθ. 7) 
  • Η αρχή της ισότητας (άρθ. 4 παρ.1, παρ. 2, παρ. 6, άρθ. 22 παρ. 1β) 
  • Το δικαίωμα της αναφοράς (άρθ. 10) 
  • Η ελευθερία της συνάθροισης (άρθ. 11 παρ.1) 
  • Το δικαίωμα της συνένωσης (άρθ. 12) 
  • Το απαραβίαστο της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής 
  • Το άσυλο της κατοικίας 
  • Η θρησκευτική ελευθερία 
  • Η ελευθερία της έκφρασης (άρθ. 14 παρ. 1) 
  • Η ελευθερία του τύπου (άρθ. 14 παρ. 2α) 
  • Η ελευθερία της τέχνης, της επιστήμης και της παιδείας (άρθ. 16 παρ. 1 εδ. Α) 
  • Η υποχρέωση εννεαετούς τουλάχιστον σχολικής φοίτησης (άρθ. 16 παρ.3) 
  • Το δικαίωμα για παιδεία (άρθ. 16 παρ.4) 
  • Το δικαίωμα στον αθλητισμό (άρθ. 16 παρ.9) 
  • Η ιδιοκτησία (άρθ. 17 παρ.1) 
  • Το απόρρητο της επικοινωνίας (άρθ. 19 εδ. Α)
  •  Η αρχή του νόμιμου δικαστή 
  • Το δικαίωμα της δικαστικής προστασίας (άρθ.20 παρ. 1) 
  • Το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης (άρθ.20 παρ. 2) 
  • Το δικαίωμα για προστασία της οικογένειας και του γάμου (άρθ. 21 παρ.1) 
  • Το δικαίωμα στην υγεία (άρθ. 21 παρ.3) 
  • Το δικαίωμα εργασίας (άρθ. 22 παρ 1 εδ’α) 
  • Η υποχρέωση κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης (άρθ. 25 παρ.4) 
  • Η υποχρέωση παροχής προσωπικών υπηρεσιών σε έκτακτες και επείγουσες καταστάσεις (άρθ. 22 παρ.4) 

Κοινά χαρακτηριστικά και των δύο υπό κρίση Συνταγμάτων είναι ότι αμφότερα δέχονται επιρροές από ξένα κείμενα, όπως οι διακηρύξεις και τα Γαλλικά Συντάγματα όσων αφορά το Σύνταγμα του 1822 και το πρωτογενές Ευρωπαϊκό Δίκαιο, το παράγωγο, η κοινοτική έννομη τάξη όσων αφορά το ισχύον Σύνταγμα. Επίσης κοινό χαρακτηριστικό αποτελεί το γεγονός ότι ήδη από το 1822 αλλά και εν έτη 1975 φορείς θεμελιωδών δικαιωμάτων είναι τόσο οι υπήκοοι του Ελληνικού κράτους όσο και οι αλλοδαποί που διαμένουν στη χώρα. Βέβαια το ισχύον Σύνταγμα αναγνωρίζει ως φορείς των δικαιωμάτων αυτών και τα νομικά πρόσωπα και τις ενώσεις προσώπων.

Τέλος αποδέκτης των δικαιωμάτων αυτών σε αμφότερα τα Συντάγματα είναι το κράτος και εν γένει κάθε φορέας κρατικής εξουσίας. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθεί η καινοτομία του ισχύοντος Συντάγματος κατόπιν της αναθεωρήσεως του 2001, η οποία αφορά στην θεωρία της τριτενέργειας η οποία θεμελιώνεται στο άρθρο 25 παρ. 1 σύμφωνα με την οποία τα θεμελιώδη δικαιώματα ισχύουν όχι μόνον έναντι του κράτους, άλλα και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν.


ΤΙΤΛΟΣ ΙΙΙ. ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ

Τόσο το προσωρινό Σύνταγμα της Επιδαύρου όσο και το ισχύον Σύνταγμα 1975 - 1986 -2001 στηρίζονται στην αρχή της διακρίσεως των εξουσιών την οποία εκφράζουν με διαφορετικό τρόπο.

ΤΜΗΜΑ Α. ΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟ ΣΩΜΑ

Στο Σύνταγμα της Επιδαύρου το Βουλευτικό σώμα αποτελούνταν από αντιπροσώπους όλων των επαρχιών του Κράτους, οι οποίο εκλέγονταν από τους πολίτες, τα δε μέλη του Βουλευτικού σώματος είχαν το δικαίωμα της προτάσεως των νόμων. Εκλέγετο για ένα έτος , έδινε τη συγκατάθεσή του σε κήρυξη πολέμου και σε συνθήκη ειρήνης και ενέκρινε τον προυπολογισμό «τον λεγόμενο υποθετικόν λογαριασμόν των εσόδων και εξόδων» του Κράτους.

Αντίστοιχα, στο ισχύον Σύνταγμα, η Βουλή συγκροτείται από αντιπροσώπους του λαού, αποτελείται από μία και ενιαία Βουλή, εκλέγεται για τέσσερα συνεχή έτη, εκφράζει τη λαϊκή κυριαρχία, συγκροτείται σε σώμα με την εκλογή του προεδρείου της και λειτουργεί κατά κανόνα σε ολομέλεια. Οι αρμοδιότητες της Βουλής διακρίνονται κατά βάση στις:

α) Νομοθετικές

β) Κοινοβουλευτικού ελέγχου

γ) Δικαστικές.

ΤΜΗΜΑ Β. ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΟ ΣΩΜΑ

Το Εκτελεστικό σώμα εκλεγόταν από ειδική πενταμελή συνέλευση που ασκούσε την εκτελεστική εξουσία, δηλαδή τις αρμοδιότητες του «Ανώτατου Άρχοντα» (αυτές που ασκεί σήμερα σε μεγάλο βαθμό ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας), διόριζε τους 8 υπουργούς (: τον αρχιγραμματέα της επικράτειας και υπουργό Εξωτερικών και τους υπουργούς Εσωτερικών, Οικονομικών, Δικαίου, Πολεμικών, Ναυτικού, Θρησκείας, Αστυνομίας) και εκπροσωπούσε διεθνώς τους επαναστατημένους Έλληνες. Επιπλέον, το Εκτελεστικό σώμα διόριζε έναν ή και περισσότερους Υπουργούς οι οποίο παρίστανται κατά την συζήτηση των νομοσχεδίων ενώπιον του Βουλευτικού σώματος.

Το γεγονός της καθιέρωσης πενταμελούς εκτελεστικού σώματος οφείλετο στις αντιπολυταρχικές διαθέσεις της επαναστάσεως, που προσέβλεπε στο να μην συγκεντρωθεί στα χέρια ενός μεγάλο μέρος της εξουσίας, παρόλο που κάτι τέτοιο θα κρίνετο σκόπιμο ώστε να επιτευχθεί ενότητα δράσεως και ταχύτητα. Σήμερα, η εκτελεστική λειτουργία ασκείται από την Κυβέρνηση και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και είναι επιφορτισμένη με την πραγμάτωση των πολιτικών επιλογών του Λαού που την εξέλεξε.

Η Κυβέρνηση κατευθύνει τη γενική πολιτική της χώρας, ασκεί το δικαίωμα της νομοθετικής πρωτοβουλίας και εξαρτάται μόνον από την εμπιστοσύνη της Βουλής. Σύμφωνα με το Σύνταγμα της Επιδαύρου το Βουλευτικό και Εκτελεστικό σώμα ήταν ισοδύναμα, «ισοσταθμίζονταν» όπως αναφέρει το ίδιο το Σύνταγμα, διότι οι νόμοι που ψηφίζονταν από τα μέλη του Βουλευτικού σώματος δεν ίσχυαν αν δεν γίνονταν αποδεκτοί από το Εκτελεστικό σώμα το οποίο είχε το απόλυτο veto.

Σχετική, βέβαια, υπεροχή του Βουλευτικού μπορεί να συναχθεί από την διάταξη που του παρείχε το δικαίωμα να κατηγορεί και να κηρύττει, με αυξημένη πλειοψηφία, «έκπτωτους» όχι μόνο τους υπουργούς (σπερματική αναφορά στην κοινοβουλευτική ευθύνη) αλλά και τα μέλη του Εκτελεστικού. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να μνημονευθεί ότι σήμερα η ανάδειξη του Πρωθυπουργού και κατά συνέπεια της Κυβέρνησης ρυθμίζεται, σε γενικές γραμμές, από το Σύνταγμα και βασίζεται στις δύο αρχές:

  • Της δεδηλωμένης, κατά την οποία ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας υποχρεούται να διορίσει Πρωθυπουργό το πρόσωπο που τεκμαίρεται, κυρίως με βάση το εκλογικό αποτέλεσμα, ότι έχει τη δεδηλωμένη εμπιστοσύνη της Βουλής. 
  • Της κοινοβουλευτικής αρχής, κατά την οποία εξαρτάται η παραμονή της Κυβέρνησης στην εξουσία από την εμπιστοσύνη της Βουλής.

ΤΜΗΜΑ Γ. ΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΣΩΜΑ

Το Δικαστικό σώμα, άλλως η δικαστική εξουσία στο Σύνταγμα της Επιδαύρου οριζόταν ως ανεξάρτητη από τις άλλες δύο δυνάμεις (σώματα) χωρίς όμως να διασφαλίζεται με κατάλληλες ρυθμίσεις η ανεξαρτησία του, διότι τα έντεκα (11) μέλη αυτού εκλέγονται από τη Διοίκηση. Στο ισχύον Σύνταγμα, η απονομή της δικαιοσύνης καθίσταται μια πολιτειακή λειτουργία, η οποία συνίσταται στην εκτέλεση και στην εφαρμογή των κανόνων δικαίου που παράγονται με βάση τις προβλεπόμενες από το Σύνταγμα διαδικασίες.

Οι δικαστές απολαμβάνουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία, διορίζονται με προεδρικό διάταγμα σύμφωνα με νόμο που ορίζει τα προσόντα και τη διαδικασία επιλογής τους, είναι ισόβιοι και δεν συμμετέχουν καθόλου στην Κυβέρνηση.


ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Από την ανωτέρω ανάλυση προκύπτει πασιφανώς ότι αμφότερα τα Συντάγματα αποτελούν σταθμούς στην ανάπτυξη της πολιτικής συνείδησης και των πολιτειακών προσδοκιών των Ελλήνων, το καθένα πάντα μέσα από το ιστορικό υπόβαθρο το οποίο το ανέδειξε. Το Σύνταγμα της Επιδαύρου υπήρξε ένα κείμενο πλήρες και προοδευτικό, το οποίο αποτέλεσε υπόδειγμα για τα Συντάγματα που επακολούθησαν. Οι βασικές θεματικές του ενότητες αναφέρονται σ’ένα πολίτευμα δημοκρατικό, το οποίο προάγει και προστατεύει τα δικαιώματα του ατόμου, αναγνωρίζει τη διάκριση των εξουσιών ακόμη και αν κατ’ουσίαν δεν την διασφαλίζει.

Βέβαια, το Σύνταγμα αυτό ίσχυσε για ένα έτος, οπότε και αντικαταστάθηκε από το Σύνταγμα του Άστρους του 1823, με αποτέλεσμα να μην δυνάμεθα σήμερα να αναγνωρίσουμε το αν ουσιαστικά ήταν σε θέση να οργανώσει την άσκηση της κρατικής εξουσίας και να διασφαλίσει τις ατομικές ελευθερίες. Το Σύνταγμα 1975 - 1986 - 2001, επίσης αποτελεί ένα κείμενο συμπαγές, το οποίο όμως είχε το επιπλέον χαρακτηριστικό ότι απώτερος σκοπός του ήταν να διασφαλίσει σταθερότητα και προοπτική στο Ελληνικό Κράτος.

Έθεσε ως μορφή του πολιτεύματος την προεδρευόμενη κοινοβουλευτική δημοκρατία, έδωσε κεντρικό ρόλο στη Κυβέρνηση, ελάχιστες εξουσίες στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ενώ διατήρησε την μια και ενιαία Βουλή, παρόλο που στον Ευρωπαϊκό χώρο συνηθέστερο είναι το σύστημα των δύο Βουλών. Προκηρύσσει πανηγυρικά και προασπίζει τα δικαιώματα του ανθρώπου, ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και θέτει εγγυήσεις στα πλαίσια ενός κοινωνικού κράτους δικαίου, ενώ αποδέχεται και ρυθμίζει ως αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού Ελληνικού δικαίου τους κανόνες του διεθνούς δικαίου και της κοινοτικής έννομης τάξης.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ











(Κάντε κλικ στις φωτογραφίες για μεγέθυνση)




(ΜΕΡΟΣ Δ')

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου