Η πρώτη τουφεκιά της Ελληνικής Επανάστασης έπεσε στις 21 Μαρτίου
1821 στα Καλάβρυτα, όταν ένοπλοι αγωνιστές, με επικεφαλής τους τοπικούς
οπλαρχηγούς πολιόρκησαν τους Τούρκους, που είχαν καταφύγει σε τρεις
οχυρούς πύργους.
Από τις αρχές Φεβρουαρίου, μετά τη διάσκεψη της Βοστίτσας (26 - 29 Ιανουαρίου), άρχισαν να πυκνώνουν οι φήμες για επικείμενη εξέγερση των ραγιάδων στην Πελοπόννησο. Ο άγγλος πρόξενος στην Πάτρα Γκριν συμβούλευσε τους Τούρκους να λάβουν τα μέτρα τους, ενώ δεν έλειψαν και Έλληνες με μειωμένη εθνική συνείδηση, όπως ο κοτζάμπασης της Τριπολιτσάς Σωτηράκης Κουγιάς και ο δραγουμάνος του Πασά, Σταυράκης Ιακωβίκης, που πρόδωσαν την υπόθεση, δίνοντας πληροφορίες στους κατακτητές.
Η οθωμανική διοίκηση, θορυβημένη και από μεμονωμένες επιθέσεις κατά υπαλλήλων της, αποφάσισε να καλέσει στην Τριπολιτσά τους πρόκριτους της Πελοποννήσου με το πρόσχημα έκτακτης σύσκεψης. Στην πραγματικότητα, όμως, οι Τούρκοι σκόπευαν να τους κρατήσουν ως ομήρους για να αποτρέψουν κάθε διάθεση των Ελλήνων για εξέγερση.
Πολλοί από τους πρόκριτους δεν ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση, γνωρίζοντας την τύχη που τους περίμενε. Έτσι, στις 10 ή στις 13 Μαρτίου, επιφανείς Αχαιοί κατέφθασαν στη μονή της Αγίας Λαύρας για να αποφασίσουν περί του πρακτέου. Στη συγκέντρωση συμμετείχαν οι επίσκοποι Παλαιών Πατρών Γερμανός και Κερνίκης Προκόπιος και οι πρόκριτοι Ασημάκης Ζαΐμης, Ασημάκης Φωτήλας, Σωτήρης Θεοχαρόπουλος, Σωτήρης Χαραλάμπης, Παναγιωτάκης Φωτήλας, Ανδρέας Ζαΐμης και Ανδρέας Λόντος.
Αφού αντηλλάγησαν απόψεις και κάμφθηκαν οι αμφιβολίες κυρίως του Ζαΐμη και του Παλαιών Πατρών Γερμανού, αποφασίσθηκε ότι η επανάσταση έπρεπε να ξεκινήσει αμέσως, καθώς δεν υπήρχε καιρός για χάσιμο. Τυχόν σύλληψή τους θα αποτελούσε πλήγμα για την εξέγερση και πιθανώς να συνέβαλε στη ματαίωσή της. Πολύτιμες πληροφορίες για τις προθέσεις των κατακτητών έδωσε ο νεαρός Παναγιωτάκης Φωτήλας, που ήταν ερωτευμένος με την κόρη του βοεβόδα (διοικητή) των Καλαβρύτων, Αϊσέ. Στη συνέχεια, οι παριστάμενοι αναχώρησαν για τις περιοχές τους, προκειμένου να στρατολογήσουν άνδρες και να περιμένουν την έναρξη του αγώνα.
Τις εξελίξεις επιτάχυνε το περιστατικό της 18ης Μαρτίου (ή 20ης Μαρτίου), όταν άνθρωποι του βοεβόδα των Καλαβρύτων, Ιμπραήμ Αρναούτογλου, χτυπήθηκαν από τους Πετμεζαίους καθ’ οδόν προς την Τριπολιτσά. Ο Αρναούτογλου, όταν πληροφορήθηκε το γεγονός, διέταξε τους Τούρκους της περιοχής να κλεισθούν σε τρεις οχυρούς πύργους των Καλαβρύτων και να αμυνθούν, ελπίζοντας σε βοήθεια από την οθωμανική διοίκηση της Τριπολιτσάς.
Στις 21 Μαρτίου 1821, 600 έλληνες επαναστάτες, με επικεφαλής τους Σωτήρη Χαραλάμπη, Ασημάκη Φωτήλα, Σωτήρη Θεοχαρόπουλο, Νικόλαο Σολιώτη, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Βασίλειο και Νικόλαο Πετμεζά, συγκεντρώθηκαν στη μονή της Αγίας Λαύρας. Αφού παρακολούθησαν τη Θεία Λειτουργία, σύμφωνα με κάποιους ιστορικούς, πήραν μαζί τους για σημαία το λάβαρο της μονής με τη χρυσοκέντητη παράσταση της Κοιμήσεως της Θεοτόκου κι ένα παλιό κανόνι.
Την ίδια ημέρα ξεκίνησαν την πολιορκία των τριών οχυρών πύργων στα Καλάβρυτα και ύστερα από μάχες που κράτησαν πέντε ημέρες εξανάγκασαν τους πολιορκημένους να παραδοθούν. Οι απώλειες των Ελλήνων ήταν 2 νεκροί και 3 τραυματίες, μεταξύ αυτών και ο Νικόλαος Σολιώτης. Αδιευκρίνιστες ήταν οι απώλειες για τους πολιορκούμενους Τούρκους, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν άμαχοι. Πολλοί από αυτούς κατεσφάγησαν, αν και είχαν παραδοθεί. Οι επαναστάτες πήραν ως λάφυρα πάνω από 100 όπλα, με τα οποία εξόπλισαν άλλους αγωνιστές.
Όσον αφορά την τύχη της Αϊσέ Αρναούτογλου, φαίνεται να διασώθηκε, αλλά αυτοκτόνησε αργότερα, όταν, σύμφωνα με την παράδοση, πληροφορήθηκε την απώλεια του αγαπημένου της Παναγιωτάκη Φωτήλα, που σκοτώθηκε κατά την πολιορκία της Πάτρας το 1824, σε ηλικία 24 ετών.
Η πολιορκία και η παράδοση των Καλαβρύτων θεωρείται ως η πρώτη σοβαρή πολεμική επιχείρηση της Ελληνικής Επανάστασης. Στις 23 Μαρτίου το σκηνικό θα μεταφερθεί νοτιοδυτικά της Πελοποννήσου, όταν οι Μανιάτες θα καταλάβουν την Καλαμάτα και η Μεσσηνιακή Γερουσία θα εκδώσει την «προειδοποίησιν εις τας ευρωπαϊκάς αυλάς», με την οποία θα τους γνωστοποιεί τον ξεσηκωμό του γένους των Ελλήνων.
ΠΗΓΗ sansimera
Από τις αρχές Φεβρουαρίου, μετά τη διάσκεψη της Βοστίτσας (26 - 29 Ιανουαρίου), άρχισαν να πυκνώνουν οι φήμες για επικείμενη εξέγερση των ραγιάδων στην Πελοπόννησο. Ο άγγλος πρόξενος στην Πάτρα Γκριν συμβούλευσε τους Τούρκους να λάβουν τα μέτρα τους, ενώ δεν έλειψαν και Έλληνες με μειωμένη εθνική συνείδηση, όπως ο κοτζάμπασης της Τριπολιτσάς Σωτηράκης Κουγιάς και ο δραγουμάνος του Πασά, Σταυράκης Ιακωβίκης, που πρόδωσαν την υπόθεση, δίνοντας πληροφορίες στους κατακτητές.
Η οθωμανική διοίκηση, θορυβημένη και από μεμονωμένες επιθέσεις κατά υπαλλήλων της, αποφάσισε να καλέσει στην Τριπολιτσά τους πρόκριτους της Πελοποννήσου με το πρόσχημα έκτακτης σύσκεψης. Στην πραγματικότητα, όμως, οι Τούρκοι σκόπευαν να τους κρατήσουν ως ομήρους για να αποτρέψουν κάθε διάθεση των Ελλήνων για εξέγερση.
Πολλοί από τους πρόκριτους δεν ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση, γνωρίζοντας την τύχη που τους περίμενε. Έτσι, στις 10 ή στις 13 Μαρτίου, επιφανείς Αχαιοί κατέφθασαν στη μονή της Αγίας Λαύρας για να αποφασίσουν περί του πρακτέου. Στη συγκέντρωση συμμετείχαν οι επίσκοποι Παλαιών Πατρών Γερμανός και Κερνίκης Προκόπιος και οι πρόκριτοι Ασημάκης Ζαΐμης, Ασημάκης Φωτήλας, Σωτήρης Θεοχαρόπουλος, Σωτήρης Χαραλάμπης, Παναγιωτάκης Φωτήλας, Ανδρέας Ζαΐμης και Ανδρέας Λόντος.
Αφού αντηλλάγησαν απόψεις και κάμφθηκαν οι αμφιβολίες κυρίως του Ζαΐμη και του Παλαιών Πατρών Γερμανού, αποφασίσθηκε ότι η επανάσταση έπρεπε να ξεκινήσει αμέσως, καθώς δεν υπήρχε καιρός για χάσιμο. Τυχόν σύλληψή τους θα αποτελούσε πλήγμα για την εξέγερση και πιθανώς να συνέβαλε στη ματαίωσή της. Πολύτιμες πληροφορίες για τις προθέσεις των κατακτητών έδωσε ο νεαρός Παναγιωτάκης Φωτήλας, που ήταν ερωτευμένος με την κόρη του βοεβόδα (διοικητή) των Καλαβρύτων, Αϊσέ. Στη συνέχεια, οι παριστάμενοι αναχώρησαν για τις περιοχές τους, προκειμένου να στρατολογήσουν άνδρες και να περιμένουν την έναρξη του αγώνα.
Τις εξελίξεις επιτάχυνε το περιστατικό της 18ης Μαρτίου (ή 20ης Μαρτίου), όταν άνθρωποι του βοεβόδα των Καλαβρύτων, Ιμπραήμ Αρναούτογλου, χτυπήθηκαν από τους Πετμεζαίους καθ’ οδόν προς την Τριπολιτσά. Ο Αρναούτογλου, όταν πληροφορήθηκε το γεγονός, διέταξε τους Τούρκους της περιοχής να κλεισθούν σε τρεις οχυρούς πύργους των Καλαβρύτων και να αμυνθούν, ελπίζοντας σε βοήθεια από την οθωμανική διοίκηση της Τριπολιτσάς.
Στις 21 Μαρτίου 1821, 600 έλληνες επαναστάτες, με επικεφαλής τους Σωτήρη Χαραλάμπη, Ασημάκη Φωτήλα, Σωτήρη Θεοχαρόπουλο, Νικόλαο Σολιώτη, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Βασίλειο και Νικόλαο Πετμεζά, συγκεντρώθηκαν στη μονή της Αγίας Λαύρας. Αφού παρακολούθησαν τη Θεία Λειτουργία, σύμφωνα με κάποιους ιστορικούς, πήραν μαζί τους για σημαία το λάβαρο της μονής με τη χρυσοκέντητη παράσταση της Κοιμήσεως της Θεοτόκου κι ένα παλιό κανόνι.
Την ίδια ημέρα ξεκίνησαν την πολιορκία των τριών οχυρών πύργων στα Καλάβρυτα και ύστερα από μάχες που κράτησαν πέντε ημέρες εξανάγκασαν τους πολιορκημένους να παραδοθούν. Οι απώλειες των Ελλήνων ήταν 2 νεκροί και 3 τραυματίες, μεταξύ αυτών και ο Νικόλαος Σολιώτης. Αδιευκρίνιστες ήταν οι απώλειες για τους πολιορκούμενους Τούρκους, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν άμαχοι. Πολλοί από αυτούς κατεσφάγησαν, αν και είχαν παραδοθεί. Οι επαναστάτες πήραν ως λάφυρα πάνω από 100 όπλα, με τα οποία εξόπλισαν άλλους αγωνιστές.
Όσον αφορά την τύχη της Αϊσέ Αρναούτογλου, φαίνεται να διασώθηκε, αλλά αυτοκτόνησε αργότερα, όταν, σύμφωνα με την παράδοση, πληροφορήθηκε την απώλεια του αγαπημένου της Παναγιωτάκη Φωτήλα, που σκοτώθηκε κατά την πολιορκία της Πάτρας το 1824, σε ηλικία 24 ετών.
Η πολιορκία και η παράδοση των Καλαβρύτων θεωρείται ως η πρώτη σοβαρή πολεμική επιχείρηση της Ελληνικής Επανάστασης. Στις 23 Μαρτίου το σκηνικό θα μεταφερθεί νοτιοδυτικά της Πελοποννήσου, όταν οι Μανιάτες θα καταλάβουν την Καλαμάτα και η Μεσσηνιακή Γερουσία θα εκδώσει την «προειδοποίησιν εις τας ευρωπαϊκάς αυλάς», με την οποία θα τους γνωστοποιεί τον ξεσηκωμό του γένους των Ελλήνων.
ΠΗΓΗ sansimera
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου