Γράφει ο Νικόλαος Ουζούνογλου
Η Κυβέρνηση του Ισμέτ Ίνονου τον Μάρτιο του 1964, έθεσε σε εφαρμογή το σχέδιο της διάλυσης της Ελληνικής Κοινότητας της Κωνσταντινούπολης. Τα προηγούμενα σχέδια αφανισμού είχαν αποτύχει να εκριζώσουν στην ολότητα τον Ελληνισμό της Πόλης, κορυφαία των οποίων ήταν:
- η απαγόρευση πλήθους επαγγελμάτων (νόμος 2007/1932)
- η επιστράτευση στα τάγματα εργασίας των 20οι Ηλικιών το 1941,
- ο Φόρος Ευμάρειας (Βαρλίκι, 1942-44) με σκοπό την οικονομική καταστροφή των μειονοτήτων και ακόμα
- η Νύκτα Τρόμου της 6-7 Σεπτεμβρίου 1955 κατά την οποία εφαρμόστηκε ένα κεραυνοβόλο σχέδιο καταστροφής του Ελληνισμού της Πόλης, που προετοιμάστηκε από τη Διοίκηση Ανορθόδοξου – Ειδικού Πολέμου της Τουρκίας με την συνεργασία της τότε Κυβέρνησης όπως έχει αποδειχθεί τα χρόνια που ακολούθησαν.
Τα ιστορικά στοιχεία που έχουν προκύψει με τη δημοσίευση των Πρακτικών της Δίκης των γεγονότων της 6-7/9/1955 στη νήσο Πλάτη εναντίων της ανατραπείσας κυβέρνησης Α. Μεντερές με το στρατιωτικό κίνημα της 27/5/1960, δείχνουν ότι το σχέδιο της Μαζικής Απέλασης Ελλήνων Υπηκόων που διέμεναν στην Κωνσταντινούπολη με το καθεστώς «Εταμπλί», είχε καταστρωθεί από το 1957. Κατά την κατάθεσή του ο μάρτυρας στρατηγός Ρεφίκ Τουλγκά, με την ιδιότητα του υπασπιστή του ανατραπέντος πρόεδρου της Τουρκίας Τζελάλ Μπαγιάρ, ανέφερε ότι ο τελευταίος του αποκάλυψε ότι υπάρχει σχέδιο απέλασης των Ελλήνων υπηκόων και κατάσχεσης των περιουσιών τους.
Δεν πρέπει να διαφύγει της προσοχής μας ότι τόσο ο Ισμέτ Ίνονου όσο και ο Τζελάλ Μπαγιάρ, στρατιωτικός ο πρώτος και οικονομολόγος ο δεύτερος, έχουν προέλευση από το Κομιτάτο Ένωση και Πρόοδος του οποίου η ιδεολογία κυβέρνησε την Τουρκία από το 1908, χωρίς ουσιαστικά διαλύματα, μέχρι τουλάχιστον το έτος 2004 και ακόμα αποτελεί ισχυρή ιδεολογία και έχει επιρροή στα σημερινά γεγονότα στην πολιτική σκηνή της Τουρκίας. Ο Ισμέτ Ίνονου υπήρξε διοικητής στις αρμενικές επαρχίες την περίοδο 1915-17 των φοβερών εκτοπισμών αλλά και αρχιτέκτονας των διωγμών κατά των μη-Μουσουλμανικών μειονοτήτων την περίοδο μετά από το 1923 και ειδικότερα κατά της Ελληνορθόδοξης Κοινότητας της Πόλης και των νησιών της Ίμβρου και Τενέδου, που είχαν εξαιρεθεί της Ανταλλαγής των Πληθυσμών.
Ο Τζελάλ Μπαγιάρ υπήρξε εκτελεστικό στέλεχος του Κομιτάτου της περιοχής της Σμύρνης και ειδικότερα της Τεσκελάτι Μαχσουσά –Ειδική Υπηρεσία, του παραστρατιωτικού κλάδου του Κομιτάτου, την περίοδο 1914-18, κατά την διάρκεια των μαζικών διωγμών των Ελληνικών Κοινοτήτων της δυτικής Μικράς Ασίας. Η αναφορά στα δύο αυτά ισχυρά άτομα –που υπήρξαν θανάσιμοι αντίπαλοι– του πολιτικού σκηνικού της Τουρκίας δείχνει την αδιάκοπη πολιτική κατά των μη-Μουσουλμανικών μειονοτήτων με σκοπό τον αφανισμό τους.
Αποτελεί μέγιστη πλάνη, που λέγεται εσκεμμένα ή όχι, ότι οι Έλληνες υπήκοοι στην Κωνσταντινούπολη υπαγόντουσαν στη Συμφωνία Αγκύρας της 30/10/1930 και ότι η τουρκική κυβέρνηση καταγγέλλοντας μονομερώς τη Σύμβαση αυτή, είχε το δικαίωμα να απαγορεύσει τη διαμονή των Ελλήνων υπηκόων στην Κωνσταντινούπολη.
H Σύμβαση «Περί της Ανταλλαγής των Ελληνικών και Μουσουλμανικών Πληθυσμών» που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της Διεθνούς Συνθήκης Λοζάνης στο Άρθρο 2 όριζε τους εξαιρούμενους από την ανταλλαγή Έλληνες κατοίκους της Κωνσταντινούπολης ως εξής: «Θέλουσι θεωρηθή ως Έλληνες της Κωνσταντινουπόλεως, πάντες οι Έλληνες οι εγκατεστημένοι ήδη προ της 30ης Οκτωβρίου 1918, εν τη περιφέρεια της Νομαρχίας Κωνσταντινουπόλεως, ως αυτή καθορίζεται δια του νόμου του 1912». Πρέπει να σημειωθεί ότι στην επίσημη καταμέτρηση των πληθυσμών το 1927 σε σύνολο περίπου 120.000 Ελλήνων της Πόλης οι 26.000 ήταν Έλληνες υπήκοοι που υπαγόντουσαν στο καθεστώς «Εταμπλί».
Τον Ιούνιο του 1932 εν μέσω μιας ατμόσφαιρας ενθουσιασμού της «Ελληνοτουρκικής Φιλίας», που ακολούθησε την επίσκεψη του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου στην Άγκυρα, το φθινόπωρο του 1930, η κυβέρνηση της Τουρκίας απαγόρευσε την άσκηση ενός μεγάλου συνόλου επαγγελμάτων στους Έλληνες υπηκόους με αποτέλεσμα να εκπατριστούν περίπου 15.000 Έλληνες υπήκοοι την περίοδο 1932-34.
Το έτος 1964 ο αριθμός των Ελλήνων υπηκόων ήταν 12.000 σε σύνολο 90.000 Ομογενών στην Πόλη.
Η προσεκτική ανάλυση των δεινών που υπέστη η Ελληνορθόδοξη Κοινότητα της Κωνσταντινούπολης και των νησιών της Ίμβρου και Τενέδου δείχνει την εξής αλήθεια: ότι τα επιμέρους σχέδια των καταπιεστικών και διωκτικών μέτρων αποτελούν κεντρική κρατική πολιτική, σχεδιασμένα σε στρατηγικό επίπεδο ανεξάρτητα από την πορεία των διακρατικών σχέσεων μεταξύ της Ελλάδος και Τουρκίας, των οποίων η εφαρμογή γίνεται όταν η περιρρέουσα ατμόσφαιρα είναι κατάλληλη.
Η αρχή αυτή ισχύει και στην περίπτωση των Απελάσεων του 1964. Ενώ το σχέδιο είναι τουλάχιστον έτοιμο από το 1957, μάλιστα σχεδιασμένο από το κόμμα του Α. Μεντερές, εφαρμόζεται το 1964 από το αντίπαλο κόμμα με αφορμή τις διακοινοτικές συγκρούσεις στην Κύπρο που επαναλαμβάνονται με ένταση από τα Χριστούγεννα του 1963 και ενώ στην Ελλάδα επικρατεί πολιτική αστάθεια. Είναι σίγουρο ότι και να μην συνέβαινε η ελληνοτουρκική σύγκρουση στην Κύπρο, που υπήρξε εισαγόμενη από τον Βρετανικό παράγοντα, η τύχη του Ελληνισμού της Πόλης και των νησιών της Ίμβρου και Τενέδου θα ήταν ίδια με το δεδομένο της συνεχούς πολιτικής του Κράτους της Τουρκίας κατά των «μη- αφομοιώσιμων» πληθυσμών και της αδιάφορης στάσης των χωρών που είχαν συνυπογράψει την Συνθήκη της Λοζάνης και βέβαια πρώτης της Ελλάδος.
Αδιαμφισβήτητα η Απέλαση των Ελλήνων Υπηκόων το 1964-65 υπήρξε μια από τις πλέον βάναυσες παραβιάσεις της Συνθήκης της Λοζάνης.
Η οποιαδήποτε επίλυση της Συμφωνίας της Άγκυρας του 1930 δεν ισχύει αφού δεν μπορεί η διεθνής σύμβαση της Λοζάνης να αντικατασταθεί από μια διμερή σύμβαση. Επίσης η Απέλαση των περίπου 12.000 Ελλήνων της Πόλης υπήρξε μια πράξη μείζονος κλίμακας παραβίασης των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου όπως του Καταστατικού του ΟΗΕ και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (1950) που η Τουρκία είχε ενστερνιστεί από το 1954. Ο βάναυσος και ο βίαιος τρόπος που διενεργούταν οι απελάσεις, με τη δέσμευση όλων των περιουσιακών στοιχείων των Ελλήνων υπηκόων για πολλές δεκαετίες, με συνέπειες μέχρι σήμερα, κάτω από ένα έντονο κλίμα τρομοκράτησης του Ελληνισμού της Πόλης την περίοδο 1964-65 με την παράλληλη θέση σε εφαρμογή του προγράμματος Διάλυσης των Ελληνικών Κοινοτήτων των νήσων της Ίμβρου και Τενέδου αποτελούν μείζονος κλίμακας παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων με νομικές συνέπειες που δεν παραγράφονται.
Πρέπει να τονιστεί ότι ευθύνη δεν έχει μόνο η κυβέρνηση της Τουρκίας για τη θεραπεία και αποκατάσταση των θυμάτων, αλλά και οι κυβερνήσεις που έχουν συνυπογράψει τη Συνθήκη της Λοζάνης και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Ρώμης (1950) επειδή καμιά από αυτές δεν έχουν προβεί μέχρι σήμερα σε ενέργειες προς τα διεθνή δικαστήρια για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του Ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης.
Οι Απελάσεις του 1964 επέφεραν καίριο πλήγμα για τον Ελληνισμό της Πόλης καθόσον μετά από τις απελάσεις ο αριθμός των Ελλήνων της Πόλης μειώθηκε από 90.000 σε 30.000 σε διάστημα ενός έτους.
Η ανακοίνωση της έναρξης των Απελάσεων γίνεται την 16 Μαρτίου 1964 και αρχίζει αμέσως η ανακοίνωση καταλόγων Ελλήνων Υπηκόων και παράλληλα η πρόσκληση αυτών σε ατμόσφαιρα τρομοκρατίας στο 4ο τμήμα της Ασφάλειας Κωνσταντινουπόλεως με αντιμετώπιση αυτών ως εγκληματικών του Ποινικού Δικαίου. Κορυφαία πράξη βίας υπήρξε ο εξαναγκασμός να υπογράψουν δήλωση που δεν επιτρεπόταν να διαβάσουν ότι δήθεν είχαν διενεργήσει βλαβερές ενέργειες κατά της Τουρκίας. Παράλληλα τα καταπιεστικά μέτρα επεκτεινόταν σε όλα τα μέλη και Ιδρύματα της Ομογένειας. Αρκεί να αναφέρουμε τον έντονο οικονομικό αποκλεισμό που οργανώθηκε με την ανοχή της Κυβέρνησης της Τουρκίας από τις δεξιές και αριστερές εθνικιστικές φοιτητικές οργανώσεις αρχίζοντας τον Απρίλιο του 1964 αλλά και την τρομοκράτηση γενικότερα του ελληνικού πληθυσμού περί επικείμενης βίας, συνεχή προπαγάνδα κατά του Οικουμενικού Πατριαρχείου με κυβερνητικές δηλώσεις και δημοσιεύσεις του κατευθυνόμενου Τύπου.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της ανακριτικής έρευνας κατά της διοίκησης του μείζονος Ιδρύματος Βαλουκλί, αρχές του 1964, με αφορμή τη δωρεά μιας κεντρικής μονάδας θέρμανσης για το νοσοκομείο που είχε στείλει η Παγκόσμια Ένωση Εκκλησιών, με την κατηγορία ότι περιείχε οπλισμό. Ειδικός στόχος των διωγμών υπήρξαν τα σχολεία με το διορισμό «υποδιευθυντών» με απόλυτες εξουσίες και αποστολή να καταστρέψουν τα σχολεία με προφανή σκοπό τη διάλυση του κοινωνικού ιστού της Ομογένειας.
Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι, όλες αυτές οι ενέργειες ενορχηστρωνόταν από την Ειδική Επιτροπή Μειονοτήτων που είχε ιδρυθεί το φθινόπωρο του 1962 και λειτουργούσε στο πρωθυπουργικό γραφείο και της οποίας ο ρόλος αποκαλύφθηκε το 2004 όταν καταργήθηκε. Η Επιτροπή αυτή της οποίας για πολλά χρόνια στέλεχος ήταν ο Οκτάι Ενγκίν, ο προβοκάτοράς που είχε τοποθετήσει τη νύκτα της 5/9/1955 στο Προξενείο της Τουρκίας την εκρηκτική ύλη που είχε αποτελέσει το σύνθημα για την έναρξη των επιθέσεων κατά του Ελληνισμού της Πόλης.
Τέλος πρέπει να τονιστεί πως η αντίδραση των ελληνικών κυβερνήσεων της περιόδου 1964-74, υπήρξε από αδιάφορη μέχρι ερασιτεχνική που πηγάζει από την αρχή ότι είναι καλό να ξεμπερδεύουμε από «πονοκεφάλους» της ύπαρξης μειονοτήτων, που πηγάζει από τη μυωπική αντίληψη του έθνους κράτους, μια καταστροφική αρχή που εφαρμόστηκε και εφαρμόζεται όχι μόνο στην περίπτωση των Ελληνορθόδοξων Κοινοτήτων της Τουρκίας αλλά και της Βορείου Ηπείρου, χωρών της Παρευξείνιας ζώνης και της Αιγύπτου.
Νικόλαος Ουζούνογλου
Ομότιμος Καθηγητής Ε.Μ. Πολυτεχνείου και Πρόεδρος της Οικουμενικής Ομοσπονδίας Κωνσταντινουπολιτών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου