Bank of America προβλέπει συνέχιση της υψηλής οικονομικής απόδοσης της Ελλάδας σε σχέση με την Ευρωζώνη για τα επόμενα δύο χρόνια, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα τις διαρθρωτικές αδυναμίες της χώρας.
Υπάρχουν τρεις κρίσιμοι παράγοντες που υποστηρίζουν την Ελλάδα, ενώ η επιθετική νομισματική πολιτική της ΕΚΤ δεν φαίνεται να αποτελεί ανησυχία.
Καταλυτικό ρόλο ως προς αυτό, αναμένεται να διαδραματίσουν, η πάγια και ισχυρή θέση του τουρστικού κλάδου, η συνεχής ανάκαμψη των επενδύσεων και η πολιτική σταθερότητα. Από την πλευρά του ελλείμματος – χρέους, εξακολουθούν να υφίστανται κάποιες προκλήσεις, με τη BofA να αναμένει ωστόσο, τη διατήρηση και τη συνέχιση των συνθηκών που απαιτούνται για τη δημοσιονομική προσαρμογή.
Όπως σημειώνει, μετά από αρκετά δύσκολα χρόνια, η ελληνική οικονομία φαίνεται επιτέλους να βαδίζει σε μια καλύτερη πορεία. Διαρθρωτικά, παραμένει αδύναμη – ακόμα σημαντικά προσηλωμένη σε ασταθείς κλάδους όπως ο τουρισμός ή η ναυτιλία – αλλά η πρόοδος που καταγράφηκε τα τελευταία χρόνια τοποθετεί τη χώρα σε μια πιο σταθερή βάση. Και, με την ακόμα ισχυρή ζήτηση υπηρεσιών (ειδικά για δραστηριότητες που σχετίζονται με τον τουρισμό) και την πολύ σημαντική ώθηση από επενδύσεις που χρηματοδοτούνται από την Ευρωπαϊκή Ένωση, οι αναλυτές εκτιμούν ότι η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας θα ξεπεράσει τα επίπεδα της Ευρωζώνης. Οι αντιξοότητες ως προς τον κλάδο μεταποίησης είναι πιθανό να έχουν περιορισμένο αντίκτυπο στην Ελλάδα έναντι άλλων ευρωπαϊκών οικονομιών που είναι πιο επικεντρωμένες στη βιομηχανία, αλλά θα πρέπει να ληφθεί υπόψη κάποιο «φρενάρισμα» από τη δυναμική της ναυτιλίας. Με τα επίπεδα δραστηριότητας να είναι πλέον υψηλότερα από τα προ πανδημίας επίπεδα, η ανάπτυξη πιθανότατα θα επιβραδυνθεί σε ένα πιο «κανονικό» ρυθμό, με τη BofA να αναμένει ανάπτυξη της τάξεως του 1,7% – 1,2% περίπου, ετησίως τα επόμενα δύο χρόνια, αρκετά υψηλότερα από το 0,6% – 0,8% που εκτιμά για το σύνολο της Ευρωζώνης.
Παράλληλα, η απότομη αυστηροποίηση της νομισματική πολιτικής θα επιβαρύνει σαφώς τη ζήτηση, αλλά τα ελληνικά νοικοκυριά και οι μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις δεν έχουν υψηλή μόχλευση και η μετακύλιση των επιτοκίων στην πραγματική οικονομία είναι πιθανό να παραμείνει αρκετά εύρυθμη και ομαλή.
Τα επόμενα τρίμηνα, ο αμερικανικός οίκος εντοπίζει τρεις κύριους παράγοντες που διαμορφώνουν μια σχετικά θετική εικόνα για την ελληνική οικονομία: 1) η πιθανή ακόμη, ισχυρή ζήτηση για τουριστικές υπηρεσίες το καλοκαίρι, 2) η συνέχιση της κρίσιμης ανάκαμψης των πάγιων επενδύσεων των ελληνικών εταιρειών (από τα χαμηλά επίπεδα που καταγράφηκαν μέχρι την πανδημία) και 3) η ενισχυμένη πολιτική σταθερότητα που θα διατηρήσει, την ευθυγραμμισμένη, με την ΕΕ, δημοσιονομική πολιτική σε ένα καλό δρόμο.
Τουρισμός – Επενδύσεις – Πολιτική σταθερότητα το τρίπτυχο της επιτυχίας
Σύμφωνα με τη BofA, η Ελλάδα εξακολουθεί να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον τουρισμό, με τα τελευταία στοιχεία να δείχνουν ότι η φετινή θερινή περίοδος θα είναι εξίσου ισχυρή με πέρυσι, υποστηρίζοντας τα επίπεδα δραστηριότητας – απασχόλησης για το δεύτερο και τρίτο τρίμηνο του έτους. Παρά το «σοκ» στα πραγματικά εισοδήματα που επηρεάζει τα ευρωπαϊκά νοικοκυριά, η ζήτηση υπηρεσιών παραμένει ανθεκτική σε όλες τις χώρες (περίπου το 90% των τουριστών που επισκέπτονται την Ελλάδα είναι Ευρωπαίοι). Η εικόα στις προ – κρατήσεις φαίνεται σε γενικές γραμμές ενθαρρυντική, όπως και στα ξενοδοχεία και στις πτήσεις που δείχνουν να υπερβαίνουν τα θετικά μεγέθη του 2022 μέχρι στιγμής.
Από την πλευρά των επενδύσεων, που αποτελεί ένα έτερο βασικό συστατικό της ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας, η εικόνα και τα δείγματα φαίνονται επίσης αρκετά ενθαρρυντικά. Κατά τη διάρκεια των επώδυνων ετών μετά την κρίση χρέους, η Ελλάδα συσσώρευσε ένα υψηλό επενδυτικό χάσμα έναντι της υπόλοιπης Ευρωζώνης, ακόμη και ως ποσοστό του πολύ μειωμένου ΑΕΠ μετά την κρίση. Το 2021 – 2022, εμφανίστηκε μια πιο ενθαρρυντική τάση χάρη στην ευρωπαϊκή χρηματοδότηση (στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης, η Ελλάδα αναμένεται να λάβει πάνω από 30 δισ. ευρώ, με επιχορηγήσεις ύψους 18 δισ. ευρώ) και ορισμένες εσωτερικές μεταρρυθμίσεις. Παρά τα υψηλότερα επιτόκια, η BofA αναμένει τη συνέχιση κάποιες αξιόλογης, έστω, επενδυτικής δυναμικής χάρη στα projects που σχετίζονται με το RRP (παρόλο που η υλοποίηση αυτών εξακολουθεί να ενέχει έναν κίνδυνο) και της κάποια «αναθέρμανσης» των ξένων εισροών.
Επιπλέον, οι εθνικές εκλογές της 21ης Μαΐου οδήγησαν σε μια ηχηρή νίκη της Νέας Δημοκρατίας και του προέδρους της, Κυριάκου Μητσοτάκη. Το κυβερνών κόμμα απέκτησε προβάδισμα σχεδόν 20 ποσοστιαίων μονάδων έναντι του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης ΣΥΡΙΖΑ: 41% έναντι 20% (αλλά όχι αρκετό για μια μονοκομματική κυβέρνηση). Αντί να προβεί σε ένα σχηματισμό μια κυβέρνησης συνεργασίας, η Νέα Δημοκρατία τάχθηκε υπέρ της διεξαγωγής μιας νέας εκλογικής αναμέτρησης, υπολογίζοντας στην επίτευξη της αυτοδυναμίας, που οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι είναι το πιο πιθανό σενάριο. Η πιο πιθανή πορεία φαίνεται να είναι η «συνέχεια», καθώς η επόμενη κυβέρνηση είναι πιθανό να τηρήσει τις φιλοεπενδυτικές της πολιτικές, διατηρώντας μια εποικοδομητική σχέση με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και τις αγορές.
Δημοσιονομική προσαρμογή και επενδυτική βαθμίδα
Ενώ οι δημοσιονομικές προοπτικές της χώρας παραμένουν εύθραυστες, η BofA δεν ανησυχεί ιδιαίτερα σε βραχυπρόθεσμη βάση. Η Ελλάδα κατάφερε να καταγράψει ένα μικρό πρωτογενές πλεόνασμα το 2022 (0,1% του ΑΕΠ) και η μέχρι πρότινος κυβέρνηση (της Νεάς Δημοκρατίας) έδειξε μια ξεκάθαρη αποφασιστικότητα να διατηρήσει μια συνετή στάση (ακόμη και στην εκλογική χρονιά). Η υψηλή ονομαστική ανάπτυξη και η μείωση – κατάργηση ορισμένων μέτρων που σχετίζονται με την ενεργειακή κρίση (κοντά στο 5% του ΑΕΠ το 2022) αναμένεται να βοηθήσουν το βραχυπρόθεσμο σχεδιασμό της δημοσιονομικής προσαρμογής. Όσον αφορά το ανεξόφλητο δημόσιο χρέος, η Ελλάδα επωφελείται σαφώς από τη δομή των πιστωτών της, καθώς σχεδόν το 80% του χρέους της κεντρικής κυβέρνησης βρίσκεται στα χέρια του επίσημου τομέα, με μέση ωρίμανση κοντά στα είκοσι χρόνια και σταθερό κόστος εξυπηρέτησης.
Οι δημοσιονομικές εκτιμήσεις της κυβέρνησης μπορεί να είναι κάπως αισιόδοξες, αλλά η BofA θεωρεί ότι «η πορεία του ταξιδιού» παραμένει ενθαρρυντική. Υπό αυτό το πρίσμα, αναμένει ότι το πλεόνασμα του πρωτογενούς ισοζυγίου θα διατηρηθεί το 2023 – 2024, με το ονομαστικό έλλειμμα να κινείται χαμηλότερα από το 2% το επόμενο έτος. Ελλείψει περαιτέρω «κραδασμών» και τριγμών, ο οίκος βλέπει τον δείκτη δημόσιου χρέους να υποχωρεί χαμηλότερα από το 160% του ΑΕΠ μέχρι το τέλος του επόμενου έτους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου