«Ήταν δυο το μεσημέρι. Ο Γρηγόρης άνοιξε την πόρτα και βρήκε το τραπέζι στρωμένο. Ήταν όλοι εκεί και τον περίμεναν. Ο Λεωνίδας των Θερμοπυλών κι ο Μιλτιάδης του Μαραθώνα, ο Γέρος του Μοριά κι ο Αθανάσιος Διάκος. Όλοι όσοι μελέτησε, όσοι θαύμασε, όσους ήθελε να μοιάσει. Εκεί ήταν κι ο Πίσκοπος Κυπριανός, έτοιμος να τον μεταλάβει απ’ το δισκοπότηρο των Αθανάτων. Πήρε τη θέση που του φύλαξαν ο Γλιόρης κι άρχισε να τους εξιστορεί τη μάχη…
Ήταν μισή ώρα μετά τις τέσσερις τα ξημερώματα, όταν οι αγγλικές αρβύλες πατούσαν στο στόμα του κρησφύγετου. «Μας πρόδωσαν» ψιθύρισε ένα απ’ τα παλληκάρια του Αυξεντίου, αφού άλλος τρόπος να ανακαλύψουν την κρυψώνα τους, δεν υπήρχε. Όπως δεν υπήρχε και τρόπος να διαφύγουν. Όχι βέβαια πως το ήθελαν…
«Βγείτε έξω, αλλιώς πυροβολούμε» απειλούσαν οι Βρεττανοί στρατιώτες. Με ριπές απαντούσαν οι αγωνιστές στο κρησφύγετο. Όταν έπεσαν οι πρώτοι νεκροί, οι αποικιοκράτες άρχισαν να καλούν ενισχύσεις. Ο Υπαρχηγός της Οργάνωσης, ζήτησε από τους συναγωνιστές του, Ανδρέα Στυλιανού, Αυγουστή Ευσταθίου, Αντώνη Παπαδόπουλο και Φειδία Συμεωνίδη, να παραδοθούν. Απρόθυμοι και οι τέσσερις, μα ο Αίας δεν ήταν απ’ αυτούς που μπορούσες να αψηφήσεις τις διαταγές του.«Σας έδειξα πως να πολεμάτε» τους είπε. «Τώρα, ήρθε η ώρα να σας δείξω και πως να πεθαίνετε». Οι Άγγλοι λύσσαξαν. Απειλούσαν, φοβέριζαν, πυροβολούσαν ακατάπαυστα, έριχναν χειροβομβίδες… τίποτα! Ο Σταυραετός του μαχαιρά απαντούσε με το κροτάλισμα του όπλου του. «Γρηγόρη, παραδώσου» φώναζε σε σπαστά ελληνικά ο Εγγλέζος στρατιώτης. «ΜΟΛΩΝ ΛΑΒΕ» ακουγόταν η φωνή του Λεωνίδα απ’ τα βάθη της Ιστορίας!
Μια χειροβομβίδα έσκασε στο στόμιο του κρησφυγέτου και τ’ όπλο του Γρηγόρη σίγησε. Κανένας όμως δεν τολμούσε να πλησιάσει και να δει. Οι Βρετανοί, έστειλαν τον Αυγουστή Ευσταθίου να τραβήξει τον Ζήδρο έξω. Αυτός ωστόσο μπήκε στη σπηλιά. Μισοκαμένος ο Αυξεντίου, με το αίμα να κυλά στο ταλαιπωρημένο κορμί του, ήταν έτοιμος για τον δεύτερο γύρο της μάχης. Απλά ξαπόσταινε για λίγο…
Μεσημέριασε. 47 στρατιώτες είχαν πέσει νεκροί στη μάχη με τον Ανταίο της ΕΟΚΑ. Η ξεφτίλα των Άγγλων ήταν ασήκωτη. Το ρεζίλεμα που κατέγραφαν οι παρόντες δημοσιογράφοι, οι οποίοι κλήθηκαν να αποθανατίσουν τη… «σύλληψη» του μάστρου, πρωτοφανές. Η μάχη έπρεπε να τελειώσει άμεσα. Έστω και με κλεψιά. Οι στρατιωτικοί και μηχανικοί, απεφάνθησαν ότι μόνο με ανατίναξη του κρησφυγέτου, θα απαλλάσσονταν από το πείσμα του Ρήγα.
Το ελικόπτερο σηκώθηκε γεμάτο με μπιτόνια βενζίνης. Τα άδειασε στην κορυφή του λοφίσκου και τα πυρπόλησαν. Λαμπάδιασε ο Γλιόρης. Άναψε το Άγιο, το ανέσπερο φως του Ελληνισμού. Πετάχτηκε η ψυχή απ’ το σώμα. Ορθώθηκε λεύτερη, περήφανη, σπινθηροβόλα. Φωτίστηκε απ’ τις φλόγες του Γρηγόρη και φωταγώγησε ολόκληρη την Κύπρο, ολάκερο τον Ελληνισμό. Έγινε σύμβολο ανδρείας, αυταπάρνησης και ηρωισμού για ένα ολόκληρο γένος.
Από τα φυλακισμένα μνήματα όπου είναι θαμμένες οι χοντρές κοκκάλες του Γρηγόρη και λιπαίνουν τα κυπριακά χώματα, από τον Μαχαιρά όπου λεβέντικα στέκει ο ανδριάντας του και αγναντεύει την Κύπρο, από το πάνθεο των ηρώων που φτερουγίζει η ψυχή του, ο Γρηγόρης Αυξεντίου μας δείχνει την στράτα την ίσια. Την στράτα της αρετής και την εντιμότητας. Την στράτα προς την αγαπημένη του Λύση που μας καρτερά. Την στράτα προς την Κερύνεια, τη Μόρφου, την Αμμόχωστο…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου