Παρασκευή 16 Μαρτίου 2012

OI TEΛΕΥΤΑΙΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ ΤΟΥ ΕΥΑΓΟΡΑ ΠΑΛΛΗΚΑΡΙΔΗ

Τό ἀποκορύφωμα τῆς κυπριακῆς τραγῳδίας ὑπῆρξεν ὁ ἀπαγχονισμός τοῦ δεκαεννεατοῦς μαθητοῦ Εὐαγόρα Παλληκαρίδη ἀπό τόν Χάρτιγκ, πού νόμισε πώς μέ αὐτό θά ἔκαμπτε τήν ἀγωνιστικότητα τῆς Ε.Ο.Κ.Α., διότι κατά τό διάστημα τοῦτο πολλοί νεαροί κατετάγησαν εἰς αὐτήν γεμᾶτοι θάρρος καί αὐτοθυσίαν.

Παρ’ ὅλας τάς παρακλήσεις τοῦ πατέρα καί τάς τόσας ἄλλας ἐνεργείας διά τήν σωτηρίαν τοῦ ἀθώου, αὐτοῦ παιδιοῦ ὁ Χάρτιγκ ἐπέσπευσε τήν ἐκτέλεσίν του, διότι ἐπίστευεν ὅτι θά κατέφερε καίριον πλῆγμα κατά τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ ἀγῶνος τοῦ κυπριακοῦ λαοῦ.
Ἦτο τόση ἡ βία του, ὥστε νά διατάξῃ τήν ἐκτέλεσίν του πρό τοῦ μεσονυκτίου, ἐνῷ ὅλους τους προηγούμενους τούς ἐξετέλεσαν κατά τάς πρώτας πρωϊνάς ὥρας, διότι ἤθελε νά προλάβῃ μη τυχόν καί ἤρχετο χάρις ἀπό τήν Βασίλισσαν, διότι ὅλοι αὐτό ἐπεριμέναμεν. Λέγεται ὅτι ἐδόθη ἡ χάρις, ἦτο ὅμως ἀργά, ἄν πράγματι ἐδόθη.



Τό ἀπόγευμα τῆς Τετάρτης 12 Μαρτίου ὁ διοργανωτής τῶν ἐκτελέσεων κ. Ἄκκερ μέ ἐνημέρωσε περί τῆς ἐκτελέσεως τοῦ Παλληκαρίδη καί ὅτι ἔπρεπε ὡς συνήθως νά παραμείνω στάς Φυλακάς.

Ἐζήτησα νά μείνω στο σπίτι μου καί νά μεταφερῶ εἰς τάς Φυλακάς ὀλίγον πρό τῆς ἐκτελέσεως καί ἐδέχθησαν μέ τήν ὑπόσχεσιν ὅτι πράγματι θά εὑρισκόμην στό σπίτι, γιατί ὅπως ἀντελήφθην ἐνόμιζαν πώς θά τούς γελοῦσα.

Ἐκανονίσαμεν ἡ ὥρα 10 μ.μ. νά ρθοῦν νά μέ πάρουν, ὅπως καί ἔγινε.

Μόλις ἔφθασα στάς Φυλακάς, ὡδηγήθην πλησίον τοῦ Παλληκαρίδη διά νά τοῦ μεταδώσω τήν Θείαν Κοινωνίαν. Τόν βρῆκαν ἀπολύτως ἤρεμον χωρίς τήν παραμικράν ἐκδήλωσιν ταραχῆς ἤ λιποψυχίας.

Τά λόγια του εἰς τήν συνομιλίαν μας ἦσαν κοφτά καί μετρημένα. Ἐκάθητο εἰς τό κρεββάτι του, πού ἔψαυε σχεδόν τό δάπεδον τοῦ κελλιοῦ, καί ἐγώ λίγον ὑψηλότερα σ’ ἕνα σκαμνί.

Τόν εἴχαν στό κελλί τοῦ Ἀνδρέα Δημητρίου, καί στό ἄλλο τοῦ Καραολῆ εἶχαν τόν Μαϊμάρη, πού τόν κατεδίκασαν γιά φόνο. Δύο εἶναι τά κελλιά τῶν μελλοθανάτων πλησίον τῆς ἀγχόνης, καί γι’ αὐτό τούς δύο πρώτους τούς εἶχαν σ’ αὐτά τά κελλιά, πού εἶναι πολύ πληκτικά, ὅπως καί τώρα τούς δύο αὐτούς, μέ τήν διαφοράν ὅτι τώρα μόνον ὁ ἕνας μέ ἐνδιέφερε ἐθνικά.

Ὅταν συνελήφθη μέσα στό δάσος μέ ἕνα ὅπλο, πού δεν μποροῦσε νά χρησιμοποιηθῇ, ἦτο νύχτα, καί οἱ σύντροφοί του ἔτρεξαν καί ἔφυγαν, καί δεν συνελήφθησαν. Αὐτός ὅμως δεν ἔτρεξε νά φύγῃ, καί περίεργος γι’ αὐτό τοῦ ὑποβάλλω τήν ἐρώτησιν.

- Γιατί δέν ἔτρεξες νά φύγῃς καί σύ ὅπως ἔκαμαν οἱ ἄλλοι;

Ἐσήκωσε τό πρόσωπόν του καί μέ εἶδε στά μάτια, γιατί ἦτο σκυφτός, καί μέ ἐλαφρόν μειδίαμα μοῦ λέγει:

- Τούς ἐπῆρα γιά δειλούς ὅταν τούς εἶδα νά τρέχουν.

Ἐπικρατεῖ σιωπή καί πάλιν ἐρωτῶ.

- Ἔχεις τίποτε νά μοῦ πῇς, παιδί μου;

- Μετανιώνω γιά κεῖνο πού ἔκαμα καί ἄν ζοῦσα δέν θά τό ξανάκαμνα.

Δέν ἐννοοῦσε τό ὅτι ἔλαβε μέρος στόν ἀγῶνα ἀλλά ἄλλο πρᾶγμα, τῆς ψυχῆς.

Τοῦ ὑπέδειξα, ἄν ἤθελε νά ἀφήσει τόν σταυρόν του νά τόν ἔχωμεν ὡς ἐνθύμιον, ἀλλά μοῦ λέγει: Ὄχι, πάτερ, θέλω νά τόν πάρω μαζί μου.

Λυπήθηκα πού δέν σκέφθηκα νά πάρω ἄλλον μαζί μου καί νά τόν κρατοῦσα ὡς ἱερόν κειμήλιον, ὅπως ἔκαμα στούς τρεῖς προηγουμένους. Μετά τήν ἐκτέλεση τόν ἔφερε στόν λαιμό του.

Τοῦ συνέστησα νά ἔχῃ θάρρος μέχρι τέλους καί νά μήν ἀφήσῃ τήν ἐντύπωση στούς Ἄγγλους δημίους ὅτι ἐδειλίασε.

- Ἔχω θάρρος, μοῦ λέγει, καί δέν θά δειλιάσω, εὔχομαι δέ νά εἶμαι ὁ τελευταῖος. Τά τελευταῖα του λόγια ἦσαν: Τούς χαιρετισμούς μου εἰς ὅλους, καί εὔχομαι σύντομα τήν ἐλευθερίαν τῆς Κύπρου.

Τοῦ μετέδωσα τέλος τήν Θείαν Κοινωνίαν, καί ἀφοῦ τόν ἐφίλησα, τόν ἀπεχαιρέτισα μέ τάς λέξεις, θάρρος καί νά μήν χάνῃς τάς ἐλπίδας σου.

Κάποια ἐλπίς διασώσεώς του ὑπῆρχε μέχρι τῆς τελευταίας στιγμῆς, ἤτοι τῆς ἐνδεκάτης καί μισῆς, πού ἐξετελέσθη.

Ὁ Μαϊμάρης ὅταν μέ εἶδε νά φεύγω ἀπό τό διπλανό κελλί, ἐφώναζε καί ἔκλαιε καί ἐτάρασσε τήν γαλήνη καί τήν σιγήν τῆς νύχτας γύρω ἀπό τήν ἀγχόνην.

Αὐτός κατεδικάσθη εἰς θάνατον διά φόνον, καί ἐφαίνετο ὀλίγον ἀνισόρροπος, θά τόν ἐκρέμαζαν δέ τήν ἴδιαν ὥραν μαζί μέ τόν Παλληκαρίδην διά νά δείξουν ὅτι τούς θεωροῦσαν καί τούς δύο ὡς κοινούς ἐγκληματίας.

Ἡ ὥρα δεκάμιση μέ πῆραν σ’ ἕνα δωμάτιο στην εἴσοδο τῆς Φυλακῆς, καί ἐκεῖ θά ἐπερίμενα διά τά περαιτέρω.

Τό δωμάτιον ἐζεσταίνετο μέ σόμπαν πετρελαίου, καί ἄνοιξα λίγο τό παράθυρο νά παίρνω λίγον ἀέρα καί νά παρακολουθῶ καί τήν κίνηση, γιατί ἀρχίσαν νά καταφθάνουν οἱ δεσμοφύλακες τῆς βάρδιας ἀπό τά μεσάνυχτα ὡς τό πρωΐ, γιατί κάθε βάρδια ἐφύλαγεν ἕξι ὧρες, τέσσερες βάρδιες τό εἰκοσιτετράωρο καί εἶναι μαζί Ἕλληνες καί Τοῦρκοι.

Σ’ αὐτό τό διάστημα οἱ Τοῦρκοι δεσμοφύλακες εἶναι τριπλάσιοι σχεδόν ἀπό τούς Ἕλληνες.

Στεκόμουνα προσηλωμένος κοντά στό παράθυρο καί παρακολουθοῦσα κάθε κίνηση καί θόρυβο πού ἐγίνετο στό συνεχές ἀνοιγοκλείσιμο τῆς εἰσόδου καί κατόπιν τῶν σιδερένιων εἰσόδων εἰς τά διάφορα διαμερίσματα τῆς Φυλακῆς. Ἡ ὥρα περνοῦσε χωρίς νά μοῦ κάμνῃ ἐντύπωση.

Ἕνα κτύπημα δυνατό ἀκούστηκε ἀπό μακριά, πού μέ τάραξε. Κάποιος δικός μας ἐστέκετο ἀπέναντί μου ἀπ’ ἔξω τοῦ παραθύρου καί τόν ἐρώτησα τί συμβαίνει, καί μέ ἑτοιμότητα μοῦ λέγει, θά ‘ναι φυλακισμένοι καί κτυποῦν τές πόρτες.

Ἐκεῖνος ἐγνώριζε ἀπό ποῦ προῆλθεν ὁ θόρυβος καί ἤθελε νά μέ παραπλανήσῃ πρός στιγμήν. Δέν γελάστηκα ὅμως, γιατί τόν ἴδιο κρότο ἤκουσα καί προηγουμένως τήν ὥρα τῶν ἐκτελέσεων, ἀλλά εἶχα ἀμφιβολίαν γιά τήν ὥρα. Κοίταξα τό ρολόϊ μου, ἦταν ἐνδεκάμιση ἀκριβῶς. Μισή ὥρα πρίν ἀπό τά μεσάνυχτα κρέμασαν τόν Παλληκαρίδη, διότι ἀκριβῶς ἡ ὥρα μία μετά τά μεσάνυχτα μέ ἐπῆραν διά νά κάμω τήν κηδείαν.

Ἐπειδή εἶπα ὅτι, ὅταν φίλησα τόν Δημητρίου καί τόν Καραολῆ ἔνοιωσα ὅτι ἤσαν ζεστοί, γιατί φαίνεται ὅτι, μόλις τούς κρέμμασαν, τούς κατέβασαν ἀμέσως ἀπό τήν ἀγχόνην καί μέ φώναξαν, παρετήρησα ὅτι κατόπιν ἄφιναν νά περάσῃ καμμιά ὥρα κ’ ὕστερα νά μέ πάρουν κοντά τους.

Ὅπως καί τές προηγούμενες φορές, ἔτσι καί τώρα διάβασα στόν νεκρόν τήν νεκρώσιμον ἀκολουθίαν ἡ ὥρα μιά καί μισή ἀκριβῶς μετά τά μεσάνυχτα, καί εἰς τό ἴδιον ἀκριβῶς μέρος ἔξω ἀπό τήν κλειστή εἴσοδο τοῦ κοιμητηρίου. Ἐπειδή ἦτο μελαχροινός, μοῦ ἐφαίνετο μέ τό λίγο φῶς τοῦ κεριοῦ πού ἐφώτιζε τό πρόσωπό του, πώς δέν ἄλλαξε ἡ θωριά του, καί νόμιζες πώς κοιμᾶται.

Ἔδωσα εἰς αὐτόν τόν τελευταῖον ἀσπασμόν καί μέ βῆμα ἀργόν καί ἄφατον θλῖψιν ἔφυγα, διά νά ἀποτελειώσουν οἱ δήμιοι ἐν κρυπτῷ τά τῆς ταφῆς.

Δέν ἤθελαν να γνωρίζωμεν πῶς τούς ἔθαπταν, καθ’ ὅτι ἔβαζαν δύο-δύο στόν τάφο γιά νά ἐξοικονομηθῇ χῶρος στό μικρόν κοιμητήριον. Ἐπικρατοῦσε καί μιά σκέψις ὅτι ἔχυναν μέσα στόν τάφον ἀσβέστη γιά νά καῇ καί διαλυθῇ ὁ νεκρός. Αὐτό ἴσως νά φανῇ ὅταν θά γίνῃ ἡ μεταφορά τῶν λειψάνων ἐκ τῶν Φυλακῶν.

Μέ τήν ἐκτέλεση τοῦ Παλληκαρίδη ἔκλεισε τό κεφάλαιον τῶν ἀπαγχονισθέντων.

Παπαντώνιος Ἐρωτοκρίτου
Aπό τη σελίδα της Κάρολ Γρίβα στο Facebook

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου