«Ικί τανέ γεντιγκιούν, ικί τανέ σου». Δυο μανταρινάδες και δυο νερά. Δεκαπέντε λίρες αποκρίνεται ο πωλητής. Ενάμισι ευρώ. Ολα μαζί! Το μόνο «καλό» της ημέρας και των νεοοθωμανισμών της «μαμάς» Τουρκίας.

Περίτεχνο το αναψυκτήριο! Από τότε είναι σκέφτομαι. Ε μα βέβαια. Ξύλινο ταβάνι σε σχήμα αφηρημένο και διαγώνιες δοκοί. Μετά τα 60s ποιος έφτιαχνε τέτοια; Και ακόμα και τότε, εδώ, μόνο στην Αμμόχωστο τα έφτιαχναν. Τότε. Πώς να ήταν άραγε τότε, μια μέρα σαν κι αυτήν, μια μέρα που η ζέστη σε πνίγει και παρακαλάς να σε βρει ξανά, για μισό λεπτό έστω, το θαλασσινό αεράκι να σε λυτρώσει; Πώς να έσβηναν τη δίψα τους οι Αμμοχωστιανοί μια τέτοια μέρα; Εδώ καθόντουσαν; Εδώ βέβαια. Κάτω από τα δέντρα. Μπροστά στο Β’ Γυμνάσιο Αμμοχώστου. Στον Δημοτικό Κήπο. Εδώ που έφτιαξαν και πάλι τα σιντριβάνια, που έβαψαν τον μεταλλικό ιππόκαμπο και καθάρισαν τα χόρτα που έπνιγαν τον κήπο, και άλλαξαν το όνομα σε Μιλέτ Μπαχτσεσί, που πάει να πει Εθνικός Κήπος.