Ο Κυπριακός Ελληνισμός ζούσε στην κόλαση της πρώτης τουρκοκρατίας το 1821. Η Μεγάλη Παρασκευή του λαού μας παρατεινόταν για 308 θανατηφόρα χρόνια δυστυχίας, ανέχειας κι απελπισιάς. «Όλα τα ‘σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά». Κι όμως, στο άκουσμα του μεγάλου ξεσηκωμού, το σκυμμένο κεφάλι σηκώθηκε, το κορμί ορθώθηκε, η λευτεριά αναπήδησε από τα μνήματα κι η παλληκαριά αρμένισε με τα καράβια του Κανάρη για την επανάσταση, να σμίξει μ’ όσους πολεμούσαν και να προελάσει για την Πόλη των ονείρων και των μεγάλων προσδοκιών. Το σπαθί των Κυπρίων εθελοντών του ’21, άστραφτε από την ανέσπερη λάμψη του οράματος της Φυλής. Ο Βασίλης Μιχαηλίδης το στιχούργησε σαν παλιό πολεμικό τροπάρι της Πύλης του Ρωμανού: «Είπαν μου πως εφύασιν πο τζιει που το Καρπάσιν, μια κοπή παίδκιοι τοπκιανοί τζιαι πως επήαν πέρα,πέρα στους λας που πολεμούν τζιαι παν κατά την Πόλιν».
ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΣΠΑΝΟΥ, Προέδρου των Συνδέσμων Αγωνιστών της ΕΟΚΑ
ΠΗΓΗ ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΚΥΠΡΟΥ
Στην νοτιοανατολικότερη εσχατιά της Φυλής άνθιζε η διεκδίκηση της Μεγάλης Ιδέας. Η ιδέα που σαν δαυλός με φωτιά μεσουρανούσα έφεγγε κι έσχιζε το πυκνό σκοτάδι της δουλείας και φώτιζε το δισκοπότηρο της ελπίδας που κρυβόταν στην Αγιά Σοφιά. Οι Κύπριοι ορκίστηκαν στη Φιλική Εταιρεία πριν κηρυχθεί ο αγώνας. Ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός μυήθηκε από το 1818 κι είχε αλληλογραφία με τον «Καλό», τον Αλέξανδρο Υψηλάντη. Στη μάχη του Δραγατσανίου στις 7 Ιουνίου του 1821




