Εκείνη η νύκτα της Πρωταπριλιάς του 1955 ήταν διαφορετική. Τι και αν ήταν στην καρδιά της Άνοιξης; Ο ουρανός είχε μαυρίσει. Έκλαιγαν τα βουνά. Έκλαιγαν οι κάμποι. Έκλαιγαν τα πουλιά. Η φύση αισθανόταν δέος μπροστά στο γιγάντωμα των ψυχών. Μια χούφτα παλικάρια, τα πλείστα αμούστακα, νιώθοντας τα στήθη τους να φουσκώνουν από φιλοπατρία, με όραμα μια ουρανογάλανη πατρίδα, ξεχύθηκαν στις οδούς της δόξας. Εκείνη τη νύκτα, μια ολόκληρη γενιά έστρεψε τις καρδιές προς την αρετή των αρετών, την αγάπη για την πατρίδα. Ακολούθησαν ένα δρόμο δύσκολο, τραχύ, γεμάτο αγκάθια. Ανηφορικό αλλά μεθυστικό, αφού οδηγούσε στο χρυσοποίκιλτο παλάτι της Ελευθερίας.