Εκείνη η νύκτα της Πρωταπριλιάς του 1955 ήταν διαφορετική. Τι και αν ήταν στην καρδιά της Άνοιξης; Ο ουρανός είχε μαυρίσει. Έκλαιγαν τα βουνά. Έκλαιγαν οι κάμποι. Έκλαιγαν τα πουλιά. Η φύση αισθανόταν δέος μπροστά στο γιγάντωμα των ψυχών. Μια χούφτα παλικάρια, τα πλείστα αμούστακα, νιώθοντας τα στήθη τους να φουσκώνουν από φιλοπατρία, με όραμα μια ουρανογάλανη πατρίδα, ξεχύθηκαν στις οδούς της δόξας. Εκείνη τη νύκτα, μια ολόκληρη γενιά έστρεψε τις καρδιές προς την αρετή των αρετών, την αγάπη για την πατρίδα. Ακολούθησαν ένα δρόμο δύσκολο, τραχύ, γεμάτο αγκάθια. Ανηφορικό αλλά μεθυστικό, αφού οδηγούσε στο χρυσοποίκιλτο παλάτι της Ελευθερίας.Εκείνη τη νύκτα, τα κορμιά των Κυπρίων συγκλονίστηκαν. Από τις εκρήξεις που σηματοδότησαν την έναρξη του υπέρτατου αγώνα που κάθε άνθρωπος μπορεί να επιδιώξει. Από τις δονήσεις που προκάλεσε το ωστικό κύμα της συσσωρεμένης ανδρείας αυτών των παλικαριών, τα οποία με αυταπάρνηση αποφάσισαν να κοιτάξουν το Χάρο στα μάτια. Του φώναζαν «δεν σε φοβάμαι», του έσκαγαν ένα χαμόγελο και πετούσαν προς την αθανασία.
  Τα τελευταία λόγια των εννιά απαγχονισθέντων ηρώων συγκλονίζουν. Λες και ακούς να μιλά ο Λεωνίδας των 300, ο Θεμιστοκλής στη Σαλαμίνα ή ο Αθανάσιος Διάκος. Άλλωστε, οι ήρωες που θυσιάζουν τη ζωή τους για την πατρίδα, όλοι ίδιοι είναι. Μ. Καραολής: «Εμένα δεν πρέπει να με λυπάστε, εφ’ όσον εγώ δεν βλέπω λόγο να κλαίω για τον εαυτό μου». Α. Δημητρίου: «Δεν με φοβίζει ο θάνατος, γιατί η ζωή είναι περιττή μέσα στη σκλαβιά». Ι. Πατάτσος: «Ευρίσκομαι μεταξύ των αγγέλων. Τώρα απολαμβάνω τους κόπους μου». Χαρ. Μιχαήλ: «Επειδή γνωρίζω για ποιο σκοπό θα εκτελεστώ, αισθάνομαι τον εαυτό μου ισχυρό και γαλήνιο». Μ. Κουτσόφτας: «Οι μόνες λέξεις που μπορούν να ακούσουν απ’ τα χείλη μας οι δυνάστες είναι αυτές: Ελευθερία ή θάνατος». Στ. Μαυρομμάτης: «Θέλω να ξέρετε πως ο γιός και αδελφός σας, πέθανε με το χαμόγελο στα χείλη, γιατί κράτησε μέχρι τέλους τον ιερό όρκο που έδωσε να θυσιαστεί χάριν της ελευθερίας της Κύπρου». Α. Παναγίδης: «Στα 22 μου χρόνια πεθαίνω για χάρη μιας μεγάλης ιδέας». Α. Ζάκος: «Η ώρα του θανάτου μου πλησιάζει, μα στη ψυχή μας φωλιάζει η ηρεμία».
  Άντε Γρηγόρη, φώναξε τους ήρωες, φώναξε όλα τα παιδαρέλια, τον Γιάλλουρο, τον Πετράκη Κυπριανού… Συγκεντρωθείτε στα μαρμαρένια αλώνια της αθανασίας όπου βρίσκεστε. Φορέστε τα καλά σας κοστούμια κι ελάτε στη μάνα μας που σας καρτερά. Συνεχίζει να είναι μαυροφορεμένη και καταπονημένη. Ελάτε έτσι όπως κάνετε κάθε Πρωταπριλιά. Θα είναι και η αποψινή νύκτα διαφορετική. Θα κλαίνε και σήμερα τα βουνά, οι κάμποι, τα πουλιά. Κλαίνε, όμως, για άλλο λόγο. Επειδή σήμερα ξεπληρώνουμε τη θυσία σας με βροχή σκανδάλων. Με απύθμενη απληστία. Με απέραντη μικροψυχία. Με ξεστράτισμα ηθών και θεσμών. Πώς να μην κλαίνε το ηρωικό Τρόοδος και το παλικαρόβουνο Πενταδάκτυλος; Πώς να μην κλαίνε οι αετοί; Εσείς ήσασταν ασυμβίβαστοι με τη σκλαβιά, εμείς συμβιβαστήκαμε με τη σκλαβιά της μισής πατρίδας. Εσείς ήσασταν ανυπότακτοι, εμείς υποταχτήκαμε οικονομικά σε ξένους. Εσείς δεν αντέχατε με λιγότερη ελευθερία, λιγότερη αξιοπρέπεια, λιγότερο καθαρό αέρα. Εμείς ανεχόμαστε απαθώς την στρατιωτική κατοχή της μισής και την οικονομική κατοχή της άλλης μισής πατρίδας. Ο Μάτσης φώναξε «ου περί των χρημάτων τον αγώνα ποιούμεθα». Εμείς αναλωνόμαστε στο κυνήγι ύποπτων επιταγών μιας κάποιας Focus. Ο Νίκος Κρανιδιώτης έγραφε το 1957 για το θάνατο του μαθητή Γιάλλουρου: «Αγάπησε τη γαλανόλευκη. Αγάπησε τη σκιά της. Αγάπησε τις γαλανές σκέψεις της». Εμείς σήμερα, δια επισήμων χειλέων ανακαλύπτουμε ότι η μόνη μας σύνδεση με την Ελλάδα είναι κάποιοι… πολιτιστικοί δεσμοί.
  Άντε λοιπόν Γρηγόρη, μάζεψε τους γίγαντες του ολοκαυτώματος του Αχυρώνα κι ελάτε. Να ακούσετε όλους αυτούς που θα σας εκθειάσουν, θα σας τιμήσουν με λόγια που θα τα πάρει ο αέρας. Είναι αυτοί κι άλλοι τόσοι που σας πρόδωσαν. Κι εμάς, τους απλούς ανθρώπους, που μεγαλώσαμε με το μεγαλείο της ψυχής σας. Θα βάλουν στεφάνια στους τάφους σας, εκεί στις φυλακές. Εξήντα χρόνια, σας κρατάνε ακόμη «φυλακισμένους». Φοβούνται να σας πάρουν αλλού που θα σας βρίσκει εύκολα ο κόσμος. Μπας και τους ξυπνήσετε… Προτιμούν να μας αποκοιμίζουν με υπνωτικά. Για να μην βλέπουμε όνειρα… Τα φοβούνται τα όνειρα… Μας υπνωτίζουν με δήθεν επιτυχίες. Ξέρετε ποιες είναι οι «επιτυχίες» της εποχής μας; Ότι αποτρέψαμε να έρθει ο υπουργός του δολοφόνου σας για να μην μολύνει τη σημερινή επέτειο. Ότι φεύγει το πειρατικό και θα ξαναρχίσουν οι συνομιλίες, αλλά την ίδια ώρα φεύγει και το γεωτρύπανο… Και άλλο ένα κομμάτι αξιοπρέπειας…
  Άντε Γρηγόρη, πάρε τους λεβέντες σου και περάστε από τη μαυροφορεμένη μάνα μας να την ασπαστείτε. Μόνο από εσάς παίρνει δύναμη και αντέχει να ζει. Περιμένει την ώρα που θα βρεθεί ένας άλλος Μάτσης, ένας άλλος Παλληκαρίδης, να την πάρουν από το χέρι και να την οδηγήσουν στο μονοπάτι που θα συναντήσει κι αυτή την Λεφτεριά. Εσείς πήρατε μιαν ανηφοριά και βρήκατε την αξιοπρέπεια. Εμείς ακολουθήσαμε με κλειστά μάτια, ένα σωρό νάνους πολιτικούς στην κατηφοριά και συναντήσαμε την καταστροφή.
  Μια απλή συγγνώμη δεν αρκεί. Πηγαίνετε στο πάνθεον, όπου σας τοποθέτησε η ιστορία και άστε εμάς να αναζητούμε ψήγματα ελπίδας στους στίχους του Μόντη για τον Αυξεντίου: Να πάρουμε μια σταγόνα απ᾽ το αίμα σου/ να καθαρίσουμε το δικό μας,/ να πάρουμε μια σταγόνα απ᾽ το αίμα σου/ να μπολιάσουμε το δικό μας…