Στις 12 Οκτωβρίου, ο υπουργός Αμύνης της Εσθονίας μίλησε για την προοπτική συνεργασίας με την Ουκρανία στον τομέα των εξοπλισμών, ώστε η χώρα του να προχωρήσει στην προμήθεια όπλων από το Κίεβο. Μια τέτοια συνεργασία, αφενός θα επέτρεπε στην Εσθονία να εξοπλιστεί με δοκιμασμένα στην μάχη οπλικά συστήματα, αφετέρου θα ενίσχυε οικονομικά την Ουκρανία, βοηθώντας τον αγώνα της.
Εμπόδιο στην παρούσα φάση, είναι ο υφιστάμενος στρατιωτικός νόμος που έχει επιβληθεί από την ουκρανική κυβέρνηση και απαγορεύει τις εξαγωγές όπλων, ώστε να μην επηρεαστεί ο εφοδιασμός και η πολεμική προσπάθεια της χώρας, στην εισβολή που έχει δεχθεί από την Ρωσία. Ο υπουργός Αμύνης της Εσθονίας μάλιστα, έδωσε μία ιδέα για τα όπλα ουκρανικής παραγωγής που ενδιαφέρουν το Τάλιν, αναφερόμενος στους πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς και σημειώνοντας ότι, «αυτά τα συστήματα που μπορούν να επηρεάσουν τον εχθρό σε μεγάλη εμβέλεια, θα εξετάσουμε πρώτα απ’ όλα».
Μόλις τον περασμένο Ιούνιο, η Εσθονία ανακοίνωσε εξοπλιστικό πρόγραμμα για την περίοδο 2025-2028, αφιερώνοντας σχεδόν το 30% του αμυντικού προϋπολογισμού (1,55 δισ. € εκ συνόλου 5,3 δισ. €) για την αναπλήρωση των αποθεμάτων όπλων και πυρομαχικών. Η ανάγκη προκύπτει από την μεγάλη στρατιωτική βοήθεια που έχει προσφέρει μέχρι σήμερα η Εσθονία στην μαχόμενη Ουκρανία, η οποία αφορά παραχωρηθέν υλικό συνολικής αξίας 500 εκατ. € περίπου.
Από τις βασικές προβλέψεις του εξοπλιστικού προγράμματος, είναι η αναβάθμιση του πυροβολικού μάχης με την συγκρότηση μιας τρίτης Μοίρας πυροβολικού, την μετάβαση από στοιχεία ρυμουλκούμενων πυροβόλων σε αυτοκινούμενα και προμήθεια στοιχείων Πολλαπλών Εκτοξευτών Πυραύλων HIMARS. Η αντιαεροπορική άμυνα θα ενισχυθεί με πυραυλικά συστήματα μέσου βεληνεκούς ενώ θα αποκτηθούν και αεροπορικά όπλα κρούσεως. Θα συγκροτηθούν επίσης μηχανοκίνητες μονάδες και Τάγμα Πληροφοριών Επιτηρήσεως Προσκτήσεως Στόχων & Αναγνωρίσεως (ISTAR)
Είναι προφανές ότι η Εσθονία αποβλέπει στην απόκτηση ικανότητος εκπομπής πυρών ακριβείας σε μεγάλες αποστάσεις και η συνεργασία με την Ουκρανία, η οποία μπορεί να προσφέρει σχετικές λύσεις δοκιμασμένες στο πεδίο της μάχης και με λογικό κόστος, αναδεικνύεται ως φυσιολογική.
Μία μικρή Βαλτική χώρα που ενδιαφέρεται να αναπτύξει τις αμυντικές ικανότητές της, δείχνει να αποβλέπει σε στενότερη συνεργασία με έναν παραγωγό οπλικών συστημάτων, εκμεταλλευόμενη την στενή σχέση που έχει αναπτυχθεί λόγω της στηρίξεως που προσφέρει στην δοκιμαζόμενη Ουκρανία. Θα μπορούσε άραγε και η Ελλάδα να κινηθεί αναλόγως, διερευνώντας μία αμοιβαίως επωφελή αλλά στρατηγικής σημασίας συνεργασία στην αμυντική βιομηχανία με το Κίεβο;
Η ελληνική κυβέρνηση σχεδιάζει ένα μεγαλεπίβολο 12ετές εξοπλιστικό πρόγραμμα που θα απορροφήσει περί τα 20 δισ. € περίπου. Το πρόγραμμα αυτό, χαρακτηρίζεται κατά βάση από ορισμένα μείζονα εξοπλιστικά προγράμματα, που όπως φαίνεται θα υλοποιηθούν με απευθείας αναθέσεις. Στο 12ετές εξοπλιστικό πρόγραμμα της εμβληματικής “Ατζέντας 2030”, δεν περιλαμβάνεται κάποιο μείζον αναπτυξιακό πρόγραμμα, για την απόκτηση νέων ικανοτήτων από πλευράς Ενόπλων Δυνάμεων, που θα αναληφθεί από την Ελληνική Αμυντική Βιομηχανία σε συνεργασία με έναν στρατηγικό εταίρο. Όλες οι μείζονες προμήθειες της “Ατζέντας 2030”, θα επιδιωχθεί να συνοδευτούν με παραχώρηση κάποιου βιομηχανικού έργου ώστε να υπάρχει συμμετοχή ελληνικών εταιρειών αλλά μέσω αυτών δεν θα καταστεί περισσότερο αυτάρκης η χώρα σε οπλικά συστήματα. Στην ουσία, κανείς από τους κύριους προμηθευτές της χώρας, δεν θέλει να μοιραστεί τεχνολογία σε κρίσιμους τομείς και περιορίζεται σε κάποιο έργο συμπαραγωγής. Εν τούτοις, η χώρα έχει ανάγκη αναπτύξεως στρατηγικού οπλοστασίου και η εξαγορά της σχετικής τεχνολογίας και τεχνογνωσίας ώστε σταδιακώς να καταστεί αυτάρκης στην παραγωγή και την συντήρησή του, κοστίζει.
Το ζητούμενο είναι, στην “Ατζέντα 2030” να συμπεριληφθούν και μεγάλα αναπτυξιακά προγράμματα με κάποιον πρόθυμο στρατηγικό εταίρο στην αμυντική βιομηχανία.
Μόλις στις αρχές Οκτωβρίου, ο πρόεδρος Ζελένσκι ανακοίνωσε την επιτυχή ολοκλήρωση πτητικών δοκιμών ενός νέου βαλλιστικού πυραύλου που αναπτύσσει. Πρώτη αναφορά στο πρόγραμμα, είχε κάνει τον περασμένο Αύγουστο. Τον Νοέμβριο του 2023, επιβεβαιώθηκε επισήμως ότι βρισκόταν σε υπηρεσία ο Βαλλιστικός Πύραυλος Βραχέως Βεληνεκούς (SRBM) τύπου Hrim-2 και συνεχιζόταν η βελτίωσή του. Επομένως, ο πρόεδρος Ζελένσκι αναφερόταν σε κάτι άλλο. Είναι προφανές ότι η Ουκρανία αναπτύσσει το οπλοστάσιό της και με την συνδρομή της Δύσεως, ώστε να παρακάμψει τις πολιτικές αντιρρήσεις των ΗΠΑ για τον εφοδιασμό της με όπλα κρούσεως μακρού βεληνεκούς που ζητάει εδώ και καιρό.
Μέσω μιας συμφωνίας στρατηγικής συνεργασίας, η Αθήνα θα μπορούσε να εγκαινιάσει μία νέα σχέση με το Κίεβο στον τομέα της Άμυνας, στηριζόμενη στην αμοιβαία στρατιωτική συνδρομή. Η Ελλάδα μπορεί να παραχωρήσει και άλλο υλικό που δεν έχει τόση ανάγκη όσο η Ουκρανία και να δημιουργήσει σε πρώτη φάση κοινοπραξία για την παραγωγή ουκρανικού υλικού στην Ελλάδα, προς κάλυψη αναγκών και των δύο χωρών. Δημιουργώντας επιπλέον γραμμή παραγωγής, με επιμερισμό της δαπάνης, αυξάνεται ταχέως η παραγωγική ικανότητα ενώ οικονομικώς κερδισμένη είναι και η Ουκρανία, σε μία πολύ δύσκολη καμπή της ιστορίας της.
Η περίπτωση συνεργασίας για στρατηγικό οπλοστάσιο, αναφέρεται ως εξεζητημένη προοπτική ώστε να αναδειχθούν οι μεγάλες δυνατότητες αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και πιο “χαμηλά” οπλικά συστήματα ενδιαφέροντος των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, που θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο εξετάσεως και κοινής παραγωγής. Ο πρόεδρος Ζελένσκι ανέφερε ότι η χώρα παράγει ήδη 15-20 αυτοκινούμενα πυροβόλα 2S22 Bohdana των 155 mm τον μήνα! Προηγουμένως το σύστημα βασιζόταν σε πλατφόρμα φορτηγού 8×8 ενώ τώρα φέρεται σε φορτηγό 6×6. Πρόκειται για ένα όπλο αναλόγων επιδόσεων με το γαλλικό Φορτηγό Εξοπλισμένο με Σύστημα Πυροβολικού (CEASAR) με 67 μονάδες του οποίου έχει ενισχύσει την Ουκρανία η Γαλλία. Προσφάτως αναφέρθηκε ότι 5 εξ αυτών έχουν καταστραφεί και 2 έχουν υποστεί ζημιές που επισκευάζονται, στοιχεία τα οποία αποκαλύπτουν τις ικανότητες και την αξία των εν λόγω ευκίνητων συστημάτων πυροβολικού μεγάλου βεληνεκούς, σε περιβάλλον έντονων επιχειρήσεων.
Ακόμη και αν το 2S22 Bohdana δεν αποτελεί την υπ’ αριθμόν ένα επιλογή για τις ανάγκες του Ελληνικού Στρατού, μπορεί να συμπληρώσει το οπλοστάσιο του παρωχημένου Πυροβολικού Μάχης, ακόμη και έστω ως μονάδες αντικαταστάσεως απωλειών σε στοιχεία αυτοκινούμενου πυροβολικού. Η απόκτηση αυτάρκειας σε ένα οπλικό σύστημα εγνωσμένης επιχειρησιακής αξίας μέσα από λογική επένδυση, δεν μπορεί να αγνοηθεί από ένα πλαίσιο συνεργασίας με την Ουκρανία.
Φυσικά, δεν χρειάζεται να τονιστεί ο τομέας των μη επανδρωμένων συστημάτων και άλλων όπλων μακρού βεληνεκούς χαμηλού κόστους, που έχει παρουσιάσει μέσα από τον πόλεμο η Ουκρανία.
Είναι επιτακτική ανάγκη η κυβέρνηση να αντιληφθεί ότι η ανάπτυξη της Ελληνικής Αμυντικής Βιομηχανίας δεν μπορεί να προκύψει ως εκ θαύματος, μόνο μέσα από μικρά προγράμματα που σκοπεύει να χρηματοδοτήσει και να προωθήσει μέσω του ΕΛΚΑΚ. Αντιπροσωπεύουν “ψίχουλα”, εμπρός στα δισεκατομμύρια που ετοιμάζεται να δαπανήσει για απευθείας προμήθειες. Απαιτούνται επενδύσεις για απόκτηση αυτάρκειας σε επίπεδο εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας ώστε να αποκτήσει τεχνολογία και να καταστεί ικανή στην παραγωγή ορισμένων μειζόνων οπλικών συστημάτων και όπλων, που δεν είναι διατεθειμένοι να μοιραστούν οι συνήθειες προμηθευτές. Η Ουκρανία είναι μία πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση που οφείλει η κυβέρνηση να αξιολογήσει, λόγω των ειδικών συνθηκών που δημιουργεί ο πόλεμος και της πολιτικής στηρίξεως που εφαρμόζει εμπράκτως η Αθήνα με συνέπεια. Μπορεί να το εκμεταλλευθεί αυτό, ώστε να περάσει σε άλλο επίπεδο αμοιβαίως επωφελούς συνεργασίας με έναν ισότιμο εταίρο, αυτή την σχέση.
Διαφορετικά, και με την “Ατζέντα 2030″ η Ελλάδα θα επιφυλάξει για τον εαυτό της την ιδιότητα του Πελάτη που συνεχίζει να αφιερώνει δισεκατομμύρια αγοράζοντας από το ράφι”, με τις γνωστές διαδικασίες, παρά τα περί του αντιθέτου λεγόμενα των αρμοδίων.
ΠΗΓΗ https://doureios.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου