Υπέρ της επιστροφής των αρχαίων κειμηλίων που βρίσκονται μακριά από
την «πατρίδα» τους τάσσεται αρθρογράφος του Guardian, κάνοντας ιδιαίτερη
αναφορά στα γλυπτά του Παρθενώνα.
«Αν η ανάπτυξη αφορούσε μόνο την οικονομία, τότε το πού βρίσκονται τα αρχαία κειμήλια δεν θα είχε σημασία, εκτός αν είχαν ιδιαίτερα υψηλή χρηματική αξία. Ομως, δεν είναι έτσι. Η ανάπτυξη αφορά και τον πολιτισμό, τη δύναμη της εθνικής και φυλετικής ταυτότητας, την ανάδειξη όλων των χωρών στο επίπεδο του διεθνούς σεβασμού, που μέχρι σήμερα αναγνωρίζεται μόνο σε λίγες», εξηγεί ο Τζόναθαν Γκλένι στο άρθρο του.
Για αυτό, τονίζει, είναι καιρός οι αποικιακές δυνάμεις να επιστρέψουν πολλά από τα αντικείμενα που αφαίρεσαν από πιο αδύναμα ή κατακτημένα έθνη.
Κάνοντας αναφορά και σε άλλα αρχαία κειμήλια ξένων χωρών που βρίσκονται στη Βρετανία- και σε καμπάνιες που γίνονται κατά καιρό για την επιστροφή τους- ο Γκλένι τονίζει ότι τα μουσειακά αντικείμενα που διεκδικούνται σε μεγαλύτερο βαθμό στη Βρετανία είναι τα γλυπτά του Παρθενώνα, που αποτελούν ουσιαστικά το ήμισύ του, όπως υπογραμμίζει. «Η Ελλάδα, δικαιολογημένα, θέλει την επιστροφή τους. Οι συμφωνίες που έγιναν την εποχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν μπορεί να υπονομεύουν τις σύγχρονες διεθνείς σχέσεις», τονίζει.
Τα αρχαία αντικείμενα πρέπει να επιστραφούν για δύο λόγους, συνεχίζει ο αρθρογράφος του Guardian. Πρώτα από όλα, είναι θέμα δικαιοσύνης. «Αναπόφευκτα, εξαιτίας της συλλογικής μυωπίας με την οποία τα πλούσια έθνη λειτουργούν, τα μουσεία μας δεν αντιμετωπίζονται ως αποθήκες κλεμμένων αγαθών, αλλά παρουσιάζονται ως φροντιστές ιστορικών αντικειμένων για το καλό της ανθρωπότητας. Καθώς προσπαθούμε να αποκαταστήσουμε τους δεσμούς μεταξύ των χωρών, με βάση τον αμοιβαίο σεβασμό και όχι τη λεηλασία, τι πιο συμβολικό από τη σταδιακή επιστροφή πολλών εκ των μυριάδων αντικειμένων που αφαίρεσαν ταξιδιώτες, κατακτητές και υπάκουοι δημόσιοι υπάλληλοι;», εξηγεί ο Γκλένι.
Ο δεύτερος λόγος είναι πιο βασικός, συνεχίζει. «Περπατώντας σε ένα μουσείο του Λονδίνου, είναι μία υπενθύμιση του τεράστιου προνομίου του να έχεις πρόσβαση σε τόσο μεγάλο κομμάτι της παγκόσμιας ιστορίας, για να μάθεις από αυτό. Αυτό που μπορούν να δουν οι Λονδρέζοι και όσοι επισκέπτονται την πόλη, για τους περισσότερους είναι διαθέσιμο μόνο σε βιβλία. Μπορείς να μάθεις πιο πολλά από μία μισάωρη βόλτα στο Βρετανικό Μουσείο από ό,τι με μελέτη εβδομάδων. Γιατί οι Βρετανοί να έχουν το προνόμιο να βλέπουν τους θησαυρούς του κόσμου; Δεν είναι καιρός να αναπτύξουμε δημιουργικούς τρόπους ώστε να εξασφαλίσουμε πως όλα τα παιδιά μπορούν να μάθουν ότι και εκείνα στη Βρετανία, όταν τριγυρνούν σε μουσεία δίνοντας ελάχιστη προσοχή και κολλώντας τσίχλες σε αρχαία γλυπτά;», γράφει ο Γκλένι.
Οσο για το επιχείρημα των οικονομικών απωλειών για τα μουσεία και του κόστους επιστροφής των αντικειμένων, τονίζει ότι αυτός είναι εν μέρη ο λόγος που πρέπει να επιστραφούν, καθώς πρόκειται για πολύτιμα κειμήλια.
«Ας μην περιμένουμε να μας τα ζητήσουν ή οι ιδιοκτήτες τους να γίνουν αρκετά ισχυροί ώστε να επιμείνουν με πολιτικά μέσα. Ας είμαστε γενναιόδωροι για μία φορά και να προχωρήσουμε στην ανακατανομή του πολιτιστικού πλούτου από θέση ηθικής ακεραιότητας», καταλήγει ο αρθρογράφος του
«Αν η ανάπτυξη αφορούσε μόνο την οικονομία, τότε το πού βρίσκονται τα αρχαία κειμήλια δεν θα είχε σημασία, εκτός αν είχαν ιδιαίτερα υψηλή χρηματική αξία. Ομως, δεν είναι έτσι. Η ανάπτυξη αφορά και τον πολιτισμό, τη δύναμη της εθνικής και φυλετικής ταυτότητας, την ανάδειξη όλων των χωρών στο επίπεδο του διεθνούς σεβασμού, που μέχρι σήμερα αναγνωρίζεται μόνο σε λίγες», εξηγεί ο Τζόναθαν Γκλένι στο άρθρο του.
Για αυτό, τονίζει, είναι καιρός οι αποικιακές δυνάμεις να επιστρέψουν πολλά από τα αντικείμενα που αφαίρεσαν από πιο αδύναμα ή κατακτημένα έθνη.
Κάνοντας αναφορά και σε άλλα αρχαία κειμήλια ξένων χωρών που βρίσκονται στη Βρετανία- και σε καμπάνιες που γίνονται κατά καιρό για την επιστροφή τους- ο Γκλένι τονίζει ότι τα μουσειακά αντικείμενα που διεκδικούνται σε μεγαλύτερο βαθμό στη Βρετανία είναι τα γλυπτά του Παρθενώνα, που αποτελούν ουσιαστικά το ήμισύ του, όπως υπογραμμίζει. «Η Ελλάδα, δικαιολογημένα, θέλει την επιστροφή τους. Οι συμφωνίες που έγιναν την εποχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν μπορεί να υπονομεύουν τις σύγχρονες διεθνείς σχέσεις», τονίζει.
Τα αρχαία αντικείμενα πρέπει να επιστραφούν για δύο λόγους, συνεχίζει ο αρθρογράφος του Guardian. Πρώτα από όλα, είναι θέμα δικαιοσύνης. «Αναπόφευκτα, εξαιτίας της συλλογικής μυωπίας με την οποία τα πλούσια έθνη λειτουργούν, τα μουσεία μας δεν αντιμετωπίζονται ως αποθήκες κλεμμένων αγαθών, αλλά παρουσιάζονται ως φροντιστές ιστορικών αντικειμένων για το καλό της ανθρωπότητας. Καθώς προσπαθούμε να αποκαταστήσουμε τους δεσμούς μεταξύ των χωρών, με βάση τον αμοιβαίο σεβασμό και όχι τη λεηλασία, τι πιο συμβολικό από τη σταδιακή επιστροφή πολλών εκ των μυριάδων αντικειμένων που αφαίρεσαν ταξιδιώτες, κατακτητές και υπάκουοι δημόσιοι υπάλληλοι;», εξηγεί ο Γκλένι.
Ο δεύτερος λόγος είναι πιο βασικός, συνεχίζει. «Περπατώντας σε ένα μουσείο του Λονδίνου, είναι μία υπενθύμιση του τεράστιου προνομίου του να έχεις πρόσβαση σε τόσο μεγάλο κομμάτι της παγκόσμιας ιστορίας, για να μάθεις από αυτό. Αυτό που μπορούν να δουν οι Λονδρέζοι και όσοι επισκέπτονται την πόλη, για τους περισσότερους είναι διαθέσιμο μόνο σε βιβλία. Μπορείς να μάθεις πιο πολλά από μία μισάωρη βόλτα στο Βρετανικό Μουσείο από ό,τι με μελέτη εβδομάδων. Γιατί οι Βρετανοί να έχουν το προνόμιο να βλέπουν τους θησαυρούς του κόσμου; Δεν είναι καιρός να αναπτύξουμε δημιουργικούς τρόπους ώστε να εξασφαλίσουμε πως όλα τα παιδιά μπορούν να μάθουν ότι και εκείνα στη Βρετανία, όταν τριγυρνούν σε μουσεία δίνοντας ελάχιστη προσοχή και κολλώντας τσίχλες σε αρχαία γλυπτά;», γράφει ο Γκλένι.
Οσο για το επιχείρημα των οικονομικών απωλειών για τα μουσεία και του κόστους επιστροφής των αντικειμένων, τονίζει ότι αυτός είναι εν μέρη ο λόγος που πρέπει να επιστραφούν, καθώς πρόκειται για πολύτιμα κειμήλια.
«Ας μην περιμένουμε να μας τα ζητήσουν ή οι ιδιοκτήτες τους να γίνουν αρκετά ισχυροί ώστε να επιμείνουν με πολιτικά μέσα. Ας είμαστε γενναιόδωροι για μία φορά και να προχωρήσουμε στην ανακατανομή του πολιτιστικού πλούτου από θέση ηθικής ακεραιότητας», καταλήγει ο αρθρογράφος του
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου