Μετά τήν περίφημη σύσκεψη τῆς Βοστίτσας, οἱ πρόκριτοι τῆς πόλεως Δημήτριος Μελετόπουλος, Ἀνδρέας Λόντος καί Λέων Μεσσηνέζης ἄρχισαν μυστικά συστηματική στρατολογία στήν ἐπαρχία τους. Ἔτσι στίς ἀρχές Μαρτίου τό Αἴγιο διέθετε ἤδη ὀργανωμένο στρατιωτικό σῶμα πού ἔφθανε τούς 400 ἄνδρες. Οἱ Τοῦρκοι πανικόβλητοι ἀπό τά γεγονότα τῶν Καλαβρύτων, συμφώνησαν μέ τούς προκρίτους νά ἀναχωρήσουν γιά τά Σάλωνα (Ἀμφισσα) τῆς ἀντικρινῆς Φωκίδος. Μόλις ἔφυγαν, ὁ Ἀνδρέας Λόντος ὕψωσε τήν κόκκινη ἐπαναστατική σημαία μέ τόν μαῦρο σταυρό στή μέση.
Ὁ Ἀνδρέας Λόντος εἶχε γεννηθεῖ τό 1784 καί ἦταν γιός τοῦ ἰσχυροῦ κοτζαμπάση τῆς Βοστίτσας Σωτηράκη Λόντου. Ὅταν ὁ πατέρας του ἔπεσε σέ δυσμένεια τό 1812 καί καρατομήθηκε στήν Τριπολιτσᾶ, ὁ Ἀνδρέας Λόντος κατέφυγε στήν Κωνσταντινούπολη. Στή Βοστίτσα ἐπέστρεψε τό 1818, καί πάλι ὡς κοτζάμπασης, ἐνῶ τήν ἴδια χρονιά μυήθηκε στή Φιλική Ἑταιρεία. Μετά τήν φυγή τῶν Τούρκων ὁ Λόντος ἔστησε τό στρατόπεδό του στά Σελλά, ἔξω ἀπό τήν Πάτρα, γιά νά ἐμποδίσει τήν ἄφιξη τουρκικῶν ἐνισχύσεων πρός τήν πόλη τοῦ Πατρέα, ἡ ὁποία ἤδη βρισκόταν σέ ἀναβρασμό.
Στήν Πάτρα (Παλαιαί Πάτραι) ὑπῆρχε ἰδιαίτερο μῖσος μεταξύ μουσουλμάνων καί Χριστιανῶν. Ἡ ἔνταση τῶν ἡμερῶν εἶχε ἀναγκάσει τούς Τούρκους νά κλειστοῦν στό κάστρο τῆς πόλης μαζί μέ τίς οἰκογένειές τους. Στίς 21 Μαρτίου 1821, σύμφωνα μέ τόν Διονύσιο Κόκκινο, εἰσῆλθαν στήν πόλη ἑκατό Τοῦρκοι ἀπό τή φρουρά τοῦ Ρίου καί κατευθύνθηκαν σέ ἕνα ρακοπωλεῖο τῆς ἐνορίας τῆς Ἁγίας Τριάδος, στή σημερινή πλατεία Ὁμονοίας, καί ἀφοῦ ἤπιαν καί μέθυσαν, σκότωσαν τόν ρακοπώλη, ἔκαψαν τό μαγαζί καί μετά κατευθύνθηκαν στό σπίτι τοῦ Ἰωάννη Παπαδιαμαντόπουλου. Προσπάθησαν νά τό παραβιάσουν χωρίς ἐπιτυχία ἐνῶ ἔκαψαν τό σπίτι τοῦ Γεωργίου Καλαμογδάρτη.
«Ὠσαύτως καί οἱ ἐν Πάτραις Τοῦρκοι, μαθόντες τά τοιαῦτα, ἔμβασαν εὐθύς τάς φαμιλίας των εἰς τό κάστρον, εἴτα τῇ κα΄ (21) Μαρτίου ἐξῆλθον ἔνοπλοι εἰς τήν ἀγοράν τῆς πόλεως, καί περιεκύκλωσαν πρῶτον τό ὀσπίτιον τοῦ Ἰωάννου Παπαδιαμαντοπούλου, ὅπου ὑπώπτευον ὅτι εὑρίσκονται ἐναποτεθειμένα ἄρματα ἀλλά, μέ τό νά εὕρουν κεκλεισμένας τάς πόρτας, ἄρχισαν τόν πόλεμον ἔξωθεν, καί τοῦ ἐφόνευσαν εἰς τό παράθυρον ἕναν ἄνθρωπον, ἔπειτα ἔβαλον πυρκαϊάν εἰς τά πέριξ ὀσπίτια. Εἰς δέ τήν μητρόπολιν δέν ἐτόλμησαν νά πλησιάσουν, νομίζοντες, ὅτι εὑρίσκοντο μέσα Ἕλληνες κεκρυμμένοι, ἐκτυποῦσαν ὅμως ἀπό τό κάστρον μέ τά κανόνια τόσον τήν μητρόπολιν, ὅσον καί ἄλλα ὀσπίτια, ἡ δέ πυρκαϊά ἐκτανθεῖσα κατέκαυσεν ἱκανά ὀσπίτια, ὄτε τινές τῶν Ἑλλήνων ὁπλισθέντες ἐξῆλθον εἰς τούς δρόμους, οἱ δέ Τοῦρκοι εὐθύς ἐκλείσθησαν εἰς τό κάστρον.
Βλέποντες δέ οἱ Πατραῖοι Ἕλληνες, ὅτι πλέον δέν ἐπιδέχεται θεραπείαν τό πράγμα, τάς μέν φαμιλίας των ἔβγαλον ἔξω τῆς πόλεως, ἔγραψαν δέ εἰς τά Νεζερά (χωριά στούς πρόποδες τοῦ Ἐρύμανθου) πρός τῶν Παλαιῶν Πατρῶν, ὁ τέ Νικόλαος Λόντος, ὁ Ἰωάννης Παπαδιαμαντόπουλος καί ἄλλοι τινές, νά προφθάση εἰς βοήθειαν, ὅτι κινδυνεύει ὅλη ἡ πόλις. Ὅθεν ἀμέσως ὁ Παλαιῶν Πατρῶν καί ὁ Ἀνδρέας Ζαΐμης ἔγραψαν πρός τούς καπιταναίους Κουμανιώτας νά τρέξουν, μέ ὅσους ἀνθρώπους ἔχουν τήν δέ ἐπιούσαν ἡμέραν ἐκίνησαν καί αὐτοί, ἔχοντες περίπου πεντακοσίους στρατιώτας, καί ἐμβήκαν εἰς τάς Πάτρας καί εὐθύς ἔγινε στενοτάτη πολιορκία τῶν Τούρκων εἰς τό φρούριον. Κατά δέ τάς πρώτας προσβολάς ἐφονεύθησαν τινές τῶν ἐχθρῶν, ὄτε ἠρίστευεν ὁ τέ Παναγιώτης Καραντζᾶς καί ὁ Σταμάτης Κουμανιώτης, ὅστις ἐφονεύθη, κακή τύχη, τήν πρώτην ἡμέραν τῆς εἰσόδου του.»
Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανός
Οἱ Πατρινοί ξεχύθηκαν στούς δρόμους καί ὁδηγούμενοι ἀπό τούς καπνούς, ἔτρεξαν πρός τό Τάσσι (σημερινή συνοικία τοῦ Παντοκράτορα) καί πολέμησαν τούς Τούρκους, ἔχοντας ἐπικεφαλῆς τόν ὑποδηματοποιό Παναγιώτη Καρατζᾶ, τούς Ζακυνθινούς Νικόλαο Γερακάρη φαρμακοποιό καί Εὐάγγελο Λιβαδᾶ ἔμπορο καί τόν Κεφαλλονίτη Βασίλη Ὀρκουλάτο. Τελικά οἱ Τοῦρκοι κλείστηκαν στό φρούριο, ἐνῶ ἀπό τά χαράματα τῆς 24ης Μαρτίου συνέρρεαν στήν πόλη Ρωμιοί ἀπό τίς γειτονικές ἐπαρχίες μέ ἐπικεφαλῆς τόν μητροπολίτη Γερμανό, τόν Ἀνδρέα Ζαΐμη, τόν Μπενιζέλο Ροῦφο, τόν Ἀνδρέα Λόντο, τόν μητροπολίτη Κερνίκης Προκόπιο, τόν Σωτήρη Θεοχαρόπουλο, τούς ὁπλαρχηγούς Σαγιᾶ, Νενέκο καί τούς Κουμανιῶτες.
Ὅλοι οἱ ἀγωνιστές συγκεντρώθηκαν στήν πλατεία Ἁγίου Γεωργίου, ὅπου ὁ Γερμανός ἔστησε μεγάλο ξύλινο σταυρό καί ἐκεῖ ἐτέλεσε δοξολογία. Κατόπιν ἅπαντες οἱ παρευρισκόμενοι μέσα σέ παραλήρημα χαρᾶς καί θριάμβου σήκωσαν τό δεξί τους χέρι καί ὁρκίστηκαν: “ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ἤ ΘΑΝΑΤΟΣ”. Τήν ἑπομένη, 25 Μαρτίου 1821, οἱ Πατρινοί, οἱ Καλαβρυτινοί καί οἱ Αἰγιῶτες ἀρχηγοί σχημάτισαν ἐπιτροπή γιά τήν ὀργάνωση τοῦ “Ἑλληνικοῦ Ἀγῶνος“, τήν ὁποία ὀνόμασαν “Ἐπαναστατικόν Διευθυντήριον” καί συνέταξαν διακήρυξη τῆς ἑλληνικῆς ἐπαναστάσεως τήν ὁποία ἀπέδωσαν στούς προξένους τῶν χριστιανικῶν δυνάμεων. Ὁ λαός εἶχε ξεχυθεῖ στούς δρόμους καί πανηγύριζε. Αἱ Πάτραι γίνονταν ἑλληνική πόλη ὕστερα ἀπό ἕξι αἰῶνες ξενικῆς κατοχῆς. Ὅλοι μαζί πλούσιοι καί φτωχοί, προεστοί καί ὑπηρέτες, ὁπλαρχηγοί καί ἀγρότες, βαρκάρηδες καί ὀρεσείβιοι, γυναῖκες καί ἄντρες ἀγκαλιάζονταν καί φώναζαν “Ζήτω ἡ Ἐλευθερία. Εἰς τήν Πόλιν νά δώση ὁ Θεός”.
«Προχωροῦμεν πρός τήν θάλασσαν, καθ’ ὁδόν δέ, βλέπω σφαζομένας δύο μαύρας, οὔτε αἱ κραυγαί μου, οὔτε αἱ παρακλήσεις μου ἠδυνήθησαν νά σώσωσιν αὐτάς. Στίφη ὁλόκληρα φυγάδων ὁρμῶσι πρός τόν λιμένα, οἱ γενίτσαροί μου ἐπιβιβάζονται ἐπί τοῦ πλοίου, ἐπιστρέφω εἰς τό προξενεῖον. Οἱ Ἕλληνες πρός ἐκδίκησιν πυρπολοῦσι τήν μωαμεθανικήν συνοικίαν, αἱ δέ ὁδοί εἰσί πλήρεις πτωμάτων, θλιβεραί ἀντεκδικήσεις, ὀλέθριος οἰωνός ὀλεθριωτέρου μέλλοντος. Ὁ ἀρχιεπίσκοπος Γερμανός ἀνέλαβεν ἐπί τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ μεγάλην εὐθύνην.
Οἱ Ἕλληνες ἀφικνοῦνται ἐκ τῶν χωρίων, εἰσί λίαν φανατικοί, ἀλλ’ ἄνευ διοικήσεως, “θάνατος εἰς τούς Τούρκους!” ἀνακράζουσι. Ὑψοῦσιν εἰκόνας τοῦ Χριστοῦ ἐπί τῆς πλατείας τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ἡ δέ σημαία τοῦ Σταυροῦ κυματίζει ὑπεράνω τῆς ἡμισελήνου τῶν τεμενῶν. Οἱ ἱερεῖς βαπτίζουσι πολλά παιδία Τούρκων, ἴνα ἐκδικηθῶσι τούς μωαμεθανούς, οἵτινες περιέταμον νέους τίνας Ἕλληνας.»
Πουκεβίλ, Γάλλος πρόξενος στήν Πάτρα
Τά πράγματα ὅμως θά ἄλλαζαν ἄρδην στήν πόλη τῶν Πατρῶν. Οἱ πολιορκούμενοι Τοῦρκοι, ἄν καί τούς πίεζε ἡ δίψα, ἀρνοῦντο νά παραδώσουν τό κάστρο σέ αὐτούς πού θεωροῦσαν “σκλάβους τοῦ ἰδίου βασιλέως μας καί σκαφτιάδες μας”. Τό λαγούμι (ὑπόνομος) πού ἔκτιζαν οἱ Ρωμιοί ἔφτανε στό τέλος του, ἀλλά δυστυχῶς ἡ μοίρα εἶχε ἀποφασίσει διαφορετικά γιά τήν τύχη τοῦ κάστρου. Ἔτυχε νά βρίσκεται στό Βραχώρι (Ἀγρίνιο), καθ’ ὁδόν πρός τή Χαλκίδα, ὁ Γιουσούφ πασᾶς. Ἐκεῖ πληροφορήθηκε γιά τήν δύσκολη κατάσταση τῶν Τούρκων τῶν Πατρῶν, ἐνῶ μήνυμα τοῦ Ἄγγλου προξένου Γκρίν, τόν ἐνημέρωνε ὅτι οἱ Ἕλληνες ἦταν ἀπόλεμοι ἀγρότες καθοδηγούμενοι ὄχι ἀπό ὁπλαρχηγούς ἀλλά ἀπό ἀρχιερεῖς καί προκρίτους καί ὅτι ἄν βιαζόταν θά ἔσωζε τό κάστρο.
«Οἱ Τοῦρκοι τῆς Τριπολιτσᾶς δέν δύνανται νά βοηθήσωσι τούς Πατρεῖς, εὗρον δέ Λέχον τινά ἐξομόσαντα καί τοῦτον μετημφιεσμένον φραγκικά στέλλουσι μέ γράμματα πρός τόν Γιουσούφ Πασιᾶν νά δώση χείρα βοηθείας εἰς τούς ἐν Πάτραις πολιορκημένους. Ὁ Λέχος ἐκεῖνος περνᾶ ὡς φιλέλλην, κατασκοπεύει τά πάντα καί ὁ Γιουσούφ Πασιᾶς παραλαβῶν πεντακοσίους ὁμού καί τόν κατάσκοπον Λέχον, διαπεραιοῦται εἰς τό Ρίον, μικρόν φρούριον τῆς Πελοποννήσου, οὐ μακράν ἐκείνου τῶν Παλαιῶν Πατρῶν κείμενον, διά νά δώση βοήθειαν εἰς τούς Τούρκους καί ὁδηγούμενος ἀπό τόν Ἄγγλον πρόξενον Φίλιππον Γκρίν, θά τούς σώσει ἀπό τόν κίνδυνον.
Ὁ πρόξενος οὗτος, ὡς καί ὁ τῆς Ἱσπανίας Ἐρρίκος Σέλην, προσηνέχθησαν ὄχι ὡς Χριστιανοί κατά τῶν Ἑλλήνων, ὁ πρῶτος μάλιστα ἠρνήθη νά δώση ἄσυλον εἰς τό προξενεῖον του εἰς ἀδύνατα πλάσματα, γυναίκας καί παιδία, ἐξ ἐναντίας ὁ Πουκεβίλ πρόξενος τῆς Γαλλίας ἔδειξεν πολλήν φιλανθρωπίαν καί ἔσωσε πολλούς Χριστιανούς.»
Νικόλαος Σπηλιάδης, Ἑλληνική Ἐπανάσταση
Πρίν ἀνατείλει ὁ ἥλιος, στίς 3 Ἀπριλίου 1821, ὁ Γιουσούφ πασᾶς ξεκίνησε ἀπό τό κάστρο τοῦ Μωρέως (κάστρο Ρίου) γιά τήν Πάτρα. Μάλιστα ὅπως ἀναφέρει ὁ Πουκεβίλ ἔγινε καί ἕνας δυνατός σεισμός πού προκάλεσε ἀκόμα μεγαλύτερο πανικό στούς Ἕλληνες. Ἡ δέ προφυλακή τους, πού ἦταν στό χωριό Συχαινά ἐγκατέλειψε τή θέση της καί ὁ Γιουσούφ ἀνενόχλητος πλέον βάδισε πρός τήν Πάτρα. Οἱ φῆμες πού διέδωσε ὁ Ἄγγλος πρόξενος ὅτι δηλαδή ἔφταναν στήν πόλη χιλιάδες τουρκικά στρατεύματα ἔφεραν ἀποτέλεσμα. Ἡ φρουρά τῆς εἰσόδου τῆς πόλης στό Βλατερό λιποψύχησε καί ὅλοι πλέον οἱ Ρωμιοί ἔτρεχαν πρός τήν παραλία τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου νά βροῦν πλοιάρια νά σωθοῦν ἀπό τόν Τοῦρκο. Μόνο οἱ Kλέφτες Κουμανιῶτες καί οἱ Χασαπαῖοι ἀπό τό Ξηρόμερο Ἀκαρνανίας ἔμειναν νά πολεμήσουν στήν συνοικία τῆς Ἀλεξιώτισσας καί τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς, ἀλλά μετά ἀπό μερικές ὧρες ἀποχώρησαν καί αὐτοί καί ἄφησαν τούς κατοίκους στό ἔλεος τοῦ πασᾶ.
«Ἤδη τό προξενεῖον ξένης δυνάμεως (ἀγγλικό) ὑποδεικνύει καί ὀνομάζει τά θύματα, τά ὁποῖα οἱ καταστροφεῖς ὀφείλουσι νά προσβάλωσιν. Ἐνσπείρει (ὁ Γκρίν) τήν ἀποθάρρυνσιν μεταξύ τῶν Ἑλλήνων, τούς ὁποίους ἀποστρέφεται ἕνεκα τοῦ ἐμπορικοῦ συναγωνισμοῦ, ὅπερ τό ἄπληστον αὐτοῦ πνεῦμα δέν ἠδυνήθη νά καταβάλη. Ἀπειλεῖ, δημοσιεύει ὅτι πέντε χιλιάδες Τούρκων διέβησαν τόν ἰσθμόν τῆς Κορίνθου. Καί ἦσαν Χριστιανοί οἱ κηρύσσοντες τά αἰσχρά ταῦτα ἀποτελέσματα τῶν σχεδίων, τά ὁποῖα ὑπέβαλον εἰς τούς Ὀθωμανούς.
Πλῆθος οἰκογενειῶν ὀρμῶσι πρός τήν παραλίαν τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου, ἔνθα εὐρίσκοντο ἠγκυροβολημένα τεσσαράκοντα δύο μικρά φορτηγά πλοῖα. Γυναῖκες καί παιδία ρίπτονται εἰς τήν θάλασσαν, ἴνα ἐπιβιβασθῶσιν τῶν ἀναμενόντων αὐτάς πλοίων.
Ἐν τούτοις τό πῦρ ἐπεκτείνετο, ὁλόκληρον δέ τό πρός βορρᾶν τῶν Πατρῶν κείμενον χωρίον Βλατερό παρίστα τήν εἰκόνα καμίνου. Ρύακες καιόμενου ἐλαίου, θερμότεραι καί αὐτῆς τῆς λάβας τοῦ Βεζουβίου, ἔνθα κατέρρεον μέχρι τῆς παραλίας ὅπου ἐφαίνοντο σωροί κεφαλῶν καί πασσάλων, ἐφ’ ὧν ἀπηγχόνισαν πλείστους Χριστιανούς. Ἀφ’ ἑτέρου ὀρδαί Τούρκων, οἵτινες ἐξελθόντες ἐπί τοῦ γηλόφου τῶν Ψηλῶν Ἁλωνίων, κατεδίωκον τούς Ἕλληνας.
Εἶχον ἤδη συλλάβει δυστυχές τί ὄν, τό ὁποῖον ἔσυρον εἰς τό φρούριον, ὅταν ὁ πρόξενος τῆς Γαλλίας λησμονῶν τόν κίνδυνον σπεύδει μεταξύ τῶν βαρβάρων καί ἀποσπᾶ ἐξ αὐτῶν τήν λείαν, ἡ δυστυχής αὔτη ἦτο μήτηρ Ρώσσου τινός ταγματάρχου Σάββα καλουμένα ἄγουσα τό ἑκατοστόν δέκατον ἔτος τῆς ἡλικίας αὐτῆς.
Ἡ ἐπιτροπή ἐξῆλθε τοῦ γαλλικοῦ προξενείου περί τήν 8ην ἑσπερινήν ὥραν. Οὐδέποτε παρετηρήθη θέαμα τόσω φρικῶδες! Πτώματα ἄνευ κεφαλῶν, μέλη διεσπαρμένα, τεμάχια σαρκῶν ἐδείκνυον τά ἴχνη τῆς ὁδοῦ, ἤτις ἦγεν εἰς τό ἄντρον τῶν ἀνθρωποφάγων. Ἐκεῖ ὠλίσθαινε ὁ διαβάτης πατῶν ἐπί ἕλους ἐκ πεπηγότος αἵματος κεκαλυμμένου ὑπό σπόδου. Στρατιῶται καί μαῦροι πλήρεις λαφύρων ἤ σύροντες ἀπό τῆς κόμης γυναίκας καί παιδιά ἐπλήρουν τήν ἀτμόσφαιρα διά τῶν ἀλαλαγμῶν αὐτῶν.
Ἕλληνες ἀνεσκολοπισμένοι ἐξέπνεον βραδέως παραδίδοντες ἑαυτούς τή Βασιλίδι τῶν Ἀγγέλων. Ἀναγνωρίζουσι μεταξύ τῶν μαρτυρούντων ἱερεῖς προσευχομένους ὑπέρ τῶν δημίων. Ὁ Γιουσούφ πασᾶς προσμειδιά, προσκαλεῖ αὐτούς νά καθήσωσι, διαχέεται εἰς προσποιητάς περιποιήσεις, τούς διαβεβαιοί περί τῆς ἀσφαλείας αὐτῶν.
Ὁ Γιουσούφ ἐπλήρωνεν ἐνώπιον τῶν προξένων ἑκάστην κεφαλήν, τήν ὁποίαν ἐπαρουσίαζον αὐτῶ ἀντί τοῦ χρυσοῦ μαχμουτιέ, προσμειδιῶν τοῖς ἀνθρωποκτόνοις καί ἐνθαρρύνων αὐτούς ἐπί τό ἔργο αὐτῶν.»
Πουκεβίλ, Γάλλος πρόξενος στήν Πάτρα
Ὁ Πουκεβίλ κινδύνεψε νά δολοφονηθεῖ καί κατέφυγε σέ ἀγγλικό πλοῖο. Οἱ σφαγές καί οἱ ἐμπρησμοί συνεχίστηκαν μέχρι τήν Μεγάλη Παρασκευή, 8 Ἀπριλίου 1821. Ἡ Πάτρα μία πόλη εἴκοσι χιλιάδων κατοίκων, μεγαλύτερη καί ἀπό τήν Ἀθήνα, δέν ὑπῆρχε πλέον. Οἱ δρόμοι ἦταν γεμάτοι μέ πτώματα διαμελισμένα, οἱ γυναῖκες βιάζονταν καί στή συνέχεια τίς πουλοῦσαν σκλάβες. Οἱ Τοῦρκοι συνέχισαν τίς σφαγές καί ἔξω ἀπό τήν Πάτρα καί στό χωριό Ἐγλυκάδα ἔκαψαν καί ἕνα πελώριο κυπαρίσσι ἡλικίας πολλῶν αἰώνων μέ κορμό περιφέρειας ἕξι μέτρων τό ὁποῖο φαινόταν ἀπό ὁλόκληρη τήν πόλη. Ὁ δέ Γιουσούφ ἅρπαξε μία οἰκογένεια ἀποτελούμενη ἀπό μητέρα, γιό καί δύο κόρες στό χαρέμι του καί τούς ἀνάγκασε νά ἀσπαστοῦν τόν Μωάμεθ. Μόνο ἡ ὑπηρέτρια, ἡ Ἀναστασία ἀρνήθηκε, τόν ἔβρισε καί θανατώθηκε ἐπί τόπου. Καί ὅπως ἀναφέρει μέ πίκρα ὁ αὐτόπτης μάρτυρας Πουκεβίλ τά ὀνόματα Φατμέ, Ἀϊσέ, Ζουλέϊκα καί Ἀχμέτ, ἀντικατέστησαν αὐτά τῆς Ἑλένης, Κωνσταντίνας, Ἀλεξανδρινῆς καί Ἀνδρέα.
Ὁ ἀγῶνας θά συνεχιζόταν ἔξω ἀπό τήν Πάτρα, ὅπου εἶχαν στηθεῖ στρατόπεδα. Ὁ Γερμανός στά Νεζερά (Κάλανος), ὁ Δημήτριος Κουμανιώτης στό μοναστήρι τοῦ Ὀμπλοῦ, ὁ Παναγιώτης Καρατζᾶς στήν Ζωητάδα (σημερινή Κρήνη), ὁ Νενέκος Ζουμπατιώτης στήν Περιβόλα καί ὁ Ἀνδρέας Λόντος στά Σελλά. Ὁ πιό τολμηρός ἀπ’ ὅλους ὁ Παναγιώτης Καρατζᾶς θά διενεργοῦσε νυκτερινές ἐπιδρομές στό τουρκικό στρατόπεδο καί θά ἐπέστρεφε πάντοτε μέ λάφυρα καί αἰχμαλώτους. Ἡ ἐπανάσταση στήν Ἀχαΐα δέν εἶχε τελειώσει μέ τήν καταστροφή τῶν Πατρῶν, ἀλλά μόλις τώρα ξεκινοῦσε.
«Ἠμεῖς τό Ἑλληνικόν ἔθνος τῶν Χριστιανῶν, βλέποντες ὅτι μᾶς καταφρονεῖ τό ὀθωμανικόν γένος καί σκοπεύει ὄλεθρον ἐναντίον μας, πότε μ’ ἕνα καί πότε μ’ ἄλλον τρόπον, ἀπεφασίσαμεν σταθερῶς ἤ νά ἀποθάνωμεν ὅλοι ἤ νά ἐλευθερωθῶμεν. Καί τούτου ἕνεκα, βαστοῦμεν τά ὅπλα εἰς χείρας, ζητοῦντες τά δικαιώματά μας.»
Διακήρυξη τῆς ἐπανάστασης στήν Πάτρα,
«Ἐκεῖνες τίς μέρες πληροφορήθηκα ὅτι ἔφθασαν στήν Κωνσταντινούπολη σακκιά μέ 2500 ζευγάρια αὐτιά ἀπό τή σφαγή τῶν Ἑλλήνων τῆς Πάτρας, κι ὅτι μποροῦσε νά δεῖ κανείς αὐτά τά πολεμικά τρόπαια, στοῖβες μπροστά στήν πύλη τοῦ σεραγιοῦ. Πίστευα πώς ἦταν φῆμες, ἀνατολίτικα παραμύθια. Κι ὅτι ἄν τέτοια δημόσια ἔκθεση μποροῦσε νά γίνει σέ περασμένους αἰῶνες θά ἦταν ἀδύνατο νά συνεχίζεται στήν ἐποχή μας αὐτό τό βάρβαρο ἔθιμο.
Οἱ δρόμοι παρουσίαζαν πένθιμη εἰκόνα. Περάσαμε πλάι στό πτῶμα ἑνός ἀποκεφαλισμένου. Τό αἷμα ἔτρεχε ἀκόμα ἀπό τίς φλέβες. Γύρω γύρω ἕνα κοπάδι σκυλιά καθισμένα στά πισινά τους. Μερικά εἶχαν κι ὅλας γλύψει τό αἷμα, κι ὅλα μαζί περίμεναν νά νυκτώσει γιά νά κατασπαράξουν τό πτῶμα. Ἦταν πεταμένο σέ ἕνα στενό σοκάκι τοῦ παζαριοῦ μπροστά σέ ἕνα χασάπικο κι ἀπό πάνω του ἀκριβῶς κρέμονταν κρέατα, ἔτσι πού νόμιζε κανείς πώς ἦταν κομμάτια ἀπό τό ἴδιο τό πτῶμα. Οἱ Τοῦρκοι δρασκέλιζαν ἀδιάφορα τό κουφάρι. Στίς δύο πλευρές τῆς πύλης ὑπῆρχαν δύο στοῖβες, σάν μικρά δεμάτια σανοῦ, ἀπό κάθε λογής κομμάτια τοῦ προσώπου.
Τά ἀφτιά ἦταν τρυπημένα καί κρέμονταν ἀπό σπάγγους. Μαζί μέ κάθε μύτη εἶχαν κόψει ἐπίσης τό πάνω χεῖλος καί ἕνα κομμάτι ἀπό τό μέτωπο. Μαζί μέ τά πηγούνια ὑπῆρχαν τό κάτω χεῖλος καί γενειάδα. Σέ μερικές περιπτώσεις ἦταν πελεκημένο κάθετα ὁλόκληρο τό πρόσωπο καί ὅλα τά χαρακτηριστικά τῆς μορφῆς παρέμεναν ἀνέπαφα. Ἄλλοτε ἦταν χωρισμένα κατά κατηγορίες, ἀνάλογα μέ τόν ἀκρωτηριασμό. Ἐκεῖ ἔμεναν κρεμασμένα ὥσπου, σαπίζοντας ἐντελῶς, ἔπεφταν στή λάσπη τοῦ δρόμου. Οἱ Τοῦρκοι περνοῦσαν πατώντας τά ἀδιάφοροι. Τά λείψανα τῶν προσώπων, καθώς βρίσκονταν σέ ἀποσύνθεση, κολλοῦσαν στά παπούτσια τῶν περαστικῶν. Ἔτσι ἔβλεπες τόν Τοῦρκο νά βαδίζει μέ ἕνα χεῖλος ἤ πηγούνι στίς παντοῦφλες του. Καί καθώς ξεπετιόνταν τά ἀνθρώπινα γένεια, νόμιζες πώς τά παπούτσια ἦταν φοδραρισμένα μέ γουναρικά»
- Walsh ἱερέας τῆς ἀγγλικῆς πρεσβείας γιά τίς σφαγές στήν Κωνσταντινούπολη
«Οἱ γοναῖγοι μου πολύ φτωχοί καί ἡ φτώχεια αὐτείνη ἦρθε ἀπό τήν ἁρπαγή τῶν ντόπιων Τούρκων καί τῶν Ἀρβανίτων τοῦ Ἀλήπασσα. Πολυφαμελίτες οἱ γοναῖγοι μου καί φτωχοί καί ὅταν ἤμουνα ἀκόμα εἰς τήν κοιλιά τῆς μητρός μου, μίαν ἡμέρα πῆγε διά ξύλα εἰς τόν λόγκον. Φορτώνοντας τά ξύλα στό νῶμο της, φορτωμένη εἰς τόν δρόμον, εἰς τήν ἐρημιά, τήν ἔπιασαν οἱ πόνοι καί γέννησε ἐμένα μόνη της ἡ καϊμένη καί ἀποσταμένη ἐκιντύνεψε καί αὐτείνη τότε καί ἐγώ. Ξελεχώνεψε μόνη της καί συγυρίστη, φορτώθη ὀλίγα ξύλα καί ἔβαλε καί χόρτα ἀπάνου εἰς τά ξύλα καί ἀπό πάνου ἐμένα καί πῆγε εἰς τό χωριόν.
Οἱ Τοῦρκοι τοῦ Ἀλήπασσα θέλαν νά μᾶς σκλαβώσουνε. Τότε διά νυχτός ὅλη ἡ φαμελιά καί ὅλο μας τό σόι σηκώθηκαν καί ἔφυγαν καί ἤθα παγαίνουν εἰς τήν Λιβαδειά νά ζήσουνε ἐκεῖ. Θά πέρναγαν ἀπό ‘να γιοφύρι τοῦ Λιδορικιοῦ ὀνομαζόμενον Στενό δέν πέρναγε ἀπό ἄλλο μέρος τό ποτάμι. Ἐκεῖ φύλαγαν οἱ Τοῦρκοι νά περάσουν νά τούς πιάσουνε, καί δεκοχτώ ἡμέρες γκιζεροῦσαν (τριγυρνοῦσαν) εἰς τά δάση ὅλοι κ’ ἔτρωγαν ἀγριοβέλανα καί ἐγώ βύζαινα κ’ ἔτρωγα αὐτό τό γάλα. Μήν ὑποφέρνοντας πλέον τήν πείνα, ἀποφάσισαν νά περάσουνε ἀπό τό γιοφύρι, καί ὡς βρέφος ἐγώ μικρό, νά μήν κλάψω καί χαθοῦνε ὅλοι, ἀποφάσισαν καί μέ πέταξαν εἰς τό δάσος, εἰς τόν Κόκκινον ὀνομαζόμενον, καί προχώρεσαν διά τό γιοφύρι. Τότε μετανογάει ἡ μητέρα μου καί τούς λέγει “Ἡ ἁμαρτία τοῦ βρέφου θά μᾶς χάση, περνᾶτε ἐσεῖς καί σύρτε εἰς τό τάδε μέρος καί σταθῆτε… τό παίρνω κι’ ἄν ἔχω τύχη καί δέν κλάψη, διαβαίνομε”. ἡ μητέρα μου κι’ ὁ Θεός μᾶς ἔσωσε…
Σέ δύο ἡμέρες χτύπησε ντουφέκι στήν Πάτρα. Οἱ Τοῦρκοι κάμαν κατά τό κάστρο καί οἱ Ρωμαῖγοι τήν θάλασσα. Τότε πῆρα καμμιά δεκαριά παιδιά ἀπό τό καράβι μέ τ’ ἄρματά τους καί βγήκαμε ἔξω. Εἰς τήν ντογάνα (τελωνεῖο) κουβαλιῶνταν ὁ κόσμος καί γιόμωσε ἡ θάλασσα γυναικόπαιδα, ὥς τό λαιμό μέσα. Τότε βλέπω καί τόν φίλο μου τόν πραματευτή, ἔφερνε στό ‘να του χέρι τήν φαμιλιά του καί στ’ ἄλλο τά παιδιά του καί τίποτας ἄλλο ἀπό τόσο βιόν ὁποῦ ‘χε ὁποῦ θά ξύπναγε νά βρῆ Ρωμαίικον, (Αὐτός πού εἶχε πεῖ ὅτι θά κοιμόταν μέ τούς Τούρκους καί θά ξυπνοῦσε μέ τούς Ρωμιούς). Μεγάλοι ἄνθρωποι, μεγάλα λάθη, οἱ μικροί θά κάμουν μικρά. Τούς πῆρα καί τούς πῆγα μέσα εἰς τό καράβι καί τούς παρηγοροῦσα.
Ξημερώνοντας τῶν Βαγιῶν, τήν νύχτα (ὅτ’ ἦταν καιρός ἀνάντιος) βλέπομε ἀπό ἀγνάντια στήν Πάτρα φωτιά πολλή καί κανονισμός καί ντουφεκίδι. Τό γιόμα ἔρχεται ἐκεῖ εἰς τό πόρτο ὁ Βλασσόπουλος καί ἄλλα καΐκια μέ φαμιλιές. Ρώτησα, μοῦ εἶπαν, μπῆκε ὁ Ἰσούφ πασσᾶς μέσα εἰς τήν Πάτρα καί τήν ρήμαξε καί ἀφάνισε τούς κατοίκους.»
Μακρυγιάννης γιά τή γέννησή του, γιά τήν καταστροφή τῶν Πατρῶν
Αποσπάσματα από το βιβλίο του Φώτιου Σταυρίδη “1821 – Η απάντηση στην Τηλεόραση”
ΠΗΓΗ infognomonpolitics
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου