H Ελληνική Παιδεία το ίδιο στη Σπάρτη και στην Αθήνα,
στη θεωρία και στην πράξη στόχευαν να δημιουργήσουν όσο το δυνατό
καλύτερο πολίτη, όχι όσο το δυνατό καλύτερο κερδοσκόπο, χρηματορέκτη• η
Ελληνική Παιδεία επιδίωκε το καλό της κοινότητας, όχι το ατομικό καλό.
Οι μέθοδοι και τα υλικά της εκπαίδευσης φυσικά διέφεραν ως προς την αντίληψη του καλού πολίτη που ίσχυε σε κάθε μέρος, αλλά τα ιδανικά ήταν πάντοτε τα ίδια.
Ο Σπαρτιάτης, με τη δική του σχολική αντίληψη για τη ζωή, πίστευε ότι το όλο καθήκον του άνδρα ήταν να είναι γενναίος, να είναι αγέρωχος στις κακουχίες και στον πόνο, να είναι καλός στρατιώτης και να είναι πάντα σε τέλεια φυσική κατάσταση• όταν τα ελληνικά του ένστικτα απαιτούσαν αισθητική ικανοποίηση, μετέτρεπε τη στρατιωτική του άσκηση σε μουσικό χορό και τραγουδούσε τραγούδια προς τιμή της ανδρείας. Μακριές συζητήσεις και μακρόχρονο διαλογισμό τα κοιτούσε με περιφρόνηση, γιατί προτιμούσε τις πράξεις από τα λόγια και τις σκέψεις και την ουσία μιας κατάστασης μπορούσε πάντα να την εκφράσει με μια μοναδική πρόταση. Αυτή η σπαρτιατική αντίληψη για τον πολίτη οροθετούσε το στόχο της Σπαρτιατικής Παιδείας. Καθημερινές κακουχίες, ατέλειωτη φυσική άσκηση, διαρκείς δοκιμασίες θάρρους και καρτερικότητας ήταν ο κλήρος του Σπαρτιατόπουλου. Δε μάθαινε να διαβάζει, να γράφει ή να λογαριάζει• ασκούνταν να μιλάει μόνο με μονόλογα ή βραχύτατες φράσεις, γιατί τι ανάγκη είχε ο Σπαρτιάτης τα γράμματα ή τη φλυαρία; Η φαντασία του όφειλε επίσης να υποταχθεί στο σπαρτιατικό ιδεώδες : οι χοροί του, τα τραγούδια του, οι θεότητές του, ήσαν όλα στρατιωτικά.
Η αντίληψη του Αθηναίου για τον τέλειο πολίτη ήταν πολύ ευρύτερη και πολύ πιο δύσκολη να επιτευχθεί. Το θάρρος και η αρμονία της φυσικής ανάπτυξης δεν τον ικανοποιούσε : πρέπει να υπάρχει ίση εξάσκηση του νου και της φαντασίας, χωρίς καμία θυσία της σωματικής υγείας. Ο Αθηναίος ζητούσε από τον ιδανικό πολίτη τελείωση του σώματος, έντονη πνευματική δραστηριότητα και καλλιέργεια και άψογη καλαισθησία. «Αγαπάμε το ωραίο, με λιτότητα, και τη σοφία, χωρίς μαλθακότητα» διακηρύσσει ο Περικλής στη σύνοψή του για τα αθηναϊκά ιδανικά. Συνεπώς η Αθηναϊκή Παιδεία είχε τριπλό στόχο• οι δραστηριότητές της κατανέμονταν ανάμεσα στο σώμα, το νου και την καλαισθησία. Το σώμα του νεαρού Αθηναίου αναπτυσσόταν συμμετρικά από τις επιστημονικά υποδειγμένες ασκήσεις της παλαίστρας. Στα δεκαοχτώ του η πόλη του επέβαλλε δύο χρόνια φυσικής άσκησης με δημόσια δαπάνη. Στην κατοπινή ζωή του μπορούσε να ασκείται στα δημόσια γυμναστήρια, χωρίς καμιά πληρωμή• δεν υπήρχε πραγματικός καταναγκασμός, εκτός από το διαρκές ενδεχόμενο της στρατιωτικής υπηρεσίας, η οποία, πάντως, κατάληγε σχεδόν να αποτελεί ένα καταναγκασμό.
Σαν πνευματική διδασκαλία, κάθε αγόρι όφειλε να μάθει ανάγνωση, γραφή, αριθμητική και να αποκτά ικανοποιητική γνωριμία με την ελληνική λογοτεχνία, καθώς αυτές οι σπουδές το συνεπάγονταν. Ο άλλος κλάδος της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, το παίξιμο λύρας και το τραγούδι, που στόχευε να αναπτύξει το μουσικό αυτί και την καλαισθησία, ήταν προαιρετικός, όμως σπάνια παραμελούνταν. Η δευτεροβάθμια εκπαίδευση δοσμένη από τους Σοφιστές, τους ρήτορες και τους φιλόσοφους απευθυνόταν μονάχα σε σχετικά λίγους, οι οποίοι είχαν χρήματα και ελεύθερο χρόνο.
Καλαισθησία και φαντασία καλλιεργούνταν στα σχολεία της μουσικής και της τέχνης, αλλά οι επιδράσεις του θεάτρου, της Ακρόπολης, των ναών και των δημόσιων οικοδομημάτων καθώς επίσης και των χορών, οι οποίοι συνόδευαν κάθε γιορτή και θρησκευτική εκδήλωση, ήσαν ακόμα ισχυρές και ασκούνταν σε όλους το ίδιο. Αυτή η αισθητική όψη της Παιδείας θεωρούνταν ιδιαίτερα σημαντική στην Ελλάδα εξαιτίας της άποψης που ίσχυε από παλιά ότι η τέχνη και η μουσική είχαν έντονη επίδραση πάνω στο χαρακτήρα.
Γιατί η άσκηση του χαρακτήρα ήταν πρώτα απ’ όλα το αντικείμενο της Ελληνικής Παιδείας• αυτό κυρίως απαιτούσαν οι Έλληνες γονείς από το δάσκαλο. Τόσο βαθιά πίστευαν ότι η αρετή μπορεί να διδαχθεί, ώστε θεωρούσαν το δάσκαλο υπεύθυνο για κάθε ατασθαλία των μαθητών του. Ο Αλκιβιάδης και ο Κριτίας ρήμαξαν την Αθήνα, ήσαν μαθητές του Σωκράτη, γι’ αυτό εκτέλεσαν το Σωκράτη• αυτό φάνηκε τέλεια λογικό στους Αθηναίους. Εάν ένας Σοφιστής έκανε αγωγή εναντίον ενός κακοπληρωτή μαθητή του για απλήρωτο λογαριασμό, θεωρούνταν γελοίος, γιατί ήταν δουλειά του να διδάσκει τη δικαιοσύνη και, αν εκείνοι που είχαν διδαχθεί από αυτόν, συμπεριφέρονταν άδικα, ήταν φανερό πως η διδασκαλία του δεν είχε καμιά αξία.
Εφόσον το κύριο αντικείμενο των σχολείων της Ελλάδας ήταν να ασκήσουν και να πλάσουν το χαρακτήρα των νέων, θα ήταν φυσικό να υποθέσουμε ότι οι δάσκαλοι και καθένας που θα ερχόταν σε επαφή με τα αγόρια επιλέγονταν με πολύ μεγάλη φροντίδα και δινόταν ιδιαίτερη προσοχή στη φήμη του για την αρετή του και τη συμπεριφορά του. Στη Σπάρτη αυτή η αρχή ασφαλώς τηρούνταν. Η εκπαίδευση ελεγχόταν από ένα παιδονόμο, επιλεγμένο ανάμεσα στους πολίτες με πολύ υψηλή θέση και φήμη, και η διδασκαλία παρεχόταν, όχι από μισθωμένους ξένους ή δούλους, αλλά από τους ίδιους τους πολίτες κάτω από την επίβλεψή του. Όμως τότε η διδασκαλία στη Σπάρτη ασχολιόταν, το πιο πολύ, με τα ήθη και τα έθιμα της πόλης, παρά με τις σωματικές και τις στρατιωτικές ασκήσεις, γνωστά σε κάθε ενήλικο, και οι πολίτες είχαν πληθώρα ελεύθερου χρόνου. Οι Αθηναίοι ήταν σε πιο δύσκολη θέση. Στην Αθήνα υπήρχαν περισσότερα πράγματα για να μάθει το αγόρι και κάποια από αυτά οι γονείς τους δε θα μπορούσαν να έχουν ούτε την ικανότητα ούτε το χρόνο να τα διδάξουν. Εξαιτίας επίσης του συστήματος του ημερήσιου σχολείου στην Αθήνα και λόγω των ιδιαιτεροτήτων των ελληνικών ηθών, τα αγόρια χρειάζονταν πάντα κάποιον να τα πηγαινοφέρνει από το χέρι στο σχολείο και στην παλαίστρα. Έτσι τα αγόρια πλήρωναν δάσκαλους και οι συνοδοί τους ήταν απαραίτητοι. Όμως ήταν επίσης αναγκαίο να μην αφήσουν να γίνει η εκπαίδευση πολύ δαπανηρή, από φόβο μήπως οι φτωχοί δε θα είχαν τη δυνατότητα να την παρακολουθήσουν. Επομένως οι παιδαγωγοί έφταναν συχνά να είναι οι πιο φτηνοί και πιο ανάξιοι σκλάβοι και οι δάσκαλοι σαν τάξη, να αντιμετωπίζονται με άκρα περιφρόνηση. Χωρίς αμφιβολία, οι προσεκτικοί γονείς διαλέγανε εξαίρετους παιδαγωγούς, δάσκαλους και παιδοτρίβες για τους γιους τους, και έκαναν την επιλογή ζήτημα μεγάλης περίσκεψης : οι δάσκαλοι στα καλύτερα σχολεία και τις παλαίστρες ήσαν άνδρες με θέση και υπόληψη. Όμως δε μπορεί να υπάρξει η παραμικρή αμφιβολία πως η τάξη τους σαν σύνολο αντιμετωπιζόταν με περιφρόνηση. Τα παιδιά πήγαιναν στο σχολείο, όπως θα πήγαιναν σε οποιοδήποτε άλλο μαγαζί, με ένα αίσθημα ανωτερότητας, φέρνοντας μαζί τους τα ζώα τους, λεόπαρδους και γάτες και σκυλιά, και παίζανε μ’ αυτά, κατά τη διάρκεια των μαθημάτων. Αργόσχολοι και χασομέρηδες έρχονταν στα σχολεία και τις παλαίστρες, σα να έρχονταν σε μικροπωλητάδικα να φλυαρήσουν και να χαζέψουν, διακόπτοντας σοβαρά την εργασία. Οι δάσκαλοι και οι παιδαγωγοί στην Αθήνα, στην πραγματικότητα, εξαρτούνταν πάρα πολύ από το κοινό τους, για τη συντήρησή τους, και δε μπορούσαν να κρατήσουν μια αυστηρή γραμμή και, στο πείσμα της δύναμής των μαθητών τους και των φίλων των μαθητών τους. Οι παιδαγωγοί επίσης, αν και φαίνεται να κρατούσαν τους μαθητές τους σε τάξη, συχνά δεν ήταν οι σωστοί άνθρωποι να ελέγχουν την αγωγή ενός αγοριού• ήσαν επιρρεπείς στο να έχουν άθλια προφορά και ακόμα πιο άθλια ρούχα. Πρέπει να ομολογήσουμε πως οι Αθηναίοι, στην επιθυμία τους να κάνουν την εκπαίδευση φτηνή, διέτρεχαν ένα πολύ μεγάλο κίνδυνο να φθείρουν ό,τι ήταν κατά τη γνώμη τους το κύριο αντικείμενό της, την άσκηση του χαρακτήρα.
Διαφορετικά, επιδίωκαν αυτό το σκοπό μ’ όλη τους την καρδιά. Οι αγώνες, οι φυσικές ασκήσεις και οι κακουχίες της ζωής του αγοριού αποσκοπούσαν να αναπτύξουν την ανδρεία του, τη δύναμή του και την καρτερικότητά του. Γιατί, σύμφωνα με την αρχαία ελληνική άποψη, που στη σημερινή εποχή παραμελείται πάρα πολύ σε πολλά μέρη, η περιποίηση και καλή κατάσταση του σώματος είχε πολύ μεγάλη επίδραση και στις πνευματικές δραστηριότητες και στο χαρακτήρα. Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο, η φυσική άσκηση συγκροτούσε το μισό τουλάχιστο μέρος του κάθε συστήματος εκπαίδευσης που εφαρμοζόταν στις ελληνικές πόλεις-κράτη και συστηνόταν από τους Έλληνες φιλόσοφους. Ένα σχολείο που ασκούσε μόνο το μυαλό και παραμελούσε το σώμα των μαθητών θα ήταν αδιανόητο για τους Έλληνες. Δεν ήταν μόνο το ότι οι φυσικές αναπηρίες παρεμπόδιζαν την ελεύθερη άσκηση της σκέψης ή οδηγούσαν σε δυστροπία και λειψές αποφάσεις. Ο άνθρωπος ήταν ένα σύνολο για τους Έλληνες και ένα μέρος του δεν ήταν δυνατό να είναι σωστό, εάν τα άλλα μέρη δεν ήσαν. Ήταν τόσο βαθιά πεισμένοι γι’ αυτή τη γνώμη, ώστε οι περισσότεροι από αυτούς πίστευαν ότι η φυσική ομορφιά ήταν σημάδι ηθικής ομορφιάς• αυτό ήταν μια υποδόρια ιδέα που προσέδιδε μια επιπρόσθετη σημασία στις ασκήσεις στην παλαίστρα, για τη συμμετρική ανάπτυξη του σώματος και το συναγωνισμό για ανδρική ομορφιά που ίσχυαν σ’ όλη τη χώρα• παραχωρούσε, επιπλέον, μια πιο ευγενική όψη σε εκείνο το πάθος για την εξωτερικευμένη λατρεία προς τους νέους, την οποία τα αγγεία, η γλυπτική και η λογοτεχνία της αρχαίας Ελλάδας αποκαλύπτουν εκπλήσσοντάς μας τόσο. Όμως, παρά αυτή τη μάλλον αόριστη και αμφίβολη συνάφεια με το χαρακτήρα, υποθέτανε πως η σωματική άσκηση και ανάπτυξη είχαν ιδιαίτερο και αναμφίβολο αποτέλεσμα στο δυνάμωμα της αποφασιστικότητας και της θεληματικότητας. Το αντικείμενο της φυσικής άσκησης ήταν μόνο σε μικρότερο βαθμό ικανό να κρατήσει το σώμα σε καλή κατάσταση• κύριος στόχος του ήταν να αναπτύξει τη δύναμη του χαρακτήρα, την αποφασιστικότητα, την ισχύ του σώματος, την καρτερικότητα, την ανδρεία, την ενεργητικότητα. Όμως, σύμφωνα με εκείνο τον ελληνικό κανόνα του «μέτρον άριστο» που ο Αριστοτέλης τον επεξεργάστηκε τόσο καλά, ήταν δυνατό να υπάρξουν πάρα πολλές καθώς επίσης και πολύ λίγες από όλες αυτές τις ηθικές ιδιότητες. Συνεπώς η φυσική άσκηση πρέπει να γίνεται μόνο στο πρέπον μέτρο και να ισορροπείται προσεκτικά με την καλλιτεχνική και τη μουσική άσκηση, η οποία αγωνιζόταν σε αντίθετη κατεύθυνση, οδηγώντας, αν έτεινε προς την υπερβολή, σε αδυναμία χαρακτήρα, αναποφασιστικότητα, εκθήλυνση, δειλία και νωθρότητα. Μια επιστημονικά διευθετημένη συμμετρία ανάμεσα στα δύο θα παρήγε τον τέλειο χαρακτήρα.
Στα σχολεία λογοτεχνίας και αισθητικής υπήρχαν δύο είδη μαθημάτων που διδάσκονταν, και τα δύο με ηθικό αποτέλεσμα:
Το θέμα και η μορφή. Η λογοτεχνία που διδασκόταν στα σχολεία, ήταν γεμάτη, καθώς αναμενόταν, από επιδοκιμαστικές εισηγήσεις και ζωντανές ιστορίες ηρώων, άξιων για μίμηση, διηγημένες σε μορφή πολύ ελκυστική για τους νέους, έτσι ώστε να μπορέσουν να εκτιμήσουν και να αγαπήσουν τα διδάγματα και τα παραδείγματά τους. Η μουσική που έπαιζαν τα αγόρια ή άκουγαν, τα τραγούδια που τραγουδούσαν, οι χοροί που χόρευαν ή έβλεπαν, η τέχνη που αντέγραφαν ή παρατηρούσαν πρέπει να ήσαν τέτοιες ώστε θα επηρέαζαν το χαρακτήρα τους για το καλό τους. Θα τους έπλαθαν, δηλαδή, σε αρμονία με τα ιδεώδη της πόλης. Γιατί η Ελληνική Ηθική ήταν αισθητική. ακολουθούσαν το δρόμο που έκανε έκκληση στη φαντασία τους και στην αίσθησή τους για την ομορφιά. Γι’ αυτό, το αντικείμενο της Παιδείας ήταν να κάνει τα παιδιά να αισθανθούν την ομορφιά στην αρετή και να δουν στις καλές τέχνες την καλή ηθική, για να μπορέσουν να βρουν ικανοποίηση, για τις αισθητικές τους επιθυμίες – το κυρίαρχο ένστικτο του Έλληνα – στην έντιμη ζωή, το εν ζην.
Γιατί οι Έλληνες αισθάνονταν ομόψυχα ότι ο Πολιτισμός τους βασιζόταν στην Ηθική όχι σαν καθήκον αλλά σαν ευτυχία, δηλαδή σαν ικανοποίηση των ενστίκτων. Όμως αυτή η ευδαιμονιστική στάση χαρακτηριζόταν από μία σημαντική θεώρηση που συχνά λησμονιέται. Επειδή η ελληνική ζωή είχε σαν κύριο χαρακτηριστικό την αλληλεγγύη, η ευτυχία που επιδιωκόταν ήταν, κατ’ αρχή, εκείνη της κοινότητας, όχι του ατόμου. Η προθυμία του μέσου Έλληνα, κατά την καλύτερη περίοδο της χώρας, να θυσιάσει κάθε τι προς όφελος της πόλης του είναι πολύ αξιοσημείωτη. Έτσι η πραγματική βάση της Ηθικής του, αν και δεν είχε διατυπωθεί κατηγορηματικά, κατέληγε να είναι όχι η προσωπική του ευχαρίστηση αλλά το καθήκον προς την πόλη του. Όταν ο ατομικισμός της σωκρατικής εποχής ανέτρεψε αυτή τη βάση, οι Έλληνες έθεσαν πάνω από την ευτυχία της πόλης την ευτυχία του εαυτού τους και έτσι τόσο ο πατριωτισμός όσο και η προσωπική ηθική υπέφεραν από την αλλαγή.
Η αίσθηση του καθήκοντος προς την πόλη είχε σαν αποτέλεσμα να προάγεται η ευτυχία του συνόλου του πολιτικού σώματος και αυτό έκανε τους γονείς να θέλουν να υποστούν κάθε θυσία, για να ανατραφούν οι γιοι τους με τρόπο που να εξυπηρετεί καλύτερα αυτό το ιδεώδες. Οι λογαριασμοί των δασκάλων των γραμμάτων και της μουσικής καθώς και εκείνοι των παιδοτριβών και η μακρόχρονη απώλεια των υπηρεσιών του γιου από το μαγαζί ή το αγρόκτημα στην Αττική από τη μια μεριά και, από την άλλη, η διάσπαση της οικογενειακής ζωής στη Σπάρτη πρέπει να στάθηκαν αλγεινή δοκιμασία για τους Έλληνες γονείς και να συνεπάγονταν πολλές θυσίες. Δεν έχει βρεθεί ακόμα κανένα ίχνος μεμψιμοιρίας. Ο Έλληνας αισθανόταν ότι το να αναθρέψει τους μελλοντικούς πολίτες της πόλης σωστά ήταν τόσο βαθειά μέσα στα καθήκοντά του προς την πόλη, όσο και το να είναι έτοιμος να πεθάνει γι’ αυτή• και έκανε αδιαμαρτύρητα και τα δύο. Εάν οι νόμοι, οι οποίοι έκαναν υποχρεωτική τη διδασκαλία των γραμμάτων στην Αθήνα, έπεσαν σε αχρηστία, αυτό έγινε μόνο, επειδή οι πολίτες δε χρειάζονταν κανένα καταναγκασμό, για να τους υποχρεώσει να κάνουν το καθήκον τους. Ούτε όφειλε η πόλη να πληρώνει τους σχολικούς λογαριασμούς• γιατί κάθε φτωχός πολίτης, πάντως, ήταν έτοιμος να κάνει τις αναγκαίες θυσίες στις προσωπικές του πολυτέλειες και διασκεδάσεις, για να κάνει το καθήκον του προς την κοινότητα με το να έχει διδάξει στα παιδιά του τα σωστά πράγματα. Η πόλη μονάχα ενδιαφερόταν να κάνει τη σχολική φοίτηση όσο το δυνατό πιο φτηνή και πιο εύκολη στο να την κάνει κανείς.
Η αλληλεγγύη της ελληνικής ζωής, η οποία μετέστρεφε τον ευδαιμονισμό σε πατριωτισμό, ενθαρρυνόταν προσεκτικά από το εκπαιδευτικό σύστημα. Η Σπάρτη έχοντας αυτό το στόχο, εφεύρε το εσωτερικό σχολείο, όπου τα αγόρια μάθαιναν από τα πρώτα τους χρόνια να παραμερίζουν την ατομικότητά τους και να διαμορφώνουν κοινό χαρακτήρα και κοινά ενδιαφέροντα. Οι Αθηναίοι πάλι καθώς και πάρα πολλοί από τους άλλους Έλληνες, είχαν ημερήσια σχολεία. Αυτό το γεγονός μπορεί να φαίνεται πως αντιμάχεται την αρχή που έχω αναφέρει. Όμως τα ελληνικά έθιμα χαρακτήριζαν το σύστημα των ημερήσιων σχολείων με ιδιαίτερο τρόπο. Δεν υπήρχαν επιρροές οικιακές στην Ελλάδα. Οι άνθρωποι του λαού ζούσαν έξω από το σπίτι. Ο νεαρός Αθηναίος ή Εφέσιος από τα έξι του χρόνια και μετά περνούσε όλη τη μέρα μακριά από το σπίτι (με πιθανή εξαίρεση ένα διάλειμμα για το μεσημεριανό φαγητό), με τη συντροφιά των συνομήλικών του, στο σχολείο, την παλαίστρα ή τους δρόμους. Όταν ερχόταν σπίτι, δεν υπήρχε οικογενειακή ζωή. Ο πατέρας του ήταν σπάνια στο σπίτι. Η μητέρα του ήταν μια μηδαμινότητα που ζούσε στα γυναικεία διαμερίσματα• την έβλεπε μάλλον λίγο. Το πραγματικό του σπίτι ήταν η παλαίστρα, οι κύριοι σύντροφοι του ήσαν οι συνομήλικοί του και ο παιδαγωγός του. Μάθαινε να αποσυνδέει τον εαυτό του από την οικογένειά του και να τον συνδέει με τους συμπολίτες του. Χωρίς αμφιβολία έχανε πολλά μ’ αυτό το σύστημα, αλλά η αλληλεγγύη της πόλης ήταν η κερδισμένη.
Τα καθήκοντα του πολίτη εντυπώνονταν επίσης στα αγόρια με άλλους και περισσότερο άμεσους τρόπους, ειδικά το ύπατο, οπωσδήποτε εκείνες τις ημέρες, καθήκον της στρατιωτικής θητείας. Τα σχολεία της Σπάρτης και της Κρήτης ήταν μια μακρόχρονη εκγύμναση για πόλεμο. Οι άλλες πόλεις όριζαν δυο χρόνια ξεχωριστά από τη ζωή του αγοριού, από τα δεκαοχτώ μέχρι τα είκοσι, σα μια περίοδο θητείας, κατά τη διάρκεια της οποίας ήταν στην υπηρεσία της πόλης και, κάτω από τις διαταγές στρατιωτικών αρχών, μάθαιναν την τακτική της μάχης και τη χρήση των όπλων και ασκούνταν στη ζωή των στρατοπέδων και των φρουρίων. Ο νεοσύλλεκτος έδινε επίσημο όρκο πίστης στην πόλη του και το σύνταγμά της : η ιερότητα των πολιτικών καθηκόντων του εντυπωνόταν από την αρχή. Η πρώτη δουλειά των πρώτων του αξιωματικών ήταν να τον πάρουν προσωπικά και να τον οδηγήσουν ένα γύρο στους ναούς της επικράτειας, να του μιλήσουν γι’ αυτούς και να του πουν ότι μπορούσε να κάνει κάτι για τη θρησκευτική ζωή και την ιστορία της πόλης του. Τα όπλα του του παραδίνονταν επίσημα στο θέατρο του Διονύσου, μπροστά στο συγκεντρωμένο Δήμο• ήσαν ιερά και το να τα χάσει στη μάχη ή να τα καταισχύνει από δειλία δεν ήταν μόνο άτιμο, ήταν ασέβεια. Ούτε επιτρεπόταν στα αγόρια να περνάνε στην τάξη των ενηλίκων, χωρίς να ξέρουν το πολίτευμα της πόλης τους ο έφηβος των δεκαοχτώ χρόνων όφειλε να έχει γνωριστεί με τους νόμους, μερικούς από τους οποίους τους είχε μάθει, πιθανό, στο σχολείο της μουσικής μελοποιημένους. Παιρνόταν κάθε μέτρο για να κάνουν τα αγόρια να κατανοήσουν ότι ήσαν μέλη μιας κοινότητας, στης οποίας την ευημερία και την ευτυχία τα δικά τους προνόμια ή ευχαριστήσεις πρέπει να υποταχθούν. Κατ’ αυτό τον τρόπο μεγάλωνε η σθεναρή ελληνική αίσθηση της υποχρέωσης για ολοσχερή αυτοθυσία στο συμφέρον της πόλης.
Όμως η Παιδεία όφειλε να παίρνει υπόψη της και την ευτυχία των παιδιών, αν και σε μικρότερο βαθμό βέβαια σε σχέση με την ευτυχία της κοινότητας. Αυτό μπορεί να φαίνεται απίθανη διαπίστωση, όταν αναφερόμαστε στη σπαρτιατική παιδεία. Παρ’ όλ’ αυτά όμως, εγώ πιστεύω ότι αυτό είναι απόλυτα αληθινό. Πρέπει να σκεφτούμε ότι όλες μας οι πληροφορίες για τις τρομερές και φρικτές ιστορίες των σπαρτιατικών μεθόδων προέρχονται από Αθηναίους συγγραφείς, οι οποίοι, το πιθανότερο, δεν είχαν βρεθεί ποτέ στη Λακεδαίμονα. Ο Ξενοφώντας, που είχε στείλει να αναθρέψουν τους γιους του εκεί, δίνει μια πολύ πιο ήπια και συνολικά εγκωμιαστική περιγραφή. Ο Κάπως ηδονιστικός αττικός επισκέπτης πρέπει να παρατηρούσε τους σπαρτιατικούς αγώνες και ασκήσεις κατά πολύ με αισθήματα Γάλλου επισκέπτη σε αγγλικό δημόσιο σχολείο• του φαινόταν δύσκολο να καταλάβει ότι τα αγόρια υφίσταντο αυτές τις ταλαιπωρίες με τη δική τους ελεύθερη θέληση. Πρέπει λοιπόν να θυμηθούμε τι ήταν τα Σπαρτιατόπουλα. Ήταν ένα είδος ανάμεικτο από σκληραγωγία, σθένος και υγεία για αιώνες κάθε ανάπηρο παιδί αφηνόταν έκθετο κατά τη γέννησή του ή απορριπτόταν σαν ανίκανο από το σχολικό σύστημα. Από γενιά σε γενιά γυμνάζονταν να γίνουν σκληρόδερμα και γενναιόκαρδα• η ανδρεία και η καρτερικότητα ήσαν κληρονομικές και ο ασκητισμός ήταν το χαρακτηριστικό της πόλης τους. Το όλο σύστημα με τα συνεχή παλαίματά του, τους τραχείς αγώνες του, τις ταλαιπωρίες του, τις αγγαρείες του και το «σκληραγώγημα» μέσα στα δάση είναι ακριβώς αυτό που ίσως να προσδοκά κανείς πως τα αγόρια αυτού του είδους θα το ανέπτυσσαν τα ίδια από μόνα τους, επειδή αυτό τους άρεσε. Έχω ήδη αποδείξει στο κεφάλαιο για τα σχολεία της Σπάρτης πόσο όμοια είναι πολλά από τα έθιμα που αναπτύχθηκαν στα παλιότερα δημόσια αγγλικά σχολεία, κυρίως από πρωτοβουλία των ίδιων των αγοριών. Αν τα Αγγλόπουλα φέρνονταν στο σύνολό τους με πολύ λιγότερη τραχύτητα και ανέπτυσσαν τέτοια έθιμα από δική τους ελεύθερη βούληση, είναι δυνατό, λογικά, να υποθέσουμε ότι οι νεαροί Σπαρτιάτες τα δέχονταν αυτά ευχάριστα. Ένα τέτοιο έθιμο σαν σημαντικό τεκμήριο αυτών που υποστηρίζουμε ζει για πολύ καιρό. Τα βίαια και καμιά φορά μοιραία μαστιγώματα των εφήβων στο βωμό της Όρθιας Άρτεμης ήσαν τελείως εκούσια από τη μεριά των θυμάτων κι έπειτα δεν υπήρχε κενό υποψηφίων ακόμα και στις μέρες του Πλούταρχου. Το σπαρτιατικό σχολικό σύστημα ήταν, στην πραγματικότητα, μια ακριβής έκφραση των σπαρτιατικών χαρακτηριστικών και επομένως ήταν τελείως αποδεκτό από τα Σπαρτιατόπουλα.
Το ότι το αθηναϊκό σύστημα ήταν σχεδιασμένο να εκπληρώνει τις επιθυμίες των Αθηναιόπουλων είναι λιγότερο δύσκολο να το καθορίσουμε. Είναι μόνο αναγκαίο να σκεφθούμε με τι έμοιαζαν τα πρωτοβάθμια σχολεία. Εφόσον διδάσκονταν μονάχα τα γράμματα και στοιχεία ανάγνωσης και γραφής και η διαδικασία, πιθανό, βοηθιόταν από έμμετρα αλφάβητα και δραματοποιημένη απαγγελία, τα αγόρια άρχιζαν να διαβάζουν, να μαθαίνουν απ’ έξω και να αντιγράφουν τις γοητευτικές περιπετειώδεις ιστορίες και τις ρομαντικές διηγήσεις του Ομήρου. Δεν υπήρχε γραμματική για μελέτη• αυτή, όταν εφευρέθηκε, ήρθε σε κατοπινή εποχή σαν προαιρετικό μάθημα. Δεν υπήρχαν χαμένα χρόνια με «Αλφαβητάρια» που αποτελούνταν από ανιαρές ιστορίες δεύτερης κατηγορίας. Τα αγόρια άρχιζαν αμέσως με την καλύτερη και πιο ελκυστική λογοτεχνία στη γλώσσα τους και αυτή παρέμενε η μελέτη τους για πολλά χρόνια και τη θυμόντουσαν και την αγαπούσαν ακόμη στη μετέπειτα ζωή τους. Ούτε είναι δυνατό να αμφιβάλλει κανείς ότι τα σχολεία μουσικής και τέχνης ήσαν ελκυστικά για τους νεαρούς Αθηναίους, τους γιους ενός λαού που γέμιζε όλη την πόλη του με τέχνη και μετέτρεπε κάθε χρονιά του σ ένα κύκλο μουσικών γιορτών. Ένα μεγάλο μέρος, επίσης, της αθηναϊκής σχολικής φοίτησης ήταν αυτό που τώρα θα ονομαζόταν παιχνίδι• επειδή ο Έλληνας αναγνώριζε τη σπουδαιότητα της φυσικής άσκησης για την ανάπτυξη του νέου και τη συμπεριλάμβανε στην αντίληψή του για την Παιδεία.
Τα αποτελέσματα πάνω στον Ελληνικό Πολιτισμό μιας εκπαιδευτικής διαδικασίας που έκανε έτσι την Παιδεία ελκυστική έφταναν μακριά. Οι Έλληνες, αντί να θεωρούνε με αποστροφή ή ενοχλημένη αδιαφορία τα θέματα που είχαν σπουδάσει στα σχολεία τους, είχαν στοργή γι’ αυτά και συνέχιζαν να τα διαβάζουν και να βελτιώνουν τους εαυτούς τους σ αυτά. Σ’ όλη τους τη ζωή είχαν διακαή επιθυμία να ακούνε απαγγελίες από τον Όμηρο. Στα συμπόσια τραγουδούσαν τα τραγούδια και έπαιζαν στη λύρα τη μουσική που είχαν μάθει στο σχολείο. Ηλικιωμένοι άνδρες θα επέστρεφαν σ’ ένα μουσικοδιδάσκαλο, για να βελτιώσουν το παίξιμό τους ή θα έσπευδαν να ακούσουν τη διάλεξη κάποιου Σοφιστή για τη Γεωγραφία ή την Αστρονομία. Οι ασκήσεις στην παλαίστρα εξακολουθούσαν μέχρι που η μεγάλη ηλικία τις έκανε αδύνατες. Οι ενήλικοι πολίτες κρατούσαν συνεχώς μια αγάπη για την Παιδεία και συνέχιζαν να μορφώνονται σ’ όλη τους τη ζωή. Έτσι μια ελληνική πόλη σχημάτιζε κέντρο πλατιά διαδομένης καλλιέργειας, ένα χώρο όπου η λογοτεχνία και η τέχνη και η μουσική και η έρευνα μπορούσαν να ανθήσουν τριγυρισμένες από εκτίμηση και ικανή κριτική. Τα παιδιά, επίσης, βλέποντας πόσο οι μεγαλύτεροί τους ενασχολούνταν με την Παιδεία, τη θεωρούσαν ακόμα πιο ελκυστική από ό,τι οι εμπνευστές της την είχαν κάνει, αφού δεν ήταν υποχρεωμένα από τη νηπιαγωγική λογική να βλέπουν σ’ αυτή μια από τις πανούκλες της νεανικής ηλικίας, από τις οποίες οι «μεγάλοι» ήσαν απαλλαγμένοι. Χωρίς αμφιβολία ο Έλληνας δάσκαλος βοηθιόταν πολύ στην προσπάθειά του να κάνει την Παιδεία ελκυστική από την πνευματική περιέργεια, η οποία ήταν χαρακτηριστικό όλων εκείνων των πόλεων, όπου το πνεύμα καλλιεργούνταν συστηματικά. Ο νεαρός Αθηναίος ή ο νεαρός Χιώτης είχε υπερβολικά σφοδρή έφεση να μάθει. Στην πραγματικότητα, η έφεσή του ήταν ακραία• βιαζόταν πάρα πολύ• επιθυμούσε να του έχουν δώσει την πληροφορία του ετοιμασμένη, χωρίς να έχει την υπομονή να σκεφθεί ή να αναλάβει έρευνες για δικό του λογαριασμό. Από εδώ προέρχονται η πρωτοφανής επιτυχία και η παιδευτική ρηχότητα εκείνων των προτύπων του σύγχρονου «σπασίλα», των Σοφιστών οι οποίοι γέμιζαν τους μαθητές τους με επιφανειακή γνώση για πολλά θέματα ετοιμασμένη και ήδη στραμμένη στην αντίδικη φρασεολογία. Η πνευματική όρεξη για τη συσσώρευση γνώσεων έκανε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση στην Αθήνα ελκυστική, χωρίς πολλή προσπάθεια από τη μεριά των δασκάλων, αλλά δεν τους επιτρεπόταν να επηρεάσουν τα πρωτοβάθμια σχολεία• μια βαθειά και σύμμετρη ανάπτυξη του νου και του σώματος, καλλιτεχνική καλαισθησία και ηθικός χαρακτήρας έπρεπε να προηγηθούν από τη συσσώρευση των γεγονότων. Αυτό το τελευταίο στάδιο το θεωρούσαν υπερβολικά πολύ σαν προαιρετικό, παντού στην αρχαία Ελλάδα. Στις μη καλλιεργημένες πνευματικά ελληνικές περιοχές αυτό το στάδιο δεν έβρισκε καμιά θέση• ακόμη και στην Αθήνα ήταν μόνο για εκείνους που αισθάνονταν επιθυμία γι’ αυτό δεν ήταν υποχρεωτικό γι’ αυτόν που δεν ήθελε και για τον ανίκανο. Επειδή η Παιδεία θεωρούνταν σαν ανάπτυξη των κρυφών δυνάμεων της προσωπικότητας του καθενός, θα ήταν μάταιη προσπάθεια να διεγερθούν ή να εμφυτευτούν ανύπαρκτες ικανότητες. Καθένας είχε ένα σώμα, το οποίο έπρεπε να το κάνει όσο το δυνατό πιο αποτελεσματικό, για την εξυπηρέτηση της πόλης• καθένας, σ’ ένα λαό ευαίσθητο, είχε κάποια καλαισθησία, η οποία μπορούσε να αναπτυχθεί• καθένας είχε αρκετό μυαλό για να μάθει γράμματα• και καθένας, πάνω απ’ όλα, είχε ένα χαρακτήρα που έπρεπε να τον διαμορφώσει. Όμως δε μπορούσε ο καθένας να γίνει πανελλήνιος αθλητής ή πρώτης τάξης καλλιτέχνης ή μουσικός και δεν είχε ο καθένας επαρκή πνευματικά χαρίσματα να συνδυάσει τη συσσώρευση των γνώσεων με το ωφέλιμο και το τερπνό.
Στην πραγματικότητα, το ελληνικό αίσθημα ήταν ευκρινώς πολέμιο στη μεγάλη ανάπτυξη προς οποιαδήποτε κατεύθυνση: οι Έλληνες είχαν μια λογική άπωση προς την άτοπη ειδίκευση στο σχολείο. Το αντικείμενο της Παιδείας ήταν να κάνει σύμμετρους, πολύπλευρους ανθρώπους, υγιείς, το ίδιο, στο σώμα, στο νου, στο χαρακτήρα και στην καλαισθησία, όχι επαγγελματίες αθλητές που ήσαν πνευματικά κενοί και χωρίς καμία εκτίμηση για την τέχνη, ούτε μεγάλους στοχαστές με υπανάπτυκτη φυσική διάπλαση, ούτε διάσημους μουσικούς με ελλιπή σκέψη. Αντίθετοι στο σπαρτιατικό σύστημα, προσπαθούσαν να το καταδικάσουν σ αυτό το επίπεδο, σαν ειδίκευση που αποσκοπούσε μόνο στο να παράγει καλούς στρατιώτες• όμως οι φιλολάκωνες φαίνεται να υποστήριζαν, σ’ ανταπάντηση, ότι το σπαρτιατικό σύστημα ανέπτυσσε και τα δύο: και το χαρακτήρα και την καλαισθησία στην κριτική της τέχνης και της μουσικής, ακόμα κι αν παρήγε μικρή ικανότητα για τη ζωγραφική ή το παίξιμο μουσικής, ενώ η λακωνική βραχυλογία συνεπαγόταν μεγαλύτερο βάθος της πνευματικής άσκησης από την αθηναϊκή πολυλογία.
Έτσι η Ελληνική Παιδεία δεν αποσκοπούσε να παράγει επαγγελματική γνώση για ένα μοναδικό θέμα• τέτοια τεχνική κατάρτιση κρινόταν ανάξια για το όνομα της Παιδείας και αποκλειόταν από τα σχολεία. Τα θέματα που σπουδάζονταν ήσαν, κατά το μεγαλύτερο τμήμα τους, μέσο όχι σκοπός. Ακριβώς όπως ένας περίπατος γίνεται καμιά φορά όχι με σκοπό να φτάσουμε σε κάποιο μέρος, αλλά για να κρατήσουμε τους μυς του σώματος σε καλή κατάσταση, έτσι η Παιδεία στην Ελλάδα ήταν προορισμένη να αναπτύσσει και να ασκεί τους μυς του μυαλού, τη φαντασία και το χαρακτήρα, όχι να εμφυτεύσει τη λεγόμενη «χρήσιμη» μόρφωση. Η λογοτεχνία που διαβαζόταν στο σχολείο ήταν η ποίηση του φανταστικού, όπως εκείνη του Ομήρου ή του Σιμωνίδη, όχι σι πρακτικές πραγματείες σε πεζό λόγο πάνω στη Γεωργία και την Οικονομία, τις οποίες θα είχαν απαιτήσει τα χρησιμοθηρικά κίνητρα. Επειδή η ποίηση ήταν και τα δύο, και ελκυστική για τα αγόρια και βελτιωτική για το χαρακτήρα τους, ενώ τα εγχειρίδια, εξαίρετα παρ’ όλ’ αυτά, υπερτιμούν μονάχα τις οικονομικές τους προοπτικές. Το άμεσο ατομικό μέλλον του αγοριού μπορεί, είναι αλήθεια, να εξαρτιέται αρκετά από την ωφελιμιστική γνώση, την οποία έχει μάθει στο σχολείο, αν και η υγιής Παιδεία με την ελληνική έννοια του όρου, θα αποδείξει πως του προσφέρει περισσότερα πλεονεκτήματα μακροπρόσθεμα• όμως το μέλλον της πόλης εξαρτιέται από το χαρακτήρα των πολιτών της. Έτσι μια αληθινά πολιτειακή Παιδεία, όπως εκείνη της Σπάρτης και της Αθήνας, επιζητάει να γυμνάσει τους χαρακτήρες των μελλοντικών πολιτών• η πόλη, έχοντας διαμορφώσει το χαρακτήρα τους, τους αφήνει με καλοδικαιολογημένη εμπιστοσύνη να αποκτήσουν ό,τι από την τεχνική κατάρτιση χρειάζονταν για τον εαυτό τους.
Σημείωση :
Μπορώ να προσθέσω ότι στην Μακεδονία , σαφώς νεαρώτερο πολιτισμό , είχε γίνει ένα φιλτράρισμα των προϋπαρχόντων συστημάτων με κύρια βάση το Αθηναϊκό-Θηβαϊκό . Η σωματική εκπαίδευση ήταν δεδομένη και πλησίαζε την Σπαρτιατική . Τεράστιο βάρος δινόταν στην εξάσκηση των νοητικών-κριτικών ικανοτήτων . Τα Μακεδονόπουλα δεν ήξεραν απ’ έξω τα Επη αλλά μπορούσαν να τα κρίνουν . Η επιχωριάζουσα ιδιαιτερότητα εδώ ήταν ο στόχος της επιτεύξεως στρατηγικού νοός , του “έξυπνου στρατιώτου-διοικητού” . Ολα τα μαθήματα δινόταν ως εργαλεία κι όχι ως γνώσεις . Αλλη μία διαφορά , λόγω επιρροών από την γειτονική Θράκη , ήταν η ένταξη θρησκευτικών στοιχείων στα μαθήματα . Ποτέ βεβαίως ως στείρα λατρεία , αλλά ως μέσον στην διάπλαση νοός με πιο σφαιρική αντίληψη .
Αυτό που θα έπρεπε νομίζω να τονιστεί είναι το οικονομικό θέμα . Με εξαίρεση ίσως το κομμουνιστικοειδές σύστημα στην Σπάρτη , δεν υπήρχε πουθενά δωρεάν “κρατική παιδεία” ! Ενώ υπήρχε υποχρέωση παιδείας ! Το μόνον δωρεάν ήταν ο χώρος , οι πολεοδομικές εγκαταστάσεις ! Μπορεί ν’ ακούγεται σκληρό για τους φτωχούς , αλλά οι διαχωρισμοί και οι δυνατότητες δεν ήταν όπως σήμερα . Τα τότε συστήματα σε υποχρέωναν να είσαι σπουδαγμένος , με δικά σου έξοδα , αλλά απέκλειαν επιβολή και χειραγώγηση !
Τέλος , στην Μακεδονία , με την συνήθεια των κλειστών σχολών (σαν σημερινά φροντιστήρια) , συνέβαινε και το εξής : πολλά ήταν μεικτά !
ΠΗΓΗ trelosmaniatis
Οι μέθοδοι και τα υλικά της εκπαίδευσης φυσικά διέφεραν ως προς την αντίληψη του καλού πολίτη που ίσχυε σε κάθε μέρος, αλλά τα ιδανικά ήταν πάντοτε τα ίδια.
Ο Σπαρτιάτης, με τη δική του σχολική αντίληψη για τη ζωή, πίστευε ότι το όλο καθήκον του άνδρα ήταν να είναι γενναίος, να είναι αγέρωχος στις κακουχίες και στον πόνο, να είναι καλός στρατιώτης και να είναι πάντα σε τέλεια φυσική κατάσταση• όταν τα ελληνικά του ένστικτα απαιτούσαν αισθητική ικανοποίηση, μετέτρεπε τη στρατιωτική του άσκηση σε μουσικό χορό και τραγουδούσε τραγούδια προς τιμή της ανδρείας. Μακριές συζητήσεις και μακρόχρονο διαλογισμό τα κοιτούσε με περιφρόνηση, γιατί προτιμούσε τις πράξεις από τα λόγια και τις σκέψεις και την ουσία μιας κατάστασης μπορούσε πάντα να την εκφράσει με μια μοναδική πρόταση. Αυτή η σπαρτιατική αντίληψη για τον πολίτη οροθετούσε το στόχο της Σπαρτιατικής Παιδείας. Καθημερινές κακουχίες, ατέλειωτη φυσική άσκηση, διαρκείς δοκιμασίες θάρρους και καρτερικότητας ήταν ο κλήρος του Σπαρτιατόπουλου. Δε μάθαινε να διαβάζει, να γράφει ή να λογαριάζει• ασκούνταν να μιλάει μόνο με μονόλογα ή βραχύτατες φράσεις, γιατί τι ανάγκη είχε ο Σπαρτιάτης τα γράμματα ή τη φλυαρία; Η φαντασία του όφειλε επίσης να υποταχθεί στο σπαρτιατικό ιδεώδες : οι χοροί του, τα τραγούδια του, οι θεότητές του, ήσαν όλα στρατιωτικά.
Η αντίληψη του Αθηναίου για τον τέλειο πολίτη ήταν πολύ ευρύτερη και πολύ πιο δύσκολη να επιτευχθεί. Το θάρρος και η αρμονία της φυσικής ανάπτυξης δεν τον ικανοποιούσε : πρέπει να υπάρχει ίση εξάσκηση του νου και της φαντασίας, χωρίς καμία θυσία της σωματικής υγείας. Ο Αθηναίος ζητούσε από τον ιδανικό πολίτη τελείωση του σώματος, έντονη πνευματική δραστηριότητα και καλλιέργεια και άψογη καλαισθησία. «Αγαπάμε το ωραίο, με λιτότητα, και τη σοφία, χωρίς μαλθακότητα» διακηρύσσει ο Περικλής στη σύνοψή του για τα αθηναϊκά ιδανικά. Συνεπώς η Αθηναϊκή Παιδεία είχε τριπλό στόχο• οι δραστηριότητές της κατανέμονταν ανάμεσα στο σώμα, το νου και την καλαισθησία. Το σώμα του νεαρού Αθηναίου αναπτυσσόταν συμμετρικά από τις επιστημονικά υποδειγμένες ασκήσεις της παλαίστρας. Στα δεκαοχτώ του η πόλη του επέβαλλε δύο χρόνια φυσικής άσκησης με δημόσια δαπάνη. Στην κατοπινή ζωή του μπορούσε να ασκείται στα δημόσια γυμναστήρια, χωρίς καμιά πληρωμή• δεν υπήρχε πραγματικός καταναγκασμός, εκτός από το διαρκές ενδεχόμενο της στρατιωτικής υπηρεσίας, η οποία, πάντως, κατάληγε σχεδόν να αποτελεί ένα καταναγκασμό.
Σαν πνευματική διδασκαλία, κάθε αγόρι όφειλε να μάθει ανάγνωση, γραφή, αριθμητική και να αποκτά ικανοποιητική γνωριμία με την ελληνική λογοτεχνία, καθώς αυτές οι σπουδές το συνεπάγονταν. Ο άλλος κλάδος της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, το παίξιμο λύρας και το τραγούδι, που στόχευε να αναπτύξει το μουσικό αυτί και την καλαισθησία, ήταν προαιρετικός, όμως σπάνια παραμελούνταν. Η δευτεροβάθμια εκπαίδευση δοσμένη από τους Σοφιστές, τους ρήτορες και τους φιλόσοφους απευθυνόταν μονάχα σε σχετικά λίγους, οι οποίοι είχαν χρήματα και ελεύθερο χρόνο.
Καλαισθησία και φαντασία καλλιεργούνταν στα σχολεία της μουσικής και της τέχνης, αλλά οι επιδράσεις του θεάτρου, της Ακρόπολης, των ναών και των δημόσιων οικοδομημάτων καθώς επίσης και των χορών, οι οποίοι συνόδευαν κάθε γιορτή και θρησκευτική εκδήλωση, ήσαν ακόμα ισχυρές και ασκούνταν σε όλους το ίδιο. Αυτή η αισθητική όψη της Παιδείας θεωρούνταν ιδιαίτερα σημαντική στην Ελλάδα εξαιτίας της άποψης που ίσχυε από παλιά ότι η τέχνη και η μουσική είχαν έντονη επίδραση πάνω στο χαρακτήρα.
Γιατί η άσκηση του χαρακτήρα ήταν πρώτα απ’ όλα το αντικείμενο της Ελληνικής Παιδείας• αυτό κυρίως απαιτούσαν οι Έλληνες γονείς από το δάσκαλο. Τόσο βαθιά πίστευαν ότι η αρετή μπορεί να διδαχθεί, ώστε θεωρούσαν το δάσκαλο υπεύθυνο για κάθε ατασθαλία των μαθητών του. Ο Αλκιβιάδης και ο Κριτίας ρήμαξαν την Αθήνα, ήσαν μαθητές του Σωκράτη, γι’ αυτό εκτέλεσαν το Σωκράτη• αυτό φάνηκε τέλεια λογικό στους Αθηναίους. Εάν ένας Σοφιστής έκανε αγωγή εναντίον ενός κακοπληρωτή μαθητή του για απλήρωτο λογαριασμό, θεωρούνταν γελοίος, γιατί ήταν δουλειά του να διδάσκει τη δικαιοσύνη και, αν εκείνοι που είχαν διδαχθεί από αυτόν, συμπεριφέρονταν άδικα, ήταν φανερό πως η διδασκαλία του δεν είχε καμιά αξία.
Εφόσον το κύριο αντικείμενο των σχολείων της Ελλάδας ήταν να ασκήσουν και να πλάσουν το χαρακτήρα των νέων, θα ήταν φυσικό να υποθέσουμε ότι οι δάσκαλοι και καθένας που θα ερχόταν σε επαφή με τα αγόρια επιλέγονταν με πολύ μεγάλη φροντίδα και δινόταν ιδιαίτερη προσοχή στη φήμη του για την αρετή του και τη συμπεριφορά του. Στη Σπάρτη αυτή η αρχή ασφαλώς τηρούνταν. Η εκπαίδευση ελεγχόταν από ένα παιδονόμο, επιλεγμένο ανάμεσα στους πολίτες με πολύ υψηλή θέση και φήμη, και η διδασκαλία παρεχόταν, όχι από μισθωμένους ξένους ή δούλους, αλλά από τους ίδιους τους πολίτες κάτω από την επίβλεψή του. Όμως τότε η διδασκαλία στη Σπάρτη ασχολιόταν, το πιο πολύ, με τα ήθη και τα έθιμα της πόλης, παρά με τις σωματικές και τις στρατιωτικές ασκήσεις, γνωστά σε κάθε ενήλικο, και οι πολίτες είχαν πληθώρα ελεύθερου χρόνου. Οι Αθηναίοι ήταν σε πιο δύσκολη θέση. Στην Αθήνα υπήρχαν περισσότερα πράγματα για να μάθει το αγόρι και κάποια από αυτά οι γονείς τους δε θα μπορούσαν να έχουν ούτε την ικανότητα ούτε το χρόνο να τα διδάξουν. Εξαιτίας επίσης του συστήματος του ημερήσιου σχολείου στην Αθήνα και λόγω των ιδιαιτεροτήτων των ελληνικών ηθών, τα αγόρια χρειάζονταν πάντα κάποιον να τα πηγαινοφέρνει από το χέρι στο σχολείο και στην παλαίστρα. Έτσι τα αγόρια πλήρωναν δάσκαλους και οι συνοδοί τους ήταν απαραίτητοι. Όμως ήταν επίσης αναγκαίο να μην αφήσουν να γίνει η εκπαίδευση πολύ δαπανηρή, από φόβο μήπως οι φτωχοί δε θα είχαν τη δυνατότητα να την παρακολουθήσουν. Επομένως οι παιδαγωγοί έφταναν συχνά να είναι οι πιο φτηνοί και πιο ανάξιοι σκλάβοι και οι δάσκαλοι σαν τάξη, να αντιμετωπίζονται με άκρα περιφρόνηση. Χωρίς αμφιβολία, οι προσεκτικοί γονείς διαλέγανε εξαίρετους παιδαγωγούς, δάσκαλους και παιδοτρίβες για τους γιους τους, και έκαναν την επιλογή ζήτημα μεγάλης περίσκεψης : οι δάσκαλοι στα καλύτερα σχολεία και τις παλαίστρες ήσαν άνδρες με θέση και υπόληψη. Όμως δε μπορεί να υπάρξει η παραμικρή αμφιβολία πως η τάξη τους σαν σύνολο αντιμετωπιζόταν με περιφρόνηση. Τα παιδιά πήγαιναν στο σχολείο, όπως θα πήγαιναν σε οποιοδήποτε άλλο μαγαζί, με ένα αίσθημα ανωτερότητας, φέρνοντας μαζί τους τα ζώα τους, λεόπαρδους και γάτες και σκυλιά, και παίζανε μ’ αυτά, κατά τη διάρκεια των μαθημάτων. Αργόσχολοι και χασομέρηδες έρχονταν στα σχολεία και τις παλαίστρες, σα να έρχονταν σε μικροπωλητάδικα να φλυαρήσουν και να χαζέψουν, διακόπτοντας σοβαρά την εργασία. Οι δάσκαλοι και οι παιδαγωγοί στην Αθήνα, στην πραγματικότητα, εξαρτούνταν πάρα πολύ από το κοινό τους, για τη συντήρησή τους, και δε μπορούσαν να κρατήσουν μια αυστηρή γραμμή και, στο πείσμα της δύναμής των μαθητών τους και των φίλων των μαθητών τους. Οι παιδαγωγοί επίσης, αν και φαίνεται να κρατούσαν τους μαθητές τους σε τάξη, συχνά δεν ήταν οι σωστοί άνθρωποι να ελέγχουν την αγωγή ενός αγοριού• ήσαν επιρρεπείς στο να έχουν άθλια προφορά και ακόμα πιο άθλια ρούχα. Πρέπει να ομολογήσουμε πως οι Αθηναίοι, στην επιθυμία τους να κάνουν την εκπαίδευση φτηνή, διέτρεχαν ένα πολύ μεγάλο κίνδυνο να φθείρουν ό,τι ήταν κατά τη γνώμη τους το κύριο αντικείμενό της, την άσκηση του χαρακτήρα.
Διαφορετικά, επιδίωκαν αυτό το σκοπό μ’ όλη τους την καρδιά. Οι αγώνες, οι φυσικές ασκήσεις και οι κακουχίες της ζωής του αγοριού αποσκοπούσαν να αναπτύξουν την ανδρεία του, τη δύναμή του και την καρτερικότητά του. Γιατί, σύμφωνα με την αρχαία ελληνική άποψη, που στη σημερινή εποχή παραμελείται πάρα πολύ σε πολλά μέρη, η περιποίηση και καλή κατάσταση του σώματος είχε πολύ μεγάλη επίδραση και στις πνευματικές δραστηριότητες και στο χαρακτήρα. Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο, η φυσική άσκηση συγκροτούσε το μισό τουλάχιστο μέρος του κάθε συστήματος εκπαίδευσης που εφαρμοζόταν στις ελληνικές πόλεις-κράτη και συστηνόταν από τους Έλληνες φιλόσοφους. Ένα σχολείο που ασκούσε μόνο το μυαλό και παραμελούσε το σώμα των μαθητών θα ήταν αδιανόητο για τους Έλληνες. Δεν ήταν μόνο το ότι οι φυσικές αναπηρίες παρεμπόδιζαν την ελεύθερη άσκηση της σκέψης ή οδηγούσαν σε δυστροπία και λειψές αποφάσεις. Ο άνθρωπος ήταν ένα σύνολο για τους Έλληνες και ένα μέρος του δεν ήταν δυνατό να είναι σωστό, εάν τα άλλα μέρη δεν ήσαν. Ήταν τόσο βαθιά πεισμένοι γι’ αυτή τη γνώμη, ώστε οι περισσότεροι από αυτούς πίστευαν ότι η φυσική ομορφιά ήταν σημάδι ηθικής ομορφιάς• αυτό ήταν μια υποδόρια ιδέα που προσέδιδε μια επιπρόσθετη σημασία στις ασκήσεις στην παλαίστρα, για τη συμμετρική ανάπτυξη του σώματος και το συναγωνισμό για ανδρική ομορφιά που ίσχυαν σ’ όλη τη χώρα• παραχωρούσε, επιπλέον, μια πιο ευγενική όψη σε εκείνο το πάθος για την εξωτερικευμένη λατρεία προς τους νέους, την οποία τα αγγεία, η γλυπτική και η λογοτεχνία της αρχαίας Ελλάδας αποκαλύπτουν εκπλήσσοντάς μας τόσο. Όμως, παρά αυτή τη μάλλον αόριστη και αμφίβολη συνάφεια με το χαρακτήρα, υποθέτανε πως η σωματική άσκηση και ανάπτυξη είχαν ιδιαίτερο και αναμφίβολο αποτέλεσμα στο δυνάμωμα της αποφασιστικότητας και της θεληματικότητας. Το αντικείμενο της φυσικής άσκησης ήταν μόνο σε μικρότερο βαθμό ικανό να κρατήσει το σώμα σε καλή κατάσταση• κύριος στόχος του ήταν να αναπτύξει τη δύναμη του χαρακτήρα, την αποφασιστικότητα, την ισχύ του σώματος, την καρτερικότητα, την ανδρεία, την ενεργητικότητα. Όμως, σύμφωνα με εκείνο τον ελληνικό κανόνα του «μέτρον άριστο» που ο Αριστοτέλης τον επεξεργάστηκε τόσο καλά, ήταν δυνατό να υπάρξουν πάρα πολλές καθώς επίσης και πολύ λίγες από όλες αυτές τις ηθικές ιδιότητες. Συνεπώς η φυσική άσκηση πρέπει να γίνεται μόνο στο πρέπον μέτρο και να ισορροπείται προσεκτικά με την καλλιτεχνική και τη μουσική άσκηση, η οποία αγωνιζόταν σε αντίθετη κατεύθυνση, οδηγώντας, αν έτεινε προς την υπερβολή, σε αδυναμία χαρακτήρα, αναποφασιστικότητα, εκθήλυνση, δειλία και νωθρότητα. Μια επιστημονικά διευθετημένη συμμετρία ανάμεσα στα δύο θα παρήγε τον τέλειο χαρακτήρα.
Στα σχολεία λογοτεχνίας και αισθητικής υπήρχαν δύο είδη μαθημάτων που διδάσκονταν, και τα δύο με ηθικό αποτέλεσμα:
Το θέμα και η μορφή. Η λογοτεχνία που διδασκόταν στα σχολεία, ήταν γεμάτη, καθώς αναμενόταν, από επιδοκιμαστικές εισηγήσεις και ζωντανές ιστορίες ηρώων, άξιων για μίμηση, διηγημένες σε μορφή πολύ ελκυστική για τους νέους, έτσι ώστε να μπορέσουν να εκτιμήσουν και να αγαπήσουν τα διδάγματα και τα παραδείγματά τους. Η μουσική που έπαιζαν τα αγόρια ή άκουγαν, τα τραγούδια που τραγουδούσαν, οι χοροί που χόρευαν ή έβλεπαν, η τέχνη που αντέγραφαν ή παρατηρούσαν πρέπει να ήσαν τέτοιες ώστε θα επηρέαζαν το χαρακτήρα τους για το καλό τους. Θα τους έπλαθαν, δηλαδή, σε αρμονία με τα ιδεώδη της πόλης. Γιατί η Ελληνική Ηθική ήταν αισθητική. ακολουθούσαν το δρόμο που έκανε έκκληση στη φαντασία τους και στην αίσθησή τους για την ομορφιά. Γι’ αυτό, το αντικείμενο της Παιδείας ήταν να κάνει τα παιδιά να αισθανθούν την ομορφιά στην αρετή και να δουν στις καλές τέχνες την καλή ηθική, για να μπορέσουν να βρουν ικανοποίηση, για τις αισθητικές τους επιθυμίες – το κυρίαρχο ένστικτο του Έλληνα – στην έντιμη ζωή, το εν ζην.
Γιατί οι Έλληνες αισθάνονταν ομόψυχα ότι ο Πολιτισμός τους βασιζόταν στην Ηθική όχι σαν καθήκον αλλά σαν ευτυχία, δηλαδή σαν ικανοποίηση των ενστίκτων. Όμως αυτή η ευδαιμονιστική στάση χαρακτηριζόταν από μία σημαντική θεώρηση που συχνά λησμονιέται. Επειδή η ελληνική ζωή είχε σαν κύριο χαρακτηριστικό την αλληλεγγύη, η ευτυχία που επιδιωκόταν ήταν, κατ’ αρχή, εκείνη της κοινότητας, όχι του ατόμου. Η προθυμία του μέσου Έλληνα, κατά την καλύτερη περίοδο της χώρας, να θυσιάσει κάθε τι προς όφελος της πόλης του είναι πολύ αξιοσημείωτη. Έτσι η πραγματική βάση της Ηθικής του, αν και δεν είχε διατυπωθεί κατηγορηματικά, κατέληγε να είναι όχι η προσωπική του ευχαρίστηση αλλά το καθήκον προς την πόλη του. Όταν ο ατομικισμός της σωκρατικής εποχής ανέτρεψε αυτή τη βάση, οι Έλληνες έθεσαν πάνω από την ευτυχία της πόλης την ευτυχία του εαυτού τους και έτσι τόσο ο πατριωτισμός όσο και η προσωπική ηθική υπέφεραν από την αλλαγή.
Η αίσθηση του καθήκοντος προς την πόλη είχε σαν αποτέλεσμα να προάγεται η ευτυχία του συνόλου του πολιτικού σώματος και αυτό έκανε τους γονείς να θέλουν να υποστούν κάθε θυσία, για να ανατραφούν οι γιοι τους με τρόπο που να εξυπηρετεί καλύτερα αυτό το ιδεώδες. Οι λογαριασμοί των δασκάλων των γραμμάτων και της μουσικής καθώς και εκείνοι των παιδοτριβών και η μακρόχρονη απώλεια των υπηρεσιών του γιου από το μαγαζί ή το αγρόκτημα στην Αττική από τη μια μεριά και, από την άλλη, η διάσπαση της οικογενειακής ζωής στη Σπάρτη πρέπει να στάθηκαν αλγεινή δοκιμασία για τους Έλληνες γονείς και να συνεπάγονταν πολλές θυσίες. Δεν έχει βρεθεί ακόμα κανένα ίχνος μεμψιμοιρίας. Ο Έλληνας αισθανόταν ότι το να αναθρέψει τους μελλοντικούς πολίτες της πόλης σωστά ήταν τόσο βαθειά μέσα στα καθήκοντά του προς την πόλη, όσο και το να είναι έτοιμος να πεθάνει γι’ αυτή• και έκανε αδιαμαρτύρητα και τα δύο. Εάν οι νόμοι, οι οποίοι έκαναν υποχρεωτική τη διδασκαλία των γραμμάτων στην Αθήνα, έπεσαν σε αχρηστία, αυτό έγινε μόνο, επειδή οι πολίτες δε χρειάζονταν κανένα καταναγκασμό, για να τους υποχρεώσει να κάνουν το καθήκον τους. Ούτε όφειλε η πόλη να πληρώνει τους σχολικούς λογαριασμούς• γιατί κάθε φτωχός πολίτης, πάντως, ήταν έτοιμος να κάνει τις αναγκαίες θυσίες στις προσωπικές του πολυτέλειες και διασκεδάσεις, για να κάνει το καθήκον του προς την κοινότητα με το να έχει διδάξει στα παιδιά του τα σωστά πράγματα. Η πόλη μονάχα ενδιαφερόταν να κάνει τη σχολική φοίτηση όσο το δυνατό πιο φτηνή και πιο εύκολη στο να την κάνει κανείς.
Η αλληλεγγύη της ελληνικής ζωής, η οποία μετέστρεφε τον ευδαιμονισμό σε πατριωτισμό, ενθαρρυνόταν προσεκτικά από το εκπαιδευτικό σύστημα. Η Σπάρτη έχοντας αυτό το στόχο, εφεύρε το εσωτερικό σχολείο, όπου τα αγόρια μάθαιναν από τα πρώτα τους χρόνια να παραμερίζουν την ατομικότητά τους και να διαμορφώνουν κοινό χαρακτήρα και κοινά ενδιαφέροντα. Οι Αθηναίοι πάλι καθώς και πάρα πολλοί από τους άλλους Έλληνες, είχαν ημερήσια σχολεία. Αυτό το γεγονός μπορεί να φαίνεται πως αντιμάχεται την αρχή που έχω αναφέρει. Όμως τα ελληνικά έθιμα χαρακτήριζαν το σύστημα των ημερήσιων σχολείων με ιδιαίτερο τρόπο. Δεν υπήρχαν επιρροές οικιακές στην Ελλάδα. Οι άνθρωποι του λαού ζούσαν έξω από το σπίτι. Ο νεαρός Αθηναίος ή Εφέσιος από τα έξι του χρόνια και μετά περνούσε όλη τη μέρα μακριά από το σπίτι (με πιθανή εξαίρεση ένα διάλειμμα για το μεσημεριανό φαγητό), με τη συντροφιά των συνομήλικών του, στο σχολείο, την παλαίστρα ή τους δρόμους. Όταν ερχόταν σπίτι, δεν υπήρχε οικογενειακή ζωή. Ο πατέρας του ήταν σπάνια στο σπίτι. Η μητέρα του ήταν μια μηδαμινότητα που ζούσε στα γυναικεία διαμερίσματα• την έβλεπε μάλλον λίγο. Το πραγματικό του σπίτι ήταν η παλαίστρα, οι κύριοι σύντροφοι του ήσαν οι συνομήλικοί του και ο παιδαγωγός του. Μάθαινε να αποσυνδέει τον εαυτό του από την οικογένειά του και να τον συνδέει με τους συμπολίτες του. Χωρίς αμφιβολία έχανε πολλά μ’ αυτό το σύστημα, αλλά η αλληλεγγύη της πόλης ήταν η κερδισμένη.
Τα καθήκοντα του πολίτη εντυπώνονταν επίσης στα αγόρια με άλλους και περισσότερο άμεσους τρόπους, ειδικά το ύπατο, οπωσδήποτε εκείνες τις ημέρες, καθήκον της στρατιωτικής θητείας. Τα σχολεία της Σπάρτης και της Κρήτης ήταν μια μακρόχρονη εκγύμναση για πόλεμο. Οι άλλες πόλεις όριζαν δυο χρόνια ξεχωριστά από τη ζωή του αγοριού, από τα δεκαοχτώ μέχρι τα είκοσι, σα μια περίοδο θητείας, κατά τη διάρκεια της οποίας ήταν στην υπηρεσία της πόλης και, κάτω από τις διαταγές στρατιωτικών αρχών, μάθαιναν την τακτική της μάχης και τη χρήση των όπλων και ασκούνταν στη ζωή των στρατοπέδων και των φρουρίων. Ο νεοσύλλεκτος έδινε επίσημο όρκο πίστης στην πόλη του και το σύνταγμά της : η ιερότητα των πολιτικών καθηκόντων του εντυπωνόταν από την αρχή. Η πρώτη δουλειά των πρώτων του αξιωματικών ήταν να τον πάρουν προσωπικά και να τον οδηγήσουν ένα γύρο στους ναούς της επικράτειας, να του μιλήσουν γι’ αυτούς και να του πουν ότι μπορούσε να κάνει κάτι για τη θρησκευτική ζωή και την ιστορία της πόλης του. Τα όπλα του του παραδίνονταν επίσημα στο θέατρο του Διονύσου, μπροστά στο συγκεντρωμένο Δήμο• ήσαν ιερά και το να τα χάσει στη μάχη ή να τα καταισχύνει από δειλία δεν ήταν μόνο άτιμο, ήταν ασέβεια. Ούτε επιτρεπόταν στα αγόρια να περνάνε στην τάξη των ενηλίκων, χωρίς να ξέρουν το πολίτευμα της πόλης τους ο έφηβος των δεκαοχτώ χρόνων όφειλε να έχει γνωριστεί με τους νόμους, μερικούς από τους οποίους τους είχε μάθει, πιθανό, στο σχολείο της μουσικής μελοποιημένους. Παιρνόταν κάθε μέτρο για να κάνουν τα αγόρια να κατανοήσουν ότι ήσαν μέλη μιας κοινότητας, στης οποίας την ευημερία και την ευτυχία τα δικά τους προνόμια ή ευχαριστήσεις πρέπει να υποταχθούν. Κατ’ αυτό τον τρόπο μεγάλωνε η σθεναρή ελληνική αίσθηση της υποχρέωσης για ολοσχερή αυτοθυσία στο συμφέρον της πόλης.
Όμως η Παιδεία όφειλε να παίρνει υπόψη της και την ευτυχία των παιδιών, αν και σε μικρότερο βαθμό βέβαια σε σχέση με την ευτυχία της κοινότητας. Αυτό μπορεί να φαίνεται απίθανη διαπίστωση, όταν αναφερόμαστε στη σπαρτιατική παιδεία. Παρ’ όλ’ αυτά όμως, εγώ πιστεύω ότι αυτό είναι απόλυτα αληθινό. Πρέπει να σκεφτούμε ότι όλες μας οι πληροφορίες για τις τρομερές και φρικτές ιστορίες των σπαρτιατικών μεθόδων προέρχονται από Αθηναίους συγγραφείς, οι οποίοι, το πιθανότερο, δεν είχαν βρεθεί ποτέ στη Λακεδαίμονα. Ο Ξενοφώντας, που είχε στείλει να αναθρέψουν τους γιους του εκεί, δίνει μια πολύ πιο ήπια και συνολικά εγκωμιαστική περιγραφή. Ο Κάπως ηδονιστικός αττικός επισκέπτης πρέπει να παρατηρούσε τους σπαρτιατικούς αγώνες και ασκήσεις κατά πολύ με αισθήματα Γάλλου επισκέπτη σε αγγλικό δημόσιο σχολείο• του φαινόταν δύσκολο να καταλάβει ότι τα αγόρια υφίσταντο αυτές τις ταλαιπωρίες με τη δική τους ελεύθερη θέληση. Πρέπει λοιπόν να θυμηθούμε τι ήταν τα Σπαρτιατόπουλα. Ήταν ένα είδος ανάμεικτο από σκληραγωγία, σθένος και υγεία για αιώνες κάθε ανάπηρο παιδί αφηνόταν έκθετο κατά τη γέννησή του ή απορριπτόταν σαν ανίκανο από το σχολικό σύστημα. Από γενιά σε γενιά γυμνάζονταν να γίνουν σκληρόδερμα και γενναιόκαρδα• η ανδρεία και η καρτερικότητα ήσαν κληρονομικές και ο ασκητισμός ήταν το χαρακτηριστικό της πόλης τους. Το όλο σύστημα με τα συνεχή παλαίματά του, τους τραχείς αγώνες του, τις ταλαιπωρίες του, τις αγγαρείες του και το «σκληραγώγημα» μέσα στα δάση είναι ακριβώς αυτό που ίσως να προσδοκά κανείς πως τα αγόρια αυτού του είδους θα το ανέπτυσσαν τα ίδια από μόνα τους, επειδή αυτό τους άρεσε. Έχω ήδη αποδείξει στο κεφάλαιο για τα σχολεία της Σπάρτης πόσο όμοια είναι πολλά από τα έθιμα που αναπτύχθηκαν στα παλιότερα δημόσια αγγλικά σχολεία, κυρίως από πρωτοβουλία των ίδιων των αγοριών. Αν τα Αγγλόπουλα φέρνονταν στο σύνολό τους με πολύ λιγότερη τραχύτητα και ανέπτυσσαν τέτοια έθιμα από δική τους ελεύθερη βούληση, είναι δυνατό, λογικά, να υποθέσουμε ότι οι νεαροί Σπαρτιάτες τα δέχονταν αυτά ευχάριστα. Ένα τέτοιο έθιμο σαν σημαντικό τεκμήριο αυτών που υποστηρίζουμε ζει για πολύ καιρό. Τα βίαια και καμιά φορά μοιραία μαστιγώματα των εφήβων στο βωμό της Όρθιας Άρτεμης ήσαν τελείως εκούσια από τη μεριά των θυμάτων κι έπειτα δεν υπήρχε κενό υποψηφίων ακόμα και στις μέρες του Πλούταρχου. Το σπαρτιατικό σχολικό σύστημα ήταν, στην πραγματικότητα, μια ακριβής έκφραση των σπαρτιατικών χαρακτηριστικών και επομένως ήταν τελείως αποδεκτό από τα Σπαρτιατόπουλα.
Το ότι το αθηναϊκό σύστημα ήταν σχεδιασμένο να εκπληρώνει τις επιθυμίες των Αθηναιόπουλων είναι λιγότερο δύσκολο να το καθορίσουμε. Είναι μόνο αναγκαίο να σκεφθούμε με τι έμοιαζαν τα πρωτοβάθμια σχολεία. Εφόσον διδάσκονταν μονάχα τα γράμματα και στοιχεία ανάγνωσης και γραφής και η διαδικασία, πιθανό, βοηθιόταν από έμμετρα αλφάβητα και δραματοποιημένη απαγγελία, τα αγόρια άρχιζαν να διαβάζουν, να μαθαίνουν απ’ έξω και να αντιγράφουν τις γοητευτικές περιπετειώδεις ιστορίες και τις ρομαντικές διηγήσεις του Ομήρου. Δεν υπήρχε γραμματική για μελέτη• αυτή, όταν εφευρέθηκε, ήρθε σε κατοπινή εποχή σαν προαιρετικό μάθημα. Δεν υπήρχαν χαμένα χρόνια με «Αλφαβητάρια» που αποτελούνταν από ανιαρές ιστορίες δεύτερης κατηγορίας. Τα αγόρια άρχιζαν αμέσως με την καλύτερη και πιο ελκυστική λογοτεχνία στη γλώσσα τους και αυτή παρέμενε η μελέτη τους για πολλά χρόνια και τη θυμόντουσαν και την αγαπούσαν ακόμη στη μετέπειτα ζωή τους. Ούτε είναι δυνατό να αμφιβάλλει κανείς ότι τα σχολεία μουσικής και τέχνης ήσαν ελκυστικά για τους νεαρούς Αθηναίους, τους γιους ενός λαού που γέμιζε όλη την πόλη του με τέχνη και μετέτρεπε κάθε χρονιά του σ ένα κύκλο μουσικών γιορτών. Ένα μεγάλο μέρος, επίσης, της αθηναϊκής σχολικής φοίτησης ήταν αυτό που τώρα θα ονομαζόταν παιχνίδι• επειδή ο Έλληνας αναγνώριζε τη σπουδαιότητα της φυσικής άσκησης για την ανάπτυξη του νέου και τη συμπεριλάμβανε στην αντίληψή του για την Παιδεία.
Τα αποτελέσματα πάνω στον Ελληνικό Πολιτισμό μιας εκπαιδευτικής διαδικασίας που έκανε έτσι την Παιδεία ελκυστική έφταναν μακριά. Οι Έλληνες, αντί να θεωρούνε με αποστροφή ή ενοχλημένη αδιαφορία τα θέματα που είχαν σπουδάσει στα σχολεία τους, είχαν στοργή γι’ αυτά και συνέχιζαν να τα διαβάζουν και να βελτιώνουν τους εαυτούς τους σ αυτά. Σ’ όλη τους τη ζωή είχαν διακαή επιθυμία να ακούνε απαγγελίες από τον Όμηρο. Στα συμπόσια τραγουδούσαν τα τραγούδια και έπαιζαν στη λύρα τη μουσική που είχαν μάθει στο σχολείο. Ηλικιωμένοι άνδρες θα επέστρεφαν σ’ ένα μουσικοδιδάσκαλο, για να βελτιώσουν το παίξιμό τους ή θα έσπευδαν να ακούσουν τη διάλεξη κάποιου Σοφιστή για τη Γεωγραφία ή την Αστρονομία. Οι ασκήσεις στην παλαίστρα εξακολουθούσαν μέχρι που η μεγάλη ηλικία τις έκανε αδύνατες. Οι ενήλικοι πολίτες κρατούσαν συνεχώς μια αγάπη για την Παιδεία και συνέχιζαν να μορφώνονται σ’ όλη τους τη ζωή. Έτσι μια ελληνική πόλη σχημάτιζε κέντρο πλατιά διαδομένης καλλιέργειας, ένα χώρο όπου η λογοτεχνία και η τέχνη και η μουσική και η έρευνα μπορούσαν να ανθήσουν τριγυρισμένες από εκτίμηση και ικανή κριτική. Τα παιδιά, επίσης, βλέποντας πόσο οι μεγαλύτεροί τους ενασχολούνταν με την Παιδεία, τη θεωρούσαν ακόμα πιο ελκυστική από ό,τι οι εμπνευστές της την είχαν κάνει, αφού δεν ήταν υποχρεωμένα από τη νηπιαγωγική λογική να βλέπουν σ’ αυτή μια από τις πανούκλες της νεανικής ηλικίας, από τις οποίες οι «μεγάλοι» ήσαν απαλλαγμένοι. Χωρίς αμφιβολία ο Έλληνας δάσκαλος βοηθιόταν πολύ στην προσπάθειά του να κάνει την Παιδεία ελκυστική από την πνευματική περιέργεια, η οποία ήταν χαρακτηριστικό όλων εκείνων των πόλεων, όπου το πνεύμα καλλιεργούνταν συστηματικά. Ο νεαρός Αθηναίος ή ο νεαρός Χιώτης είχε υπερβολικά σφοδρή έφεση να μάθει. Στην πραγματικότητα, η έφεσή του ήταν ακραία• βιαζόταν πάρα πολύ• επιθυμούσε να του έχουν δώσει την πληροφορία του ετοιμασμένη, χωρίς να έχει την υπομονή να σκεφθεί ή να αναλάβει έρευνες για δικό του λογαριασμό. Από εδώ προέρχονται η πρωτοφανής επιτυχία και η παιδευτική ρηχότητα εκείνων των προτύπων του σύγχρονου «σπασίλα», των Σοφιστών οι οποίοι γέμιζαν τους μαθητές τους με επιφανειακή γνώση για πολλά θέματα ετοιμασμένη και ήδη στραμμένη στην αντίδικη φρασεολογία. Η πνευματική όρεξη για τη συσσώρευση γνώσεων έκανε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση στην Αθήνα ελκυστική, χωρίς πολλή προσπάθεια από τη μεριά των δασκάλων, αλλά δεν τους επιτρεπόταν να επηρεάσουν τα πρωτοβάθμια σχολεία• μια βαθειά και σύμμετρη ανάπτυξη του νου και του σώματος, καλλιτεχνική καλαισθησία και ηθικός χαρακτήρας έπρεπε να προηγηθούν από τη συσσώρευση των γεγονότων. Αυτό το τελευταίο στάδιο το θεωρούσαν υπερβολικά πολύ σαν προαιρετικό, παντού στην αρχαία Ελλάδα. Στις μη καλλιεργημένες πνευματικά ελληνικές περιοχές αυτό το στάδιο δεν έβρισκε καμιά θέση• ακόμη και στην Αθήνα ήταν μόνο για εκείνους που αισθάνονταν επιθυμία γι’ αυτό δεν ήταν υποχρεωτικό γι’ αυτόν που δεν ήθελε και για τον ανίκανο. Επειδή η Παιδεία θεωρούνταν σαν ανάπτυξη των κρυφών δυνάμεων της προσωπικότητας του καθενός, θα ήταν μάταιη προσπάθεια να διεγερθούν ή να εμφυτευτούν ανύπαρκτες ικανότητες. Καθένας είχε ένα σώμα, το οποίο έπρεπε να το κάνει όσο το δυνατό πιο αποτελεσματικό, για την εξυπηρέτηση της πόλης• καθένας, σ’ ένα λαό ευαίσθητο, είχε κάποια καλαισθησία, η οποία μπορούσε να αναπτυχθεί• καθένας είχε αρκετό μυαλό για να μάθει γράμματα• και καθένας, πάνω απ’ όλα, είχε ένα χαρακτήρα που έπρεπε να τον διαμορφώσει. Όμως δε μπορούσε ο καθένας να γίνει πανελλήνιος αθλητής ή πρώτης τάξης καλλιτέχνης ή μουσικός και δεν είχε ο καθένας επαρκή πνευματικά χαρίσματα να συνδυάσει τη συσσώρευση των γνώσεων με το ωφέλιμο και το τερπνό.
Στην πραγματικότητα, το ελληνικό αίσθημα ήταν ευκρινώς πολέμιο στη μεγάλη ανάπτυξη προς οποιαδήποτε κατεύθυνση: οι Έλληνες είχαν μια λογική άπωση προς την άτοπη ειδίκευση στο σχολείο. Το αντικείμενο της Παιδείας ήταν να κάνει σύμμετρους, πολύπλευρους ανθρώπους, υγιείς, το ίδιο, στο σώμα, στο νου, στο χαρακτήρα και στην καλαισθησία, όχι επαγγελματίες αθλητές που ήσαν πνευματικά κενοί και χωρίς καμία εκτίμηση για την τέχνη, ούτε μεγάλους στοχαστές με υπανάπτυκτη φυσική διάπλαση, ούτε διάσημους μουσικούς με ελλιπή σκέψη. Αντίθετοι στο σπαρτιατικό σύστημα, προσπαθούσαν να το καταδικάσουν σ αυτό το επίπεδο, σαν ειδίκευση που αποσκοπούσε μόνο στο να παράγει καλούς στρατιώτες• όμως οι φιλολάκωνες φαίνεται να υποστήριζαν, σ’ ανταπάντηση, ότι το σπαρτιατικό σύστημα ανέπτυσσε και τα δύο: και το χαρακτήρα και την καλαισθησία στην κριτική της τέχνης και της μουσικής, ακόμα κι αν παρήγε μικρή ικανότητα για τη ζωγραφική ή το παίξιμο μουσικής, ενώ η λακωνική βραχυλογία συνεπαγόταν μεγαλύτερο βάθος της πνευματικής άσκησης από την αθηναϊκή πολυλογία.
Έτσι η Ελληνική Παιδεία δεν αποσκοπούσε να παράγει επαγγελματική γνώση για ένα μοναδικό θέμα• τέτοια τεχνική κατάρτιση κρινόταν ανάξια για το όνομα της Παιδείας και αποκλειόταν από τα σχολεία. Τα θέματα που σπουδάζονταν ήσαν, κατά το μεγαλύτερο τμήμα τους, μέσο όχι σκοπός. Ακριβώς όπως ένας περίπατος γίνεται καμιά φορά όχι με σκοπό να φτάσουμε σε κάποιο μέρος, αλλά για να κρατήσουμε τους μυς του σώματος σε καλή κατάσταση, έτσι η Παιδεία στην Ελλάδα ήταν προορισμένη να αναπτύσσει και να ασκεί τους μυς του μυαλού, τη φαντασία και το χαρακτήρα, όχι να εμφυτεύσει τη λεγόμενη «χρήσιμη» μόρφωση. Η λογοτεχνία που διαβαζόταν στο σχολείο ήταν η ποίηση του φανταστικού, όπως εκείνη του Ομήρου ή του Σιμωνίδη, όχι σι πρακτικές πραγματείες σε πεζό λόγο πάνω στη Γεωργία και την Οικονομία, τις οποίες θα είχαν απαιτήσει τα χρησιμοθηρικά κίνητρα. Επειδή η ποίηση ήταν και τα δύο, και ελκυστική για τα αγόρια και βελτιωτική για το χαρακτήρα τους, ενώ τα εγχειρίδια, εξαίρετα παρ’ όλ’ αυτά, υπερτιμούν μονάχα τις οικονομικές τους προοπτικές. Το άμεσο ατομικό μέλλον του αγοριού μπορεί, είναι αλήθεια, να εξαρτιέται αρκετά από την ωφελιμιστική γνώση, την οποία έχει μάθει στο σχολείο, αν και η υγιής Παιδεία με την ελληνική έννοια του όρου, θα αποδείξει πως του προσφέρει περισσότερα πλεονεκτήματα μακροπρόσθεμα• όμως το μέλλον της πόλης εξαρτιέται από το χαρακτήρα των πολιτών της. Έτσι μια αληθινά πολιτειακή Παιδεία, όπως εκείνη της Σπάρτης και της Αθήνας, επιζητάει να γυμνάσει τους χαρακτήρες των μελλοντικών πολιτών• η πόλη, έχοντας διαμορφώσει το χαρακτήρα τους, τους αφήνει με καλοδικαιολογημένη εμπιστοσύνη να αποκτήσουν ό,τι από την τεχνική κατάρτιση χρειάζονταν για τον εαυτό τους.
Σημείωση :
Μπορώ να προσθέσω ότι στην Μακεδονία , σαφώς νεαρώτερο πολιτισμό , είχε γίνει ένα φιλτράρισμα των προϋπαρχόντων συστημάτων με κύρια βάση το Αθηναϊκό-Θηβαϊκό . Η σωματική εκπαίδευση ήταν δεδομένη και πλησίαζε την Σπαρτιατική . Τεράστιο βάρος δινόταν στην εξάσκηση των νοητικών-κριτικών ικανοτήτων . Τα Μακεδονόπουλα δεν ήξεραν απ’ έξω τα Επη αλλά μπορούσαν να τα κρίνουν . Η επιχωριάζουσα ιδιαιτερότητα εδώ ήταν ο στόχος της επιτεύξεως στρατηγικού νοός , του “έξυπνου στρατιώτου-διοικητού” . Ολα τα μαθήματα δινόταν ως εργαλεία κι όχι ως γνώσεις . Αλλη μία διαφορά , λόγω επιρροών από την γειτονική Θράκη , ήταν η ένταξη θρησκευτικών στοιχείων στα μαθήματα . Ποτέ βεβαίως ως στείρα λατρεία , αλλά ως μέσον στην διάπλαση νοός με πιο σφαιρική αντίληψη .
Αυτό που θα έπρεπε νομίζω να τονιστεί είναι το οικονομικό θέμα . Με εξαίρεση ίσως το κομμουνιστικοειδές σύστημα στην Σπάρτη , δεν υπήρχε πουθενά δωρεάν “κρατική παιδεία” ! Ενώ υπήρχε υποχρέωση παιδείας ! Το μόνον δωρεάν ήταν ο χώρος , οι πολεοδομικές εγκαταστάσεις ! Μπορεί ν’ ακούγεται σκληρό για τους φτωχούς , αλλά οι διαχωρισμοί και οι δυνατότητες δεν ήταν όπως σήμερα . Τα τότε συστήματα σε υποχρέωναν να είσαι σπουδαγμένος , με δικά σου έξοδα , αλλά απέκλειαν επιβολή και χειραγώγηση !
Τέλος , στην Μακεδονία , με την συνήθεια των κλειστών σχολών (σαν σημερινά φροντιστήρια) , συνέβαινε και το εξής : πολλά ήταν μεικτά !
ΠΗΓΗ trelosmaniatis
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου