Τετάρτη 18 Οκτωβρίου 2023

Από τον αποδομητικό σχολαστικισμό γεννήθηκετο τέρας του «γουοκισμού»


του Πιέρ-Αντρέ Ταγκίεφ από τον νέο Λόγιο Ερμή τ. 24

Η ιδέα της αποδόμησης, που εξελίχθηκε ταχέως σε ιδεολογικό πρόταγμα και σε πρόγραμμα ανάλυσης των κειμένων, διαμορφώθηκε με αφετηρία τις γαλλικές αναγνώσεις του Νίτσε, και κυρίως του Χάιντεγκερ, κατά τις δεκαετίες 1960 και 1970.

Η λέξη «Από-δόμηση» (με κεφαλαίο Α) επινοήθηκε από τον Ζεράρ Γκρανέλ (Gérard Granel), στο μέσον της δεκαετίας του 1960, προκειμένου να αποδώσει τον πολύσημο όρο που χρησιμοποιεί ο Χάιντεγκερ: Abbau (Αποσύνθεση, Αποσυναρμολόγηση, σ.τ.μ.), στο δοκίμιό του «Συμβολή στο ζήτημα του Είναι» (Zur Seinsfrage, 1956), κείμενο που γράφτηκε το 1955 προς τιμήν του Έρνστ Γιούνγκερ. Η λέξη Abbau είχε ήδη χρησιμοποιηθεί από τον Χάιντεγκερ, συγκεκριμένα στις παραδόσεις του μαθήματος, «Τα θεμελιώδη προβλήματα της φαινομενολογίας», το 1927, με σκοπό να περιγράψει την «κριτική αποδόμηση των παραδεδομένων εννοιών, και οι οποίες χρησιμοποιούνται αναγκαστικά, με σκοπό να αναχθούμε στις πηγές από τις οποίες αντλήθηκαν». Αυτή η κατευθυντήρια ιδέα υπήρχε ήδη στον Έντμουντ Χούσερλ ο οποίος, στην παράγραφο 60 των Καρτεσιανών στοχασμών (1929), ασκούσε κριτική στη «μεταφυσική που έχει αλλοιωθεί στο διάβα της ιστορίας» και πρότεινε να ξαναανακαλυφθεί ή να αποκατασταθεί, μέσω της φαινομενολογίας, «η έννοια αυτού που είχε θεμελιωθεί καταγωγικά ως μία πρώτη φιλοσοφία», όπως το υπενθυμίζει ο Ντεριντά στο έργο του «Η φωνή και το φαινόμενο» (1967).

Όπως θα εξηγήσει αργότερα ο Γκρανέλ, πρότεινε τη λέξη «απο-δόμηση», μετά από μια συνάντηση με τον Χάιντεγκερ για τα μεταφραστικά ζητήματα των κειμένων του, προκειμένου να «αποφύγει τη λέξη “καταστροφή” η οποία, ακόμα και χρησιμοποιώντας το ενωτικό σημείο, θα παρέπεμπε περισσότερο στο Zerstörung παρά στο Abbau». Πριν ακόμα εκδοθεί, η μετάφραση του κειμένου του Χάιντεγκερ από τον Γκρανέλ είχε κυκλοφορήσει στους χαϊντεγκεριανούς κύκλους και η απόδοση του Abbau με τη λέξη «Απο-δόμηση» είχε προκαλέσει το ενδιαφέρον. Υιοθετήθηκε πάραυτα από τον Ζακ Ντεριντά που στη συνέχεια την έκανε σημαία του. Στην αρχή του έργου «Περί γραμματολογίας» –που εκδόθηκε τον Δεκέμβριο 1967–, και στο οποίο επιδίδεται στην αποδόμηση της «μεταφυσικής οντο-θεολογίας», θεωρούμενης ως ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της Δύσης, ο Ντεριντά ορίζει την πράξη του ως «την καταστροφή, όχι την κατεδάφιση, αλλά την αποστρωμάτωση, την αποδόμηση όλων των σημασιών που πηγή τους είναι η πηγή του Λόγου. Ιδιαίτερα η σημασία της αλήθειας». Στοχεύει ακριβώς αυτό που αποκαλεί «λογοκεντρισμό», αυτή τη «μεταφυσική της φωνητικής γραφής», και, ακόμα βαθύτερα, αυτή την «οντολογία που, στην βαθύτερη διαδρομή της, καθόρισε την έννοια του Είναι ως παρουσία και την έννοια της ομιλίας ως την πλήρη συνέχεια του λόγου». Διακηρυγμένος στόχος του έργου είναι η προσπάθεια να «συνταράξει» αυτή την οντολογία ή αυτή τη «μεταφυσική της παρουσίας» και να «καταστήσει αινιγματικό αυτό που πιστεύουμε ότι ακούμε με τις λέξεις εγγύτητα, αμεσότητα, παρουσία». Και διευκρινίζει: «Αυτή η αποδόμηση της παρουσίας περνά από την αποδόμηση της συνείδησης, επομένως από τη μη αναγώγιμη έννοια του ίχνους (Spur, πίστα, σ.τ.μ.), έτσι όπως αυτή εμφανίζεται τόσο στον νιτσεϊκό όσο και στον φροϋδικό λόγο».
Θα πρέπει να επισημάνουμε μια μεγάλη παρεξήγηση σχετικά με την αποδόμηση: λόγω της συστατικής αμφισημίας του, το εγχείρημα του Ντεριντά, μισο-φιλοσοφικό, μισο-φιλολογικό, τοποθετημένο ανάμεσα στη χαϊντεγκεριανή ορθοδοξία και τον ακαδημαϊκό αβαγκαρντισμό των Ηνωμένων Πολιτειών, μπορεί να ταιριάξει με όλες τις γεύσεις· με αποτέλεσμα όλοι όσοι εμπνέονταν από αυτό να πιστεύουν ότι ανυψώνονταν στις κορυφές της διανοητικής επινοητικότητας, και ιδιαίτερα οι φιλολογικοί κριτικοί ότι είχαν μεταβληθεί σε φιλοσόφους και οι πιο άκαμπτοι χαϊντεγκεριανοί να πιστεύουν ότι χόρευαν με τη γλώσσα. Όλοι όμως ήταν οπαδοί του Ντεριντά, στον βαθμό που ισχύει το γεγονός ότι η συνθετική απόπειρα των ντερινταϊκών ισχυρισμών συνίσταται στο πάντρεμα του χαϊντεγκεριανού «βάθους» με τη νιτσεϊκή «ελαφρότητα». Αλλά επίσης, κατά κάποιον τρόπο, στο να παίζει κανείς με τον Νίτσε ενάντια στον Χάιντεγκερ.
Η αποδόμηση φαίνεται ότι διαφεύγει πάντα από τους ορισμούς που της δίνουμε. Στο έργο του «Ισχύς νόμου» (1994), στο οποίο αυτό που αποκαλεί «η άσκηση της αποδόμησης», αφορά στη δικαιοσύνη, ο Ντεριντά αναφέρεται στις «έρευνες αποδομητικού τύπου» ή σε μια «αποδομητική αναρώτηση» ή ακόμα σε μια «φιλοσοφικο-αποδομητική αναρώτηση». Αναγνώσεις, έρευνες, πρακτικές, ρητορική, αναρωτήσεις: η αποδόμηση είναι όλα αυτά μαζί. Ο Ντεριντά δεν υποχωρεί μπροστά στην προκλητική κοκεταρία όταν γράφει, το 1985, σε μια Επιστολή του σε έναν φίλο Ιάπωνα: «Τι δεν είναι η αποδόμηση; Μα, τα πάντα! /Τι είναι η αποδόμηση; Μα, τίποτα!» Ας πούμε πιο απλά ότι είναι αδύνατο να οριστεί.
Αυτές οι αναρωτήσεις, οι επιφυλάξεις, οι προεκτάσεις, οι ακαθόριστες αυτο-διορθώσεις και όλες οι σχετικέςταχυδακτυλουργίες δεν εμπόδισαν τη συνθηματοποίηση αυτής της λέξης, λέξη σκοτεινή, ηχηρή και σπινθηροβόλα, προνομιακό εργαλείο ενός νέου σχολαστικισμού ευρείας χρήσεως. Έτσι, η αποδόμηση μεταβλήθηκε σε ένα οικουμενικό κλειδί και ταυτόχρονα σε ένα δικαστήριο μπροστά στο οποίο εγκαλούνται όλοι οι μεγάλοι στοχαστές της ευρωπαϊκής ιστορίας, αλλά και όλες οι συνιστώσες του δυτικού πολιτισμού.

Μέσα στο σύγχρονο αποδομητικό τοπίο, παρατηρούμε ορισμένες τάσεις και πολιτικο-διανοητικούς προσανατολισμούς, συνδεδεμένους με ομάδες που έχουν σχηματισθεί γύρω από αυθεντίες του πνεύματος και του λόγου, μείζονες και ήσσονες. Αν σχηματοποιήσουμε με αδρό τρόπο το τοπίο θα διακρίνουμε ανάμεσα, αφ’ ενός, στην αποδόμηση του φιλοσοφικού λόγου και της δυτικής πολιτικής –που προϋποθέτει περισπούδαστες κριτικές αναλύσεις, διεξαγόμενες από ακαδημαϊκούς οι οποίοι παραμένουν ή όχι ο καθένας στο δικό του επιστημονικό πεδίο (φιλοσοφία, κοινωνιολογία, ανθρωπολογία, ιστορία, πολιτική επιστήμη, φιλολογία κ.λπ.)– και, αφ’ ετέρου, τις πολιτικές αποδόμησης στις οποίες επιδίδονται στρατευμένοι διανοούμενοι οι οποίοι, αντλώντας τις θεματικές και τα επιχειρήματά τους από διάφορα επιστημονικά πεδία, ισχυρίζονται ότι πραγματοποιούν μια ριζική κριτική στις δυτικές κοινωνίες, από όλες τις απόψεις, με σκοπό τον σφαιρικό μετασχηματισμό, παίρνοντας τη σκυτάλη από τις σύγχρονες επαναστατικές ουτοπίες.
Είναι προφανές ότι μόνο ο δυτικός πολιτισμός γίνεται αντικείμενο αποδομητικών προσπαθειών, είτε αυτές επικρίνουν συλλογιστικές πρακτικές που κρίνονται απατηλές είτε την πολιτικο-κοινωνική τάξη πραγμάτων που κρίνεται άνιση ή άδικη. Θεωρούμενος η ενσάρκωση της θέλησης για ισχύ και κυριαρχία, υποδεικνυόμενος ως η μήτρα της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και του αποικιακού ιμπεριαλισμού, ο δυτικός κόσμος αντιμετωπίζεται από τους αποδομητές ως ο απόλυτος εχθρός. Η αποδόμηση συνιστά το διανοητικό όπλο που υποτίθεται ότι θα επιτρέψει να αποκαλυφθεί η αφόρητη, κεκρυμμένη όψη της Δύσης, δηλαδή ο ρατσισμός και ο σεξισμός της, που αντιμετωπίζονται ως η πολιτισμική κληρονομιά που πρέπει να καταγγελθεί, εν αναμονή της εξάλειψής της. Το λογικό συμπέρασμα της αποδομητικής θεωρίας είναι ότι πρέπει να τελειώνουμε με τον δυτικό πολιτισμό.
Η αποδομητική μόδα είχε σαν αποτέλεσμα να καταστήσει στείρα τη φιλοσοφική σκέψη στη Γαλλία, έτσι όπως την ανήγαγε σε ευσεβιστική μίμηση των γραπτών του Ζακ Ντεριντά και των πλησιέστερων μαθητών του, όπως ο Ζαν-Λυκ Νανσύ (Jean-Luc Nancy) και ο Φιλίπ Λακού-Λαμπάρτ (Philippe Lacoue-Labarthe). Αυτή η μόδα του πνεύματος και του λόγου παρουσιάζει τέσσερα χαρακτηριστικά: τη διάρκεια στον χρόνο, τη δύναμη εκφοβισμού, την ταχύτατη παγκόσμια εξάπλωση και τη μεταβολή της σε ένα ιερό βιβλίο· τις παραλλαγές της τις συναντάμε σε εντελώς διαφορετικά πεδία, από τη σύγχρονη τέχνη έως την παιδαγωγική, από τον αντιρατσισμό και τον νεο-φεμινισμό έως την διαφημιστική τεχνική και την πολιτική προπαγάνδα. Το σύνθημα των αποδομητών είναι απλό: τα πάντα μπορούν και πρέπει να αποδομηθούν. Αυτό όμως είναι παραπλανητικό γιατί μόνο η δυτική κουλτούρα αποτελεί αντικείμενο συστηματικής αποδόμησης. Δεν τίθεται ζήτημα, για παράδειγμα, να αποδομηθεί το «αίσθημα» αυτο-θυματοποίησης των λεγόμενων μειονοτικών κοινωνικών κατηγοριών, κυριαρχούμενων ή φυλετικοποιημένων. Δαιμονοποιημένος και ενοχοποιημένος ως εγκληματικός, σε όλες τις συνιστώσες του, ο δυτικός κόσμος πρέπει να κατεδαφιστεί, να κομματιαστεί, ώστε να αντικατασταθεί από έναν καλύτερο κόσμο. Έναν κόσμο ο οποίος ορίζεται αποκλειστικά από την απόρριψη του οτιδήποτε αποτελεί η Δύση στα μάτια των εχθρών της.
Ο χαϊντεγκεριανο-ντερινταϊκός εκφοβισμός είχε ως αποτέλεσμα την επιβολή μιας ορολογίας και μιας ρητορικής η οποία, αποκλείοντας την ελεύθερη ή τη δημιουργική σκέψη, δεν έκανε τίποτε άλλο από το να προσφέρει τους κανόνες της ένταξης σε μια διεθνή διανοητική σέκτα και, ως εκ τούτου, τους δείκτες της αναγνώρισης των μελών αυτής της σέκτας μεταξύ τους, οι οποίοι πολιτικά τοποθετούνται στην άκρα αριστερά, είτε είναι μαρξιστές είτε όχι. Η κριτική και απομυθοποιητική σκέψη, που έχει την αφετηρία της στον Διαφωτισμό, μεταβλήθηκε σε αποδομητική πρακτική, πρώτη κίνηση της οποίας είναι να επιτεθεί στον «λογοκεντρισμό» και στον «φαλλολογοκεντρισμό» ενώ οι απαιτήσεις του ορθολογισμού και της οικουμενικότητας χαρακτηρίζονται ως η έκφραση μιας χωρίς προηγούμενο θέλησης κυριαρχίας η οποία ανάγεται με τη σειρά της στο αποτρόπαιο «ετερο-πατριαρχικό σύστημα» του οποίου τις καταστροφικές συνέπειες υποτίθεται ότι διαπιστώνουμε καθημερινά.
Η αέναη επέκταση του πεδίου των αντικειμένων που θα πρέπει να αποδομηθούν συνιστά ένα από τα χαρακτηριστικά της αποδομητικής πρακτικής. Στο βιβλίο του «Ισχύς νόμου» (1994), ο Ντεριντά προσθέτει το ζήτημα των ζώων και κηρύσσει τον πόλεμο στον «κρεο-φαλλολογοκεντρισμό», προσφέροντας έτσι μια φιλοσοφική επιβεβαίωση στον αντισπισισμό (επέκταση του αντιρατσισμού) και στον ζωισμό, λογική συνέπεια του θεωρητικού αντι-ουμανισμού. Σύμφωνα με αυτόν, πρέπει να «αποδομήσουμε τα μέρη που απαρτίζουν το ανθρώπινο υποκείμενο (κατά προτίμηση και παραδειγματικά τον ενήλικα άνδρα περισσότερο από τη γυναίκα, το παιδί ή το ζώο), με μέτρο το δίκαιο ή το άδικο». Η αποκεντροποίηση και η αποδόμηση πρέπει να συνεχιστούν μέσα σε όλο τον χώρο του ζώντος κόσμου.
Οι αποδομητικοί ακτιβιστές έφτασαν να επιτεθούν στον «λευκοκεντρισμό» (leucocentrisme), καταγγέλλοντας το «λευκό προνόμιο» και καλώντας στην «αποδόμηση της λευκής αθωότητας». Η λευκοφοβία (leucophobie) έχει επιβληθεί στον πολιτικά ορθό λόγο που είναι ο φυλετικοποιημένος αντιρατσισμός. Μια ιδεολογική σταυροφορία έχει ξεκινήσει από τις «μαύρες φεμινίστριες» των Ηνωμένων Πολιτειών ενάντια στην «ευρωκεντρική και ανδροκεντρική γνώση» και ακόμα ευρύτερα ενάντια στον «λευκό ανδροκεντρισμό» υποδεικνύοντας ως τέτοια τη «διαδικασία επικύρωσης της γνώσης η οποία ελέγχεται από τους λευκούς άνδρες και της οποίας ο στόχος είναι να εκπροσωπεί τη λευκή και ανδρική άποψη» (Patricia Hill Collins, 1989). Έτσι όπως καταγγέλλεται, ο κάθε «κεντρισμός» σκοπεύει πάντα και αποκλειστικά τον δυτικό άνδρα (το λευκό αρσενικό), εμμενώς φαλλοκεντρικό, καθώς και τον λογοκεντρισμό του (ή τον ορθό λόγο του), τον πατερναλιστικό ανθρωπισμό του και τον ύποπτο οικουμενισμό του, που υποκρύπτουν τον ιμπεριαλισμό του, τον εθνικισμό του, τον σεξισμό και τον ρατσισμό του
Ποια είναι η έννοια της λέξης «αποδόμηση» στην κοινή χρήση της από τις αρχές της δεκαετίας 2010 και εφεξής στη Γαλλία; «Αποδόμηση» σημαίνει απλώς «κριτική ανάλυση με απομυθοποιητικό στόχο», όπως στις εκκλήσεις «να αποδομήσουμε τα στερεότυπα και τις προκαταλήψεις» (φυλής, φύλου, είδους κ.λπ.) ώστε «να αγωνιστούμε ενάντια στις διακρίσεις». Στον συνήθη παιδαγωγικό λόγο, το κριτικό πνεύμα υποτίθεται ότι ασκείται πλέον μέσω της «αποδόμησης», μιας λέξης μαγικής. Το ίδιο συμβαίνει και στον πολιτικό λόγο των δυνάμεων της Αριστεράς που υπερασπίζονται την απο-αποικιοποίηση και τον οικο-φεμινισμό. Σε αυτές λοιπόν τις χρήσεις της λέξης «αποδόμηση», το κριτικό πνεύμα στρέφεται εναντίον του εαυτού του. Η χαϊντεγκερο-ντερινταϊκή προέλευση του όρου έχει ξεχαστεί και οι νέοι χρήστες του, τουλάχιστον οι περισσότεροι από αυτούς, τον αγνοούν. Έτσι, βγαίνοντας από τον πανεπιστημιακό χώρο, η λέξη «αποδόμηση» έχει αλλάξει νόημα. Αποδομώντας το καθετί που αντιλαμβάνονται ως πολιτικά και ηθικά μη ορθό, οι νέοι ακτιβιστές αποδομητές είναι πεπεισμένοι πως είναι «προοδευτικοί». Αλλά η λέξη «προοδευτικότητα» έχει και αυτή η ίδια αλλάξει νόημα: έχοντας χάσει τα ορθολογικά της θεμέλια και τους οικουμενικούς της ορίζοντες, υποδηλώνει απλώς την ιδεολογικο-πολιτική ισχυρισμό που θεωρεί ότι ενσαρκώνει το Καλό, δηλαδή τη στράτευση στην αριστερά ή την άκρα αριστερά, που ορίζεται από τον διατυμπανιζόμενο στόχο της: τον αγώνα για ισότητα και δικαιοσύνη.
Σε αυτές τις απόψεις μπορούμε να αναγνωρίσουμε την τελευταία χρονικά εκδοχή της μεγάλης κομμουνιστικής χίμαιρας. Πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι η εγκληματική απάτη που συνιστά ο κομμουνισμός, ο οποίος έχει πάντα τους οπαδούς του, τους ακτιβιστές και τους απολογητές του, στήριζε τη γοητεία του στο γεγονός ότι ύψωνε τη σημαία της «προοδευτικότητας», υποσχόμενος ότι θα πραγματοποιούσε σε παγκόσμιο επίπεδο την ισότητα των συνθηκών μετά την καταστροφή της καπιταλιστικής κοινωνίας. Η εξισωτική ουτοπία επαναπροσδιορίστηκε μέσα από τη θεωρία της «αφύπνισης», νέα μορφή του ριζικού εξισωτισμού ο οποίος συνδυάζεται με το αλλόκοτο μίσος για τον εαυτό που καλλιεργείται από τους δυτικούς διανοούμενους. Το ζήτημα δεν είναι πλέον μόνο να τελειώνουμε με τον καπιταλισμό, πρέπει να καταστρέψουμε τον δυτικό πολιτισμό ξεκινώντας από την ενοχοποίηση του παρελθόντος του στο σύνολό του, και κατά συνέπεια την απόρριψη όλης της κληρονομιάς του. Η καταστροφή της γλώσσας μέσω της συμπεριληπτικής γραφής αποτελεί μέρος αυτού του προγράμματος αρετότροπης απο-πολιτισμικοποίησης. Πρόκειται εδώ για ένα κάλεσμα σε καθολική εθνοκτονίαΑπό τον σχετικά παιγνιώδη αποδομητικό σχολαστικισμό γεννήθηκε αυτό το τέρας που λέγεται «γουοκισμός», ένας κατακτητικός κομφορμισμός που μοιάζει να σηματοδοτεί την ανάδυση ενός νέου ολοκληρωτικού πνεύματος.

Mετάφραση: Χριστίνα Σταματοπούλου

ΠΗΓΗ https://ardin-rixi.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου