Κυριακή 5 Ιουνίου 2022

Η "απελευθέρωση" τουρκικού αναθεωρητισμού και οι αντιφάσεις του

 

Του Κώστα Ράπτη

Έχουν αλλάξει πολλά από τις αρχές της δεκαετίας του '70 στην Τουρκία: η δομή του κρατικού μηχανισμού, το εύρος της πραγματικής εξουσίας του στρατού, η ηγεμονία του κεμαλισμού, ο ρόλος του Ισλάμ στο δημόσιο βίο.

Γύρω από όλα αυτά οι αλλαγές είναι μεγάλες. Όμως, υπάρχει ένα πεδίο όπου διαπιστώνεται μια εντυπωσιακή συνέχεια. Και αυτό είναι ο επίμονος αναθεωρητισμός της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής.

Το πιο εντυπωσιακό μάλιστα δεν είναι ότι η Τουρκία παραμένει μια αναθεωρητική δύναμη, που θεωρεί ότι της αναλογούν περισσότερα από όσα το διεθνές δίκαιο της αναγνωρίζει, αλλά ότι ο αναθεωρητισμός αυτός κλιμακώνεται με το πέρασμα του καιρού.

Αρκεί να αναλογιστούμε ότι πριν από πενήντα χρόνια όταν τα ελληνοτουρκικά ήρθαν (βοηθούντος και του Κυπριακού) στο προσκήνιο, οι τουρκικές αξιώσεις αφορούσαν ιδίως κυριαρχικά δικαιώματα, τα οποία οι πολλοί αντιμετωπίζουν ως αφηρημένα: τα όρια του ελληνικού εναέριου χώρου ή τη δικαιοδοσία του FIR Αθηνών, ενώ σύντομα προστέθηκε και το ζήτημα της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας. Τη δεκαετία του '90 προστέθηκε, και δη με απόφαση της Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης, η απειλή πολέμου (casus belli), σε περίπτωση που η Ελλάδα προχωρούσε στη διεύρυνση, από τα 6 στα 12 ναυτικά μίλια, των χωρικών της υδάτων – διεύρυνση η οποία θα συμπαρέσυρε και τη ρύθμιση των προηγούμενων εκκρεμοτήτων.

Το επόμενο βήμα αφορούσε τις "γραμμές βάσης" από τις οποίες υπολογίζεται το εύρος των κυριαρχικών δικαιοδοσιών: νησιά και βραχονησίδες πέρασαν σε έναν χώρο αμφισβητούμενης κυριαρχίας, με αποκορύφωμα τη θεωρία των "γκρίζων ζωνών" και έμπρακτη εφαρμογή της την κρίση των Ιμίων.

"Υπό όρους"

Η μετατόπιση της έμφασης στα ζητήματα που αφορούν τη χάραξη των ΑΟΖ, όταν φάνηκε ότι είναι πιθανό να υπάρχουν σημαντικά κοιτάσματα φυσικού αερίου στην ανατολική Μεσόγειο, οδήγησε σε μια σειρά από αμφισβητήσεις του διεθνούς δικαίου και των σχετικών συμβάσεων σε σχέση με την οριοθέτησή τους και παράλληλα στην έμπρακτη αμφισβήτηση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων με αποκορύφωμα την κρίση του καλοκαιριού του 2020. Αλλά από πέρσι έγινε το "βήμα παραπάνω".

Η Τουρκία επαναφέρει το ζήτημα της αποστρατιωτικοποίησης των μεγάλων νησιών του ανατολικού Αιγαίου, επικαλούμενη κατά το δοκούν τις προβλέψεις της Συνθήκης της Λοζάνης του 1923 (αναθεωρημένης, ωστόσο, εν μέρει με τη Σύμβαση του Μοντρέ του 1936) και της Συνθήκης των Παρισίων του 1947 για την ένωση των Δωδεκανήσων με την Ελλάδα. Αλλά δεν μένει σε αυτό: Υποστηρίζει ότι τα νησιά του Αιγαίου παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα "υπό όρους" και ότι η ελληνική κυριαρχία "εξαρτάται" από την τήρηση των προβλέψεων περί αποστρατιωτικοποίησης - παραβλέποντας ότι στο διεθνές δίκαιο η απόδοση κυριαρχίας δεν αποτελεί διαδικασία που μπορεί να αντιστραφεί.

Αυτή η κλιμάκωση δεν είναι μόνο διπλωματική αλλά και επιχειρησιακή: μέσα στο διάβα των δεκαετιών περάσαμε από τις παραβάσεις κανόνων εναέριας κυκλοφορίας στις παραβιάσεις εθνικού εναέριου χώρου και πλέον στις υπερπτήσεις πάνω από ελληνικές περιοχές.

Μεταβατική περίοδος

Η Τουρκία προφανώς και έχει επίγνωση ότι οι αξιώσεις της δύσκολα μπορούν να γίνουν αποδεκτές. Όμως, την ίδια στιγμή είναι προφανές ότι θεωρεί ότι βρισκόμαστε, συνολικότερα, σε μια μεταβατική περίοδο, όπου πολλές παράμετροι στο διεθνές τοπίο αλλάζουν, οπότε ακόμη και θέματα αλλαγών σε ζητήματα συνόρων δεν είναι απίθανα μεσοπρόθεσμα. Από την άλλη, η λογική του παζαριού λέει ότι όσο μια χώρα ανεβάζει την κλίμακα των επιδίκων σε μια διαπραγμάτευση τόσο πιο πιθανό είναι στο τέλος να κερδίσει κάτι σε κάποια πλευρά. Αυτό μπορεί να εξηγήσει γιατί η Τουρκία επιλέγει διαρκώς να "γκριζάρει" ολοένα και περισσότερο ζητήματα κυριαρχίας, την ίδια ώρα που ούτως ή άλλως πάγια θέση της είναι η διαπραγμάτευση εφ’ όλης της ύλης, ανοίγοντας το σύνολο των ζητημάτων στο τραπέζι.

Είναι σαφές ότι η Τουρκία αυτή τη στιγμή δεν κάνει απλώς μια "συγκρουσιακή διαπραγμάτευση" με την Ελλάδα. Ούτε εγείρει ζητήματα μόνο στο πλαίσιο της διμερούς σχέσης και αντιπαράθεσης. Για την ακρίβεια, αυτή την περίοδο κυρίως διαπραγματεύεται με τις ΗΠΑ, καθώς προσπαθεί να μεταφράσει τις "ανεβασμένες μετοχές" της, εν μέσω του πολέμου στην Ουκρανία, σε μια αμερικανική υποστήριξη ή έστω ανοχή για μια νέα τουρκική στρατιωτική επιχείρηση στη Συρία. Για την κυβέρνηση Ερντογάν κάτι τέτοιο έχει τη διπλή σημασία να αντιμετωπίζει την "υπαρξιακή απειλή" της κουρδικής οιονεί κρατικής οντότητας που έχει σχηματιστεί με αμερικανική στήριξη στη βόρεια Συρία και ταυτόχρονα να δεσμεύει την αντιπολίτευση, εν μέσω προεκλογικής περιόδου, σε μια εθνικιστική ατζέντα που διευκολύνει το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης και τους εθνικιστές συμμάχους του, ενώ ταυτόχρονα βαθαίνει και το ρήγμα ανάμεσα στο κουρδικό εκλογικό σώμα και τον κύριο όγκο της αντιπολίτευσης.

Ένα μέρος της όξυνσης που μεθοδεύει η Τουρκία στην πραγματικότητα απευθύνεται περισσότερο στις ΗΠΑ. Με αυτό τον τρόπο, άλλωστε, μπορεί να εξηγηθεί και το "τουρκικό βέτο" στη διαδικασία εισδοχής της Φινλανδίας και της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ, με επίκληση του Κουρδικού, δηλαδή ακριβώς του ζητήματος για το οποίο αυτή τη στιγμή επιδιώκει το αμερικανικό "πράσινο φως".

Μια διαφορετική αρχιτεκτονική "θερμού επεισοδίου"

Υπάρχει, βέβαια, πάντα η αντίληψη ότι η συμμετοχή της Τουρκίας στην Ατλαντική Συμμαχία θέτει όρια στην αναθεωρητική πολιτική της. Στην πραγματικότητα, ισχύει το ακριβώς αντίθετο: η Τουρκία δοκιμάζει πολιτικές που φαινομενικά έρχονται σε ρήξη με αυτές των υπόλοιπων συμμάχων, ακριβώς γιατί είναι μέλος του ΝΑΤΟ. Δεν θα μπορούσε να διεκδικεί ορισμένους βαθμούς "ελευθερίας" ως προς την εξωτερική πολιτική, εάν δεν ήταν μια κρίσιμη χώρα του δυτικού στρατοπέδου, η οποία φιλοξενεί την καθοριστικής σημασίας για το συνολικό αποτύπωμα της αμερικανικής ισχύος στη Μέση Ανατολή αεροπορική βάση του Ιντσιρλίκ. Προφανώς αυτό ταυτόχρονα θέτει περιορισμούς και στη δική της κίνηση και μπορεί να θεωρηθεί μία εκ των αντιφάσεων της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, όμως σε αυτήν τη φάση η Άγκυρα εκτιμά ότι πιο σημαντικό είναι να εκμεταλλευτεί το διαπραγματευτικό της πλεονέκτημα.

Μέχρι τώρα το ενδεχόμενο μιας στρατιωτικής εμπλοκής στις ελληνοτουρκικές σχέσεις αντιμετωπιζόταν είτε ως "ατύχημα" σε μια κλιμακούμενη ένταση είτε ως "ενορχηστρωμένη" εξέλιξη, που ορίζοντα θα είχε μια αμερικανική παρέμβαση η οποία θα έφερνε και τα δύο μέρη στο "τραπέζι των διαπραγματεύσεων". Τώρα, ολοένα και περισσότερο η Τουρκία χρησιμοποιεί μια ρητορική που παραπέμπει στη "θερμή σύγκρουση" ως δημιουργία τετελεσμένων για αμφισβήτηση ελληνικής κυριαρχίας, ήτοι σε μια σύγκρουση που δεν αποβλέπει σε εξωτερική παρέμβαση τρίτων, αλλά διεκδικεί η ίδια να διαμορφώσει συσχετισμό επί του πεδίου. Άλλωστε, το ότι η Τουρκία προχωρά σε κινήσεις μακρόπνοης προσάρτησης (λ.χ. χρήση τουρκικού νομίσματος) στη "ζώνη ασφαλείας" που έχει καταλάβει στη βόρεια Συρία λέει πολλά.

ΠΗΓΗ https://www.capital.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου