Η στάση της Τουρκίας απέναντι στα γεγονότα που μαίνονται στην Ανατολή, αλλά και προς τη χώρα μας, δείχνει για ακόμη μία φορά τις επεκτατικές της διαθέσεις.
Το γεωπολιτικό και γεωστρατηγικό μοτίβο που ακολουθεί είναι το εξής:
Όσον αφορά την εξωτερική της πολιτική, αυτή χωρίζεται σε δύο στάδια. Πρώτον, το στάδιο της τακτικής, όπου περιλαμβάνει ελιγμούς, απότομες αλλαγές και ευθυγραμμίσεις, ανάλογα με την εξέλιξη των πραγμάτων και δεύτερον, το στάδιο της στρατηγικής, το οποίο δεν αλλάζει και περιλαμβάνει μόνιμους στόχους, δηλαδή την απόκτηση εδαφών.
Η ιστορία, μας έχει αποδείξει επανειλημμένα πως η Τουρκία έχει την τάση να εμπλέκετε σε κρίσεις και να μεταφέρει δυνάμεις, όπως συνέβη για παράδειγμα με τη Λιβύη, το Β. Ιράκ, την Κύπρο κτλ.. Έπειτα, αφού επιδεινώσει την κρίση, αναλαμβάνει το ρόλο του μεσολαβητή ως ειρηνευτική δύναμη.
Ένα ακόμη στοιχείο της στρατηγικής της, είναι οι περιφερειακοί ελιγμοί. Ένας από αυτούς, είναι η βελτίωση των σχέσεων με τη Σαουδική Αραβία, τα Αραβικά Εμιράτα και την Ελλάδα, ενώ παράλληλα εκμεταλλεύεται με κάθε ευκαιρία το περιβάλλον της Δύσης.
Για να επιτευχθεί όλο αυτό, βασίζεται στο «Δόγμα των τριών πολέμων», (ειδικά απέναντι στην Ελλάδα). Πιο συγκεκριμένα, στην παρερμηνεία των καταστάσεων, ακόμα και στην παρερμηνεία του Διεθνούς Δικαίου, αναγκάζοντας τις χώρες να προβαίνουν σε συνεχής συζητήσεις. Τον έλεγχο των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, προβάλλοντας τις τουρκικές βλέψεις ως λογικές, έτσι ώστε να επηρεάσει την κοινή γνώμη (τόσο τη δική μας, όσο και τη δική τους) και να την κατευθύνει ευκολότερα. Τέλος, τη χρήση καταναγκαστικών μεθόδων, στρατιωτικής δράσης και βίας, για την τελική επίτευξη του στόχου.
Με αφορμή την ρωσική εισβολή που διεξάχθηκε την 24η Φεβρουαρίου 2022 στην Ουκρανία, γίνεται φανερό πως η Τουρκία ενεργεί και πάλι με τον ίδιο τρόπο. Προσφεύγει στον όρο της «ουδετερότητας», προσπαθώντας να διατηρήσει άρτιες σχέσεις και με τις δύο χώρες.
Ταυτόχρονα, επιχειρεί να στρέψει τα βλέμματα της Ευρώπης στη Μεσόγειο θάλασσα και θέτει επί τάπητος το ζήτημα του Αιγίου, με σκοπό την απόκτηση των ελληνικών νησιών.
Σε διπλωματικό επίπεδο, εκμεταλλευόμενη τη Συνθήκη του Μοντρέ (1936), σύμφωνα με την οποία η Τουρκία ρυθμίζει τον έλεγχο των Στενών του Βοσπόρου και την ελεύθερη ναυσιπλοΐα εν καιρό ειρήνης, προβαίνει σε ασαφής ανακοινώσεις σχετικά με τη θέση που πρόκειται να κρατήσει. Καταδικάζει την ρωσική επιθετικότητα, χωρίς όμως να διατίθεται να επιβάλει κυρώσεις στη Ρωσία και προτείνει να αποτελέσει τον μεσολαβητή των δύο χωρών στις επερχόμενες διαπραγματεύσεις.
Είναι φανερό πως, οφείλει να σταθεί στο πλάι στης Ουκρανίας, ως επακόλουθο της συμφωνίας που είχαν συνάψει το 2020, αλλά και της επέμβασης που είχε πραγματοποιηθεί το 2019, με την είσοδο τουρκικών στρατευμάτων μέσω του ουκρανικού εδάφους στη Βόρεια Συρία και κατακερματίζοντας τα κουρδικά στρατεύματα. Παράλληλα, βλέπει τη Μαύρη Θάλασσα μπροστά σε έναν επερχόμενο κίνδυνο να μετατραπεί σε Ρωσική, κάτι το οποίο όπως είναι φυσικό, τη δυσαρεστεί.
Από την άλλη πλευρά όμως, όπως αρκετά κράτη, έτσι κ η αυτή, εξαρτάται από τη Ρωσία ενεργειακά και οικονομικά. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε και τις μεταξύ τους συμφωνίες, όπως για παράδειγμα η αγορά των S-400 από τη Μόσχα το 2017.
Το τουρκικό κράτος δυσχεραίνει τη θέση του και αρχίζει σταδιακά να χάνει συμμάχους, κάτι που γίνεται φανερό μέσα από την άσκηση «ΑΓΑΠΗΝΩΡ 2022» που πραγματοποιήθηκε στις 29 Μαΐου στην Κύπρο.
Πρόκειται για μία άσκηση, που διεξάχθηκε ανάμεσα στην Κύπρο και το Ισραήλ, δίνοντας ένα ξεκάθαρο το μήνυμα προς την Τουρκία. Όπως ονομάζεται, πρόκειται για τη μεγαλύτερη άσκηση που πραγματοποιήθηκε ανάμεσα στις δύο χώρες και συμμετείχαν από κοινού.
Σκοπός της, η ετοιμότητα και η ενίσχυση της Εθνικής Φρουράς και των Ισραηλινών Ενόπλων Δυνάμεων, σε μία επικείμενη κρίση σε εχθρικά εδάφη. Η άσκηση περιέλαβε αεροπορικές, χερσαίες και αμφίβιες δυνάμεις, ενώ διεξάχθηκε σε ποικίλο φυσικό περιβάλλον, κατοικημένες περιοχές και μη.
Σε συνάρτηση και εις γνώσιν των παραπάνω, η χώρα μας θωρακίζεται απέναντι στις καθημερινές τουρκικές απειλές και παραβιάσεις. Οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις, βρίσκονται σε πλήρη ετοιμότητα ως μέτρο και μέσο αποτροπής της τουρκικής επεκτατικής πολιτικής, καθώς επίσης και με συμμαχίες που συνάπτει το Υπουργείο Εξωτερικών αλλά και ο ίδιος ο Πρωθυπουργός με τη στάση και τις προσωπικές του παρεμβάσεις (πχ. Η ομιλία στο Κογκρέσο), συνδράμουν στον τερματισμό της προκλητικότητας και των αφορμών Casus Belli από τη γειτονική χώρα.
Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 51 του καταστατικού του Διεθνής Οργανισμού: « Το Casus Belli είναι παράνομο».
Παρά το γεγονός πως η Τουρκία δεν αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες δυνάμεις του 20ου αιώνα, η γεωπολιτική της θέση, της επιτρέπει να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην παγκόσμια πολιτική. Μέσα από τη στάση της όμως, γίνεται φανερό πως συνεχίζει και θα συνεχίσει να λειτουργεί ως μια επεκτατική δύναμη και όχι ως μία ειρηνευτική δύναμη που μάχεται για την σταθερότητα της περιοχής, όπως επιθυμεί να αποκαλείται.
Πολυχρονοπούλου Αθηνά
Φοιτήτρια Γεωπολιτικής ΕΚΠΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου