του Αδάμ Αδαμόπουλου
Πληθαίνουν οι φωνές όσων προειδοποιούν για το επικίνδυνο κόστος της Ενεργειακής Μετάβασης για τους καταναλωτές, ιδίως εν μέσω της χειρότερης εδώ και δεκαετίες κρίσης στην ενέργεια, με αφορμή τις ελλείψεις προμηθειών και την εκτίναξη των τιμών των ορυκτών καυσίμων και της ηλεκτρικής ενέργειας.
Το άλμα στο κόστος του φυσικού αερίου που συμπαρέσυρε σε πρωτοφανή ύψη και τις τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος πυροδότησε μιαν άνευ προηγουμένου κρίση η οποία, αντί να χαλιναγωγηθεί, όπως είκαζαν αρχικά οι κυβερνήσεις της Ε.Ε., γιγαντώθηκε εξαιτίας του πολέμου στην Ουκρανία. Σε αυτή τη ζοφερή περίοδο αναδείχτηκαν οι δυσλειτουργίες και η αναποτελεσματικότητα, σε βαθμό ανικανότητας, των ευρωπαϊκών κέντρων λήψης αποφάσεων, με την Γερμανία να τοποθετείται στην κορυφή αυτής της αρνητικής πυραμίδας.
Η χρόνια επανάπαυση της γερμανικής πολιτικής ελίτ με την εξάρτηση από τις εισαγωγές ρωσικής ενέργειας έφεραν τη λεγόμενη «ατμομηχανή» της ευρωπαϊκής οικονομίας σε σημείο ώστε σήμερα, ο νέος καγκελάριος, Σολτς, να ζητά από τους πολίτες να προετοιμάζονται για να κάνουν συχνότερα κρύο ντους, να σβήνουν τα πολλά φώτα, να ρυθμίζουν τον κλιματισμό στους 27 βαθμούς Κελσίου και να μαζεύουν προμήθειες και είδη πρώτης ανάγκης από τα σούπερ μάρκετ, την ώρα που η κυβέρνησή του σπεύδει πανικόβλητη να κατασκευάσει μια σειρά μονάδες επαναεριοποίησης υγροποιημένου φυσικού αερίου, από τις οποίες δεν διέθετε καμία, μήπως και προλάβει τα χειρότερα!
Παρά το γεγονός όμως πως έχει καταδειχτεί σαφώς ότι η εμμονή της ευρωπαϊκής πολιτικής, αρχικά στο ρωσικό αέριο και μετέπειτα στην πανάκεια των ΑΠΕ, δεν διασφαλίζει την ενεργειακή αυτάρκεια και επάρκεια της ηπείρου, προκαλεί ερωτηματικά και απορίες το γιατί οι κυβερνήσεις των χωρών-μελών εξακολουθούν να επαναλαμβάνουν σαν σε ατέρμονα την προσήλωσή τους στο πράσινο αφήγημα.
Μια συνιστώσα αυτής της εμμονής τους είναι και η ηλεκτροκίνηση που θα αντικαταστήσει και δη από το 2035 τα οχήματα με συμβατικούς κινητήρες βενζίνης και πετρελαίου.
Ακόμη και η ExxonMobil αναμένει πλέον ότι είναι μονόδρομος η εξάλειψη των ρύπων από τις μεταφορές και ότι όλα τα νέα αυτοκίνητα που θα πωλούνται σε δύο δεκαετίες από τώρα, θα είναι ηλεκτρικά. Όμως ο αμερικανικός Όμιλος θεωρεί, επίσης, ότι οι καταναλωτές θα κληθούν να καταβάλουν υπέρμετρο οικονομικό τίμημα σε αυτή τη βιαστική πορεία προς τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, ακόμη και εάν δεν μπορούν -αποδεδειγμένα- να παρέχουν την ενέργεια που χρειάζεται σήμερα η οικονομία του πλανήτη, όπως δήλωσε ο διευθύνων σύμβουλος της Exxon, Darren Woods σε συνέντευξή του στο CNBC.
Η Exxon και οι άλλοι μεγάλοι Όμιλοι πετρελαίου θεωρούν πως οι κυβερνήσεις και οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πρέπει να εξισορροπήσουν την προσπάθεια μείωσης των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, με την τρέχουσα ανάγκη των κοινωνιών για οικονομικά προσιτή ενέργεια. Η πρόσφατη υποεπένδυση στις παραδοσιακές πηγές ενέργειας αποτελεί πλήγμα στον ενεργειακό εφοδιασμό, γεγονός που οδηγεί σε υψηλές τιμές και σε τιμές ρεκόρ στη βενζίνη, τόνισε ο διευθύνων σύμβουλος της Exxon.
Αυτή είναι η τελευταία από μια σειρά προειδοποιήσεων στελεχών της πετρελαϊκής βιομηχανίας ότι οι κυβερνήσεις και οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα πρέπει να εξετάζουν τις βραχυπρόθεσμες ενεργειακές ανάγκες, την ώρα που θα σχεδιάζουν ένα μέλλον χαμηλών εκπομπών άνθρακα.
Βέβαια, δεν είναι ανήκουστο για μια μεγάλη πετρελαϊκή εταιρεία να προειδοποιεί για μια βιαστική μετάβαση. Παρόλα αυτά, η τρέχουσα παγκόσμια ενεργειακή κρίση με τις τιμές της βενζίνης σε επίπεδα ρεκόρ δικαιώνει όλα εκείνα τα στελέχη και τους αξιωματούχους των πετρελαιοπαραγωγών χωρών της Μέσης Ανατολής που προειδοποιούν εδώ και πάνω από ένα χρόνο ότι η μείωση των επενδύσεων σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο θα επιστρέψει για να δαγκώσει τους καταναλωτές και τις κυβερνήσεις.
Ακόμα και ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (IEA), που ανέφερε, πέρυσι, ότι δεν θα πρέπει να γίνουν επενδύσεις σε νέα έργα ορυκτών καυσίμων, εάν ο κόσμος θέλει να φτάσει στο καθαρό μηδέν έως το 2050, προέβλεψε στην τελευταία μηνιαία έκθεσή του, ότι η παγκόσμια ζήτηση θα φτάσει κατά μέσο όρο στο ρεκόρ των 101,6 εκατομμυρίων βαρελιών την ημέρα (bpd) και θα ξεπεράσει τα προ-COVID επίπεδα, το 2023. Επιπλέον, η αναταραχή στην αγορά λόγω της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία θα μπορούσε να δυσχεράνει περαιτέρω την εξισορρόπηση μταξύ προσφοράς και ζήτησης, το επόμενο έτος, καθώς οι κυρώσεις κατά της Ρωσίας θα περιορίσουν τη μεγαλύτερη προσφορά όταν τεθούν επίσημα σε ισχύ, στο τέλος του τρέχοντος έτους. Και φυσικά υπάρχει πάντα το πρόβλημα της χρόνιας αποεπένδυσης στον κλάδο που επηρεάζει την προσφορά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου