Του Tάσου Χατζηαναστασίου*
Το 2021 θα το θυμόμαστε εμείς οι Έλληνες ως το επετειακό έτος των διακοσίων χρόνων από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης, αλλά και ως μια χρονιά κατά την οποία σημειώθηκε αύξηση στις δολοφονίες γυναικών από συντρόφους και συζύγους (νυν και πρώην), ενώ άρχισε επιτέλους να απασχολεί τη δικαιοσύνη το θέμα της εκδικητικής δημοσιοποίησης προσωπικών στιγμών γυναικών στο διαδίκτυο. Θα είχε ενδιαφέρον, λοιπόν, να δούμε τη σύζευξη αυτών των δύο θεμάτων, της Επανάστασης και του γυναικείου ζητήματος, εξετάζοντας πρόσωπα και γεγονότα του Αγώνα με πρωταγωνίστριες γυναίκες.
Στο πλαίσιο ενός συνοπτικού ιστορικού σημειώματος, η παρουσίαση των προσώπων και περιστατικών είναι αναγκαστικά επιλεκτική, αλλά, πιστεύουμε, αντιπροσωπευτική των στάσεων, των συμπεριφορών και των αντιλήψεων με βάση τις οποίες αντιμετωπίστηκαν οι γυναίκες στην Επανάσταση και του τρόπου με τον οποίον αντέδρασαν οι ίδιες σε αυτές.
«Η Δέσπω αφέντες Λιάπηδες δεν έκανε, δεν κάνει»
Οι Σουλιώτισσες έχουν μείνει στη συλλογική μας συνείδηση ως περήφανες και γενναίες γυναίκες που συχνά πολεμούσαν στο πλευρό των αντρών.[1] Σε ό,τι αφορά την πολεμική τους ικανότητα, αυτή καταδεικνύεται σε πολλά περιστατικά του αγώνα κατά της τουρκικής κυριαρχίας. Δεν είναι ασφαλώς τυχαίο ότι από τις μόλις δεκατρείς γυναίκες που διασώθηκαν από την Έξοδο του Μεσολογγίου, στις 11 Απριλίου του 1826, οι περισσότερες ήταν Σουλιώτισσες.[2] Το εμβληματικό γεγονός του Ζαλόγγου, το 1803, παραμένει αιώνιο σύμβολο της περηφάνειας και της αδιαπραγμάτευτης αγάπης τους για την ελευθερία, την εθνική, αλλά και του σώματός τους, ως γυναίκες.[3]
Έχουμε όμως και το γεγονός της αντίστασης των γυναικών με επικεφαλής τη Δέσπω Μπότση στου «Δημουλά τον πύργο», στις 23 Δεκεμβρίου του 1803, σε μία από τις πολλές παρασπονδίες του Αλή Πασά κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεών του εναντίον των Σουλιωτών στα προεπαναστατικά χρόνια. Σε ό,τι αφορά το ήθος και την αντίληψη των Σουλιωτισσών, αλλά και του τρόπου που τις αντιμετώπιζε η δημοτική παράδοση, είναι χαρακτηριστικός ο επινοημένος διάλογος μεταξύ των Τουρκαλβανών του Αλή Πασά και της Δέσπως, στο γνωστό τραγούδι που ανθολογείται και στο εγχειρίδιο της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Α΄ Λυκείου με τον συμβατικό τίτλο «της Δέσπως».[4]
Οι στρατιώτες του Αλή Πασά έχουν περικυκλώσει τον πύργο, στον οποίο είχαν βρει καταφύγιο γυναίκες και παιδιά, και καλούν τη Δέσπω να παραδοθεί με τα εξής λόγια: «Γιώργαινα, ρίξε τ’ άρματα, δεν είναι εδώ το Σούλι. Εδώ είσαι σκλάβα του Πασά, σκλάβα των Αρβανίτων». Ο ανώνυμος λαϊκός στιχουργός βάζει τον εχθρό να μην αναγνωρίζει στη Δέσπω το δικαίωμα στην ελευθερία, αλλά ούτε και στη γυναικεία αυτοδιάθεση: δεν ανήκει στον εαυτό της, αλλά είναι Γιώργαινα, του Γιώργου⸱ δεν έχει καν δικό της όνομα. Η απάντησή της όμως αποκαθιστά την αξία της ελευθερίας, τόσο στο ατομικό όσο και στο συλλογικό επίπεδο: «Η Δέσπω αφέντες λιάπηδες, δεν έκανε, δεν κάνει». Η Δέσπω, όχι η Γιώργαινα. Δεν έχουμε κανένα δικαίωμα, πιστεύω, να θεωρήσουμε τυχαίες τις γλωσσικές επιλογές από την πλευρά του ανώνυμου λαϊκού δημιουργού. Σε έναν μόλις στίχο αναδεικνύεται το αγωνιστικό ήθος και φρόνημα των Σουλιωτισσών που δεν αποδέχεται τη σκλαβιά σε κανένα επίπεδο και υπερασπίζεται μαζί με την εθνική και τη γυναικεία ταυτότητα. Η Δέσπω και οι άλλες γυναίκες, μαζί με τα παιδιά και τα εγγόνια της, έντεκα άτομα συνολικά, έβαλαν φωτιά στο μπαρούτι που τους είχε απομείνει κι ανατινάχτηκαν.[5]
Οι Σουλιώτισσες, βέβαια, δεν ήταν οι μόνες γυναίκες που πολέμησαν είτε πριν είτε κατά την Επανάσταση. Το ίδιο έκαναν και οι Μανιάτισσες, που αντιμετώπισαν την επίθεση των δυνάμεων του Ιμπραήμ στον Διρό, στις 25 Ιουνίου 1826[6], ενώ και οι γυναίκες στο Αγιονόρι των Δερβενακίων επιτέθηκαν στους Τούρκους με ξύλα και πέτρες κατά την περίφημη μάχη στις 27 Ιουλίου 1822.[7] Και στις δύο περιπτώσεις, η έκβαση της μάχης ήταν νικηφόρα για τους Έλληνες. Πάντως, ο κύριος ρόλος των γυναικών ήταν αυτός της κάλυψης των ανύπαρκτων υπηρεσιών τροφοδοσίας, εφοδιασμού και υγειονομικής περίθαλψης, απαραίτητων για τη διεξαγωγή των επιχειρήσεων.
Λασκαρίνα Πινότση «Μπουμπουλίνα»
Δεν πρέπει να υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι γυναίκες καπετάνισσες της Ελληνικής Επανάστασης θα μπορούσαν –αν αντί για Ελληνίδες ήταν γυναίκες κάποιας χώρας της δυτικής Ευρώπης– να έχουν καθιερωθεί ως σύμβολα της γυναικείας χειραφέτησης. Τέτοιες ήταν οι περιπτώσεις της Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας, της Μαντώς Μαυρογένους και της Δόμνας Βισβίζη. Εδώ θα σταθούμε στην περίπτωση της Λασκαρίνας Πινότση, γνωστής ως Μπουμπουλίνας, που γεννήθηκε το 1771 στη φυλακή του Επταπυργίου της Κωνσταντινούπολης, όταν η μητέρα της πήγε να επισκεφτεί τον φυλακισμένο πατέρα της για συμμετοχή στα ορλωφικά. Παντρεύτηκε και χήρεψε δύο φορές –καθώς οι σύζυγοί της, Γιάννουζας και Μπούμπουλης, σκοτώθηκαν, ο πρώτος ύστερα από επίθεση Αλγερινών πειρατών και ο δεύτερος σε επίθεση γαλλικών καταδρομικών– και μεγάλωσε μόνη της τα έξι παιδιά της, τρία από κάθε της γάμο. Χρηματοδότησε την κατασκευή του μεγαλύτερου πλοίου των πρώτων ετών του Αγώνα, του Αγαμέμνονα, με δεκαοχτώ κανόνια, δωροδοκώντας τους Οθωμανούς ελεγκτές που στάλθηκαν στις Σπέτσες μετά από καταγγελία ότι, αντί για εμπορικό, ναυπηγούσε πολεμικό πλοίο.
Με τα πλοία, αλλά και το στρατιωτικό σώμα που συντηρούσε, επίσης με δικά της έξοδα, πήρε μέρος εξαρχής στον Αγώνα συμμετέχοντας σε όλα τα σημαντικά επαναστατικά γεγονότα. Στις 25 Απριλίου 1821, σκοτώθηκε ο γιος της, Γιάννος Γιάννουζας, έξω από το Άργος, πολεμώντας κατά της προέλασης του Μουσταφάμπεη που είχε σταλεί από τον Χουρσίτ για να καταστείλει την Επανάσταση στην Πελοπόννησο. Ο τρόπος που υπέφερε την απώλειά του έμεινε παροιμιώδης: «Ο γιος μου είναι νεκρός, αλλά το Άργος έμεινε στα χέρια μας…», έγραψε στη Διοίκηση των Σπετσών. Γενικότερα, έτσι όπως φάνταζε επιβλητική, στα πενήντα της χρόνια το 1821, καβάλα στο άλογό της, προκαλούσε το δέος και έχαιρε του σεβασμού και του θαυμασμού όλων σ’ έναν κόσμο κυρίαρχα αντρικό, ωμό και βίαιο. «Κυρία», την προσφωνούσαν, καθώς είχε καταφέρει να επιβληθεί με το θάρρος, την προσωπικότητα και τη διάθεση της μεγάλης της περιουσίας στις ανάγκες του Αγώνα. Κατηγορήθηκε, ωστόσο, ότι διεκδίκησε και πήρε μεγάλο μερίδιο από τα λάφυρα στην Τριπολιτσά και στο Ναύπλιο, όταν έπεσαν στα χέρια των Ελλήνων μετά από πολύμηνες πολιορκίες. Παρότι μάλλον άδικος ο χαρακτηρισμός της ως «φιλοχρήματης», καθώς τα λάφυρα αντιστάθμιζαν σε έναν βαθμό την οικονομική της προσφορά στην Επανάσταση, η επί ίσοις όροις συμμετοχή της στη διανομή των λαφύρων μεταξύ των επιφανών στρατιωτικών αρχηγών καταδεικνύει το γεγονός της ισότιμης αντιμετώπισής της από την ηγεσία του Αγώνα. Το ίδιο, εχθρικά αυτή τη φορά, αντιμετωπίστηκε από την «παράταξη» των «πολιτικών» και κοτσαμπάσηδων που επικράτησε στους εμφυλίους πολέμους, καθώς την ταύτισε με την «παράταξη» του Κολοκοτρώνη, όταν η κόρη της παντρεύτηκε τον γιο του, Πάνο.
Ακόμη και το γεγονός της δολοφονίας της για λόγους τιμής, όταν ο γιος της Γιώργος Γιάννουζας έκλεψε την Ευγενία Κούτση, κόρη Σπετσιώτη προκρίτου, φανερώνει την ισότιμη με τους άντρες θέση που είχε στην κοινωνία της εποχής, βαθιά ανδροκρατικής και με αυστηρά ήθη. Οι συγγενείς της κοπέλας, παρότι η τελευταία είχε ακολουθήσει οικειοθελώς τον γιο της Μπουμπουλίνας, θεώρησαν υπεύθυνη τη μητέρα για την «ατίμωση» της κόρης, έστρεψαν σ’ αυτήν την οργή τους και τη σκότωσαν στις 20 Ιουνίου 1825.[8]
Κοντολογίς, η Μπουμπουλίνα υπήρξε μία γυναίκα που γεννήθηκε στη φυλακή, έκανε δύο γάμους, μεγάλωσε μόνη της έξι παιδιά, ξόδεψε μεγάλο μέρος της περιουσίας της και πολέμησε χάνοντας τον έναν γιο της στον Αγώνα, στον οποίον επιβλήθηκε ως ίση ανάμεσα στους άντρες πολέμαρχους, για να δολοφονηθεί στο πλαίσιο μιας ακόμη «αντρικής» υπόθεσης: μιας βεντέτας για λόγους τιμής…
Οι γυναίκες του Μεσολογγίου: η περίπτωση της Ελένης Στάικου
Στο Κέντρο Λόγου και Τέχνης «Διέξοδος», στο Μεσολόγγι, φιλοξενούνται ιστορικά κειμήλια ανάμεσα στα οποία μπορεί κανείς να δει και το αντρικό γιλέκο της Ελένης Στάικου, μαζί με τη φωτογραφία της σε προχωρημένη ηλικία, όπου φαίνεται να έχει το ένα μάτι τραυματισμένο. Είναι γνωστό ότι στο Μεσολόγγι είχαν αποφασίσει να παραμείνουν και οι οικογένειες των αγωνιστών και να μοιραστούν ενωμένοι την κοινή μοίρα, τη νίκη ή την ήττα, τη ζωή ή τον θάνατο. Όταν ο αποκλεισμός της πόλης από τα τουρκοαιγυπτιακά στρατεύματα είχε γίνει πλέον ασφυκτικός και η πείνα λύγιζε πια τους υπερασπιστές της πόλης, αποφασίστηκε η Έξοδος στην οποία θα συμμετείχαν όλοι όσοι μπορούσαν να τρέξουν. Ζήτημα συνθηκολόγησης δεν ετίθετο, παρά τις επανειλημμένες σχετικές προτάσεις του Ιμπραήμ και του Κιουταχή, γιατί η φρουρά αρνούνταν να παραδώσει τα όπλα που είχαν στεφθεί νικηφόρα σε τόσες μάχες με τους εχθρούς. Μεγάλο ρόλο έπαιξε και η δυσπιστία των πολιορκημένων απέναντι στην οθωμανική φερεγγυότητα. Είχε προηγηθεί τον Μάρτιο η παράδοση του Αιτωλικού στην απέναντι πλευρά της λιμνοθάλασσας του Μεσολογγίου κατά την οποία οι Τούρκοι, κατά την πάγια συνήθειά τους, άρπαξαν και πούλησαν τα γυναικόπαιδα.[9]
Το ζήτημα της τιμής των γυναικών ήταν, όπως αντιλαμβάνεται κανείς, πολύ ψηλά στην κλίμακα αξιών της εποχής. Γι’ αυτό και τέθηκε το ζήτημα της μαζικής σφαγής των γυναικοπαίδων πριν από την Έξοδο προκειμένου να μην πέσουν στα χέρια του εχθρού. Με παρέμβαση όμως του Επισκόπου Ρωγών, Ιωσήφ, απετράπη μια τόσο απάνθρωπα κυνική απόφαση, χαρακτηριστική της παραδοσιακής αντίληψης περί τιμής.[10] Νωρίτερα, στη διάρκεια της πολιορκίας, είχαν προτρέψει τους γονείς να αρραβωνιάσουν τα νεαρά κορίτσια τους προκειμένου, στο πλαίσιο της ίδιας αντίληψης, να μην έχει ο εχθρός τη χαρά της διακόρευσής τους.
Στο τελικό σχέδιο της Εξόδου επικράτησε η απόφαση να εξέλθουν και τα γυναικόπαιδα που μπορούσαν να τρέξουν, ιδανικά φέροντας όπλα, σε ξεχωριστή φάλαγγα με τη συνοδεία αντρών της φρουράς. Ειδικά οι γυναίκες ντύθηκαν με αντρικά ρούχα για να αντιμετωπιστούν μέσα στο σκοτάδι από τους εχθρούς σαν άντρες και να αποφύγουν τη σεξουαλική κακοποίηση σε περίπτωση τραυματισμού και αιχμαλωσίας. Η επιχείρηση της Εξόδου κατέληξε σε ανθρωπιστική καταστροφή για τις γυναίκες και τα παιδιά καθώς, όπως ήδη αναφέραμε, σώθηκαν μόλις δεκατρείς γυναίκες και τρία, τέσσερα παιδιά. Από τους 7.000 περίπου αμάχους του Μεσολογγίου οι μισοί σφαγιάστηκαν ή σκοτώθηκαν πολεμώντας ή ανατινάχτηκαν μέσα στο Μεσολόγγι και οι άλλοι μισοί αιχμαλωτίστηκαν. Το επόμενο διάστημα καταβλήθηκε μία τιτάνια προσπάθεια, με χρήματα κυρίως των φιλελληνικών κομιτάτων, να εξαγοραστούν και να απελευθερωθούν τα γυναικόπαιδα, τις περισσότερες φορές σε άθλια κατάσταση. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, της σφαγής και της αιχμαλωσίας, η νεαρή Ελένη Στάικου αυτοτυφλώθηκε προκειμένου να αποφύγει την αιχμαλωσία και την πώλησή της στα σκλαβοπάζαρα. Το αντρικό της γιλέκο στη συλλογή κειμηλίων της «Διεξόδου» του Μεσολογγίου, μαζί με τη φωτογραφία της, θα θυμίζουν για πάντα τη φρίκη του πολέμου, αλλά και την αποφασιστικότητα μιας νέας κοπέλας να υπερασπιστεί την ελευθερία της ως γυναίκας.
[1] Βλ. Ξηραδάκη Κούλα, Γυναίκες του ’21, συμβολή στην έρευνα, 2η έκδοση, Κουκκίδα, Αθήνα 2021, σσ. 31-93.
[2] Βακαλόπουλος Απόστολος, Η Επανάσταση κατά το 1826, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1971, σ. 413. Ο σπουδαίος ιστορικός αναφέρει ότι όλες οι γυναίκες που σώθηκαν από την Έξοδο ήταν Σουλιώτισσες, αλλά γνωρίζουμε ονομαστικά τουλάχιστον τρεις περιπτώσεις που δεν ήταν Σουλιώτισσες, την Τασούλα Γυφτογιάννη, την Ελένη Στάικου και τη Σάνα, την υπηρέτρια του Ελβετού Φιλέλληνα Μέγιερ που σκοτώθηκε στην Έξοδο. Βλ. Διακάκης Αντώνης, Το Μεσολόγγι στο 1821, Πόλεμος, οικονομία, πολιτική, καθημερινή ζωή, Ασίνη, Αθήνα σ. 376. Ο Φάνης Μιχαλόπουλος, στο βιβλίο του: Οι τελευταίες στιγμές του Μεσολογγίου (2η έκδοση, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2020, σ. 51), κάνει λόγο για δεκατέσσερις διασωθείσες.
[3] Για το θέμα, βλέπε την πολύ εμπεριστατωμένη μελέτη του Γιώργου Καραμπελιά, Συνωστισμένες στο Ζάλογγο, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2011.
[4] Γρηγοριάδης Ν. Καρβέλης Δ., Μηλιώνης Χ., Μπαλάσκας Κ. Παγανός Γ., Παπακώστας Γ., Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων, Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Α΄ τεύχος, Α΄ Γενικού Λυκείου, «Διόφαντος», σ. 45.
[5] Ξηραδάκη, όπ.π., σ. 67-68. Παραπέμπει στον Χρ. Περραιβό.
[6] Βακαλόπουλος Απόστολος, Ιστορία του νέου ελληνισμού, τ. Ζ΄, Εκδοτικός Οίκος Αντ. Σταμούλη, Θεσσαλονίκη 1986, σσ. 567-568.
[7] Χατζηαναστασίου Τάσος – Κασιμάτη Μαρία, Πολεμώντας το ’21, οι σημαντικότερες συγκρούσεις του Αγώνα της Ανεξαρτησίας στη στεριά και τη θάλασσα μέσα από τις πηγές, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2020, σ. 121.
[8] Οι πληροφορίες της ενότητας προέρχονται από τη μελέτη του καθηγητή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Χατζηκυριακίδη Κυριάκου Στ., Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, η καπετάνισσα της Ελληνικής Επανάστασης, (Μεταίχμιο, Αθήνα), που κυκλοφόρησε τον Φεβρουάριο του 2021.
[9] Χατζηαναστασίου – Κασιμάτη, όπ.π., 171-222.
[10] Διακάκης, όπ.π., σσ. 354-356.
*δρ. Ιστορίας, εκπαιδευτικος.
Από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις κυκλοφορεί το βιβλίο του Τάσου Χατζηαναστασίου και της Μαρίας Κασιμάτη, Πολεμώντας το ’21.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου