Από το ιστολόγιο http://kostasxan.blogspot.com/2011/07/blog-post_31.html
Επειδή ακούμε και διαβάζουμε πολλά σχετικά με την παραπομπή «διμερών διαφορών» του Αιγαίου στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (Δ.Δ.Χ), καλό θα ήταν να ξέρουμε, ιστορικώς τουλάχιστον, τι είχε γίνει από την πρώτη φορά που παραπέμφθηκε αυτό το ζήτημα στο Δ.Δ.Χ. Η όλη υπόθεση αρχίζει από το 1975.
Θέση και πρόταση της ελληνικής κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Καραμανλή ήταν η από κοινού με την Τουρκία παραπομπή του ζητήματος γα οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο στο Δ.Δ.Χ.
Στις 10/2/1975 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ανακοινώνει στη Βουλή ότι η τουρκική πλευρά δέχεται να γίνουν συνομιλίες που θα κατέληγαν σε κοινή πρόταση για την παραπομπή του ζητήματος της υφαλοκρηπίδας στο Δ.Δ.Χ.
Την 31η Μαΐου του ιδίου χρόνου, σε συνάντηση των πρωθυπουργών Καραμανλή –Ντεμιρέλ στις Βρυξέλλες,αυτή η παραπομπή συμφωνήθηκε ρητά και αναφέρθηκε στη σχετική με τη συνάντηση κοινή ανακοίνωση. Η αποδοχή από την Τουρκία της λύσης του ζητήματος της υφαλοκρηπίδας με κοινή προσφυγή στο Δ.Δ.Χ δεν παρέμεινε τότε πιθανή και προσδοκώμενη όπως συνέβη κατά τη δεκαετία του ’90 και του 2000. Ήταν τότε γεγονός.
Κι όμως, ύστερα από 4 μήνες, η Τουρκία υπαναχώρησε. Η προφορική απάντηση του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών σε σχετικό διάβημα του πρεσβευτή στην Άγκυρα Δημήτρη Κοσμαδόπουλου ήταν ότι «το θέμα της υφαλοκρηπίδας δεν είναι αυθύπαρκτο αλλά εντάσσεται στο πλαίσιο ευρύτερων ζητημάτων».
Τον Αύγουστο του 1976 η τουρκική κυβέρνηση περνάει ξανά από τις νομικές πράξεις και τα διπλωματικά έγγραφα στη δημιουργία γεγονότων. Το γνωστό «Χόρα», που μετονομάστηκε σε «Σισμίκ 1» επιχειρεί έρευνες στην ελληνική υφαλοκρηπίδα. Η ελληνική κυβέρνηση διαμαρτυρήθηκε με έντονα διαβήματα προς την Άγκυρα, ενώ παράλληλα αναζήτησε τρόπους αντίδρασης, συνεπείς στη θέση της,για την επίλυση του ζητήματος σύμφωνα με τις αρχές του Χάρτη του ΟΗΕ. Προσέφυγε στο Συμβούλιο Ασφαλείας (Σ.Α) του ΟΗΕ και στο Δ.Δ.Χ. Στο Δικαστήριο υπέβαλε δύο αιτήματα:
α) την επίλυση του ζητήματος με την οριοθέτηση της υφαλικρηπίδας και
β) τη λήψη προσωρινών μέτρων για το διάστημα ως την έκδοση απόφασης για το αντικείμενο της δίκης.
Το ΔΔΧ δεν έκανε δεκτό κανένα από τα δύο.
Ιδιαίτερη σημασία έχει η αιτιολογία με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα να οριοθετηθεί η υφαλοκρηπίδα.
Μία από τις νομικές βάσεις της προσφυγής ήταν η Γενική Πράξη για την Ειρηνική Επίλυση Διεθνών Διαφορών (1928), στην οποία είχαν προσχωρήσει και τα δύο κράτη. Η Ελλάδα το 1931, μαζί με την δήλωση προσχώρησης σε αυτή την πολυμερή συνθήκη, είχε καταθέσει «επιφύλαξη», με την οποία εξαιρούσε από την δικαιοδοσία του ΔΔΧ διαφορές που αφορούν στο εδαφικό καθεστώς της χώρας. Το ΔΔΧ έκρινε ότι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας αποτελεί διαφορά που έχει σχέση με το εδαφικό καθεστώς, γιατί τα δικαιώματα παρακτίου κράτους επί τη υφαλοκρηπίδας πηγάζουν από την κυριαρχία του σε παρακείμενη εδαφική έκταση.
Το άλλο όργανο του ΟΗΕ, το Σ.Α,είχε καλέσει προηγουμένως τα δύο κράτη να μειώσουν την ένταση και να διευκολύνουν τις μεταξύ τους διαπραγματεύσεις. Είχε υποστηριχθεί βάσιμα ότι το ΔΔΧ ελαβε υπόψιν του τις συστάσεις του Σ.Α. που είχαν προηγηθεί. Η Ελλάδα μέσω του Πρακτικού της Βέρνης της 1ης Νοεμβρίου 1976 αποδεχόταν τη διαδικασία των διαπραγματεύσεων αντί της από κοινού ανάθεσης της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας στο ΔΔΧ.Αποκλειστικό αντικείμενο των διαπραγματεύσεων ήταν η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας. Η ελληνική πλευρά δεν δέχθηκε να συζητηθούν άλλες προτάσεις της τουρκικής αντιπροσωπίας ,όπως η συνεκμετάλλευση.
Οι διαπραγματεύσεις απεδείχθησαν ατελέσφορες, εξαιτίας της αδιαλλαξίας της τουρκικής πλευράς.
Επί 5 χρόνια ,μέχρι και το 1981, οι διαπραγματεύσεις δεν κατέληξαν σε συμπεράσματα.
Την 22η Νοεμβρίου 1981 ο νεοεκλεγείς –τότε- πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου τοποθέτησε το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας ως νομικό,δηλ. ως προς δικαστική επίλυση, και τόνισε ότι «εφόσον η Τουρκία επιθυμεί να θέσει θέμα, ας το θέσει στο Δικαστήριο της Χάγης... Ευπρόσδεκτη είναι».
Δηλαδή η οριοθέτηση πλέον δεν θα αποτελούσε πιά ζήτημα απευθείας διαπραγμάτευσης. Επίσης αναφέρθηκε από τον Α.Παπανδρέου ότι:
«Διάλογος με την Τουρκία έχει νόημα και μπορεί να είναι πρόσφορος στο μέτρο που δεν αφορά παραχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων καθώς και ρυθμίσεις βάσει διεθνών συμφωνιών με τις οποίες έχουν ανατεθεί αρμοδιότητες ή δικαιοδοσίες στην Ελλάδα».
Από το 1996,μετά το επεισόδιο των Υμίων, η Ελλάδα άρχισε να διολισθαίνει προς την αποδοχή ότι προς επίλυση ζήτημα δεν είναι μόνο η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας. Πρόκειται για μία σαφή στροφή της ελληνικής στάσης και της ασκούμενης πολιτικής έναντι των τουρκικών ισχυρισμών και αξιώσεων για το Αιγαίο. Αυτή η στροφή επιβεβαιώθηκε με τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Ελσίνκι τον Δεκέμβριο του 1999. Έγινε αποδεκτό ομόφωνα, άρα και από την ελληνική κυβέρνηση –Σημίτη-, ότι τα υποψήφια κράτη παροτρύνονται να καταβάλλουν προσπάθεια για την επίλυση κάθε εκκρεμούς συνοριακής διαφοράς και άλλων συναφών θεμάτων και παροτρύνονται επίσης να καταβάλουν κάθε προσπάθεια για την επίλυση τους το αργότερο εώς τα τέλη του 2004, οπότε το Συμβούλιο θα επανεξέταζε την κατάσταση ως προς κάθε εκκρεμή διαφορά προκειμένου να προαγάγει την επίλυση τους μέσω του ΔΔΧ.
Η διατύπωση είναι γενική, σαν να αφορά όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ, όμως αφορούσε ειδικά την Ελλάδα και την Τουρκία.
Δεν έγινε επίκληση ή εφαρμογή αυτής της παραγράφου για καμία άλλη υποψήφια χώρα, αλλά ούτε και σε προηγούμενες περιπτώσεις υποψηφίων κρατών τέθηκε ζήτημα διευθέτησης εκκρεμών συνοριακών διαφορών.
Η Ελλάδα έχει αποδεχθεί από τον Ιανουάριο του 1994 την υποχρεωτική δικαιοδοσία του ΔΔΧ για όλες τις διαφορές που αφορούν στην ερμηνεία συνθήκης ή σε κάθε θέμα Διεθνούς Δικαίου, με μόνη επιφύλαξη τα στρατιωτικά μέτρα αμυντικού χαρακτήρα.
Από την στιγμή που η Τουρκία δεν αποδέχεται αυτή την δικαιοδοσία, η προσφυγή στο ΔΔΧ προϋποθέτει συνυποσχετικό, δηλαδή αποδοχή από τα δύο μέρη, άρα και από την Ελλάδα, ότι η κάθε μονομερής αξίωση που θα υπαχθεί στο ΔΔΧ είναι «διαφορά».
Το χρονικό όριο του 2004 που είχε τεθεί σύμφωνα με τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Ελσίνκι τον Δεκέμβριο του 1999 για να επανεξεταστεί η κατάσταση προκειμένου να επιλυθεί το ζήτημα μέσω του ΔΔΧ, πέρασε χωρίς η ελληνική κυβέρνηση να επιδιώξει την ενεργοποίηση αυτής της πρόνοιας. Για την περίπτωση που η Ελλάδα θα επεδίωκε την ενεργοποίηση, γεννάται εύλογα το ερώτημα:
Ποιός θα καθόριζε ποιές είναι οι προς επίλυση διαφορές και με ποιούς κανόνες θα λαμβάνονταν οι σχετικές αποφάσεις;
Η συνάντηση των Κώστα Καραμανλή –Ταγίπ Ερντογάν την 23η Ιανουαρίου 2008 στην Άγκυρα επιβεβαίωσε ότι οι τουρκικές ηγεσίες παραμένουν αμετακίνητες στις αξιώσεις τους για τη θάλασσα του Αιγαίου. Ο Ερντογάν έδειξε ότι δεν αποδέχεται την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας μέσω του ΔΔΧ. Αναφέρθηκε στη υφαλοκρηπίδα ως «ένα από τα σημαντικά προς επίλυση ζητήματα», διατύπωση που επιβεβαιώνει, ανάμεσα σε άλλα, τους τουρκικούς ισχυρισμούςγια τις αποκληθείσες «γκρίζες ζώνες».
Πηγή: «Για το ζήτημα του Αιγαίου»
Συγγραφέας: Αν. Πεπονής
Επειδή ακούμε και διαβάζουμε πολλά σχετικά με την παραπομπή «διμερών διαφορών» του Αιγαίου στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (Δ.Δ.Χ), καλό θα ήταν να ξέρουμε, ιστορικώς τουλάχιστον, τι είχε γίνει από την πρώτη φορά που παραπέμφθηκε αυτό το ζήτημα στο Δ.Δ.Χ. Η όλη υπόθεση αρχίζει από το 1975.
Θέση και πρόταση της ελληνικής κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Καραμανλή ήταν η από κοινού με την Τουρκία παραπομπή του ζητήματος γα οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο στο Δ.Δ.Χ.
Στις 10/2/1975 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ανακοινώνει στη Βουλή ότι η τουρκική πλευρά δέχεται να γίνουν συνομιλίες που θα κατέληγαν σε κοινή πρόταση για την παραπομπή του ζητήματος της υφαλοκρηπίδας στο Δ.Δ.Χ.
Την 31η Μαΐου του ιδίου χρόνου, σε συνάντηση των πρωθυπουργών Καραμανλή –Ντεμιρέλ στις Βρυξέλλες,αυτή η παραπομπή συμφωνήθηκε ρητά και αναφέρθηκε στη σχετική με τη συνάντηση κοινή ανακοίνωση. Η αποδοχή από την Τουρκία της λύσης του ζητήματος της υφαλοκρηπίδας με κοινή προσφυγή στο Δ.Δ.Χ δεν παρέμεινε τότε πιθανή και προσδοκώμενη όπως συνέβη κατά τη δεκαετία του ’90 και του 2000. Ήταν τότε γεγονός.
Κι όμως, ύστερα από 4 μήνες, η Τουρκία υπαναχώρησε. Η προφορική απάντηση του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών σε σχετικό διάβημα του πρεσβευτή στην Άγκυρα Δημήτρη Κοσμαδόπουλου ήταν ότι «το θέμα της υφαλοκρηπίδας δεν είναι αυθύπαρκτο αλλά εντάσσεται στο πλαίσιο ευρύτερων ζητημάτων».
Τον Αύγουστο του 1976 η τουρκική κυβέρνηση περνάει ξανά από τις νομικές πράξεις και τα διπλωματικά έγγραφα στη δημιουργία γεγονότων. Το γνωστό «Χόρα», που μετονομάστηκε σε «Σισμίκ 1» επιχειρεί έρευνες στην ελληνική υφαλοκρηπίδα. Η ελληνική κυβέρνηση διαμαρτυρήθηκε με έντονα διαβήματα προς την Άγκυρα, ενώ παράλληλα αναζήτησε τρόπους αντίδρασης, συνεπείς στη θέση της,για την επίλυση του ζητήματος σύμφωνα με τις αρχές του Χάρτη του ΟΗΕ. Προσέφυγε στο Συμβούλιο Ασφαλείας (Σ.Α) του ΟΗΕ και στο Δ.Δ.Χ. Στο Δικαστήριο υπέβαλε δύο αιτήματα:
α) την επίλυση του ζητήματος με την οριοθέτηση της υφαλικρηπίδας και
β) τη λήψη προσωρινών μέτρων για το διάστημα ως την έκδοση απόφασης για το αντικείμενο της δίκης.
Το ΔΔΧ δεν έκανε δεκτό κανένα από τα δύο.
Ιδιαίτερη σημασία έχει η αιτιολογία με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα να οριοθετηθεί η υφαλοκρηπίδα.
Μία από τις νομικές βάσεις της προσφυγής ήταν η Γενική Πράξη για την Ειρηνική Επίλυση Διεθνών Διαφορών (1928), στην οποία είχαν προσχωρήσει και τα δύο κράτη. Η Ελλάδα το 1931, μαζί με την δήλωση προσχώρησης σε αυτή την πολυμερή συνθήκη, είχε καταθέσει «επιφύλαξη», με την οποία εξαιρούσε από την δικαιοδοσία του ΔΔΧ διαφορές που αφορούν στο εδαφικό καθεστώς της χώρας. Το ΔΔΧ έκρινε ότι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας αποτελεί διαφορά που έχει σχέση με το εδαφικό καθεστώς, γιατί τα δικαιώματα παρακτίου κράτους επί τη υφαλοκρηπίδας πηγάζουν από την κυριαρχία του σε παρακείμενη εδαφική έκταση.
Το άλλο όργανο του ΟΗΕ, το Σ.Α,είχε καλέσει προηγουμένως τα δύο κράτη να μειώσουν την ένταση και να διευκολύνουν τις μεταξύ τους διαπραγματεύσεις. Είχε υποστηριχθεί βάσιμα ότι το ΔΔΧ ελαβε υπόψιν του τις συστάσεις του Σ.Α. που είχαν προηγηθεί. Η Ελλάδα μέσω του Πρακτικού της Βέρνης της 1ης Νοεμβρίου 1976 αποδεχόταν τη διαδικασία των διαπραγματεύσεων αντί της από κοινού ανάθεσης της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας στο ΔΔΧ.Αποκλειστικό αντικείμενο των διαπραγματεύσεων ήταν η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας. Η ελληνική πλευρά δεν δέχθηκε να συζητηθούν άλλες προτάσεις της τουρκικής αντιπροσωπίας ,όπως η συνεκμετάλλευση.
Οι διαπραγματεύσεις απεδείχθησαν ατελέσφορες, εξαιτίας της αδιαλλαξίας της τουρκικής πλευράς.
Επί 5 χρόνια ,μέχρι και το 1981, οι διαπραγματεύσεις δεν κατέληξαν σε συμπεράσματα.
Την 22η Νοεμβρίου 1981 ο νεοεκλεγείς –τότε- πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου τοποθέτησε το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας ως νομικό,δηλ. ως προς δικαστική επίλυση, και τόνισε ότι «εφόσον η Τουρκία επιθυμεί να θέσει θέμα, ας το θέσει στο Δικαστήριο της Χάγης... Ευπρόσδεκτη είναι».
Δηλαδή η οριοθέτηση πλέον δεν θα αποτελούσε πιά ζήτημα απευθείας διαπραγμάτευσης. Επίσης αναφέρθηκε από τον Α.Παπανδρέου ότι:
«Διάλογος με την Τουρκία έχει νόημα και μπορεί να είναι πρόσφορος στο μέτρο που δεν αφορά παραχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων καθώς και ρυθμίσεις βάσει διεθνών συμφωνιών με τις οποίες έχουν ανατεθεί αρμοδιότητες ή δικαιοδοσίες στην Ελλάδα».
Από το 1996,μετά το επεισόδιο των Υμίων, η Ελλάδα άρχισε να διολισθαίνει προς την αποδοχή ότι προς επίλυση ζήτημα δεν είναι μόνο η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας. Πρόκειται για μία σαφή στροφή της ελληνικής στάσης και της ασκούμενης πολιτικής έναντι των τουρκικών ισχυρισμών και αξιώσεων για το Αιγαίο. Αυτή η στροφή επιβεβαιώθηκε με τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Ελσίνκι τον Δεκέμβριο του 1999. Έγινε αποδεκτό ομόφωνα, άρα και από την ελληνική κυβέρνηση –Σημίτη-, ότι τα υποψήφια κράτη παροτρύνονται να καταβάλλουν προσπάθεια για την επίλυση κάθε εκκρεμούς συνοριακής διαφοράς και άλλων συναφών θεμάτων και παροτρύνονται επίσης να καταβάλουν κάθε προσπάθεια για την επίλυση τους το αργότερο εώς τα τέλη του 2004, οπότε το Συμβούλιο θα επανεξέταζε την κατάσταση ως προς κάθε εκκρεμή διαφορά προκειμένου να προαγάγει την επίλυση τους μέσω του ΔΔΧ.
Η διατύπωση είναι γενική, σαν να αφορά όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ, όμως αφορούσε ειδικά την Ελλάδα και την Τουρκία.
Δεν έγινε επίκληση ή εφαρμογή αυτής της παραγράφου για καμία άλλη υποψήφια χώρα, αλλά ούτε και σε προηγούμενες περιπτώσεις υποψηφίων κρατών τέθηκε ζήτημα διευθέτησης εκκρεμών συνοριακών διαφορών.
Η Ελλάδα έχει αποδεχθεί από τον Ιανουάριο του 1994 την υποχρεωτική δικαιοδοσία του ΔΔΧ για όλες τις διαφορές που αφορούν στην ερμηνεία συνθήκης ή σε κάθε θέμα Διεθνούς Δικαίου, με μόνη επιφύλαξη τα στρατιωτικά μέτρα αμυντικού χαρακτήρα.
Από την στιγμή που η Τουρκία δεν αποδέχεται αυτή την δικαιοδοσία, η προσφυγή στο ΔΔΧ προϋποθέτει συνυποσχετικό, δηλαδή αποδοχή από τα δύο μέρη, άρα και από την Ελλάδα, ότι η κάθε μονομερής αξίωση που θα υπαχθεί στο ΔΔΧ είναι «διαφορά».
Το χρονικό όριο του 2004 που είχε τεθεί σύμφωνα με τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Ελσίνκι τον Δεκέμβριο του 1999 για να επανεξεταστεί η κατάσταση προκειμένου να επιλυθεί το ζήτημα μέσω του ΔΔΧ, πέρασε χωρίς η ελληνική κυβέρνηση να επιδιώξει την ενεργοποίηση αυτής της πρόνοιας. Για την περίπτωση που η Ελλάδα θα επεδίωκε την ενεργοποίηση, γεννάται εύλογα το ερώτημα:
Ποιός θα καθόριζε ποιές είναι οι προς επίλυση διαφορές και με ποιούς κανόνες θα λαμβάνονταν οι σχετικές αποφάσεις;
Η συνάντηση των Κώστα Καραμανλή –Ταγίπ Ερντογάν την 23η Ιανουαρίου 2008 στην Άγκυρα επιβεβαίωσε ότι οι τουρκικές ηγεσίες παραμένουν αμετακίνητες στις αξιώσεις τους για τη θάλασσα του Αιγαίου. Ο Ερντογάν έδειξε ότι δεν αποδέχεται την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας μέσω του ΔΔΧ. Αναφέρθηκε στη υφαλοκρηπίδα ως «ένα από τα σημαντικά προς επίλυση ζητήματα», διατύπωση που επιβεβαιώνει, ανάμεσα σε άλλα, τους τουρκικούς ισχυρισμούςγια τις αποκληθείσες «γκρίζες ζώνες».
Πηγή: «Για το ζήτημα του Αιγαίου»
Συγγραφέας: Αν. Πεπονής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου