Του Andriy Savenko* από το Άρδην τ. 127
Η κατανόηση της τραγωδίας του ουκρανικού λαού που ονομάστηκε Γολοντόμορ είναι σημαντική στο ευρύτερο πλαίσιο της μνήμης ως κοινωνικού φαινομένου και φιλοσοφικής κατασκευής που σχετίζεται με την ανθρώπινη ύπαρξη και το πρόβλημα της ανθρώπινης ταυτότητας.
Με άλλα λόγια, είμαστε άνθρωποι επειδή θυμόμαστε τον εαυτό μας και τους άλλους, η μνήμη συμμετέχει μάλλον σε όλες τις εκδηλώσεις που έχουμε ως κοινωνικά όντα. Αυτός ίσως είναι ο λόγος για τον οποίο οι ολοκληρωτικές ιδεολογίες του 20ού αιώνα πολεμούσαν πάντα τη μνήμη και οι κληρονόμοι τους συνεχίζουν να την πολεμούν και σήμερα.
Εγώ ο ίδιος μπορώ να αποτελέσω ένα παράδειγμα αυτού του αγώνα κατά της μνήμης, επειδή στα νιάτα ήμουν αποκομμένος από τις αναμνήσεις που είχε η παλαιότερη γενιά των παππούδων και των γιαγιάδων μου από την πατρική πλευρά οι οποίοι κατάγονταν από την περιοχή της Πολτάβα, η οποία ως επίκεντρο έγινε μια από τις μαύρες καρδιές του Γολοντόμορ του 1932-33 κατά τη διάρκεια του δεύτερου διαδοχικού κύματος λιμοκτονιών. Έμαθα για την τραγωδία που βίωσε η οικογένειά μου μόνο όταν ήμουν φοιτητής και κάθε συζήτηση ήταν ένα συγκεκριμένο σύστημα υπονοούμενων και παραλείψεων που υποδείκνυε ένα γεγονός: το κατασταλτικό σύστημα μνήμης που δημιούργησε το ολοκληρωτικό καθεστώς συνέχισε να ελέγχει τους ανθρώπους των οποίων η συνείδηση ήταν το κύριο αντικείμενο της επιρροής του, ακόμη και στη δεκαετία του 1990. Έπρεπε να μάθω πώς να συμπληρώνω τα στοιχεία που έλειπαν, αλλά το πιο σημαντικό είναι ότι είδα πώς λειτουργεί η ολοκληρωτική ιδεολογία επιβάλλοντας ενοχές στα θύματα. Και αυτή η μέθοδος είναι πολύ πιο επικίνδυνη και απειλητική από τον εκφοβισμό ή τη φυσική καταστροφή με αποτέλεσμα τον θάνατο.
Στην ουσία, το πρόβλημα που προσπαθούσε να λύσει το ολοκληρωτικό σύστημα και η ιδεολογική του μηχανή ήταν να δημιουργήσει ένα είδος καινούργιου ανθρώπου, τον homo sovieticus, και αυτός ο τύπος ανθρώπου έπρεπε να χάσει την ανάγκη να θυμάται. Γι’ αυτόν, τον ρόλο της ατομικής και συλλογικής μνήμης έπαιζαν οι τυπικές τελετουργίες που βασίζονταν σε ένα σύστημα εννοιών που απαιτούσε πίστη και όχι κατανόηση και γνώσεις. Ως εκ τούτου, το πρώτο πράγμα που αντιμετώπισα στη δεκαετία του 1990 ήταν μια κατάσταση όπου γινόταν πολύς λόγος για τα εγκλήματα του σταλινισμού και του Γκουλάγκ, αλλά εγκλήματα όπως το Γολοντόμορ βρίσκονταν σαν στο παρασκήνιο. Φαινότανε ότι αυτό είναι αόρατο και δευτερεύον, και τα θύματά του – εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι, καθώς και οι απόγονοί τους -, έγιναν επίσης αόρατα. Συχνά άκουγε κανείς δικαιολογίες για τα χρόνια της πείνας και τις γενικές κακουχίες, για την ανάγκη εκβιομηχάνισης, αλλά όλα αυτά υποδείκνυαν την ανάγκη να μη μιλήσουμε για το τραύμα, αν και είναι γνωστό ότι το ξεπέρασμα του τραύματος είναι ακριβώς η συζήτηση γι’ αυτό. Και σήμερα, όταν οι Ουκρανοί ανάβουν στα παράθυρα τα κεριά την Ημέρα της Μνήνης του Γολοντομόρ, η συζήτηση αυτή γίνεται.
Η δική μου ιστορία της «ανακάλυψης» της πείνας και των κρυμμένων οικογενειακών αναμνήσεων ξεκίνησε με ένα εν μέρει αστείο περιστατικό. Αφού πέρασα στην ουκρανική γλώσσα στην επικοινωνία μου με τον πατέρα μου το 1986 (πριν απ’ αυτό ήμουν ολότελα ρωσόφωνος), αρχίσαμε να επισκεπτόμαστε συχνά τους συγγενείς μας στην περιοχή της Πολτάβας. Πρώτα απ’ όλα, τους παππούδες και τις γιαγιάδες μου. Μου άρεσε η νέα ατμόσφαιρα, επειδή όλοι γύρω μου μιλούσαν ουκρανικά χωρίς κανένα πρόβλημα. Μια φορά, κατά την άφιξή μας στο χωριό, με έστειλαν στο κατάστημα για να αγοράσω κάτι «λιχουδιές». Αγόρασα ένα καρβέλι χωριάτικο ψωμί που μοσχοβολούσε και είδα κονσερβοποιημένες παπαρούνες από τη Ρίγα. Αυτό όντως ήταν μια πραγματική λιχουδιά εκείνη την εποχή. Χωρίς δισταγμό, αγόρασα την κονσέρβα και έτρεξα στο σπίτι. Μόλις η γιαγιά μου είδε το σπάνιο εύρημά μου, έπεσε πάνω μου με φωνές. Άρχισε να με αποκαλεί «ανόητο» και να με μαλώνει, παραλίγο να μου δώσει μια χαστουκιά. Ο πατέρας μπήκε στη μέση και η κατάσταση λύθηκε. Δεν έδωσα μεγάλη σημασία σε αυτό. Μόνο όταν ήμουν φοιτητής, ο πατέρας μού εξήγησε γιατί η γιαγιά μου είχε τόση απέχθεια στα ψάρια. Κατά τη διάρκεια του Γολοντομόρ του 1932-33, ο προπάππος μου, ο οποίος ήταν ψαράς, έσωσε την οικογένεια. Ψάρευε και τουλάχιστον η οικογένεια είχε ψάρια. Όταν η κατάσταση έγινε ζοφερή, έπιασε ένα ολόκληρο κοπάδι ψάρια, τόσο μεγάλο που δεν μπορούσε να το πάει σπίτι, και ζήτησε βοήθεια από έναν γείτονα που περνούσε από εκεί με ένα καρότσι του κολχόζ. Τότε, οι άνθρωποι απλώς περιφέρονταν στο χωριό και κυριολεκτικά έβοσκαν. Δεν μπορούσε να αφήσει τα ψάρια στην όχθη. Μετά έκαναν όλες τις διαθέσιμες συνταγές: αλατισμένα, αποξηραμένα ψάρια… Δεν πετούσαν τα κόκαλα γιατί τα αλέθανε και τα έβαζαν στο αλεύρι και στο ψωμί. Και έτσι επιβίωναν… αλλά στο μυαλό της γιαγιάς μου τα ψάρια άρχισαν να συνδέονται με τον πόνο και τον θάνατο.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η Ημέρα Μνήμης του Γολοντομόρ, αν και καθιερώθηκε το 1998, απέκτησε πραγματική εθνική σημασία μόνο μετά το 2006, όταν οι Ουκρανοί είχαν ήδη βιώσει δύο εξεγέρσεις στο Μαϊντάν του Κιέβου και πολλοί ένιωσαν την ανάγκη να αποκαταστήσουν την ιστορική δικαιοσύνη για τις δικές τους παραδόσεις, την ιστορία και τη συλλογική τους μνήμη. Ήταν μια δικαιοσύνη που αφορούσε πρωτίστως τους ίδιους και, μέσα από τη διαδικασία της αυτογνωσίας, απέκτησε κοινωνική διάσταση, μετατρέποντας τους Ουκρανούς από απλώς κατοίκους μιας χώρας σε πολίτες.
Οι ρίζες της μετατροπής αυτής έχουν σχέση με την αντίσταση και περνούν όλους τους προηγούμενους αιώνες. Όσον αφορά συγκεκριμένα το Γολοντομόρ, μπορώ να πω ότι για σχεδόν έναν αιώνα ο λαός μας έχει υποστεί πρακτικές που θυμίζουν ένα επεισόδιο από το μυθιστόρημα του Τσινγκίζ Αϊτμάτοφ «Μια μέρα ένας αιώνας», όπου περιγράφεται ένα βασανιστήριο ο σκοπός του οποίου ήταν να παράγονται οι λεγόμενοι «μαγκούρτες», άνθρωποι χωρίς τη μνήμη, η εικόνα του κόσμου των οποίων δεν αποτελείται από τις γνώσεις ή εμπειρίες, αλλά αποκλειστικά βασίζεται στα λόγια των ανωτέρων και κυρίαρχων. Τέτοιο πνευματικό γενιτσαρισμό έχουν βιώσει οι Ουκρανοί στη δύσκολη πορεία από τον Μεσαίωνα ως τις μέρες μας και μέσα στην πάλη με κάθε άρνηση να υπάρχουμε ως λαός προβάλαμε το δικό μας πολιτισμό, τον Λόγο που φυλάγει τους μικρούς και ταπεινούς δούλους και τους οποίους θέλει να εξυψώσει ο εθνικός μας ποιητής Ταράς Σεβτσένκο (Возвеличу малих отих рабів німих, я на сторожі коло їх поставлю слово (4)), δηλαδή να τους φέρνει πίσω στο φως από το σκοτάδι του παρελθόντος και του παρόντος αν είναι σκοτεινό. Και ίσως αυτό γίνεται λόγω μιας ικανότητας του ουκρανικού λαού που παρουσιάζει τις βαθιά δημοκρατικές του ρίζες σε κάθε κύκλο της ιστορίας του και το φαινόμενο αυτό παρατηρούν πολλοί ερευνητές της ουκρανικής ιστορίας και πολιτισμού. Οι συνέπειες όμως τέτοιων συμπερασμάτων έφεραν και πολλές δυστυχίες, εφόσον τα δημοκρατικά πρότυπα της κοινωνικής ζωής πάντα προκαλούν την οποιαδήποτε μορφή της τυραννίας.
Η ουκρανική λογοτεχνία ανταποκρίθηκε στην τρομερή εμπειρία του λιμού, αλλά τα κείμενα αυτά είτε έπεσαν αμέσως κάτω από τους περιορισμούς της λογοκρισίας είτε εκδόθηκαν εκτός της Σοβιετικής Ένωσης και παρέμειναν ελάχιστα γνωστά στην Ουκρανία μέχρι την ανεξαρτησία. Υπάρχουν πολλά, τα πιο γνωστά τα οποία μπορούμε να ονομάσουμε άμεσες μαρτυρίες είναι δύο μυθιστορήματα, το «Η Μαρία», του Ουλάς Σαμτσούκ (2) και «Ο Χλωρός Άρχοντας», του Βασύλ Μπάρκα (1), τα οποία αποκαλύπτουν στον αναγνώστη το πανόραμα μιας πραγματικής βιβλικής καταστροφής που λαμβάνει χώρα σχεδόν μπροστά στα μάτια μας, κυριολεκτικά στη γωνία, στο γειτονικό σπίτι, όπου ο Θεόδοτος από το ποίημα του Καβάφη φέρνει ένα φρικτό κεφάλι. Η πρωταγωνίστρια του μυθιστορήματος του Σαμτσούκ, η Μαρία, εκπροσωπεί την Ουκρανία. Ζει μέσα στις σκληρές συνθήκες μιας πατριαρχικής κοινωνίας που προκαθορίζει τους ρόλους του καθενός από τα μέλη της. Η ζωή της και οι ζωές των αγαπημένων της προσώπων διέπονται από εξωτερικές δυνάμεις – τη Ρωσική Αυτοκρατορία, η οποία παίρνει τον αγαπημένο της και τον στέλνει στον πόλεμο, την αναγκάζει να παντρευτεί κάποιον που δεν αγαπά και στη συνέχεια ένας από τους γιους γοητεύεται από τις κομμουνιστικές ιδέες και, μετά τον εμφύλιο πόλεμο, εμπεδώνει τη σοβιετική εξουσία, προσπαθώντας στην πραγματικότητα να καταστρέψει την τοπική κοινότητα στην οποία απλώς δεν βρήκε θέση για τον εαυτό του- ο αδελφός του όμως, από την άλλη πλευρά, πιστεύει στην εθνική αναγέννηση, οπότε επιλέγει τον δρόμο των γνώσεων και στη συνέχεια γίνεται, ως διανοούμενος, θύμα της καταστολής.
Το τελευταίο μέρος του μυθιστορήματος είναι αφιερωμένο στην τραγωδία του Γολοντομόρ. Η οικογένεια, που εκδιώχθηκε από το σπίτι της από τον μπολσεβίκο γιο, προσπαθεί να επιβιώσει, μα αυτό είναι αδύνατο. Η σύγκρουση των κοσμοθεωριών οδηγεί τον μπολσεβίκο στο να γράψει καταγγελία εναντίον του διανοουμένου και τον συλλαμβάνει η σταλινική ασφάλεια. Ένα ένα, τα μέλη της οικογένειας σβήνουν. Όταν η πείνα γίνεται αφόρητη, ο πατέρας σκοτώνει με τσεκούρι τον μπολσεβίκο γιο του, τον οποίο θεωρεί υπεύθυνο για όλες τις συμφορές. Η μικρότερη κόρη τρελαίνεται από την πείνα και στραγγαλίζει το ίδιο της το παιδί. Ο πατέρας θέλει να σκοτώσει έναν κυνηγετικό σκύλο για να ταΐσει την υπόλοιπη οικογένεια, αλλά δεν έχει το θάρρος να σηκώσει το χέρι στον βοηθό της οικογένειας. Στις τελευταίες σελίδες, η Μαρία αποφασίζει να εγκαταλείψει το χωριό και να πεθάνει μόνη της. Και αυτή την τελευταία μέρα της ζωής της, μαθαίνει κάποια πράγματα (όπως τη δύναμη της αγάπης που και τώρα έχει ο πρώτος άντρας που άφησε) που δίνουν νόημα στη ζωή.
Η τραγωδία του λιμού αντικατοπτρίζεται επίσης στην ποίηση ενός από τους σημαντικότερους Ουκρανούς ποιητές του 20ού αιώνα, του Παυλό Τυτσύνα (3). Ο Παυλό Τυτσύνα είναι ένα παράδειγμα του πώς ένα ολοκληρωτικό καθεστώς παραλύει τη συνείδηση. Οι ευρύτατοι ορίζοντες του ποιητικού ταλέντου του Τυτσύνα άνθισαν παράλληλα με τις τεκτονικές αλλαγές στον κόσμο και την Ουκρανία: τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, την πτώση του τσαρικού καθεστώτος, τη ρωσική και την ουκρανική επανάσταση, την ανακήρυξη της Ουκρανικής Λαϊκής Δημοκρατίας και τον εμφύλιο πόλεμο. Στις πρώτες του συλλογές, ο ποιητής όχι μόνο υιοθετεί δημιουργικά τα επιτεύγματα της ευρωπαϊκής ποίησης, ιδίως τον συμβολισμό και τον εξπρεσιονισμό, αλλά δημιουργεί και τη δική του μοναδική ποιητική μέθοδο, η οποία ονομάζεται «κλαρινισμός». Αυτή η όμορφη ποιητική πληθωρικότητα καταστράφηκε ανελέητα τη δεκαετία του 1930 από τη σταλινική καταστολή. Ο ποιητής δεν βασανίστηκε και δεν δολοφονήθηκε, όπως οι περισσότεροι φίλοι του, αλλά έμεινε επιδεικτικά ζωντανός και μετατράπηκε σε αυλικό ποιητή, ο οποίος, με τις ωδές του προς το κόμμα και τα βραβεία που έπαιρνε, τόνιζε καθημερινά την απόρριψη των προηγούμενων ιδανικών και επιτευγμάτων του. Έμεινε ολομόναχος σε ένα δάσος των σκοτωμένων φίλων, που δεν ήταν καθόλου παρθένο όπως στο ποίημα του Γ. Σεφέρη. Υπάρχουν δύο ποιήματα στο έργο του Τυτσύνα που σχετίζονται άμεσα με το θέμα του λιμού του 1921-23 και το θέμα της απανθρωποποίησης, καθώς ο ποιητής μιλάει για το φαινόμενο του κανιβαλισμού. Στο ποίημα «Κοντάκια χτύπησαν την πόρτα», ο ποιητής παρουσιάζει την εικόνα της αναζήτησης ενός αγροτικού σπιτιού. Τους στρατιώτες υποδέχεται μια νεαρή αναστατωμένη γυναίκα που τρέχει να στρώσει το τραπέζι. Ωστόσο, το καζάνι περιέχει τα απομεινάρια του πτώματος του μικρού της γιου και η ίδια η γυναίκα έχει τρελαθεί. Η γυναίκα οδηγείται στη δολοφονία τόσο από το αφόρητο αίσθημα της πείνας, όσο και από την ακόμη πιο αφόρητη κατανόηση της δικής της αδυναμίας να σώσει το παιδί της. Ο ποιητής χρησιμοποιεί ένα ποιητικό μέτρο που από τη μια μοιάζει με δημοτικό τραγούδι και από την άλλη έχει σημάδια εξαμέτρου, γεγονός που προσδίδει στο ποίημα πραγματικά επικές διαστάσεις στην απεικόνιση της δυστυχίας και του εγκλήματος. Σε ένα άλλο ποίημα, την «Πείνα», οι πρόσφυγες στην άμαξα του τρένου, αφού έχουν βάλει τα παιδιά για ύπνο (γιατί έτσι κι αλλιώς δεν υπάρχει φαγητό), συζητούν για την κατάστασή τους και ο ποιητής δείχνει πώς η ανθρώπινη συνείδηση μπορεί να ραγίσει υπό την επίδραση των εξωτερικών συνθηκών, καθώς η ιστορία της μητέρας εξοργίζει και τρομοκρατεί τον πατέρα, γιατί δεν μπορεί παρά να ακούσει σε αυτήν ένα κάλεσμα για δράση, αλλά η ίδια σκέψη για το ενδεχόμενο τέτοιας εξέλιξης είναι αφόρητη για τον ανθρώπινο νου. Ακολουθούν τα τελευταία τετράστιχα του ποιήματος:
…
Κουρελιασμένη σαν τη σκιά και πονεμένη
Σκύβει η μάνα και τυλίγει το παιδί…
Κοιμήσου, μάταια ψωμί μη περιμένεις,
Και μη ξυπνάς, καλύτερα να μη γυρίζεις στη ζωή.
Εδώ που φτάσαμε, η πείνα μας συνοδεύει
Ως κουμπάρα. Ο κόσμος γύρω έχασε την ανθρωπιά.
Έχεις ακούσει τις φήμες; Λένε: μια γυναίκα
Στην κατσαρόλα έβαλε τα δύο της τα παιδιά.
Γούρλωσε τα μάτια ο πατέρας.
Σώπα, τρελή, σώπα! Τι λόγια είν’ αυτά;
Σκλήριζε σα λαβωμένη η μητέρα,
Και την χαστούκισε εκείνος δυνατά.
Η λογοτεχνία ως τρόπος να διευρυνθούν οι διαστάσεις της προσωπικής εμπειρίας, τα αρχειακά έγγραφα που περιέχουν μαρτυρίες αυτοπτών μαρτύρων και η οικογενειακή μνήμη είναι τα μέσα εξανθρωπισμού της συλλογικής εμπειρίας και είναι αυτή η εμπειρία που μπορεί να γίνει η βάση για την κοινωνική ανάπτυξη και αλλαγή.
Παραπομπές
- Ταράς Σεβτσένκο. Τα Άπαντα (στα ουκρανικά), τόμ. 2: Ποίηση του 1847-1861, 2003, σελ. 281. http://litopys.org.ua/shevchenko/shev2118.htm
- Samchuk, Ulas. Internet Encyclopedia of Ukraine, www.encyclopediaofukraine.com.
- Barka, Vasyl. Internet Encyclopedia of Ukraine, www.encyclopediaofukraine.com.
- Tychyna, Pavlo. Internet Encyclopedia of Ukraine, www.encyclopediaofukraine.com.
*Αναπληρωτή καθηγητή του Τμήματος Γενικής Γλωσσολογίας, Κλασικής Φιλολογίας, και Νέου Ελληνισμού του Εθνικού Πανεπιστημίου του Κιέβου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου