Πέμπτη 12 Ιουλίου 2018

Επί της Συμφωνίας Ελλάδας-πΓΔΜ

Mε την αοριστία και την ασάφεια να «βασιλεύουν», οι διαπραγματεύσεις και οι προσφυγές στο Διεθνές Δικαστήριο προβλέπεται να είναι πολλές και να κρατήσουν χρόνια... 

Του Γιώργου Τσακίρη
Από το kavalapost

Δηλώνω εξ αρχής ότι ξεκινώ αυτή την προσπάθεια κριτικής ανάλυσης της Συμφωνίας, τοποθετημένος αρνητικά «απέναντί» της.

Παραδίδω έτσι το βασικό ίσως επιχείρημα εναντίον της κριτικής μου, «στα χέρια» όσων επιλέξουν να διαβάσουν τις παρακάτω γραμμές, έτσι ώστε να ασχοληθούν αποκλειστικά και μόνο με την αναίρεση των στοιχείων αυτής της κριτικής, και όχι τον γενικό αφορισμό της.

Δε θ’ αποφύγω όμως, εφόσον αφιέρωσα ώρες και ημέρες για την ανάγνωση του συνόλου των Άρθρων της,  να μπω στον πειρασμό να την χαρακτηρίσω ως αόριστη, εντελώς ασαφή σε σημαντικά της ζητήματα, αλλά και αυτοαναιρούμενη σε άλλα τόσα.

Μια Συμφωνία δηλαδή η οποία, παρά τις πολύμηνες διαπραγματεύσεις οι οποίες προηγήθηκαν μεταξύ (κυρίως) των υπουργών εξωτερικών των δύο χωρών, τελικά (μάλλον) έπρεπε να υπογραφεί άρον-άρον, πριν τη Σύνοδο Κορυφής των ηγετών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στα τέλη Ιουνίου του 2018 (και ποιος ξέρει πριν … οτιδήποτε άλλου)

Θα πρέπει κατ’ αρχήν να διευκρινιστεί ότι το ΜΟΝΟ επίσημο κείμενο στο οποίο υπογράφηκε η Συμφωνία, είναι το Αγγλικό, και μάλιστα με ειδική αναφορά στο τελευταίο εδάφιο αυτής, χωρίς να υπάρχει καμία υποχρέωση από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) ή όποιον άλλο Διεθνή οργανισμό, να είναι υποχρεωμένος να δεχθεί οποιαδήποτε μετάφραση οποιουδήποτε κράτους, και κατά συνέπεια τη σημασία των λέξεων που παράγεται λόγω των μεταφράσεων. Κι αυτό, μπορεί μεν σε κάποιους να «ακούγεται» ως θετικό, παύει όμως να είναι έτσι όταν το εξετάσουμε από την πλευρά της κάθε χώρας (Ελλάδος και πΓΔΜ) ξεχωριστά.

Η αποκλειστική δε ύπαρξη μόνο του Αγγλικού κειμένου, έρχεται σε αντίθεση ακόμη και με το μόνο επίσημο και υπογεγραμμένο και από τις δύο χώρες προηγούμενο κείμενο που αφορά στο ζήτημα, που είναι αυτό της «Ενδιάμεσης Συμφωνίας» του 1995. Σ’ εκείνο το κείμενο, στην τελευταία του παράγραφο, αναφερόταν ότι μπορεί μεν το κείμενο να είχε υπογραφεί στην Αγγλική, ο ΟΗΕ όμως αναλάμβανε την ευθύνη μετάφρασής του στις γλώσσες των δύο χωρών και σε συνεργασία μαζί τους, εντός μάλιστα δύο μηνών από την υπογραφή του.

Το ποια ακριβώς είναι η σημασία όλων των παραπάνω, θα προσπαθήσω να το εξηγήσω στη συνέχεια. Κρατήστε το προς στιγμήν στο μυαλό σας.

Κατ’ αρχήν, πλείστα όσα Άρθρα της Ενδιάμεσης Συμφωνίας του ΄95 (και όχι μόνο το Αρ.13 που αναφέρεται στην ιδιότητα της πΓΔΜ ως περίκλειστου κράτους και όσα προβλέπονται γι’ αυτά στη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας), περιλαμβάνονται σχεδόν λέξη προς λέξη και στην παρούσα Συμφωνία, από το προοίμιό της ακόμη. Σε κάποια δε από αυτά, έχουν γίνει τροποποιήσεις εις βάρος (κατά τη γνώμη μου) της Ελλάδας.  Ενδεικτικά αναφέρω ότι το πρώτο εδάφιο της παρ.1 του Άρ.11 της Ενδιάμεσης, έγινε η παρ.1 του Άρ.2 της παρούσας. Τα Άρθρα 2, 3 και 4 της Ενδιάμεσης, έχουν γίνει οι παρ. 1, 2 και 3 του Άρ.3 της παρούσας. Το Αρ.12 της Ενδιάμεσης, έγινε το Άρ.18 της παρούσας, και πολλά άλλα (για να μην κουράσω τον αναγνώστη). Στις σοβαρές τροποποιήσεις που έγιναν στην Ενδιάμεση Συμφωνία, θα αναφερθώ παρακάτω.

Όπως επακριβώς αναφέρεται στο Άρθρο 1 (παρ.1), η Συμφωνία αυτή είναι «τελική» και από τη θέση της σε ισχύ (μετά δηλαδή και από την κύρωσή της στην Ελληνική Βουλή) τερματίζει την ισχύ της Ενδιάμεσης Συμφωνίας του ’95, άρα και ότι -πιθανόν- θετικό περιλαμβάνει η τελευταία για την Ελλάδα. Πόσοι άραγε γνωρίζουν ότι στην παρ.2 του Άρθρου 23 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας προβλέπεται ότι εντός επτά (7) ετών από την υπογραφή της, κάθε μέρος μπορούσε με μία απλή επιστολή του προς το άλλο μέρος, να ανακοινώσει ότι αποσύρεται από αυτήν ; Από το 2002 -2003 δηλαδή, η Ελλάδα θα μπορούσε να αποσυρθεί ακόμη και από την Ενδιάμεση Συμφωνία. Ποιος ο πρωθυπουργός της χώρας τότε ; Ο κ. Κώστας Σημίτης. Ποιος ο υπουργός του των Εξωτερικών ; Ο κ. Γιώργος Α. Παπανδρέου. Ποιος εκ των βασικών συμβούλων του κ. Παπανδρέου ; Ο σημερινός υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας κ. Νίκος Κοτζιάς (χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει ότι είχε και την ευθύνη «παρακολούθησης» αυτών των προβλέψεων). Η Ελλάδα τότε, απλά προετοιμαζόταν για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 !

Στην δε παρ.2, η Συμφωνία προβλέπει ότι οι δύο χώρες αναγνωρίζουν ως «δεσμευτικό» το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων, καθίσταται δηλαδή «αδιαπραγμάτευτη», και μάλιστα τόσο όσο την ευθύνη γι’ αυτό (της μη περαιτέρω διαπραγμάτευσης δηλαδή) να την φέρει ο ίδιος ο ΟΗΕ, εφόσον υπό την ευθύνη του διεξήχθησαν οι διαπραγματεύσεις. Κατά συνέπεια, οποιαδήποτε ελπίδα ή προσδοκία υπάρχει (αν υπάρχει) για αλλαγές επί των Άρθρων της, καθίσταται εκ των πραγμάτων απορριπτέα.

Στην εισαγωγή της παρ.3, το κείμενο αναφέρει ότι σε συνέχεια αυτών των διαπραγματεύσεων, τα δύο μέρη έκαναν αμοιβαία αποδεκτά και συμφώνησαν όσα ακολουθούν. Αυτό βέβαια, δεν αναιρεί το γεγονός πως σε άλλα σημεία της ίδιας Συμφωνίας, χρησιμοποιώντας άλλες λέξεις, κάποια από τα βασικά και αμοιβαίως συμφωνημένα και αποδεκτά δεδομένα, τίθενται υπό αίρεση. Και θα αναφερθώ σε αυτά στη συνέχεια.

Στην παρ.3(α) λοιπόν αναφέρεται ότι το επίσημο όνομα του Δεύτερου Μέρους (δηλαδή της πΓΔΜ) θα είναι «Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας», το οποίο θα είναι το Συνταγματικό όνομα του κράτους και θα χρησιμοποιείται “erga omnes”, δηλαδή για όλες τις χρήσεις. Πώς όμως ; Όπως οι τελευταίες λέξεις αυτού του εδαφίου αναφέρουν. Όπως προβλέπεται στη Συμφωνία. Ένα “erga omnes” δηλαδή το οποίο προβλέπεται σε αυτό το σημείο ότι … έχει εξαιρέσεις. Και θα τις δούμε.

Στην παρ.3(β) αναφέρεται ότι η «nationality» («ιθαγένεια» σύμφωνα με το ελληνικό κείμενο) του δεύτερου μέρους, θα είναι η «Μακεδονική/πολίτης της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας» με τη σημαντική -για εμένα- διευκρίνηση «όπως αυτή θα αναφέρεται σε όλα τα ταξιδιωτικά έγγραφα»

Προσπερνώ με -σχετική- ευκολία (μιας και είναι εσωτερική τους υπόθεση) το δεδομένο ότι σε ένα πολυφυλετικό (αν όχι πολυεθνικό), ακόμη και με βάση τις αναφορές στο προοίμιο του Συντάγματός του, κράτος, όπου αναφέρεται πως «Οι πολίτες της δημοκρατίας (κλπ) … καθώς και οι πολίτες που ζουν εντός των συνόρων της και είναι μέλη του Αλβανικού λαού, του Τουρκικού λαού … του Σέρβικου … του Βοσνιακού λαού και άλλων …», αποδίδεται μία και μόνη ιδιότητα, αυτή της «Μακεδονικής» ιθαγένειας, ανεξάρτητα από τον ατομικό αυτοπροσδιορισμό του καθενός,.
Εξετάζοντας το ζήτημα της μετάφρασης πλέον της λέξης «nationality» που υπάρχει στο επίσημο κείμενο της Συμφωνίας, και με λίγη έρευνα στο διαδίκτυο, βλέπουμε ότι :
Στην γλώσσα που μιλιέται στην πΓΔΜ
Nationality = Националност (Nacionalnost) => και Националност = Εθνικότητα => εφόσον Национал = Εθνικό => και Национ = Το Έθνος
Στην ελληνική γλώσσα
Nationality = Ιθαγένεια
Όμως στην πλούσια σε λέξεις και νοήματα ελληνική γλώσσα
Nationality = και εθνικότητα, εθνότητα (κλπ) εφόσον National = Εθνικός => και Nation = Έθνος

Αμέσως -ίσως- κάποιος που γνωρίζει κάποια πράγματα παραπάνω θα αντιτείνει ότι ιθαγένεια ονομάζεται νομικά η ιδιότητα του πολίτη, για την ακρίβεια ο νομικός δεσμός του ατόμου με το κράτος στο οποίο ανήκει.
Στην αγγλική όμως, όπως και σε άλλες γλώσσες, η λέξη “nationality” και όχι η “ethnicity” = εθνότητα, συχνά χρησιμοποιείται όταν αναφέρεται σε μια εθνική ομάδα (μια ομάδα δηλαδή ανθρώπων που μοιράζονται μια κοινή εθνική ταυτότητα, γλώσσα, πολιτισμό, καταγωγή, ιστορία κλπ.). Αυτή η έννοια της εθνικότητας μάλιστα, δεν ορίζεται από τα πολιτικά σύνορα ή την κατοχή διαβατηρίου, και περιλαμβάνει έθνη που στερούνται ανεξάρτητου κράτους (όπως  οι Σκωτσέζοι, οι Ουαλλοί, οι Άγγλοι, οι Βάσκοι, οι Καταλανοί, οι Κούρδοι … κλπ).
Μπορεί δηλαδή στην ελληνική, ή ακόμη και στη γλώσσα της πΓΔΜ (αν και δεν το γνωρίζω), να μεταφράζουμε το «nationality» ως ιθαγένεια με τη νομική μορφή του όρου. Τίποτε δεν αποκλείει όμως και σε κανέναν, να δίνει στον όρο τη σημασία που αυτός νομίζει, σε όποια γλώσσα κι αν μιλά, μιας και είναι αποδεκτό πως ήδη ο όρος χρησιμοποιείται στην αγγλική για να προσδιορίσει «μια ομάδα ανθρώπων που μοιράζονται μια κοινή εθνική ταυτότητα, γλώσσα, πολιτισμό, καταγωγή, ιστορία κλπ», όπως ήδη γίνεται στις περιπτώσεις που προαναφέρθηκαν.
Άλλωστε ακόμη και στη Συμφωνία, προβλέπεται κάτι τέτοιο, όπως θα δούμε παρακάτω.
Επειδή όμως πρέπει να καταγραφούν όσα ισχύουν, είναι αλήθεια ότι στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Ιθαγένεια του 1997, την οποία η Ελλάδα έχει υπογράψει αλλά ΔΕΝ έχει κυρώσει στο Ελληνικό κοινοβούλιο (σε αντίθεση με την πΓΔΜ η οποία την έχει κυρώσει και θέση σε ισχύ από το 2003), στο Άρθρο 2 προβλέπεται ότι «Στα πλαίσια της παρούσας Σύμβασης : α. «ιθαγένεια» είναι ο νομικός δεσμός που συνδέει το άτομο με το Κράτος και δεν αποτελεί ένδειξη της εθνικής καταγωγής του»
Αυτό ουσιαστικά σημαίνει ότι η ιθαγένεια δεν προσδιορίζει (και) την εθνικότητα ενός ατόμου, ΔΕΝ ΤΗΝ ΑΠΟΚΛΕΙΕΙ ΟΜΩΣ, καθόσον αυτή δεν αποτελεί (απλά) «ένδειξη» της εθνικής καταγωγής του. Όπως φυσικά συμβαίνει και στις περιπτώσεις οι οποίες προαναφέρθηκαν (Σκώτοι, Ουαλλοί, Κούρδοι κλπ)
Θα ήθελα πραγματικά όμως να προσπαθήσει να εξηγήσει κάποιος σε έναν απλό πολίτη της πΓΔΜ, το γεγονός ότι με την «Μακεδονική» ιθαγένεια την οποία θα διαθέτει από την έναρξη ισχύος της Συμφωνίας, ΔΕ θα είναι ταυτόχρονα και ΕΘΝΙΚΑ «Μακεδόνας» (!)
Άλλωστε, είναι σε όλους γνωστό (στους κοινωνιολόγους δε ιδιαίτερα) ότι «Έθνος» ονομάζεται «ένα σύνολο ανθρώπων που μοιράζονται κοινά γνωρίσματα όπως η φυλή, η γλώσσα, το θρήσκευμα, η κοινή ιστορία και πολιτισμός και η γεωγραφική καταγωγή». Ιστορικά όμως, βασικότερο στοιχείο για την ύπαρξη ενός έθνους είναι η ανάπτυξη της εθνικής του συνείδησης ή ακριβέστερα η αυτή ιστορική αποστολή, όπως αναφέρουν οι Θ. Κουλουμπής & Τζον Γουλφ στην «Εισαγωγή στις Διεθνείς σχέσεις» (εκδ. Παπαζήση, 1981).
Και το ζήτημα είναι ότι, στο Άρθρο 7 της Συμφωνίας, αναγνωρίζουμε ως Ελλάδα όλα τα παραπάνω, ως κοινό χαρακτηριστικό των πολιτών της πΓΔΜ !
Κι αλήθεια, γιατί χρειαζόταν και ποιο μέρος απαίτησε να προστεθεί εκείνο το «όπως αυτή θα αναφέρεται σε όλα τα ταξιδιωτικά έγγραφα» ;  Για να το αναλύσω λίγο περισσότερο, εφόσον η πΓΔΜ δεν είναι μέρος της Συνθήκης Σένγκεν και κατά συνέπεια οι ταυτότητες των πολιτών της δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως ταξιδιωτικά έγγραφα, χρειάζεται ή όχι να αλλάξουν ;
Και μπορεί μεν στην παρ.9 του ίδιου Άρθρου να αναφέρεται ότι η πΓΔΜ «χωρίς καθυστέρηση ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΗ ΧΡΗΣΤΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ, θα πάρει όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε οι αρμόδιες Αρχές της χώρας στο εξής εσωτερικά να χρησιμοποιούν το όνομα και τις ορολογίες του Άρθρου 1(3) της παρούσας συμφωνίας σε όλα τα ΝΕΑ επίσημα έγγραφα, αλληλογραφία και συναφές υλικό» (τα κεφαλαία δικά μου), αλλά ποιος βεβαιώνει και (αλήθεια) μπορεί να ελέγξει ή και να παρέμβει στο πώς, πότε και εάν η πΓΔΜ ακολουθεί ή πρόκειται να ακολουθήσει τη «χρηστή διοικητική πρακτική» όπως την εννοούμε και την εφαρμόζουμε στην Ελλάδα ;
Αν δε, λάβουμε υπ’ όψιν και την πρόβλεψη της παρ. 10(β) του ίδιου Άρθρου, όπου αναφέρεται ότι «Η “πολιτική” μεταβατική περίοδος θα αφορά όλα τα έγγραφα και υλικό αποκλειστικά για εσωτερική χρήση στο Δεύτερο Μέρος. Η έκδοση των εγγράφων και υλικού που εμπίπτουν σε αυτήν την κατηγορία σύμφωνα με το Άρθρο 1(3), ΘΑ ΞΕΚΙΝΑ ΣΤΟ ΑΝΟΙΓΜΑ ΚΑΘΕ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΤΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΤΗΣ Ε.Ε. ΣΤΟ ΣΥΝΑΦΕΣ ΠΕΔΙΟ, ΚΑΙ ΘΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΘΕΙ ΕΝΤΟΣ ΠΕΝΤΕ ΕΤΩΝ ΑΠΟ ΤΟΤΕ» (τα κεφαλαία δικά μου), καταλαβαίνουμε ότι οποιοδήποτε εσωτερικό έγγραφο φέρει σήμερα την ένδειξη «Δημοκρατία της Μακεδονίας», δεν είναι απαραίτητο να αλλάξει άμεσα με την έναρξη της ισχύος της συμφωνίας, αλλά ΜΟΝΟ ΟΤΑΝ η πΓΔΜ ξεκινήσει τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις της με την Ε.Ε., και ΜΟΝΟ ΟΤΑΝ «ανοίξει» συναφές με το αντικείμενο κεφάλαιο, και ΜΟΝΟ ΟΤΑΝ περάσουν πέντε χρόνια από τότε. Αρκεί νομίζω να αναφέρω ότι οι διαπραγματεύσεις αυτές μπορεί να διαρκέσουν αρκετά χρόνια, τόσα όσα θα κρίνει η πΓΔΜ ότι τη συμφέρει να καθυστερήσει ή όχι.
Εάν αυτή η πρόβλεψη δεν είναι ευθεία εξαίρεση (αν όχι παραβίαση) του “erga omnes”, τότε δε γνωρίζω τι μπορεί να είναι.
Στην παρ.3(γ) γίνεται αναφορά στη γλώσσα του γειτονικού κράτους. Αναφέρεται λοιπόν ότι «συμφωνήθηκε και έγινε αμοιβαίως αποδεκτό» ότι «η επίσημη γλώσσα του δεύτερου μέρους θα είναι η «Μακεδονική γλώσσα», όπως αυτή αναγνωρίσθηκε από την 3η Σύνοδο των Ηνωμένων Εθνών για την Οριστικοποίηση των Γεωγραφικών Ονομάτων, η οποία έγινε στην Αθήνα το 1977, αλλά και (κυρίως για εμένα) όπως περιγράφεται στο Άρθρο 7(3) και (4) της Συμφωνίας».
Αφού αναφέρω ότι θεωρώ απόλυτα επαρκείς τις εξηγήσεις, όσον αφορά το ζήτημα της Συνόδου των Ηνωμένων Εθνών το 1977 στην Αθήνα, που έδωσε ο γλωσσολόγος κ. Μπαμπινιώτης, αξίζει να σταθούμε σ’ εκείνο το «όπως περιγράφεται στο Άρθρο 7(3) και (4) της Συμφωνίας».
Τι ακριβώς αναφέρεται στο Άρθρο 7(3) και (4), όσον αφορά το συγκεκριμένο θέμα ;
Στην περίπτωση του 7(3) γίνεται η διευκρίνιση ότι η πΓΔΜ αναγνωρίζει πως με τους όρους «Μακεδονία» και «Μακεδόνας» εννοεί «την επικράτεια, τη γλώσσα, τον πληθυσμό και τα χαρακτηριστικά του, με την δική του ιστορία, πολιτισμό και κληρονομιά, διακριτώς διαφορετικά» από αυτά της Ελλάδας.
Παρενθετικά, θυμάστε τι ακριβώς χαρακτηρίζει ένα Έθνος, σύμφωνα με τα όσα αναφέρθηκαν λίγες παραγράφους πιο πάνω ; Θα είναι λάθος εάν πει κανείς ότι αυτά ακριβώς αναγνωρίζουμε πλέον ως κοινό χαρακτηριστικό των πολιτών της πΓΔΜ ;
Ας έρθουμε όμως στο προκείμενο.
Εξετάζοντας κυρίως το 7(4) σε σχέση με την αναγνώριση της «Μακεδονικής γλώσσας», και το επιχείρημα που ακούστηκε (και ακούγεται) ότι η πΓΔΜ δέχθηκε ότι η γλώσσα αυτή «ανήκει στην ομάδα των Νότιων Σλαβικών γλωσσών», διαβάζοντας το τι πραγματικά αναγράφεται στο συγκεκριμένο σημείο, διαπιστώνουμε ότι η γειτονική χώρα απλά «ΣΗΜΕΙΩΝΕΙ (“notes” στο αγγλικό κείμενο) ότι η επίσημη γλώσσα του, η Μακεδονική γλώσσα, ανήκει στην ομάδα των Νότιων Σλαβικών γλωσσών» (τα κεφαλαία δικά μου). Σε αυτό ακριβώς το σημείο, η πρόταση «συμφώνησαν και έκαναν αμοιβαία αποδεκτά» που υπάρχει στην εισαγωγή του Άρθρου 1 το οποίο εξετάζουμε, ουσιαστικά καταργείται και μετατρέπεται σε «σημείωση». Ή, ακόμη χειρότερα, η Ελλάδα συμφώνησε και έκανε αποδεκτό, το ότι η πΓΔΜ ΣΗΜΕΙΩΣΕ πως η επίσημη γλώσσα της ανήκει στην ομάδα των Νότιων Σλαβικών γλωσσών.
Για να το πούμε πιο απλά, η Ελλάδα αναγνώρισε την «Μακεδονική γλώσσα», με τη ΣΗΜΕΙΩΣΗ και ΟΧΙ ΤΗΝ ΑΠΟΔΟΧΗ της πΓΔΜ, ότι αυτή ανήκει στην ομάδα των Σλαβικών γλωσσών.
Ελπίζω ο καθένας να καταλαβαίνει την διαφορά της σημασίας των λέξεων.
Στο ίδιο άρθρο και στην ίδια παράγραφο (1.3) η περίπτωση (δ) αναφέρει ότι «οι όροι «Μακεδονία» και «Μακεδόνας», έχουν την έννοια που αποδίδεται στο Άρθρο 7» της Συμφωνίας. Αφού σημειώσω ότι (επιμελώς) εδώ στο ελληνικό κείμενο, έχει παραληφθεί να αναφερθεί ότι με την αγγλική λέξη του επίσημου κειμένου “Macedonian” δεν νοείται μόνον ο «Μακεδόνας» αλλά και οι επιθετικοί προσδιορισμοί της λέξης, δηλαδή «Μακεδονικός/η/ο», ας συνεχίσω.
Επανεξετάζοντας το Άρθρο 7, διαβάζουμε ότι η Ελλάδα και η πΓΔΜ «ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΟΥΝ (“acknowledge” στο αγγλικό κείμενο) ότι «η εκατέρωθεν αντίληψή τους ως προς τους όρους «Μακεδονία» και «Μακεδόνας», αναφέρεται σε διαφορετικό ιστορικό πλαίσιο και πολιτιστική κληρονομιά».
Αφού επισημάνω την πολύ προσεκτική αποφυγή των όρων «αποδέχονται» (accepted) και «συμφωνούν» (agreed) οι οποίοι χρησιμοποιούνται στην εισαγωγή (όπως ήδη προαναφέρθηκε) της παρ. 3 του ίδιου Άρθρου 1 (mutual accepted and agreed), έναντι του «αναγνωρίζουν» (acknowledge), που χρησιμοποιείται εδώ, διαπιστώνει κανείς ότι ναι μεν κάτι τέτοιο αναγνωρίζεται και από τις δύο πλευρές, αλλά πώς ;
Όπως ακριβώς διευκρινίζεται στις παρ. 7(2) και 7(3).
Όσον αφορά δηλαδή την Ελλάδα «με αυτούς τους όρους νοούνται όχι μόνον η περιοχή και ο πληθυσμός της Βόρειας περιοχής (της), αλλά και τα χαρακτηριστικά τους, καθώς και ο Ελληνικός πολιτισμός, η ιστορία, η κουλτούρα και η κληρονομιά αυτής της περιοχής, από την αρχαιότητα έως σήμερα»
Όσον αφορά την πΓΔΜ «με αυτούς τους όρους νοούνται η επικράτεια, η γλώσσα, ο πληθυσμός και τα χαρακτηριστικά τους, με την δική τους ιστορία, πολιτισμό και κληρονομιά, διακριτώς διαφορετικά από αυτά που αναφέρονται στο Άρθρο 7(2)» δηλαδή την Ελλάδα.
Άρα, για την Ελλάδα, με την θέση σε ισχύ της Συμφωνίας, όταν αναφερόμαστε στους όρους «Μακεδονία» και «Μακεδόνας» θα εννοούμε αποκλειστικά και μόνο την περιοχή της Βόρειας Ελλάδας και τον πληθυσμό της με τα δικά τους χαρακτηριστικά (διακριτώς διαφορετικά από αυτά της πΓΔΜ), αλλά και τον ΕΛΛΗΝΙΚΟ πολιτισμό, την ιστορία, την κουλτούρα και την κληρονομιά ΑΥΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ, από την αρχαιότητα έως σήμερα.
Μια στιγμή όμως !
Εάν ισχύει αυτό, τότε (πχ) … ο Βασίλειος Α’ ο Μακεδών, ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας και ιδρυτής της Μακεδονικής δυναστείας, που κράτησε 190 χρόνια και περιελάμβανε αυτοκράτορες όπως ο Λέων ΣΤ’ ο Σοφός, ο Νικηφόρος Β’ Φωκάς αλλά και ο Βασίλειος Β’ ο Βουλγαροκτόνος, και ο οποίος γεννήθηκε στην Χαριούπολη Ραιδεστού της Θράκης (που τότε ανήκε στο Θέμα της Μακεδονίας), ΕΚΤΟΣ δηλαδή «της Βόρειας περιοχής» της Ελλάδας, θα παύσει να αποκαλείται πλέον «ο Μακεδών» ; Δε θα παύσει αλλά … θα ανήκει πλέον στην Ιστορία της πΓΔΜ ; Θα μπορεί η Ελλάδα ή όχι να αναφέρεται σε αυτόν, όπως ακριβώς αναφέρει στα «Τακτικά» του ο Λέων ΣΤ’ ο Σοφός, ο οποίος γράφει ότι ο Βασίλειος Α’ «εγραίκωσε τα Σλαβικά έθνη», δηλαδή εκχριστιάνισε και εξελλήνισε τους Σλάβους ;
Τι απ’ όλα θα ισχύει ; Γιατί όλα, δε γίνεται.
Και γι’ αυτό όμως (μάλλον) έχει προβλέψει η Συμφωνία.
Αναφέροντας το παραπάνω ως χαρακτηριστικό (ελπίζω) παράδειγμα των ζητημάτων που δημιουργούνται με αυτή την «αναγνώριση» από πλευράς της Ελλάδας, και χωρίς να κουράσω με άλλα παραδείγματα, ας συγκρίνουμε τις δύο παραγράφους.
Διαπιστώνει λοιπόν κανείς ότι, μπορεί μεν το όνομα της πΓΔΜ με τη θέση σε ισχύ της Συμφωνίας, να έχει συμφωνηθεί πως θα είναι «Βόρεια Μακεδονία», όταν όμως κάποιος πολίτης, κάτοικος, ή ό,τι άλλο της πΓΔΜ πρόκειται να αναφερθεί «στην επικράτεια, στην ιστορία, στον πολιτισμό και την κληρονομιά» της, μπορεί άνετα να χρησιμοποιεί τους γενικούς όρους «Μακεδονία», «Μακεδονικός/η/ο» (κλπ), οι οποίοι μάλιστα θα είναι «διακριτώς διαφορετικοί» από τα αντίστοιχα Ελληνικά (ιστορία, πολιτισμό κλπ).
Προκύπτει λοιπόν η απορία.
Ποιος είπε ότι η ιστορική και πολιτισμική προπαγάνδα  των Βορείων γειτόνων μας, διεκδίκησε ποτέ τον Ελληνικό πολιτισμό και ιστορία, ως τέτοιους ;
Ίσα, ίσα. Αυτό το οποίο μέχρι και σήμερα υποστηρίζουν, και αμφιβάλλω εάν θα πάψουν ποτέ, είναι ότι ο πολιτισμός και η ιστορία της περιοχής, ήταν εξ’ αρχής «Μακεδονικός» και όχι Ελληνικός. Δεν διεκδικούν λοιπόν τον Ελληνικό πολιτισμό και ιστορία (από την αρχαιότητα έως σήμερα), αλλά την αναγνώριση αυτού του πολιτισμού και της ιστορίας ως «Μακεδονικούς», διακριτώς διαφορετικούς δηλαδή από αυτόν/ους της Ελλάδας !
Και εν μέρει το πέτυχαν !!
Με τη θέση σε ισχύ της Συμφωνίας, θα υπάρχουν δύο «Μακεδονικοί πολιτισμοί», δύο «Μακεδονικές ιστορίες» και δύο «Μακεδονικές κληρονομιές»!
Μία έτσι όπως την εννοεί η Ελλάδα, ως μέρος (μάλλον) του Ελληνικού πολιτισμού, ιστορίας και κληρονομιάς, που θα αντλούν τη βάση τους «από τη Βόρεια περιοχή της χώρας», και μία έτσι όπως (θα) την εννοεί η πΓΔΜ, διακριτώς μάλιστα διαφορετικούς.
Όποιος δε κάνει την (αυθόρμητη) ερώτηση «και ποια “Μακεδονική”  ιστορία, πολιτισμό και κληρονομιά θα έχει δηλαδή η πΓΔΜ, και από πότε αυτή θα αρχίζει, σε ποιον/ποιους θα αναφέρεται» κλπ, η απάντηση που θα πάρει θα έχει άμεση σχέση … με τον ερωτώμενο.  Άλλη θα είναι από έναν πολίτη της πΓΔΜ, άλλη από έναν Έλληνα και (πιθανόν) άλλη από οποιονδήποτε «τρίτο».
Ίσως όμως (και εδώ) η Συμφωνία να έχει … προβλέψει (μία Επιτροπή).
Παραβλέπω το σχολιασμό του εδαφίου 1.3(ε) το οποίο αναφέρεται στους κώδικες (ή κωδικούς) αναγνώρισης της πΓΔΜ, οι οποίοι παραμένουν οι ίδιοι (!), αλλά και στις πινακίδες των αυτοκινήτων τους, που υποχρεώνονται να αλλάξουν, εκτός ίσως μόνον από το ότι δεν υπάρχει και δεν αναφέρεται χρονικό όριο συμμόρφωσης της χώρας με αυτή την πρόβλεψη (εκτός από ένα αόριστο … «θα», “shall be” στο αγγλικό κείμενο).
Στο εδάφιο 1.3(ζ) γίνεται αναφορά για το τρόπο χρήσης του (ή των) επιθετικού προσδιορισμού των όρων «Μακεδονία» και «Μακεδόνας» (και Μακεδονικό/η/ο) τόσο από το κράτος της πΓΔΜ και τους οργανισμούς ή/και φορείς που εξαρτώνται από αυτό, όσο όμως και από ιδιωτικούς φορείς οι οποίοι « … δεν έχουν σχέση με το κράτος και τις δημόσιες οντότητες, δεν έχουν συσταθεί με νόμο και δεν απολαμβάνουν οικονομικής υποστήριξης από το κράτος για ΓΙΑ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΣΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ … » (τα κεφαλαία δικά μου), οι οποίοι ΔΥΝΑΝΤΑΙ να ευθυγραμμίζονται με το Άρθρο 7(3) και (4).
Τι ακριβώς σημαίνει αυτό. Πολύ απλά ότι ενώ το επίσημο κράτος της πΓΔΜ και όσοι φορείς το αντιπροσωπεύουν ή/και εξαρτώνται οικονομικά από αυτό, θα πρέπει να συμμορφώνονται με τον τρόπο χρήσης των όρων «Μακεδονία» και «Μακεδόνας», έτσι όπως αυτός διευκρινίζεται (προβληματικά για εμένα) στο Άρθρο 7(3) και (4), οι ΙΔΙΩΤΙΚΟΙ φορείς που δεν εξαρτώνται από το κράτος κατά κανένα λόγο για να λειτουργήσουν και δε χρηματοδοτούνται/επιχορηγούνται από την πΓΔΜ για δραστηριότητές τους ΜΟΝΟ στο εξωτερικό (σωρευτικά ΚΑΙ οι δύο λόγοι), μπορούν ΕΑΝ ΘΕΛΟΥΝ να ευθυγραμμιστούν με αυτή την πρόβλεψη. Δεν υποχρεώνει κανείς δηλαδή, ΟΠΟΙΑΔΉΠΟΤΕ φυσική ή νομική οντότητα η οποία θελήσει να αναλάβει ΟΠΟΙΑΔΗΠΟΤΕ δραστηριότητα τόσο στο εσωτερικό της πΓΔΜ (χωρίς κανέναν περιορισμό), όσο και στο εξωτερικό (αρκεί να μη χρηματοδοτείται από την πΓΔΜ γι’ αυτό), να το προσδιορίσει ως «Μακεδονικό», χωρίς την πρόσθεση του προσδιοριστικού «Βόρειο».
Αυτό δε επιτείνεται (και εδραιώνεται), με την αμέσως επόμενη πρόταση της Συμφωνίας (στο ίδιο εδάφιο “ζ”), η οποία αναφέρει πως «Η χρήση επιθέτου για δραστηριότητες, ΔΥΝΑΤΑΙ να ευθυγραμμίζεται με το Άρθρο 7(3) και (4)». Ούτε από ποιους, ούτε ποιες «δραστηριότητες» … τίποτε !
Άλλη μία δηλαδή παράβαση του “erga omnes” !
Η Συμφωνία, συνεχίζει να … αυτοαναιρείται !
Στο εδάφιο (η) του Άρθρου 1.3, για πρώτη φορά γίνεται αναφορά στην ανάγκη αναθεώρησης του Συντάγματος της γειτονικής χώρας. Ένα (ελπίζω) συντακτικό λάθος, τόσο στο επίσημο αγγλικό, όσο και στην ελληνική του μετάφραση, κείμενο, δημιουργεί κάποιες απορίες, οι οποίες ελπίζω να μην έχουν συνέπειες. Αναφέρεται επακριβώς στο 1.3(η) ότι η πΓΔΜ «θα υιοθετήσει (adopt) το “Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας” ως το επίσημο όνομά του και τις ορολογίες που αναφέρονται στο Άρθρο 1(3), μέσω της εσωτερικής του διαδικασίας που είναι και δεσμευτική και αμετάκλητη και συνεπάγεται την τροποποίηση του Συντάγματος , όπως συμφωνήθηκε στην παρούσα Συμφωνία».
Εάν με την πρώτη ανάγνωση δε γίνεται αμέσως κατανοητό, διευκρινίζω.
Με την διατύπωση αυτή, οι όροι «δεσμευτική και αμετάκλητη», αναφέρονται στην «εσωτερική διαδικασία» της πΓΔΜ, και ΟΧΙ στην δεσμευτική και αμετάκλητη συμφωνία της,  να … «υιοθετήσει» ( όρος κι αυτός ! ), το όνομα και τις ορολογίες του Άρθρου 1.3.
Ελπίζω να κάνω λάθος.
Από την άλλη βέβαια, εάν ισχύει αυτό το «συντακτικό λάθος», είναι πιθανό να προκαλέσει εντάσεις στην ίδια την πΓΔΜ, σε περίπτωση που η παρούσα κυβέρνηση του κ. Ζάεφ, με σκοπό να περάσει η Συμφωνία, θελήσει να προβεί σε αλλαγή των «εσωτερικών διαδικασιών» της για την επιτυχή ολοκλήρωση των «βημάτων» που προβλέπονται σε αυτή. Εκεί, εάν το «λάθος» δε είναι τέτοιο, θα υπάρξει πραγματικό πρόβλημα ερμηνείας του εδαφίου.
Στο εδάφιο (θ) του Άρθρου 1.3, τα προβλήματα της Συμφωνίας όχι απλά πολλαπλασιάζονται, γίνονται πλέον τόσο εμφανή, σε σημείο που να προκαλούν το μειδίαμα με την αοριστία της.
Εδώ έχουμε τη συμφωνία της Ελλάδος και της πΓΔΜ «σε σχέση με τα προαναφερόμενα όνομα και ορολογίες στις ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ονομασίες, τα ΕΜΠΟΡΙΚΑ σήματα και τις ΕΠΩΝΥΜΙΕΣ … να υποστηρίξουν και να ενθαρρύνουν τις επιχειρηματικές τους κοινότητες, να θεσμοθετήσουν έναν ειλικρινή, δομημένο και με καλή πίστη διάλογο, στο πλαίσιο του οποίου θα επιδιώξουν ΚΑΙ ΘΑ ΒΡΟΥΝ ΑΜΟΙΒΑΙΩΣ ΑΠΟΔΕΚΤΕΣ λύσεις, στα θέματα που πηγάζουν από τις εμπορικές ονομασίες, τα εμπορικά σήματα και τις επωνυμίες, και ΟΛΑ τα σχετικά ζητήματα σε διμερές και διεθνές επίπεδο» (τα κεφαλαία δικά μου). Κι επειδή (προφανώς) καμία από τις δύο χώρες δεν έχει εμπιστοσύνη στην επιτυχία αυτού του «ειλικρινούς, δομημένου και με καλή πίστη» διαλόγου μεταξύ των επιχειρηματικών τους κοινοτήτων, προβλέπουν την δημιουργία μιας «διεθνούς ομάδας ειδικών (ειδικών σε τι, δεν διευκρινίζεται), η οποία θα αποτελείται από εκπροσώπους των δύο κρατών στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την κατάλληλη συνεισφορά των Ηνωμένων Εθνών και του Διεθνούς Οργανισμού Τυποποίησης. Αυτή η ομάδα ειδικών, θα συγκροτηθεί εντός του 2019, και θα ολοκληρώσει την εργασία της εντός τριών ετών». Εν τω μεταξύ, στο ίδιο εδάφιο, η τελευταία του πρόταση, ακυρώνει (κατά τη γνώμη μου) ό,τι έχει αναφερθεί στις προηγούμενες ! Προβλέπει δηλαδή ότι «ΤΙΠΟΤΕ σε αυτή την παράγραφο (1.3(θ)) δε θα επηρεάσει την ΠΑΡΟΥΣΑ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΧΡΗΣΗ, μέχρις ότου εξευρεθεί αμοιβαία συμφωνία, ΟΠΩΣ ΠΡΟΒΛΕΠΕΤΑΙ σε αυτό το υπό-τμήμα» (!!)
Δηλαδή, με (σχεδόν) προδιαγεγραμμένη την αποτυχία του διαλόγου μεταξύ των επιχειρηματικών κοινοτήτων των δύο χωρών, ένας διάλογος ο οποίος δεν διευκρινίζεται ούτε πότε πρόκειται να ξεκινήσει, ούτε υπάρχει κάποιο χρονοδιάγραμμα για την υλοποίησή του, ή εάν θα διεξάγεται παράλληλα, ταυτόχρονα ή συμμετοχικά εντός της διεθνούς επιτροπής των «ειδικών», θεσμοθετείται μία ΑΟΡΙΣΤΗ «διεθνής επιτροπή», με «ειδικούς» που δεν ξέρουμε ποιοι και πόσοι θα είναι, η οποία θα ξεκινήσει τις εργασίες της εντός του 2019 (!!), χρονιά αλλεπάλληλων εκλογικών αναμετρήσεων στην Ελλάδα, για να ολοκληρώσει τις εργασίες της μέχρι το 2021-2022. Μέχρι τότε, αλλά και για αόριστο χρονικό διάστημα μετά, οι εμπορικές ονομασίες, τα εμπορικά σήματα και οι επωνυμίες, έτσι όπως ακριβώς χρησιμοποιούνται ΣΗΜΕΡΑ και από τα δύο κράτη, δεν πρόκειται να αλλάξουν, μιας και την επιτυχή ολοκλήρωση αυτού του «διαλόγου» (η κατάληξη δηλαδή σε μία «αμοιβαία συμφωνία») σε οποιοδήποτε επίπεδο, είτε επιχειρηματικών κοινοτήτων, είτε μέσω της διεθνούς επιτροπής, δεν μπορεί να την εγγυηθεί κανείς.
«Λύση» σε αυτό το ζήτημα, είναι πιθανό να επιδιωχθεί με βάση την πρόβλεψη η οποία υπάρχει στη Συμφωνία στην παρ. 4 του Άρθρου. 8, όπου αναφέρεται ότι τόσο η Ελλάδα, όσο και η πΓΔΜ δεσμεύονται « … από τις συστάσεις των Ηνωμένων Εθνών για την Τυποποίηση των Γεωγραφικών Ονομάτων σε σχέση με τη χρήση των επίσημων γεωγραφικών ονομάτων και τοπωνυμίων στην επικράτεια του άλλου Μέρους (της Ελλάδας ή της πΓΔΜ) δίδοντας με αυτό τον τρόπο ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΑ στη χρήση των ΕΝΔΩΝΥΜΩΝ, έναντι των εξωνύμων». Τα τοπωνύμια δηλαδή, έτσι όπως κάθε χώρα τα αποκαλεί, αντί κάτι άλλου με ευρύτερη γεωγραφική αναφορά, που δεν ανήκει στην επικράτεια του κράτους που τα χρησιμοποιεί.
Με απλά λόγια, είναι πολύ πιθανό να δούμε σε ετικέτες προϊόντων (πχ) «Μακεδονικός Οίνος Νάουσας» και … «Μακεδονικός Οίνος Κρουσόβου», τα οποία θα πρέπει να γίνονται αμοιβαίως αποδεκτά στις αγορές τόσο (και κυρίως) των δύο χωρών, όσο και διεθνώς.
Για το μόνο που μπορεί κανείς να είναι σίγουρος με όλα τα παραπάνω, είναι ότι ο Διεθνής Οργανισμός Τυποποίησης, πρόκειται να έχει αρκετή δουλειά τα αμέσως επόμενα χρόνια, ασχολούμενος με τα ζητήματα που θα προκύπτουν αλλεπάλληλα μεταξύ των δύο χωρών, όσον αφορά το χαρακτηρισμό κάποιου προϊόντος, ή ακόμη και την επωνυμία εμπορικών οντοτήτων (ιδιωτικών ή εξαρτώμενων από δημόσιους, δημοτικούς ή περιφερειακούς φορείς) ως «Μακεδονικά».
Μπάχαλο!
Στην παρ. 4 του Άρθρου 1, υπάρχουν καταγεγραμμένα τα «βήματα» που πρέπει να ακολουθήσει (πρώτα) η πΓΔΜ, για τη θέση σε ισχύ της Συμφωνίας. Προβλέπεται δηλαδή ότι εφόσον η πΓΔΜ ολοκληρώσει α) την κύρωση της Συμφωνίας από το κοινοβούλιό της, β) τη γνωστοποίηση προς την Ελλάδα ότι η Συμφωνία αυτή έχει κυρωθεί στο κοινοβούλιό της (κι αυτό γιατί η χώρας μας έχει αναλάβει συγκεκριμένες δεσμεύσεις ως προς αυτό), γ) την διεξαγωγή δημοψηφίσματος στην πΓΔΜ, εφόσον αυτή το αποφασίσει και δ) την έναρξη των Συνταγματικών τροποποιήσεων που χρειάζεται να γίνουν στο Σύνταγμα της πΓΔΜ, όπως αυτές προβλέπονται στην παρούσα Συμφωνία, οι οποίες και πρέπει να υλοποιηθούν στο σύνολό τους εντός του 2018, η Ελλάδα, μόλις λάβει από την πΓΔΜ την ειδοποίηση ότι έχει η πΓΔΜ ολοκληρώσει τις Συνταγματικές αλλαγές που προβλέπονται στη Συμφωνία αλλά και όλες τις εσωτερικές νομικές διαδικασίες για τη θέση σε ισχύ της Συμφωνίας, θα κυρώσει και αυτή, χωρίς καθυστέρηση, τη Συμφωνία.
Τα ζητήματα που προκύπτουν αρκετά, και χρήζουν ιδιαίτερης αναφοράς.
Κατ’ αρχήν δεν προβλέπεται πουθενά, και πώς θα μπορούσε άλλωστε, τι γίνεται σε περίπτωση που το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στην γειτονική χώρα, είναι αντίθετο με τη Συμφωνία. Ούτε φυσικά, το τι ενέργειες μπορεί να αναλάβει η κυβέρνηση του κ. Ζάεφ, είτε το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος είναι αρνητικό, είτε θετικό ως προς τη Συμφωνία.
Και εξηγούμαι.
Εάν οι πλειοψηφία των πολιτών της πΓΔΜ, επιλέξουν να τοποθετηθούν ΑΡΝΗΤΙΚΑ απέναντι στις προβλέψεις της Συμφωνίας, αυτό ΔΕΝ τη θέτει σε καμία περίπτωση άκυρη. Το μόνο αποτέλεσμα μιας τέτοιας εξέλιξης, θα έχει να κάνει με τις πολιτικές αποφάσεις της κυβέρνησης Ζάεφ. Κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει δηλαδή, την περίπτωση της πρόωρης διάλυσης της Βουλής της γειτονικής χώρας, και της προσφυγής στις κάλπες. Κι αυτό διότι ήδη, έχει προηγηθεί η κύρωση της Συμφωνίας από την Βουλή της πΓΔΜ, κάτι που σημαίνει ότι η απόφαση της πλειοψηφίας της παρούσας Βουλής, θα έρχεται σε αντίθεση με την απόφαση της πλειοψηφίας των πολιτών της χώρας. Σκοπός ουσιαστικά μιας τέτοιας απόφασης της κυβέρνησης Ζάεφ, η πρόωρη δηλαδή προσφυγή στις κάλπες, θα είναι το να προσπαθήσει να αλλάξει τη γνώμη των πολιτών της χώρας, «κερδίζοντας» πολιτικό χρόνο και εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι το σύνολο (σχεδόν) των θεσμικών -και όχι μόνο-  φορέων, τόσο της Ευρωπαϊκής όσο και της Διεθνούς πολιτικής σκηνής, έχουν ήδη τοποθετηθεί ευνοϊκά ως προς τη Συμφωνία.
Στην (απίθανη κατά τη γνώμη μου) αυτή περίπτωση, της αρνητικής δηλαδή ως προς τη Συμφωνία έκβασης του δημοψηφίσματος στην γειτονική χώρα, και σε περίπτωση προκήρυξης εκλογών εξ αυτού του λόγου, το λιγότερο που θα μπορεί να ελπίζει ο κ. Ζάεφ ως κέρδος, θα είναι η αύξηση των βουλευτικών εδρών της (πιθανόν) νέας του κυβέρνησης, ώστε να «περάσει» με μεγαλύτερη ευκολία τις Συνταγματικές  αλλαγές που προβλέπονται στη Συμφωνία.
Στην περίπτωση όμως που το αποτέλεσμα των εκλογών είναι τέτοιο, ώστε το εθνικιστικό VMRO-DPMNE του κ. Μίτσκοσκι μπορεί να σχηματίσει εκείνο κυβέρνηση, κάτι το οποίο δεν κατέστη εφικτό στην τελευταία εκλογική αναμέτρηση στην πΓΔΜ, παρά το ότι το κόμμα ήταν πρώτο σε ψήφους, είναι πιθανό να σημαίνει και την ακύρωση της Συμφωνίας. Ας το ελπίσουμε.
Τι γίνεται όμως σε περίπτωση που το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, είναι θετικό ως προς τη Συμφωνία ;
Ακόμη κι εδώ, τίποτε και κανείς, και πώς θα μπορούσε άλλωστε, να αποκλείσει το γεγονός της πρόωρης (και πάλι) προσφυγής στις κάλπες στην γειτονική χώρα. Μόνο που σε αυτή την περίπτωση, η στόχευση της σημερινής κυβέρνησης Ζάεφ, θα είναι ελαφρά διαφορετική και θα έχει να κάνει με την αύξηση των εδρών της κυβερνητικής του πλειοψηφίας, ώστε να «περάσουν» άμεσα και χωρίς προβλήματα οι Συνταγματικές αλλαγές που προβλέπονται στη Συμφωνία.
Τίποτε και κανείς βέβαια δεν μπορεί να αποκλείσει το γεγονός ότι, είτε σε περίπτωση  αρνητικής, είτε σε περίπτωση θετικής έκβασης του δημοψηφίσματος, η κυβέρνηση Ζάεφ να προσπαθήσει να «περάσει» τις απαιτούμενες Συνταγματικές αλλαγές, χωρίς προηγουμένως να έχουν διεξαχθεί εθνικές εκλογές στη χώρα. Το γεγονός ότι η «έναρξη της συζήτησης για τις Συνταγματικές αλλαγές» μπορεί να γίνει υπό την παρούσα σύνθεση της Βουλής (απαιτούνται μόλις 30 βουλευτές για να καταθέσουν την πρόταση, τους οποίους διαθέτει άνετα η σημερινή κυβέρνηση), σε συνδυασμό με το ότι, μπορεί μεν να προβλέπεται στη Συμφωνία ότι οι αλλαγές αυτές θα πρέπει να ολοκληρωθούν στο σύνολό τους εντός του 2018, χωρίς όμως κάτι τέτοιο να είναι απόλυτα δεσμευτικό, μιας και η υποχρέωση της πΓΔΜ είναι «με την ολοκλήρωση των Συνταγματικών τροποποιήσεων και των εσωτερικών νομικών διαδικασιών», να γνωστοποιήσει (“upon notification” στο αγγλικό κείμενο) στην Ελλάδα την ολοκλήρωση αυτών των διαδικασιών, ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟ ΧΡΟΝΙΚΟ πλαίσιο εντός του οποίου αυτή η γνωστοποίηση θα πρέπει να αποσταλεί, ώστε να προκύπτει ακυρότητα της Συμφωνίας σε περίπτωση παράβασής του, δίνει το δικαίωμα στην κυβέρνηση Ζάεφ να προσπαθήσει να «βρει» τους 11 περίπου βουλευτές που χρειάζεται, μιας και είναι ήδη γνωστό ότι η κύρωση της Συμφωνίας συγκέντρωσε ήδη 69 θετικές ψήφους από το σύνολο των 120 βουλευτικών εδρών της πΓΔΜ, ενώ για την αποδοχή των τροποποιήσεων του Συντάγματος, χρειάζονται 80 θετικές ψήφοι.
Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί, και ίσως να μην αποτελεί σύμπτωση, ότι μόλις τον περασμένο Απρίλιο, απορρίφθηκε στο κοινοβούλιο της γειτονικής χώρας, πρόταση δυσπιστίας την οποία είχε καταθέσει το VMRO-DMPNE, η οποία συγκέντρωσε μόλις 40 θετικές ψήφους, ενώ ο νέος αρχηγός του VMRO κ. Μίτσκοσκι, προσπαθεί να αλλάξει την εικόνα του κόμματος και να το μετατρέψει σε κεντροδεξιό, φιλοευρωπαϊκό και φιλοδυτικό, τηρώντας αποστάσεις από τις εθνικιστική γραμμή που ακολουθήθηκε τα προηγούμενα χρόνια.
Με το σύνολο των Ευρωπαϊκών αλλά και διεθνών οργανισμών και θεσμών, του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος στο οποίο το VMRODMPNE είναι μέλος, να έχουν ταχθεί υπέρ της Συμφωνίας, ελπίζω ο καθένας να κατανοεί ποιο πρόκειται (κατά πάσα πιθανότητα) να είναι το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος.
«Συνδετικός» δε «κρίκος» μεταξύ του κυβερνώντος πολιτικού σχηματισμού και του VMRO-DMPNE, είναι ο σημερινός υπουργός εξωτερικών της πΓΔΜ κ. Ντιμιτρόφ, ο οποίος και προέρχεται από αυτό.
Οι παράγραφοι 5 και 6 του Άρθρου 1, «ασχολούνται» με τυπικά θέματα γνωστοποιήσεων στα οποία θα πρέπει να προβεί η πΓΔΜ αμέσως μετά τη θέση σε ισχύ της Συμφωνίας. Μετά δηλαδή και από την κύρωσή της από το Ελληνικό κοινοβούλιο. Γνωστοποιήσεις οι οποίες θα σταλούν από την πΓΔΜ προς το σύνολο των διεθνών, πολυμερών και περιφερειακών οργανισμών, θεσμών και fora, με τις οποίες θα ζητά στο εξής να χρησιμοποιούν το νέο όνομα της χώρας, σε κάθε τους επικοινωνία και αναφορά, οποιασδήποτε μορφής.
Στην παράγραφο 7 του ίδιου Άρθρου, εντοπίζουμε μία ακόμη αναφορά στις … εξαιρέσεις της Συμφωνίας. Εδώ, ως εξαίρεση από όσα η παράγραφος προβλέπει, γίνεται μνεία σε δύο επόμενες παραγράφους του Άρθρου 1, τις 9 και 10. Μέσα στην αντιφατικότητά της, η παράγραφος αυτή αναφέρει ότι «Από τη θέση σε ισχύ της Συμφωνίας, και με την επιφύλαξη των διατάξεων του Άρθρου 1(9) και (10), οι όροι «Μακεδονία», «Δημοκρατίας της Μακεδονίας», «ΠΓΔ της Μακεδονίας», «ΠΓΔ Μακεδονίας» σε μεταφρασμένη ή αμετάφραστη εκδοχή, καθώς και το προσωρινό όνομα «η πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας» και το ακρωνύμιο «πΓΔΜ», θα σταματήσουν να χρησιμοποιούνται για να αναφέρονται στο Δεύτερο Μέρος (δηλαδή την πΓΔΜ) σε οιοδήποτε επίσημο πλαίσιο».
Ήδη παραπάνω, έχω αναφέρει ότι στο Άρθρο 7 της Συμφωνίας, έχει γίνει κοινά αποδεκτό και από τις δύο χώρες, ότι οι όροι «Μακεδονία» και «Μακεδόνας» (και Μακεδονικός/η/ο), μπορούν να χρησιμοποιούνται ΚΑΙ από τις δύο χώρες, εφόσον δίνουν σε αυτούς τους όρους … διαφορετικό νόημα, όσον αφορά την ιστορικότητά τους και την πολιτιστική τους κληρονομιά.
Ποιος ο λόγος λοιπόν της ύπαρξης αυτής της παραγράφου ;
Κατά τη γνώμη μου, πρόκειται για α) μία «εισαγωγή» στην παραβίαση του erga omnes, όπως ήδη ανέφερα και θα αναλύσουμε παρακάτω, και για ένα απροσδιόριστο χρονικά πλαίσιο, και β) για μία απαγόρευση, κυρίως προς την Ελλάδα, όσον αφορά τη συνέχιση της χρήσης των ονομάτων που αναφέρονται σε αυτή την παράγραφο, «σε οιοδήποτε επίσημο πλαίσιο».
Είναι σίγουρο ότι … ανεπίσημα, θα υπάρχουν αντικρουόμενες αναφορές στο γειτονικό μας κράτος.
Η παράγραφος 8, ουσιαστικά επιβεβαιώνει αυτό που ανέφερα λίγο πιο πάνω. Προβλέπει δηλαδή ότι από τη θέση σε ισχύ της Συμφωνίας, ειδικά η Ελλάδα και η πΓΔΜ, και πάλι όμως με την εξαίρεση των παραγράφων 9 και 10 του ίδιου Άρθρου, οι οποίες όμως αφορούν ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ την πΓΔΜ, « … θα χρησιμοποιούν το όνομα και τις ορολογίες του Άρθρου 1(3), για όλες τις χρήσεις και για όλους τους σκοπούς erga omnes, ήτοι, εσωτερικά, σε όλες τις διμερείς σχέσεις τους και σε όλους τους περιφερειακούς και διεθνείς οργανισμούς και θεσμούς». Με λίγα λόγια, από την κύρωση της Συμφωνίας και από το Ελληνικό κοινοβούλιο, κι ενώ η πΓΔΜ θα διαθέτει ένα σχετικά απροσδιόριστο χρονικό διάστημα για να συμμορφωθεί με τις προβλέψεις χρήσης του σημερινού της ονόματος στο εσωτερικό (κυρίως) της χώρας, η Ελλάδα, ακόμη κι αν πρόκειται για εσωτερική της αλληλογραφία, η οποία όμως θα αναφέρεται στο γειτονικό κράτος, υποχρεούται να αναφέρεται σε αυτό με το καινούργιο του όνομα.
Και ας έρθουμε στις παραγράφους 9 και 10 του Άρθρου 1.
Αν και στην παράγραφο 9, έχω ήδη αναφερθεί πιο πάνω, ελπίζω να μου επιτρέψει ο αναγνώστης να αναφερθώ και πάλι, επαναλαμβάνοντας την κριτική μου, έτσι ώστε να γίνει απόλυτα πλέον κατανοητό, το πόσο αντιφατική και αυτοαναιρούμενη είναι σχεδόν στο σύνολό της, αυτή η Συμφωνία.
Σε αυτή την παράγραφο λοιπόν, αναφέρεται ότι η πΓΔΜ «χωρίς καθυστέρηση ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΗ ΧΡΗΣΤΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ, θα πάρει όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε οι αρμόδιες Αρχές της χώρας στο εξής εσωτερικά να χρησιμοποιούν το όνομα και τις ορολογίες του Άρθρου 1(3) της παρούσας συμφωνίας σε όλα τα ΝΕΑ επίσημα έγγραφα, αλληλογραφία και συναφές υλικό» (τα κεφαλαία δικά μου). Η κριτική μου εδώ έχει να κάνει με το ποιος βεβαιώνει και αν μπορεί να ελέγξει ή και να παρέμβει στο πώς, πότε και εάν η πΓΔΜ ακολουθεί ή πρόκειται να ακολουθήσει τη «χρηστή διοικητική πρακτική» όπως την εννοούμε και την εφαρμόζουμε, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο σύγχρονο δυτικό πολιτισμό και διοικητική οργάνωση.
Αν δε, λάβουμε υπ’ όψιν και την πρόβλεψη της παρ. 10(β) του ίδιου Άρθρου, όπου αναφέρεται ότι «Η “πολιτική” μεταβατική περίοδος θα αφορά όλα τα έγγραφα και υλικό αποκλειστικά για εσωτερική χρήση στο Δεύτερο Μέρος. Η έκδοση των εγγράφων και υλικού που εμπίπτουν σε αυτήν την κατηγορία σύμφωνα με το Άρθρο 1(3), ΘΑ ΞΕΚΙΝΑ ΣΤΟ ΑΝΟΙΓΜΑ ΚΑΘΕ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΤΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΤΗΣ Ε.Ε. ΣΤΟ ΣΥΝΑΦΕΣ ΠΕΔΙΟ, ΚΑΙ ΘΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΘΕΙ ΕΝΤΟΣ ΠΕΝΤΕ ΕΤΩΝ ΑΠΟ ΤΟΤΕ» (τα κεφαλαία δικά μου), καταλαβαίνουμε ότι οποιοδήποτε εσωτερικό έγγραφο φέρει σήμερα την ένδειξη «Δημοκρατία της Μακεδονίας», δεν είναι απαραίτητο να αλλάξει άμεσα με την έναρξη της ισχύος της συμφωνίας, αλλά ΜΟΝΟ ΟΤΑΝ η πΓΔΜ ξεκινήσει τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις της με την Ε.Ε., και ΜΟΝΟ ΟΤΑΝ «ανοίξει» συναφές με το αντικείμενο κεφάλαιο, και ΜΟΝΟ ΟΤΑΝ περάσουν πέντε χρόνια από τότε. Αρκεί νομίζω να αναφέρω ότι οι διαπραγματεύσεις αυτές μπορεί να διαρκέσουν αρκετά χρόνια, τόσα όσα θα κρίνει η πΓΔΜ ότι τη συμφέρει να καθυστερήσει ή όχι.
Εάν αυτή η πρόβλεψη (επαναλαμβάνω) δεν είναι ευθεία εξαίρεση (αν όχι παραβίαση) του “erga omnes”, τότε δε γνωρίζω τι μπορεί να είναι.
Ως συνέχεια της κριτικής μου ανάλυσης στην παρ. 10, θα πρέπει να αναφερθώ και στην «τεχνική μεταβατική περίοδο» που αυτή προβλέπει. Η πλήρης εισαγωγή της παρ. 10 στο κείμενο, είναι η εξής «Σε ότι αφορά την εγκυρότητα των υφιστάμενων εγγράφων και υλικού που εκδόθηκαν από της αρχές του Δεύτερου Μέρους (της πΓΔΜ), τα μέρη συμφωνούν ότι θα υπάρξουν δύο μεταβατικές περίοδοι, μία «τεχνική» και μία «πολιτική». Έχοντας αναφερθεί ήδη στην «πολιτική μεταβατική περίοδο», η «τεχνική» αφορά « … όλα τα επίσημα έγγραφα και υλικό της Δημόσιας Διοίκησης του Δεύτερου Μέρους (της πΓΔΜ), για διεθνή χρήση και εκείνα για εσωτερική χρήση που μπορούν να χρησιμοποιηθούν στο εξωτερικό. Αυτά τα έγγραφα και υλικό, θα ανανεώνονται σύμφωνα με το όνομα και τις ορολογίες που αναφέρονται στο Άρθρο 1(3) της παρούσας Συμφωνίας, εντός πέντε ετών από τη θέση σε ισχύ της παρούσας Συμφωνίας, το αργότερο».
Μέχρι και το 2023-2024 λοιπόν, η Ελλάδα, ακόμη και με τη θέση σε ισχύ της Συμφωνίας, θα είναι υποχρεωμένη να δέχεται ακόμη τα διαβατήρια των πολιτών της γειτονικής χώρας τα οποία δεν έχει ακόμη λήξει η διάρκεια ισχύος τους, που θα αναφέρουν «Δημοκρατία της Μακεδονίας», χωρίς καμία επιφύλαξη, σημείωση ή ότι άλλο.
Είναι δε άξιο απορίας, πόσοι από τα 2 εκατομμύρια περίπου πολίτες της πΓΔΜ, διαθέτουν σήμερα διαβατήρια και πόσα από αυτά είναι κοντά στη λήξη τους ή πρόκειται να λήξουν ΜΕΤΑ τη θέση σε ισχύ της Συμφωνίας, μιας και, ειδικά το δεύτερο, δεν προσδιορίζεται επακριβώς χρονικά, ώστε να υπάρξει τόσο μεγάλη ανάγκη ύπαρξης αυτής της πρόβλεψης για την «τεχνική μεταβατική περίοδο» των πέντε ετών.
Το σίγουρο είναι ότι το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα, και μέχρι τη θέση σε ισχύ της Συμφωνίας, αρκετοί από τους πολίτες που τα διαβατήριά τους λήγουν σε λίγους μήνες, θα σπεύσουν να τα ανανεώσουν, ώστε για τουλάχιστον πέντε ακόμη χρόνια, αυτά να αναφέρουν το σημερινό Συνταγματικό όνομα της χώρας. «Δημοκρατία της Μακεδονίας».
Η παρ.11 του Άρθρου 1 προβλέπει το χρονικό όριο με βάση το οποίο θα πρέπει να ξεκινήσουν οι διαδικασίες των Συνταγματικών αλλαγών στην πΓΔΜ. Αυτό δε προσδιορίζεται είτε μετά την κύρωση της Συμφωνίας από το κοινοβούλιο της γειτονικής χώρας, είτε μετά την διεξαγωγή του δημοψηφίσματος εκεί. Η αισιοδοξία (σε βαθμό βεβαιότητας) για τη θετική έκβαση του δημοψηφίσματος, είναι (αν μη τι άλλο) εμφανής.
Η σημαντικότητα της  παρ. 12 του ίδιου Άρθρου, έχει να κάνει τόσο με τον τρόπο που οι αλλαγές του Συντάγματος της πΓΔΜ πρέπει να γίνουν, ώστε να συμβαδίζουν με τις προβλέψεις της Συμφωνίας, όσο και με το ποια ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΑ Άρθρα του Συντάγματος αλλά και του Προοιμίου του, θα πρέπει οπωσδήποτε να αλλάξουν. Αναφέρει χαρακτηριστικά ότι « … το όνομα και οι ορολογίες … θα ενσωματωθούν στο Σύνταγμα enbloc, με μία τροποποίηση». Δεν παρέχεται δηλαδή το δικαίωμα στην πΓΔΜ, να ενσωματώσει τις τροποποιήσεις που πρέπει να γίνουν, σε διαφορετικές χρονικά τροποποιήσεις του Συντάγματος. Όλες οι αλλαγές, θα πρέπει να γίνουν όλες μαζί, την ίδια χρονική στιγμή. Επίσης, οι αλλαγές αυτές (στο όνομα και τις ορολογίες) θα πρέπει να γίνουν ταυτόχρονα σε όλα τα σχετικά Άρθρα του Συντάγματος. Παράλληλα, η πΓΔΜ, θα πρέπει να τροποποιήσει «κατάλληλα» τόσο το Προοίμιο του Συντάγματός της, όσο και ειδικά τα Άρθρα 3 και 49, ώστε να συμβαδίζουν, τόσο με τις προβλέψεις της Συμφωνίας, όσο και με το γενικότερο «πνεύμα» της.
Κι αυτό διότι τα Άρθρα 3 και 49, θεωρούνται ως εκείνα που κατεξοχήν προβάλουν τις αλυτρωτικές διαθέσεις της γειτονικής χώρας. Σε παλαιότερη τροποποίηση του Άρθρου 3 του Συντάγματος της πΓΔΜ τονίζεται πως, παρότι η χώρα δεν διαθέτει «εδαφικές αξιώσεις έναντι οποιουδήποτε γειτονικού κράτους», «τα σύνορα της Δημοκρατίας της Μακεδονίας μπορούν να αλλάξουν, μόνο σε συμφωνία με το Σύνταγμα και την αρχή της ελεύθερης βούλησης, όπως επίσης και σε συμφωνία με τους γενικώς αποδεκτούς διεθνείς κανόνες». Στο δε Άρθρο 49, το οποίο είχε και αυτό τροποποιηθεί μετά την Ενδιάμεση Συμφωνία του 1995, διευκρινίζεται ακόμη και σήμερα ότι «η Δημοκρατία φροντίζει για το καθεστώς και τα δικαιώματα των ατόμων εκείνων που ανήκουν στο Μακεδονικό λαό σε γειτονικές χώρες, όπως επίσης και για τους εκπατρισμένους Μακεδόνες, συνδράμει στην πολιτιστική ανάπτυξη και προωθεί τους δεσμούς με εκείνους». Στην προαναφερόμενη  τροποποίηση, προστέθηκε απλά πως «κατά την άσκηση αυτής της μέριμνας, η Δημοκρατία δεν θα παρεμβαίνει στα κυριαρχικά δικαιώματα άλλων κρατών ή στις εσωτερικές τους υποθέσεις».
Είναι απόλυτα κατανοητό από τον καθένα, ότι οι τελευταίες αυτές τροποποιήσεις και η σημερινή τελική μορφή αυτών των Άρθρων, δεν μπορεί σε κανένα βαθμό να ικανοποιεί την Ελλάδα. Κρίθηκε, και ορθώς, ότι θα πρέπει να αλλάξουν διατύπωση, χωρίς όμως η διατύπωση αυτή να έχει συμφωνηθεί !
Εναπόκειται στην «καλή διάθεση» των γειτόνων ; Σε νέες συνεχιζόμενες επαφές μεταξύ των δύο κυβερνήσεων, ώστε να καταλήξουν στην ακριβή διατύπωση των Άρθρων ; Και ποιος εγγυάται ότι η νέα διατύπωση, εάν δεν προέλθει από νέα Συμφωνία μεταξύ των δύο κρατών, θα είναι αποδεκτή από την Ελλάδα ; Ουδείς σήμερα γνωρίζει. Η ασάφεια και η αοριστία, σε όλο τους το «μεγαλείο».
Αυτό δε που κάνει εντύπωση, είναι ότι απουσιάζει από το συγκεκριμένο άρθρο, η σαφής δέσμευση για την αλλαγή του Άρθρου 7 του Συντάγματος της πΓΔΜ, στο οποίο προσδιορίζεται πως «επίσημη γλώσσα της Δημοκρατίας της Μακεδονίας είναι η μακεδονική γλώσσα, που γραπτώς αποδίδεται με τη χρήση κυριλλικού αλφαβήτου».  Κι αυτό διότι, όπως έχω ήδη επισημάνει, μπορεί στην παρ. 4 του Άρθρου 7 (οποία σύμπτωση !) της Συμφωνίας, να αναφέρεται ότι «η μακεδονική γλώσσα ανήκει στην ομάδα των Νότιων Σλαβικών γλωσσών», αυτό όμως δεν παύει να αποτελεί μία «ΣΗΜΕΙΩΣΗ» για την πΓΔΜ, την οποία είναι σχεδόν σίγουρο ότι η γειτονική χώρα ΔΕ ΘΑ ΕΠΙΛΕΞΕΙ ΝΑ ΣΥΜΠΕΡΙΛΑΒΕΙ στην τροποποίηση του Συντάγματός της. Άλλωστε, οι συνεχείς αναφορές στην τροποποίηση του Συντάγματος της πΓΔΜ, έχουν ως αντικείμενό τους τις προβλέψεις του Άρθρου 1 και κυρίως της παρ. 3 αυτού, και κανενός άλλου.
Αβλεψία; Άλλη μία παραχώρηση της Ελλάδας στο «βωμό» μιας οποιασδήποτε Συμφωνίας ; Ο καιρός θα δείξει.
Κλείνοντας την κριτική ανάλυση του Άρθρου 1, στην παρ. 13 γίνεται αναφορά στην περίπτωση ύπαρξης «σφαλμάτων, λαθών και παραλείψεων στην ορθή αναφορά του ονόματος και των ορολογιών που αναφέρονται στο Άρθρο 1(3) της παρούσας Συμφωνίας».  Πού όμως ; Όχι στις τροποποιήσεις του Συντάγματος της πΓΔΜ, αλλά «στο πλαίσιο των διεθνών, πολυμερών και περιφερειακών οργανισμών, θεσμών, αλληλογραφίας, συναντήσεων και fora, καθώς και σε όλες τις διμερείς σχέσεις του Δεύτερου Μέρους (της πΓΔΜ) με τρίτα κράτη και οντότητες».
Εάν δηλαδή οι τροποποιήσεις του Συντάγματος της γειτονικής χώρας, έτσι όπως αυτές αποφασιστούν και προταθούν από την κυβέρνηση Ζάεφ, οι οποίες όμως θα συμβαδίζουν με τις προβλέψεις για το όνομα και τις ορολογίες του Άρθρου 1(3) της Συμφωνίας, δε βρίσκουν απόλυτα σύμφωνη την Ελλάδα, για οποιουσδήποτε λόγους, αλλά (φοβάμαι) κυρίως στις αλλαγές των Άρθρων 3, 7 (αν αλλάξει)  και 49 του Συντάγματος, η χώρα μας, με βάση την παράγραφο 13 του Άρθρου 1, δε θα έχει κανέναν απολύτως λόγω παρέμβασης για την διόρθωσή τους.
Τι γίνεται λοιπόν αν εντοπιστούν τέτοια «λάθη» και μόνο εκεί που αναφέρεται στη συγκεκριμένη παράγραφο;
Ό,τι και σήμερα. Η Ελλάδα, αλλά αυτή τη φορά ΚΑΙ η πΓΔΜ, θα έχει το δικαίωμα «να ζητήσει την άμεση διόρθωσή τους, και την αποφυγή παρόμοιων σφαλμάτων στο μέλλον».
Και είπαμε, ΜΟΝΟ «στο πλαίσιο των διεθνών, πολυμερών και περιφερειακών οργανισμών, θεσμών, αλληλογραφίας, συναντήσεων και fora, καθώς και σε όλες τις διμερείς σχέσεις της πΓΔΜ με τρίτα κράτη και οντότητες».
Συνεχίζοντας την κριτική ανάλυση της Συμφωνίας μεταξύ Ελλάδας και πΓΔΜ, και όσον αφορά το Άρθρο 2 αυτής της Συμφωνίας, διαβάζουμε στην παρ. 1 «Το πρώτο Μέρος(δηλαδή η Ελλάδα) συμφωνεί να μην αντιταχθεί στην υποψηφιότητα ή την ΕΝΤΑΞΗ (membership στο αγγλικό κείμενο) του Δεύτερου Μέρους, υπό το όνομα και τις ορολογίες του Άρθρου 1(3) της παρούσας Συμφωνίας, σε διεθνείς, πολυμερής και περιφερειακούς οργανισμούς και θεσμούς, όπου το Πρώτο Μέρος είναι μέλος» (τα κεφαλαία και τα εντός παρενθέσεων δικά μου).
Κι αν μέχρι σήμερα η Ελλάδα (και όχι μόνο) ήταν αντίθετη στην «υποψηφιότητα» της πΓΔΜ, λόγω της μη επίλυσης του ονοματολογικού ζητήματος της γείτονος, πλέον, με αυτή την πρόβλεψη και αυτή την διατύπωση, η χώρας μας (κατά τη γνώμη μου) παραιτείται εκ των προτέρων ακόμη και στην δυνατότητά της να εκφράσει τις όποιες αντιρρήσεις της στην «ένταξη» της πΓΔΜ σε διεθνείς, πολυμερής και περιφερειακούς οργανισμούς, ανεξάρτητα του εάν οι αντιρρήσεις αυτές θα είχαν να κάνουν με ζητήματα ΕΚΤΟΣ αυτού που είχε να κάνει με την ονομασία της πΓΔΜ !!
Ως γνωστό, τα κριτήρια για την ένταξη (και όχι απλά την υποψηφιότητα) μιας χώρας σε διεθνείς ή άλλους οργανισμούς, έχουν να κάνουν με πολλά και διάφορα ζητήματα, όπως  (πχ) τα Κριτήρια της Κοπεγχάγης που έχουν θεσπιστεί έτσι ώστε να αποφασίζεται αντικειμενικά η καταλληλότητα μιας χώρας για τη προσχώρησή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, και έχουν να κάνουν με την λειτουργία της Δημοκρατίας στην υποψήφια χώρα ( πχ ανώτατη εκτελεστική εξουσία περιορισμένη από τους νόμους, δικαστική ανεξαρτησία και το δικαίωμα των πολιτών να προσφεύγουν ελεύθερα στη δικαιοσύνη, την ελευθερία του λόγου και του τύπου καθώς και το δικαίωμα της προσωπικής έκφρασης αλλά και τη συνδικαλιστική ελευθερία), την ύπαρξη κράτους δικαίου, τα ανθρώπινα δικαιώματα, την οικονομική σταθερότητα αλλά και τη νομική προσαρμογή της υποψήφιας χώρας, έτσι ώστε να μην έρχεται σε αντίθεση με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο.
Κρίθηκε ήδη δηλαδή από την Ελλάδα, με βάση την διατύπωση της παρ. 1 του Άρθρου 2, ότι η πΓΔΜ πληρεί το σύνολο αυτών των κριτηρίων, και συμφώνησε να μην αντιταχθεί στην ΕΝΤΑΞΗ της στην Ευρωπαϊκή Ένωση ;!
Κι ας μην ξεχνάμε ότι το Άρθρο 1(3) της Συμφωνίας, δεν αναφέρεται μόνο στο όνομα της πΓΔΜ, αλλά και στην ιθαγένεια, και στη γλώσσα, και στην έννοια που κάθε χώρα ξεχωριστά δίνει στους όρους «Μακεδονία» και «Μακεδόνας» (και Μακεδονικός/η/ο). Εξ ου και η αναφορά στη συγκεκριμένη παράγραφο «υπό το όνομα και τις ορολογίες του Άρθρου 1(3) της παρούσας Συμφωνίας».
Ίσως να γίνομαι υπερβολικός, αλλά (ακόμη και) εδώ, θα έπρεπε να ισχύει το «φύλαγε τα ρούχα σου …»
Η παρ. 2 του ίδιου Άρθρου, απλά επιβεβαιώνει ότι η πΓΔΜ «θα επιδιώκει (shall seek στο αγγλικό κείμενο) ένταξη σε διεθνείς (κλπ) οργανισμούς και θεσμούς, υπό το όνομα και τις ορολογίες του Άρθρου 1(3) της παρούσας Συμφωνίας». Ο μόνος λόγος ύπαρξης αυτής της παραγράφου, είναι απλά για να επιβεβαιώσει το … αυτονόητο. Ότι δηλαδή, η πΓΔΜ δε θα επιδιώξει να ενταχθεί σε διεθνείς ή άλλους οργανισμούς, με όνομα (και ορολογίες) διαφορετικές από αυτές που υπάρχουν στη Συμφωνία.
Αυτό, με όλα όσα έχουν προηγηθεί (κι όσα θα ακολουθήσουν) στην Ελλάδα το λέμε και … «ακριβοί στα πίτουρα …»
Η παρ. 3 του Άρθρου 2, επιτείνει αυτό που ήδη έχει προβλέψει η παρ. 1 του ίδιου Άρθρου !
Αναφέρει χαρακτηριστικά. «Από τη θέση σε ισχύ της παρούσας Συμφωνίας, κατ’ εφαρμογή του Άρθρου 1 αυτής …» ΠΡΟΣΕΞΤΕ, του Άρθρου 1 ΣΤΟ ΣΥΝΟΛΟ του πλέον, όχι απλά «του Άρθρου 1(3) όπως αναφερόταν, αλλά με βάση τις προβλέψεις ΚΑΙ ΤΩΝ 13ων παραγράφων του, «το Πρώτο Μέρος θα κυρώσει οποιαδήποτε Συμφωνία  εισδοχής του Δεύτερου Μέρους (δηλαδή της πΓΔΜ), σε διεθνείς Οργανισμούς, στους οποίους το Πρώτο Μέρος είναι μέλος»
Αρκεί δηλαδή, με βάση αυτή την διατύπωση-πρόβλεψη, μία απλή αίτηση της πΓΔΜ, σε όλους τους Διεθνείς Οργανισμούς όπου η Ελλάδα είναι μέλος, ώστε οι όποιες αντιρρήσεις της χώρας μας, που ΔΕΝ έχουν να κάνουν με το ζήτημα της ονομασίας της πΓΔΜ, αλλά αυτή τη φορά ΚΑΙ με τους διεθνείς κωδικούς αναγνώρισης της γείτονος, ΚΑΙ με το εάν ιδιωτικοί φορείς θα χρησιμοποιούν το όνομα της «Μακεδονίας» χωρίς το προσδιοριστικό «Βόρεια», ΚΑΙ σε σχέση με τα εμπορικά σήματα, ονομασίες και επωνυμίες, ΚΑΙ σε σχέση με το χρονικό ορίζοντα αλλαγής των εγγράφων που χρησιμοποιούνται τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό από τους πολίτες της πΓΔΜ, να … εξαφανιστούν ;!
Απορώ γιατί τόσα χρόνια διαπραγματευόμασταν  !
Και πάμε στην παρ. 4 του Άρθρου 2, για να διευκρινίσουμε (μια και καλή) όσα φαιδρά και ανόητα (ή και ψευδή) έχουν ακουστεί μέχρι σήμερα, και έχουν να κάνουν με την εισδοχή της πΓΔΜ στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ, και τα «βήματα» που πρέπει να γίνουν, έτσι όπως επακριβώς προβλέπονται από τη Συμφωνία.
Οι προβλέψεις της παρ.4, αναφέρουν ξεκάθαρα στο εδάφιο (α) αυτής, ότι η πΓΔΜ «θα επιδιώξει ένταξη στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ, υπό το όνομα και τις ορολογίες του Άρθρου 1 της παρούσας Συμφωνίας».
Σημειώνω και πάλι. ΣΥΝΟΛΙΚΑ του Άρθρου 1, και ΟΧΙ ΜΟΝΟ της παρ.3.  Τι σημαίνει αυτό ; Ότι είναι πολύ πιθανό, ο στρατός της γείτονος εντός του ΝΑΤΟ, να ονομάζεται «Μακεδονικός» ! Ούτε «Βορειομακεδονικός», ούτε «ο στρατός της Βόρειας Μακεδονίας», ούτε οτιδήποτε άλλο. Κι αυτό γιατί απλά, οι γείτονές μας θα μπορούν να επικαλεστούν την διαφορετική έννοια που δίνουν στη λέξη «Μακεδονικός» η οποία είναι «διακριτώς διαφορετική» από  την έννοια που δίνει σε αυτόν η Ελλάδα, ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΑ ΟΣΑ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 7 της Συμφωνίας, στο οποίο γίνεται ευθεία αναφορά-παραπομπή στο εδάφιο (δ) της παρ. 3 του Άρθρου 1 αυτής.
Ότι, επίσης και για τον ίδιο ως άνω λόγο, τόσο οι πολίτες με διαβατήρια με τη σήμανση «Δημοκρατία της Μακεδονίας», όσο και τα προϊόντα της πΓΔΜ με ετικέτες «Μακεδονικός/η/ο» θα μπορούν να «κυκλοφορούν» ελεύθερα εντός της ΕΕ, με βάση τα όσα προβλέπει η Συμφωνία στην παρ. 10 αλλά και στο εδάφιο (θ) της παρ. 3 του Άρθρου 1 αυτής.
Ξεκάθαρα πράγματα.
Το εδάφιο (β) της παρ. 4 του Άρθρου 2, αναφέρεται στις ενέργειες που πρέπει να ακολουθήσει η Ελλάδα, όσον αφορά την υποστήριξη της ένταξης της πΓΔΜ στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ.
Τι ακριβώς προβλέπεται λοιπόν.
Ότι με τη λήψη από την Ελλάδα της γνωστοποίησης από την πΓΔΜ ότι η Συμφωνία έχει κυρωθεί από το κοινοβούλιο της τελευταίας, η Ελλάδα θα :
Α) «γνωστοποιήσει στον Πρόεδρο του Συμβουλίου της ΕΕ, ότι υποστηρίζει την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων στην ΕΕ της πΓΔΜ, υπό το όνομα και τις ορολογίες του Άρθρου 1 της Συμφωνίας». Τελεία. Χωρίς όρουςχωρίς προϋποθέσεις και μάλιστα έχοντας πάντα υπ’ όψιν την πρόβλεψη της παρ. 1 του ίδιου Άρθρου 2 της Συμφωνίας, όπου η Ελλάδα συμφώνησε να μην αντιταχθεί, ΟΧΙ ΜΟΝΟ στην έναρξη των διαπραγματεύσεων με την ΕΕ, αλλά και ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΤΗΝ ΕΝΤΑΞΗ της γείτονος σε αυτή !
Β) «γνωστοποιήσει στον Γενικό Γραμματέα του ΝΑΤΟ, ότι υποστηρίζει να απευθυνθεί πρόσκληση ένταξης προς την πΓΔΜ από το ΝΑΤΟ». Εδώ όμως, υπάρχει η πρόβλεψη δύο όρων τους οποίους θα πρέπει να τηρήσει η πΓΔΜ. Ο πρώτος, εξαιρετικά περίεργος κατά την προσωπική μου άποψη, έχει να κάνει με την έκβαση του δημοψηφίσματος στη γειτονική χώρα. Το αποτέλεσμα δηλαδή του δημοψηφίσματος, θα πρέπει να «συνάδει με» (ή να είναι «συνεπές με» σύμφωνα με την ακριβή μετάφραση του “consistent with” του αγγλικού κειμένου) τη Συμφωνία. Ο δεύτερος όρος έχει να κάνει με τις Συνταγματικές αλλαγές στις οποίες θα πρέπει να προβεί η πΓΔΜ. Θα πρέπει δηλαδή να έχουν ολοκληρωθεί και ψηφιστεί από το κοινοβούλιο της γειτονικής χώρας στο σύνολό τους, έτσι όπως προβλέπονται στη Συμφωνία.
Μόνο όταν ΚΑΙ ΟΙ ΔΥΟ ΟΡΟΙ εκπληρωθούν από πλευράς της πΓΔΜ, μόνο τότε η Ελλάδα «θα κυρώσει το Πρωτόκολλο για την ένταξη της πΓΔΜ στο ΝΑΤΟ». Προβλέπεται μάλιστα ότι η κύρωση αυτή θα ολοκληρωθεί μαζί με την διαδικασία κύρωσης της παρούσας Συμφωνίας, εννοώντας (έτσι όπως προσωπικά το καταλαβαίνω) ότι η κύρωση της ένταξης της πΓΔΜ από τη χώρα μας στο ΝΑΤΟ, θα γίνει μαζί με την κύρωση της Συμφωνίας από το Ελληνικό κοινοβούλιο (ότι μπορεί να σημαίνει χρονικά αυτό το «μαζί»).
Όσον αφορά τον πρώτο όρο, αυτόν της οπωσδήποτε θετικής έκβασης του δημοψηφίσματος στη γειτονική χώρα, δύο πράγματα μπορεί να συμβαίνουν. Είτε η βεβαιότητα για την θετική έκβαση του δημοψηφίσματος είναι τόσο μεγάλη, που δεν προκάλεσε αντιρρήσεις από την πλευρά της πΓΔΜ για την μη συμπερίληψη ενός τέτοιου όρου στη Συμφωνία, είτε το ερώτημα που πρόκειται να τεθεί στους πολίτες της πΓΔΜ θα είναι τέτοιο, που ναι μεν να είναι «συνεπές με» τη Συμφωνία, ταυτόχρονα όμως θα «προτρέπει» τους πολίτες προς τη θετική τους ψήφο. Ένα ερώτημα (πχ) του τύπου «Συμφωνείται με την είσοδο της χώρας στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ, σύμφωνα με τα όσα προβλέπει η Συμφωνία …κλπ», σίγουρα είναι τελείως διαφορετικό από το «Συμφωνείτε με την αλλαγή του ονόματος και τις απαιτούμενες Συνταγματικές τροποποιήσεις …κλπ».
Όσον αφορά τον δεύτερο όρο, είναι σίγουρα σημαντικός, καθώς σημαίνει ότι η πΓΔΜ θα έχει ολοκληρώσει το σύνολο των υποχρεώσεών της απέναντι στα όσα προβλέπει η Συμφωνία, τουλάχιστον στα σημαντικότερα ζητήματα αυτής, όπως το όνομα και οι Συνταγματικές τροποποιήσεις.
Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τις τελευταίες εξελίξεις επί του ζητήματος και μετά την κύρωση της Συμφωνίας από την Βουλή της πΓΔΜ, ο υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας κ. Κοτζιάς έχει στείλει τις σχετικές επιστολές που προβλέπονται στα εδάφια (α) και (β) της παρ.4 του Άρθρου 2 της Συμφωνίας, τόσο προς την ΕΕ, όσο και προς το ΝΑΤΟ.
Το (σχετικά) περίεργο εδώ είναι ότι ο Πρόεδρος της γειτονικής χώρας κ. Ιβάνοφ, δήλωσε ότι δεν πρόκειται να υπογράψει τη σχετική κύρωση της Συμφωνίας, και θα την αναπέμψει ώστε να ξανασυζητηθεί, όπως άλλωστε αναμενόταν. Πριν δηλαδή καν την ΟΡΙΣΤΙΚΗ κύρωση από την Βουλή της πΓΔΜ, η οποία θα πρέπει να φέρει υποχρεωτικά και την υπογραφή του Προέδρου της χώρας, σπεύσαμε να στείλουμε τις σχετικές επιστολές προς τους δύο διεθνείς οργανισμούς, αποδεχόμενοι ίσως το … «τετελεσμένο» του πράγματος!
Πιθανόν για να αποδειχθεί ότι … και άλλες χώρες έχουν πρόβλημα, τόσο με την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων στην ΕΕ της πΓΔΜ, όπως ήδη (ενόσω γράφονται αυτές οι γραμμές) συνέβαινε και συνεχίζει να συμβαίνει (έχει δοθεί αναβολή στο ζήτημα για τον Ιούνιο του 2019), όσο και με την πρόσκληση ένταξής της στο ΝΑΤΟ. Αυτό όμως θα μπορούσε να αναδειχθεί και μετά την οριστική κύρωση της Συμφωνίας από την πΓΔΜ, η οποία θα έφερε και την υπογραφή του Προέδρου της χώρας. Προς τι η βιασύνη λοιπόν ; Μάλλον για να … βοηθηθεί ο κ. Ζάεφ στο δημοψήφισμα, εφόσον (έστω και μετά την αναβολή της συζήτησης στην ΕΕ), θα έχει «στα χέρια του το χαρτί» της έναρξης των διαπραγματεύσεων (τον Ιούνιο του 2019).
Προσπερνώ το Άρθρο 3 της Συμφωνίας, από το οποίο, αν εξαιρέσει κανείς το προοίμιό της, ξεκινούν οι … «αντιγραφές» από τα Άρθρα και τις παραγράφους της Ενδιάμεσης Συμφωνίας του 1995 (τα Άρθρα 2, 3 και 4 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας (πχ), έχουν μεταφερθεί και μετατραπεί στις τρεις πρώτες παραγράφους του Άρθρου 3 της παρούσας). Εξαίρεση αποτελεί η παρ.4 του Άρθρου, η οποία αναφέρεται, κατ’ αρχήν στην δέσμευση και των δύο χωρών «να μην επιχειρούν, υποκινούν, υποστηρίζουν ή/και ανέχονται οποιεσδήποτε πράξεις ή δραστηριότητες μη φιλικού χαρακτήρα κατά του άλλου μέρους», αλλά και στην πρόβλεψη μιας … απλής αλληλοενημέρωσης μεταξύ της Ελλάδας και της πΓΔΜ, σε περίπτωση που κάποια από τις δύο χώρες, καταστεί γνώστης πληροφοριών «χρησιμοποίησης» της επικράτειάς του «από οποιοδήποτε τρίτο κράτος, Οργανισμό, ομάδα ή άτομο που προβαίνει ή αποπειράται να προβεί σε ανατρεπτικές, αποσχιστικές δράσεις ή δράσεις ή δραστηριότητες που απειλούν καθ’ οιονδήποτε τρόπο την ειρήνη, τη σταθερότητα ή την ασφάλεια του άλλου Μέρους».
Αν και η … «στόχευση» της πρόβλεψης, όσον αφορά τουλάχιστον τα «τρίτα κράτη» είναι σχετικά εμφανής, δε θέλει νομίζω μεγάλη ανάλυση για να υποστηρίξει κάποιος ότι μία απλή … αλληλοενημέρωση, όταν κι εάν γίνεται μεταξύ των δύο χωρών, δε σημαίνει τίποτε απολύτως, εάν δεν υπάρξει σαφής δέσμευση για τη λήψη συγκεκριμένων μέτρων εναντίον αυτών των ενεργειών, και των συνεπειών που θα υφίσταται το κράτος που δε θα προβεί στα προβλεπόμενα αυτά μέτρα.
Όσο για τα υπόλοιπα των όσων αναφέρονται εδώ, θα τα ξανασυναντήσουμε σε πιο αναλυτική μορφή σε επόμενα Άρθρα της Συμφωνίας, όπου και θα σχολιαστούν.
Στο Άρθρο 4 της Συμφωνίας, έχουμε μία αρνητική για τη χώρα μας τροποποίηση του Άρθρου 6 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας του ’95.
Ενώ λοιπόν το Άρθρο 6 της Ενδιάμεσης προέβλεπε ότι η πΓΔΜ, και ΜΟΝΟ αυτή, δήλωνε επίσημα πως τίποτε στο Σύνταγμά της, και ιδιαίτερα στο Προοίμιό του, και τα Άρθρα 3 και 49, μπορεί ή θα μπορούσα να ερμηνευθεί ότι αποτελεί τη βάση οποιασδήποτε διεκδίκησης οποιασδήποτε περιοχής δεν περιλαμβάνεται στα υφιστάμενα σύνορά της ή ότι της επιτρέπει οποιαδήποτε παρέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις άλλου κράτους, στο Άρθρο 4 πλέον της παρούσας Συμφωνίας, τόσο η Ελλάδα, όσο και η πΓΔΜ δηλώνουν επίσημα και δεσμεύονται για όλα τα παραπάνω. Με δυο λόγια, και χωρίς καμία διάθεση να υποστηρίξω ότι οι ανωτέρω προβλέψεις δεν είναι ορθές, εν τούτοις, με την αποδοχή ΚΑΙ από την Ελλάδα αυτών των προβλέψεων, δημιουργείται η «αίσθηση» σε όποιον διαβάσει αυτό το σημείο, ότι είναι πιθανόν ΚΑΙ στο Σύνταγμα της χώρα μας να περιλαμβάνονται ήδη ή υπάρχει περίπτωση να περιληφθούν στο μέλλον, διατυπώσεις που να υπονοούν εδαφικές διεκδικήσεις ή αλυτρωτικές διαθέσεις !
Άλλη μία (κατά τη γνώμη μου) αχρείαστη ή και προσβλητική για την Ελλάδα παραχώρηση, προς «χάριν» της Συμφωνίας.
Το Άρθρο 5 της Συμφωνίας, είναι αντιγραφή από το Άρθρο 9 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας και αναφέρεται στις αρχές και τις αξίες Διεθνών Οργανισμών (αναφέρονται ονομαστικά) από τις οποίες και τα δύο κράτη οφείλουν να καθοδηγούνται κατά την διεξαγωγή των υποθέσεών τους.
Η παρ. 1 του Άρθρου 6 της Συμφωνίας, είναι μία «ενισχυμένη» (ας μου επιτραπεί ο όρος) αντιγραφή της παρ. 1 του Άρθρου 7 της Ενδιάμεσης. Ενισχυμένη διότι έχει επεκτείνει τις προβλέψεις της, ώστε να συμπεριλάβει σε αυτές περισσότερες περιπτώσεις.
Ενώ λοιπόν στην παρ. 1 του Άρθρου 7 της Ενδιάμεσης, προβλέπεται ότι «κάθε Μέρος, θα λάβει αμέσως αποτελεσματικά μέτρα για την απαγόρευση εχθρικών ενεργειών ή προπαγάνδας από κρατικά ελεγχόμενες υπηρεσίες και να αποθαρρύνει δράσεις από ιδιωτικές οντότητες που πιθανόν να υποδαυλίζουν την βία, το μίσος ή την εχθρότητα εναντίον του άλλου Μέρους», στην παρ. 1 του Άρθρου 6 της παρούσας Συμφωνίας, οι προβλέψεις αυτές εξαιρούν πλέον τις «ιδιωτικές οντότητες», για να τις συμπεριλάβει αμέσως μετά με ιδιαίτερη αναφορά στις επόμενες παραγράφους, αλλά και επεκτείνεται πλέον και στις υπηρεσίες που «αμέσως ή εμμέσως ελέγχονται από το κράτος». Στις υπηρεσίες αυτές, προφανώς περιλαμβάνονται το σύνολο των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ), αλλά και κάποια Ιδιωτικού Δικαίου των οποίων τα Διοικητικά Συμβούλια ή τα πρόσωπα που ασκούν διοίκηση, διορίζονται με υπουργικές αποφάσεις.
Μέχρις εδώ, όλα καλά (όσο μπορεί να είναι).
Οι δύο επόμενες παράγραφοι όμως του Άρθρου 6 της Συμφωνίας, θεωρώ σίγουρο ότι θα προκαλέσουν εντάσεις, κυρίως όσον αφορά στην ερμηνεία των όσων αναφέρουν.
Η παρ. 2 προβλέπει ότι «Κάθε Μέρος, θα λάβει αμέσως αποτελεσματικά μέτρα για να αποθαρρύνει και να αποτρέπει την εκδήλωση πράξεων από ιδιωτικούς φορείς, που πιθανόν να υποδαυλίζουν την βία, το μίσος ή την εχθρότητα εναντίον του άλλου Μέρους. Εάν ένας ιδιωτικός φορέας στο έδαφος ενός Μέρους εμπλακεί σε τέτοιου είδους δραστηριότητες, χωρίς να το γνωρίζει αυτό το Μέρος, αυτό το Μέρος, μόλις λάβει γνώση αυτών των ενεργειών, θα λάβει αμέσως όλα τα απαραίτητα μέτρα που του παρέχει ο νόμος»
Η δε παρ. 3 αναφέρει ότι «Κάθε Μέρος θα αποτρέπει και θα αποθαρρύνει ενέργειες περιλαμβανομένων των προπαγανδιστικών, από ιδιωτικούς φορείς, που πιθανόν να υποδαυλίζουν τον σωβινισμό, την εχθρότητα, τον αλυτρωτισμό και τον αναθεωρητισμό ενάντια στο άλλο Μέρος».
Εδώ λοιπόν προκύπτουν βασικά ερωτήματα, στα οποία ελπίζω κάποιος να μπορεί να δώσει μία πλήρη και απόλυτα πειστική απάντηση.
Θα μπορεί ή όχι (πχ) ένα άγημα των ΛΟΚ ή όποιου άλλου Σώματος, σε κάποια από τις παρελάσεις των Εθνικών Επετείων, ή ακόμη και κατά την προσέλευση ή αποχώρησή του από το χώρο της παρέλασης, να τραγουδήσει τον δεύτερο στίχο του «Μακεδονία ξακουστή», ο οποίος αναφέρει «Είσαι και θα ‘σαι Ελληνική, Ελλήνων το καμάρι», ή κάτι τέτοιο πρόκειται να θεωρηθεί παράβαση των όρων της Συμφωνίας;
Θα μπορεί κάποιος ιστορικός ή κάποιος καθηγητής Πανεπιστημίου, οι οποίοι δεν αποδέχονται τα όσα προβλέπει η Συμφωνία, να δώσουν διαλέξεις οι οποίες να αντικρούουν τα όσα αυτή αναφέρει, ή κάτι τέτοιο μπορεί να ερμηνευθεί ως «προπαγάνδα ή υποδαύλιση του σωβινισμού, της εχθρότητας …» κλπ;
Θα μπορούν συλλογικότητες ανά την Ελλάδα, να διοργανώσουν εκδηλώσεις για την προώθηση της ιστορικής αλήθειας για την μία και αδιαίρετη, ιστορική και πολιτισμική ελληνικότητα της Μακεδονίας, ή κάτι τέτοιο θα μπορεί να ερμηνευθεί επίσης ως «εκδήλωση πράξεων που υποδαυλίζουν την βία, το μίσος…» (κλπ), εναντίον του άλλου Μέρους» ;
Θα μπορεί, τέλος, αυτή η κριτική ανάλυση της Συμφωνίας, να υπάρχει ακόμη και να κυκλοφορεί ελεύθερη ως κατάθεση γνώμης ενός απλού πολίτη, ή πρόκειται να κληθώ, τόσο προσωπικά όσο και όσοι την αναδημοσιεύσουν, να την… αποσύρουν από την δημοσιότητα;!
Με όλη την δύναμη της ψυχής μου, εύχομαι να είμαι υπερβολικός σε αυτές τις απορίες.
Στην κριτική του Άρθρου 7, έχω αναφερθεί στο Πρώτο Μέρος αυτής της ανάλυσης.
Το μόνο ίσως που μπορεί να προστεθεί εδώ ως παρατήρηση-σχολιασμός, είναι αυτό που αναφέρει η τελευταία παράγραφος 5 αυτού του (τόσο σημαντικού και απόλυτα διευκρινιστικού για τους όρους και τις ορολογίες) Άρθρου, η οποία αναφέρει πως «Τίποτε στην παρούσα συμφωνία δεν αποσκοπεί στο να υποτιμήσει καθ’ οιονδήποτε τρόπο, ή να αλλοιώσει ή να επηρεάσει τη χρήση από τους πολίτες εκάστου Μέρους»
Με απλά λόγια, κάθε πολίτης, κυρίως της πΓΔΜ, θα μπορεί να συνεχίσει να αυτοπροσδιορίζεται ως «Μακεδόνας» (σκέτο), επικαλούμενος την ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά της «δικής του Μακεδονίας» και ότι μιλά την «Μακεδονική γλώσσα», χωρίς να αποδέχεται ότι αυτή «ανήκει στην ομάδα των Νότιων Σλαβικών γλωσσών».
Και πάμε στο, επίσης πολύ σημαντικό, Άρθρο 8 της Συμφωνίας, στο οποίο (δυστυχώς) δεν έγινε και δε γίνεται εκτενής αναφορά από κανέναν.
Το Άρθρο αυτό, αναφέρεται στα σύμβολα, τα μνημεία αλλά (κυρίως) και στα ήδη υπάρχοντα και χρησιμοποιούμενα, αλλά ΚΑΙ τα υπό έκδοση ΝΕΑ σχολικά εγχειρίδια (βιβλία) και βοηθητικό σχολικό υλικό, όπως χάρτες, ιστορικούς άτλαντες και οδηγούς διδασκαλίας που χρησιμοποιούνται ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΔΥΟ ΧΩΡΕΣ.
Το γεγονός δε των προβλέψεων αυτού Άρθρου, εάν το συσχετίσει κανείς με τις προβλέψεις των παραγράφων 2 και 3 του Άρθρου 7 αλλά και της παραγράφου 1 του Άρθρου 16 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, θα εντοπίσει σχετικά εύκολα τις, δυσμενείς για την Ελλάδα, αλλαγές-τροποποιήσεις που υπάρχουν στην παρούσα Συμφωνία.
Και μπορεί μεν, η παρ. 1 του Άρθρου 8 της υπό κρίση Συμφωνίας, η οποία αναφέρει ότι «εάν οιοδήποτε από τα Μέρη, πιστεύει ότι ένα ή περισσότερα σύμβολα τα οποία συνιστούν μέρος της ιστορικής ή πολιτιστικής κληρονομιάς του, χρησιμοποιείται από το άλλο μέρος, θα θέσει υπ’ όψιν του άλλου Μέρους τη χρήση την οποία επικαλείται, και το άλλο μέρος θα προβεί στις κατάλληλες διορθωτικές ενέργειες για να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά το ζήτημα και να διασφαλίσει το σεβασμό στην προαναφερόμενη κληρονομιά», να είναι σχεδόν αντιγραφή της παρ. 3 του Άρθρου 7 της Ενδιάμεσης, εν τούτοις, στην Ενδιάμεση Συμφωνία, προβλεπόταν ότι εάν οποιοδήποτε από τα Μέρη λάμβανε μία τέτοια ειδοποίηση από το άλλο Μέρος, διατηρούσε το δικαίωμα να υποδείξει-επισημάνει τον ή τους λόγους για τους οποίους δε θα θεωρούσε απαραίτητο να αναλάβει οποιαδήποτε διορθωτική δράση. Αυτό το δικαίωμα πλέον αφαιρείται ΚΑΙ από τις δύο πλευρές. Κι εάν αυτό ορθώς (κατά τη γνώμη μου) γίνεται για την πλευρά της πΓΔΜ, δεν είμαι σίγουρος για το τι μπορεί να γίνει σε περίπτωση που η Ελλάδα λάβει κάποια ειδοποίηση από την πΓΔΜ, πως κάποιο από τα σύμβολα της «Μακεδονικής» ιστορικής και πολιτιστικής κληρονομιάς (το ποια θα είναι, πότε θα ξεκινά και ποια τα σύμβολά της παραμένει ένα … μυστήριο), την οποία το γειτονικό κράτος θα θεωρεί ως «δική του» και «διακριτώς διαφορετική» από αυτή της χώρας μας, σύμφωνα πάντα με την έννοια που η κάθε χώρα της δίνει, χρησιμοποιείται από αυτή (δηλαδή από την Ελλάδα).
Η παρ. 2 του ίδιου Άρθρου (ακολουθεί πιο κάτω ο ανάλογος σχολιασμός της), αν και προσπαθεί να … διορθώσει κάπως τα πράγματα, γνώμη μου είναι ότι απλά περιπλέκει πιθανόν περισσότερο το ζήτημα.
Η παρ. 3 του Άρθρου, εξεταζόμενη υπό το πρίσμα της παρ. 2 του Άρθρου 7 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, εκτός του ότι επιβεβαιώνει σε μεγάλο βαθμό της αδιαλλαξία της πΓΔΜ, όσον αφορά τη χρήση του εξαιρετικά σημαντικού συμβόλου του «Ήλιου της Βεργίνας», είναι πιθανό να αποτελέσει αντικείμενο αντιπαραθέσεων στη γειτονική χώρα, λόγω των προβλέψεών της.
Η πρόβλεψη της παρ. 2 του Άρθρου 7 της Ενδιάμεσης, προέβλεπε ακόμη από το «μακρινό» 1995, ότι «Από τη θέση σε ισχύ της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, η πΓΔΜ θα έπαυε να  χρησιμοποιεί με οποιοδήποτε τρόπο το σύμβολο, σε όλες τις μορφές του, που επιδεικνύεται στην εθνική του σημαία, πριν τη θέση σε ισχύ (αυτής της Συμφωνίας)»
Σε επιστολή του προς τον κ. Βανς, τότε Ειδικό Απεσταλμένο του ΟΗΕ για τον διάλογο μεταξύ Ελλάδας-πΓΔΜ, και πριν την υπογραφή της Συμφωνίας τον Οκτώβριο του 1995, στις 13 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους, ο τότε υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας κ. Παπούλιας γνωστοποιούσε ότι «το σύμβολο στο οποίο αναφέρεται η ανωτέρω αναφερόμενη παρ.2 του Άρθρου 7, είναι ο Ήλιος ή Αστέρι της Βεργίνας, σε όλες τις ιστορικές του μορφές». Ο κ. Βανς απλά μεταβίβασε την επιστολή προς τον τότε υπουργό Εξωτερικών της πΓΔΜ κ. Τσερβενκόφσκι, ο οποίος την ίδια κιόλας ημέρα απάντησε προς τον κ. Βανς πως (σε απλή μετάφραση) «τίποτε το οποίο δεν έχει υπογραφεί συγκεκριμένα από την πλευρά τους, δεν τους δεσμεύει» !
Ελπίζω να γίνεται κατανοητό το με ποιο τρόπο η γειτονική χώρα, έχει σκοπό να ερμηνεύσει ΚΑΙ την παρούσα Συμφωνία στις βασικές τις προβλέψεις, από τη θέση της σε ισχύ.
Από τότε έχουν περάσει 23 χρόνια. Εάν δε περίμενε κανείς ότι η πλευρά της πΓΔΜ, εκτός από το γεγονός ότι αφαίρεσε τον « Ήλιο της Βεργίνας» από την εθνική της σημαία, θα σταματούσε ταυτόχρονα και να θεωρεί και να χρησιμοποιεί το συγκεκριμένο σύμβολο ως μέρος της δικής της ιστορικής και πολιτιστικής κληρονομιάς, οι προβλέψεις της παρ. 3 του Άρθρου 8 της παρούσας Συμφωνίας, έρχονται να τον διαψεύσουν.
Και αυτό διότι, 23 χρόνια μετά, επιβεβαιώνεται ότι η πΓΔΜ συνεχίζει να χρησιμοποιεί το συγκεκριμένο σύμβολο, καθότι διαφορετικά δε θα χρειαζόταν να υπάρχει καν η παρ. 3 του Άρθρου 8, η οποία προβλέπει πως η γειτονική χώρα «δε θα χρησιμοποιήσει ξανά, καθ’ οιονδήποτε τρόπο και σε όλες τις μορφές του, το σύμβολο που πριν απεικονιζόταν στην προηγούμενη εθνική του σημαία». Ενδιάμεση παρατήρηση … Η αδυναμία της πΓΔΜ να δεχθεί την ΞΕΚΑΘΑΡΗ αναφορά στον «Ήλιο της Βεργίνας», σε αυτό το σημείο συνεχίζει να «συναντά» την αδυναμία της Ελληνικής πλευράς, παρά την προϊστορία με τις ανταλλαγές επιστολών που προαναφέρθηκαν για το θέμα, να ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τη συγκεκριμένη και ξεκάθαρη (και όχι περιγραφική) αναφορά του. Και συνεχίζει η παρ.3 «Εντός έξι μηνών από τη θέση σε ισχύ της παρούσας Συμφωνίας, το Δεύτερο Μέρος (η πΓΔΜ) θα προβεί στην αφαίρεση του συμβόλου που πριν απεικονιζόταν στην προηγούμενη εθνική του σημαία, από όλους τους δημόσιους χώρους και δημόσιες χρήσεις στην επικράτειά του». Για να καταλήξει πως «αρχαιολογικά τεχνουργήματα, δεν εντάσσονται στο πεδίο αυτής της πρόνοιας», για να αποφευχθεί ίσως ο κίνδυνος, μήπως στην «αγωνία» τους να αφαιρέσουν τον «Ήλιο της Βεργίνας» από παντού, οι αρχές της πΓΔΜ έδιναν την εντολή να αφαιρεθεί με… σφυρί και καλέμι από τα αρχαιολογικά ευρήματα που βρίσκονται στη χώρα !!!
Κι αφού επισημανθεί και πάλι, ότι το συγκεκριμένο σύμβολο συνεχίζει να χρησιμοποιείται ακόμη και μέχρι σήμερα από τις αρχές της πΓΔΜ, τόσο σε δημόσιους χώρους, όσο και σε άλλες δημόσιες χρήσεις, ας αναφερθώ στα προβλήματα που δημιουργούνται από την (κατ’ εμέ) αόριστη και με τεράστιες ελλείψεις αυτή διατύπωση. Ακόμη κι εάν δεχθούμε ότι η πΓΔΜ δέχεται ότι ο «Ήλιος της Βεργίνας» ΔΕΝ αποτελεί στοιχείο της δικής της ιστορικής και πολιτιστικής κληρονομιάς, κάτι το οποίο δεν μπορεί να είναι βέβαιο, εάν λάβουμε υπ’ όψιν μας ότι και στην προηγούμενη δέσμευσή της στην Ενδιάμεση Συμφωνία του ’95, ότι θα «έπαυε να χρησιμοποιεί με οποιοδήποτε τρόπο το σύμβολο σε όλες τις μορφές του …», εν τούτοις το μόνο που έκανε ήταν να το αφαιρέσει από την εθνική του σημαία, αλλά να συνεχίσει να το χρησιμοποιεί «σε δημόσιους χώρους και δημόσιες χρήσεις», στηριζόμενη στο ότι «δε δεσμευόμαστε σε τίποτε το οποίο δεν έχουμε υπογράψει συγκεκριμένα» (επιστολή Τσερβενκόφσκι σε Βανς, Σεπ.1995), ποιος αποκλείει και πού αυτό προβλέπεται ότι (πχ) οποιοσδήποτε Σύλλογος, Σωματείο ή άλλη συλλογικότητα, οποιαδήποτε αθλητική ομάδα ή οποιοδήποτε κτίριο το οποίο δε στεγάζει ή δεν αποτελεί δημόσια υπηρεσία, θα σταματήσει να χρησιμοποιεί το συγκεκριμένο σύμβολο ;! Και ποιες οι κυρώσεις ή τα μέτρα που μπορούν να αναληφθούν σε αυτή την περίπτωση, και από ποιον ;! Ποια η συγκεκριμένη δέσμευση από την πΓΔΜ ότι αυτό το «έργο» μπορεί να το ολοκληρώσει εντός έξι μηνών, και ποιες οι συνέπειες εάν ζητήσει … παράταση με σκοπό να … συμμορφωθεί στην πρόβλεψη το σύνολο των δημόσιων υπηρεσιών της ;!
Θα μου επιτραπεί εδώ παρεμβατικά να σημειώσω, ότι ο αναγνώστης θα πρέπει να κατανοήσει πως, οι Διεθνείς Συμφωνίες, κυρίως δε αυτού του τύπου, κρίνονται για την αποτελεσματικότητά τους, από την όσο το δυνατό πιο άριστη συγκεκριμενοποίηση των όρων και των εννοιών που χρησιμοποιούνται κατά την διατύπωσή τους.
Και στο συγκεκριμένο θέμα (κατά τη γνώμη μου), υπάρχει τεράστιο πρόβλημα.
Και πάμε στο σχολιασμό της παρ. 2 του Άρθρου 8, το οποίο προβλέπει ότι (πάλι) «εντός έξι μηνών από τη θέση σε ισχύ της Συμφωνίας (η πΓΔΜ) θα επανεξετάσει το καθεστώς των μνημείων, δημόσιων κτιρίων και υποδομών στην επικράτειά του, και στο μέτρο που αυτά αναφέρονται καθ’ οιονδήποτε τρόπο στην αρχαία Ελληνική Ιστορία και πολιτισμό, που συνιστούν αναπόσπαστο συστατικό της ιστορικής ή πολιτιστικής κληρονομιάς του Πρώτου Μέρους (της Ελλάδας), θα προβεί στις κατάλληλες διορθωτικές ενέργειες για να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά το ζήτημα και να διασφαλίσει το σεβασμό στην προαναφερόμενη κληρονομιά».
Τα ερωτήματα που προκύπτουν από την ασάφεια αυτής της παραγράφου, είναι τόσα πολλά, που θα χρειαζόταν ίσως σελίδες επί σελίδων για να διατυπωθούν στην πληρότητά τους.
Ας αναφερθώ στα πιο (κατά τη γνώμη μου) σημαντικά.
Ποια ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΑ μνημεία μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελούν, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, αναφορά στην Αρχαία Ελληνική Ιστορία και πολιτισμό ; Ποια «λίστα» τα αναφέρει και από ποιον έχει ή θα κριθεί η ορθότητά της ; Έχει προβλεφθεί κάποια «Κοινή Διεπιστημονική  Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων» για το ζήτημα , όπως «καλή ώρα» αυτή που προβλέπεται στην παρ. 5 του ίδιου Άρθρου, για ζητήματα αναθεώρησης των σχολικών βιβλίων;! Ποιος εγγυάται ότι αυτά τα μνημεία (πλην όσων … «βγάζουν μάτι») θα δεχθεί η πΓΔΜ πως «αναφέρονται στην Αρχαία Ελληνική Ιστορία και πολιτισμό»; Τι σημαίνει αυτό το… «θα επανεξετάσει» της Συμφωνίας ; Και ποιο είναι αυτό το «μέτρο που αυτά (θα κριθεί ότι) αναφέρονται στην Αρχαία Ελληνική Ιστορία και πολιτισμό» ; Ποιες είναι (επιτέλους) αυτές οι «κατάλληλες διορθωτικές ενέργειες» που θα αναλάβει η πΓΔΜ για να «αντιμετωπίσει αποτελεσματικά το ζήτημα»; Τι σημαίνει «αποτελεσματικά»; Και ποιος θα κρίνει ότι οι ενέργειες αυτές συμβαδίζουν ή όχι με το «πνεύμα» των προβλέψεων αυτής της παραγράφου; Και ποιος ο χρόνος της… αποτελεσματικής αντιμετώπισης αυτών των ζητημάτων από την πΓΔΜ, από τη στιγμή που η πρόβλεψη της παραγράφου κάνει λόγο ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ για την ΕΝΑΡΞΗ (και υποθετικά τη λήξη) ΤΗΣ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ μέσα σε έξι μήνες, ΚΑΙ ΟΧΙ για την ολοκλήρωση των ενεργειών της;
Αυτά είναι μερικά μόνο από τα ζητήματα που δημιουργούνται, όταν (ηθελημένα ή όχι) οι προβλέψεις μιας Συμφωνίας που συντάχθηκε με σκοπό να τα λύσει, όχι μόνο δεν το επιτυγχάνει αλλά, η ασάφεια και η αοριστία της διατύπωσής τους, δημιουργεί νέα και ίσως ακόμη μεγαλύτερα.
Συνεχίζοντας στην παρ. 4 του Άρθρου 8, διαπιστώνει κανείς ότι τα ερωτηματικά που δημιουργούνται από τις προβλέψεις της, με τη στόχευση των περισσότερων -μέχρι στιγμής- επικριτών της Συμφωνίας, να έχει επικεντρωθεί (κυρίως) στα προϊόντα που φέρουν τις σημάνσεις «ΠΟΠ» και «ΠΓΕ», αντί να (τουλάχιστον) περιορίζονται, αντιθέτως πολλαπλασιάζονται !
Διαβάζουμε. «Έκαστο Μέρος, δεσμεύεται από τις συστάσεις της Συνδιάσκεψης των Ηνωμένων Εθνών για την Τυποποίηση των Γεωγραφικών Ονομάτων, σε σχέση με τη χρήση των επίσημων γεωγραφικών ονομάτων και τοπωνυμίων στην επικράτεια του άλλου Μέρους, δίδοντας με αυτό τον τρόπο προτεραιότητα στη χρήση των ενδωνύμων έναντι των εξωνύμων». Μάλιστα. Για να μην γράψω αμέσως ότι, με βάση αυτή την πρόβλεψη-διατύπωση, τίθεται υπό αμφισβήτηση, ή -τουλάχιστον- υπό μία μακρά και χωρίς βέβαιο και αμοιβαία αποδεκτό αποτέλεσμα, συζήτηση, το δικαίωμα τόσο στην πΓΔΜ, όσο και στην Ελλάδα, να χρησιμοποιούν τον όρο «Μακεδονικός/η/ο» όταν οι ιδιωτικές τους εταιρείες παραγωγής προϊόντων θελήσουν να τα σημάνουν ως προϊόντα ΠΟΠ ή ΠΓΕ με αυτό τον προσδιορισμό, ας το αναλύσω λίγο περισσότερο, για να καταδείξω την ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ έννοια που κρύβει επιμελώς αυτή η παράγραφος.
Θα πρέπει δε να σημειώσω ότι ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΘΟΛΟΥ ΠΕΡΙΕΡΓΟ που η παράγραφος αυτή, ενώ στην πρώτη της ανάγνωση φαίνεται να αφορά την Τυποποίηση Προϊόντων, εν τούτοις περιλαμβάνεται σε ένα Άρθρο της Συμφωνίας, που έχει να κάνει με «σύμβολα» και τη χρήση τους, «μνημεία» και την ιστορική και πολιτιστική τους κληρονομιά, και (λίγο παρακάτω) με εκπαιδευτικά ζητήματα.
Και εξηγούμαι.
Η παράγραφος αυτή, έχει ΑΜΕΣΗ ΣΧΕΣΗ με την περίπτωση (γ) της παρ. 3 του Άρθρου 1 της Συμφωνίας, η οποία (εάν θυμάστε) ανέφερε ότι «η επίσημη γλώσσα του Δεύτερου Μέρους θα είναι η «Μακεδονική γλώσσα», ΟΠΩΣ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΡΙΤΗ ΣΥΝΔΙΑΣΚΕΨΗ ΤΩΝ ΗΝΩΜΕΝΩΝ ΕΘΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΥΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΩΝ ΟΝΟΜΑΤΩΝ, που διεξήχθη στην Αθήνα το 1977 … κλπ» (τα κεφαλαία δικά μου).
Οι Συνδιασκέψεις λοιπόν των Ηνωμένων Εθνών για την Τυποποίηση των Γεωγραφικών Ονομάτων, δεν ασχολούνται (απλά) με την διαδικασία και τους όρους της τυποποίησης προϊόντων, όπως πιθανά να νομίζει κανείς, αλλά με την διαρκή προσπάθεια του ΟΗΕ για την δημιουργία ενός κοινού και διεθνούς επικοινωνιακού συστήματος που αφορά στην αναγραφή των Γεωγραφικών Ονομάτων, με σκοπό την διευκόλυνση της ομαλής και χωρίς προβλήματα επικοινωνίας της παγκόσμιας κοινωνίας, σε όλα τα επίπεδα.
Οι συνδιασκέψεις αυτές πραγματοποιούνται κάθε πέντε χρόνια σε διαφορετική κάθε φορά χώρα. Σημαντικότερη από αυτές ήταν  η Διεθνής Διάσκεψη της «Ομάδας Εμπειρογνωμόνων», γνωστής ως UNGEGN (United Nations Group of Experts on Geographical Names), η οποία πραγματοποιήθηκε με σκοπό την προαγωγή  παγκοσμίως της ενιαίας χρήσης των ορθών τοπωνυμίων. Η «Ομάδα Εμπειρογνωμόνων» επιλαμβάνεται έκτοτε όλων των θεμάτων, που αφορούν στην Τυποποίηση, και περιλαμβάνει: εμπειρογνώμονες τοπωνυμίων, όπως Χαρτογράφους, Γεωγράφους, Ιστορικούς, Γλωσσολόγους, Χωροθέτες, Τοπογράφους κ.α
Ελπίζω να έχετε αρχίσει να καταλαβαίνετε.
Η Τυποποίηση, είναι ουσιαστικά ένα σημειωτικό σύστημα, πολύ χρήσιμο τόσο σε όποιον επιθυμεί να αγοράσει, όπου γης, ένα προϊόν από συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, όσο και σε κάποιον που επιθυμεί να επισκεφθεί ή επισκέπτεται ήδη μια χώρα, στις διακρατικές σχέσεις και ανταλλαγές, στις σχέσεις ενός κράτους ή ενός φορέα με διεθνείς οργανισμούς και σε πολλούς άλλους τομείς.
Σε Ενημερωτικό δελτίο της, η UNGEGN τονίζει πολύ διευκρινιστικά και ξεκάθαρα ότι:
«Τα τοπωνύμια προσδιορίζουν και αντικατοπτρίζουν την κουλτούρα, την πολιτιστική κληρονομιά και την φυσιογνωμία του τοπίου» και ότι: «η συνεπής χρήση των ορθών τοπωνυμίων μπορεί να ωφελήσει τις τοπικές, εθνικές και διεθνείς κοινότητες, που δραστηριοποιούνται στους τομείς : συναλλαγών και εμπορίου, απογραφής πληθυσμού και εθνικών στατιστικών, ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων και κτηματολογίου, αστικού και περιφερειακού σχεδιασμού, περιβαλλοντικής διαχείρισης, … στρατηγικής ασφάλειας και ειρηνευτικών αποστολών, επιχειρήσεων έρευνας και διάσωσης, παραγωγής χαρτών και ατλάντων, αυτόματης πλοήγησης, τουρισμού και τηλεπικοινωνιών».
Για να μη σας κουράσω περισσότερο με τίτλους, όρους και ερμηνείες, η παρ. 4 του Άρθρου 8 της Συμφωνίας, ουσιαστικά και τυπικά, δεσμεύει τη χώρα μας, η οποία (αν εξαιρέσει κανείς τον ΕΛ.Ο.Τ.) ακόμη και μέχρι σήμερα ΔΕΝ έχει συστήσει (απ’ όσο τουλάχιστον γνωρίζω) καμία Μόνιμη Εθνική Επιτροπή Τυποποίησης Γεωγραφικών Ονομάτων (σε αντίθεση -πχ- με την Κύπρο και άλλες χώρες), στη χρήση ΚΑΙ από την ίδια των επίσημων γεωγραφικών ονομάτων και τοπωνυμίων, έτσι όπως αυτά χρησιμοποιούνται στην επικράτεια του άλλου Μέρους, δηλαδή στην πΓΔΜ.
Κατά συνέπεια, οποιοιδήποτε (πχ) χάρτες σε εκπαιδευτικά βιβλία, οποιαδήποτε τουριστικά φυλλάδια ή ό,τι άλλο εκδίδεται από δημόσια αρχή στην Ελλάδα, θα πρέπει στο εξής να υιοθετεί και να αναγράφει τα γεωγραφικά τοπωνύμια της πΓΔΜ, έτσι όπως αυτή τα αναφέρει, και σε καμία περίπτωση με βάση οποιεσδήποτε παλαιότερες ιστορικές ή πολιτισμικές αναφορές.
Για παράδειγμα, όπου σε κάποια από τις προαναφερόμενες περιπτώσεις η πόλη «Μοναστήρι» αναφέρεται με αυτό το όνομα, θα πρέπει να αντικατασταθεί από το «Μπίτολα», η «Άστιβος» από το «Στιπ», η «Αντιγόνεια» από το «Νεγκόστινο» κ.ο.κ.
Θα σκεφτεί κανείς πως «ναι αλλά, το ίδιο ισχύει και για την πΓΔΜ όσον αφορά τα ελληνικά γεωγραφικά ονόματα». Σωστό. Ποια Ιστορία όμως «κουβαλά», η εκφορά και μόνο του ονόματος «Μοναστήρι», ή «Αντιγόνεια», από τα αντίστοιχα «Μπίτολα» και «Νεγκόστινο» ;
Για να το κατανοήσετε με ένα παράδειγμα. Την ίδια που αντιστοιχεί με την αντικατάσταση του «Κωνσταντινούπολη» από το «Ισταμπούλ».
Ο κίνδυνος (υπαρκτός ή όχι) της σταδιακής εξαφάνισης της αναγραφής (κυρίως) των ελληνικών τοπωνυμιών όταν αυτά αναφέρονται σε τόπους της πΓΔΜ, περιορίζεται κάπως από τις αποφάσεις του ΟΗΕ και την ακολουθούμενη Διεθνή πρακτική, σύμφωνα με την οποία χρησιμοποίηση ονομασιών διαφορετικών από αυτές που χρησιμοποιούνται από το κράτος στο οποίο ανήκει το τοπωνύμιο (εξωνύμων δηλαδή)στους χάρτες, πρέπει να αποφεύγονται, ή όταν χρησιμοποιούνται να αναφέρονται εντός παρενθέσεως, μετά το επίσημο όνομα του αντίστοιχου κράτους, για παράδειγμα «Bitola ή Μπίτολα (Μοναστήρι)». Αυτό βέβαια ισχύει και για την πΓΔΜ.
Θα πρέπει όμως να σημειωθεί εδώ, ότι υπάρχει καταγεγραμμένη η επίσημη θέση της Ελλάδας το 1982 (η οποία και ελπίζω ειλικρινά να έχει με κάποιο τρόπο ανατραπεί), στην Τέταρτη Συνδιάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για την Τυποποίηση των Γεωγραφικών Ονομάτων, που έγινε στην Γενεύη από 24 Αυγούστου ως 14 Σεπτεμβρίου, η οποία (σύμφωνα με άρθρο του κ. Π. Αλεβαντή) ανέφερε πως «Σχετικά με τα εξώνυμα, η Ελλάς, παρά την μακρά ιστορική χρήση Ελληνικών τοπωνυμίων σε περιοχές εκτός από τα όρια του σημερινού Ελληνικού Κράτους, υποστηρίζει όλα τα σχετικά ψηφίσματα των συνδιασκέψεων των Ηνωμένων Εθνών για την τυποποίηση των γεωγραφικών ονομάτων, ιδίως όσων αναφέρονται: (α) στην κατάργηση, όσον το δυνατόν ταχύτερα των εξωνύμων σε διεθνή χρήση (χάρτες, διαβατήρια, τουριστικά φυλλάδια), και (β) στον σεβασμό των εθνικών τοπωνυμίων, όπως αυτά τυποποιούνται από την αρμόδια αρχή γεωγραφικών ονομάτων κάθε χώρας.»
Για να καταλάβει κανείς τις συνέπειες της δήλωσης, θα πρέπει να αναφέρουμε με συντομία την έννοια του «εξωνύμου». Σύμφωνα λοιπόν με την ad hoc επιτροπή εμπειρογνωμόνων, στην οποία το 1973 συμμετείχε ο ίδιος αντιπρόσωπος της χώρας μας που έκανε την ανωτέρω δήλωση, «Εξώνυμο, είναι η γραπτή μορφή ενός γεωγραφικού ονόματος που χρησιμοποιείται σε μίαν ορισμένη γλώσσα για μια γεωγραφική οντότητα που βρίσκεται εκτός από την περιοχή στην οποία η ορισμένη αυτή γλώσσα είναι επίσημη. Η μορφή του ονόματος αυτού διαφέρει από το όνομα που χρησιμοποιείται στην επίσημη γλώσσα ή γλώσσες της περιοχής στην οποία βρίσκεται η γεωγραφική οντότητα.»
Έτσι, και για παράδειγμα, αφού η Τουρκία ονομάζει την Κωνσταντινούπολη Istanbul, όλοι οι ελληνικοί χάρτες (π.χ. στα σχολεία) και τα ελληνικά τουριστικά φυλλάδια θα πρέπει να την αναφέρουν ως «Istanbul ή Ισταμπούλ (Κωνσταντινούπολη)».
Κι επειδή με όλα τα παραπάνω κινδυνεύω να χαρακτηριστώ (και) ως σωβινιστής, θέλω να σημειώσω ότι, μιας και πιστεύω ειλικρινά ότι οι άνθρωποι, όπως και η Ιστορία, πεθαίνουν πραγματικά μόνον όταν τους ξεχνάμε, ελπίζω τα επόμενα χρόνια να διαψεύσουν απόλυτα τους φόβους και τα ερωτήματά μου.
Και πάμε στην παρ. 5 του Άρθρου 8. την οποία και παραθέτω αυτούσια, για να μην υπάρχουν παρεξηγήσεις.
«Εντός ενός μηνός από τη θέση σε ισχύ της παρούσας Συμφωνίας, τα Μέρη θα συγκροτήσουν με ανταλλαγή διπλωματικών διακοινώσεων, στη βάση της ισότητας, μια Κοινή Διεπιστημονική Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων, σε ιστορικά, αρχαιολογικά και εκπαιδευτικά θέματα, για να εξετάσει την αντικειμενική ερμηνεία των ιστορικών γεγονότων, βασισμένη σε αυθεντικές, στοιχειοθετημένες και επιστημονικά στέρεες ιστορικές πηγές και αρχαιολογικά ευρήματα. Οι εργασίες της Επιτροπής θα τελούν υπό την επίβλεψη των υπουργείων Εξωτερικών των Μερών, σε συνεργασία με άλλες αρμόδιες εθνικές αρχέςΗ Επιτροπή θα εξετάσει και, εφόσον θεωρήσει κατάλληλο, θα αναθεωρήσει οιαδήποτε σχολικά εγχειρίδια και βοηθητικό σχολικό υλικό, όπως χάρτες, ιστορικούς άτλαντες, οδηγούς διδασκαλίας που χρησιμοποιούνται σε έκαστο από τα Μέρη, σύμφωνα με τις αρχές και τους σκοπούς της ΟΥΝΕΣΚΟ και του Συμβουλίου της Ευρώπης. Για το σκοπό αυτό, η Επιτροπή θα θέσει συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα ώστε να διασφαλισθεί ότι σε έκαστο από τα Μέρη, κανένα σχολικό εγχειρίδιο ή βοηθητικό σχολικό υλικό σε χρήση τη χρονιά μετά την υπογραφή της παρούσας Συμφωνίας, δεν περιέχει αλυτρωτικές / αναθεωρητικές αναφορέςΗ Επιτροπή επίσης θα εξετάσει, οιεσδήποτε νέες εκδόσεις σχολικών εγχειριδίων και βοηθητικό σχολικό υλικό, όπως προβλέπεται σε αυτό το Άρθρο. Η Επιτροπή θα συνεδριάζει τακτικά, τουλάχιστον δύο φορές ετησίως, και θα υποβάλει μία Ετήσια Έκθεση για τις δραστηριότητες και τις συστάσεις της, προκειμένου να εγκριθούν από το Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας, όπως αυτό θα συσταθεί κατ’ εφαρμογή του Άρθρου 12».
Μάλιστα.
Ας ξεκινήσουμε από τις προφανείς αναντιστοιχίες και αυτοαναιρούμενες προβλέψεις που περιλαμβάνονται μέσα στην ίδια την παράγραφο.
Με δεδομένο ότι η Συμφωνία υπογράφηκε από τους υπουργούς Εξωτερικών των δύο χωρών (και τον κ. Νίμιτς του ΟΗΕ) στις 17 Ιουνίου 2018 στη Μεγάλη Πρέσπα, και έχοντας υπόψιν ότι α) σύμφωνα με την πρόβλεψη της ίδιας της παραγράφου, η Κοινή Διεπιστημονική Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων, θα συσταθεί εντός ενός μηνός από τη θέση σε ισχύ της Συμφωνίας και β) η θέση σε ισχύ της Συμφωνίας προβλέπεται να γίνει με την κύρωσή της από το Ελληνικό Κοινοβούλιο, εφόσον πρώτα η πΓΔΜ έχει ολοκληρώσει το σύνολο των ενεργειών που προβλέπονται στη Συμφωνία (κύρωση στο κοινοβούλιό της, δημοψήφισμα και ολοκλήρωση Συνταγματικών αλλαγών), κάτι που σημαίνει ότι το πιο πιθανό είναι πως όταν η Συμφωνία φτάσει προς κύρωση στο Ελληνικό Κοινοβούλιο, θα έχουμε «μπει» ήδη στο 2019, πώς είναι δυνατόν να ισχύει ταυτόχρονα η πρόβλεψη πως «κανένα σχολικό εγχειρίδιο ή βοηθητικό σχολικό υλικό σε χρήση τη χρονιά μετά την υπογραφή (δηλαδή το … 2019 που θα συσταθεί η Επιτροπή) της παρούσας Συμφωνίας, δεν περιέχει αλυτρωτικές / αναθεωρητικές αναφορές» ;!
Δεύτερο, εφόσον στην ίδια την παράγραφο προβλέπεται ότι η Κοινή Διεπιστημονική Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων «… θα εξετάσει και, εφόσον θεωρήσει κατάλληλο, θα αναθεωρήσει οιαδήποτε σχολικά εγχειρίδια και βοηθητικό σχολικό υλικό …» πώς είναι δυνατόν στο τέλος της παραγράφου να προβλέπεται επίσης ότι η ίδια Επιτροπή « …θα υποβάλει μία Ετήσια Έκθεση για τις δραστηριότητες και τις συστάσεις τηςπροκειμένου να εγκριθούν από το Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας». Τελικά … ποιες είναι οι αρμοδιότητες της Επιτροπής ; Θα μπορεί να αναθεωρεί τα σχολικά βιβλία με μόνο τις αποφάσεις της, ή θα υποβάλει την Ετήσια Έκθεση με τις συστάσεις της στο Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας, το οποίο και θα αποφασίζει ;
Και (τελικά) ποιος αποφασίζει για την πραγματική ερμηνεία των ζητημάτων -ερωτημάτων που τίθενται παραπάνω ; Το Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας ή ο ΟΗΕ ; Όπως θα διαβάσουμε παρακάτω … ΜΟΝΟ το Διεθνές Δικαστήριο.
Κι από πότε, με βάση την πρόβλεψη ότι « … οι εργασίες της Επιτροπής θα τελούν υπό την επίβλεψη των υπουργείων Εξωτερικών των Μερών, σε συνεργασία με άλλες αρμόδιες εθνικές αρχές», ένα υπουργείο Εξωτερικών, είναι αρμόδιο να έχει την επίβλεψη μιας Διεπιστημονικής Επιτροπής, το αντικείμενο της οποίας θα έχει να κάνει με την … αναθεώρηση ΣΧΟΛΙΚΩΝ βιβλίων, ιστορικών ατλάντων (κλπ), με τα υπουργεία Παιδείας ή/και Πολιτισμού, να περιορίζονται στον ρόλο των « … άλλων αρμόδιων εθνικών αρχών» ;
Κι ας πάμε στα επόμενα.
Προβλέπει η παράγραφος της Συμφωνίας ότι πρόκειται να συσταθεί « … μια Κοινή Διεπιστημονική Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων, σε ιστορικά, αρχαιολογικά και εκπαιδευτικά θέματα, για να εξετάσει την αντικειμενική ερμηνεία των ιστορικών γεγονότων, βασισμένη σε αυθεντικές, στοιχειοθετημένες και επιστημονικά στέρεες ιστορικές πηγές και αρχαιολογικά ευρήματα».
Ωραία. Και από ποιους θα αποτελείται αυτή η Επιτροπή ; Από Ιστορικούς, Αρχαιολόγους, Φιλολόγους, Κοινωνιολόγους, Γλωσσολόγους, Διπλωμάτες, Πρέσβεις ή Προξένους, Διεθνολόγους, Χαρτογράφους, Τοπογράφους κι ένα σωρό (συγνώμη για τον όρο) άλλες σχετικές με το προς εξέταση αντικείμενο Πανεπιστημιακές ή όχι ειδικότητες ; Και ποιος το αποφασίζει αυτό ; Και πόσα τα συνολικά μέλη της Επιτροπής ; Διότι, αν είναι πολυμελής, ώστε να καλύψει το σύνολο των απαιτούμενων ειδικοτήτων, θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να συνεδριάζει. Εάν πάλι είναι ολιγομελής, και δεν περιλαμβάνει τις πανεπιστημιακές ή όχι εκείνες εξειδικεύσεις των ατόμων που θα την αποτελούν, ώστε να αντιμετωπίσει με το κατάλληλο επιστημονικό υπόβαθρο τα ζητήματα που θα προκύπτουν, πόσο κύρος ή βεβαιότητα θα έχουν οι αποφάσεις (ή οι συστάσεις) της ;
Εκείνο δε το « … αντικειμενική ερμηνεία των ιστορικών γεγονότων …» είμαι σίγουρος ότι προκαλεί (τουλάχιστον) το μειδίαμα σε όσους γνωρίζουν τις διαφορές που υπάρχουν στην ερμηνεία των ιστορικών γεγονότων, μεταξύ ακόμη και των ίδιων των ιστορικών ή άλλων σχετικών με το αντικείμενο προσώπων. Διαφορές οι οποίες ξεκινούν από την ορθή χρήση των λέξεων (πχ, ο Μακεδονικός Αγώνας και οι Βαλκανικοί Πόλεμοι της χώρας μας, ήταν «απελευθερωτικοί» ή «επεκτατικοί») και φτάνουν μέχρι την αμφισβήτηση ακόμη και αρχαιολογικών ευρημάτων.
Όσες « … αυθεντικές, στοιχειοθετημένες και επιστημονικά στέρεες ιστορικές πηγές και αρχαιολογικά ευρήματα» κι αν επικαλεστεί η μία πλευρά, η άλλη θα έχει πάντα το δικαίωμα να τα αμφισβητεί, όταν τα εξετάζει κάτω από το δικό της πρίσμα εθνικών επιδιώξεων.
Η πρόβλεψη δε (όσο αντιφατική κι αν έχουμε εξηγήσει ότι είναι) πως η Επιτροπή αυτή θα έχει το δικαίωμα « … εφόσον θεωρήσει κατάλληλο», να « … αναθεωρήσει οιαδήποτε σχολικά εγχειρίδια και βοηθητικό σχολικό υλικό, όπως χάρτες, ιστορικούς άτλαντες και  οδηγούς διδασκαλίας», είναι τόσο εκτός πραγματικότητας, ώστε εξεταζόμενη με βάση την κοινή λογική αλλά και τη μέχρι σήμερα Διεθνή πρακτική για τα συγκεκριμένα ζητήματα, καταντά … εξωφρενική. Από πού κι έως πού, μία Διεπιστημονική Επιτροπή μπορεί, χωρίς τη σύμφωνη γνώμη (τουλάχιστον) του υπουργού Παιδείας και των άλλων θεσμοθετημένων Οργάνων της Πολιτείας που έχουν άμεση σχέση με το θέμα, να αναθεωρεί η ίδια, με απόφασή της, σχολικά βιβλία, άτλαντες ή ακόμη και … Οδηγούς Διδασκαλίας ;! Το ΜΟΝΟ που μπορεί να κάνει μία τέτοια Επιτροπή, εφόσον καταλήξει σε αμοιβαία αποδεκτές και από τις δύο χώρες αλλαγές σε όσα προβλέπονται, να ΕΙΣΗΓΗΘΕΙ στα αρμόδια για την αναθεώρηση των σχολικών βιβλίων (κλπ) θεσμοθετημένα Όργανα της κάθε χώρας ή (τουλάχιστον, αν και έχω κι εδώ τις αμφιβολίες μου για την αποκλειστική αρμοδιότητα), στο Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας, η σύσταση του οποίου προβλέπεται στη Συμφωνία. Τίποτε άλλο.
Το πραγματικό και τεράστιο πρόβλημα όμως των προβλέψεων αυτής της παραγράφου, προέρχεται από την διατύπωση ότι « … η Επιτροπή θα θέσει συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα ώστε να διασφαλισθεί ότι σε έκαστο από τα Μέρη, κανένα σχολικό εγχειρίδιο ή βοηθητικό σχολικό υλικό σε χρήση τη χρονιά μετά την υπογραφή της παρούσας Συμφωνίας, δεν περιέχει αλυτρωτικές / αναθεωρητικές αναφορές. Η Επιτροπή επίσης θα εξετάσει, οιεσδήποτε νέες εκδόσεις σχολικών εγχειριδίων και βοηθητικό σχολικό υλικό, όπως προβλέπεται σε αυτό το Άρθρο.
Κατ’ αρχήν, εάν ερμηνεύω σωστά την διατύπωση, τα «συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα» έχουν άμεση σχέση με την αναθεώρηση των σχολικών βιβλίων (κλπ),εφόσον με αυτό και μόνο τον τρόπο διασφαλίζεται ότι αυτά δε θα περιέχουν «αλυτρωτικές / αναθεωρητικές αναφορές». Κατά συνέπεια, τα χρονοδιαγράμματα αυτά θα πρέπει να είναι τόσο «σφιχτά» και οι αποφάσεις της Επιτροπής θα πρέπει να είναι ΑΜΕΣΑ ΕΚΤΕΛΕΣΤΕΣ, εφόσον ακόμη και εντός του 2019 (!!) θα πρέπει να πληρείται ο όρος της ΜΗ ΑΝΑΦΟΡΑΣ αλυτρωτικών / αναθεωρητικών καταγραφών στα σχολικά βιβλία (κλπ). Ποιας ποιότητας διάλογος ανάμεσα στα μέλη της Επιτροπής, μπορεί να γίνει μέσα σε τόσο ασφυκτικά πιεστικούς χρόνους ; Μένει να το δούμε (εάν η Συμφωνία τεθεί σε ισχύ).
Το σημαντικότερο όμως ζήτημα που δημιουργείται, είναι η έννοια που κάθε χώρα, και κυρίως η πΓΔΜ, θα δώσει στους όρους «αλυτρωτικές / αναθεωρητικές αναφορές».
Και εξηγούμαι με παραδείγματα.
Στο βιβλίο Ιστορίας της Δ’ Δημοτικού, το Κεφάλαιο 30, τιτλοφορείται «Η Μακεδονία, μια νέα ελληνική δύναμη». Μπορεί αυτή η αναφορά να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στις περιπτώσεις αναθεώρησης ; Μήπως και η (πιο κάτω) αναφορά πως «Οι Μακεδόνες έζησαν για πολλά χρόνια χωρίς να έχουν επαφές με τους άλλους Έλληνες», χρειαστεί να … διαγραφεί αυτό το (με τόσο νόημα) «άλλους …»;

Στο βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ’ Δημοτικού, στην Εισαγωγή του Κεφαλαίου 3  με τίτλο «Επαναστατικά κινήματα στη Μακεδονία και την Κρήτη», διαβάζουμε «Μετά τη συγκρότηση του ελληνικού κράτους, στις περιοχές που έμειναν έξω από τα σύνορά του, συνεχίστηκαν τα επαναστατικά κινήματα, με σκοπό την απελευθέρωσή τους από την οθωμανική κυριαρχία. Ιδιαίτερα στη Μακεδονία και στην Κρήτη οι επαναστατικές ενέργειες ήταν πολλές». Υπάρχει περίπτωση η λέξη «απελευθέρωση» να αντικατασταθεί με κάποια άλλη;

Στο ίδιο βιβλίο, λίγο πιο κάτω διαβάζουμε «Το 1854 οργανώθηκε στη Μακεδονία επαναστατικό κίνημα εναντίον των Οθωμανών, με τη συμμετοχή εθελοντών από την ελεύθερη Ελλάδα. Τη στρατολογία, τον εφοδιασμό και την αποστολή εθελοντών αναλάμβαναν συνήθως μυστικές εταιρείες από την ελεύθερη Ελλάδα, όπως η «Αδελφότης» και η «Εθνική Άμυνα», καθώς το ελληνικό κράτος υιοθετούσε επίσημα ουδέτερη στάση … Μερικά χρόνια αργότερα, το 1878, Έλληνες επαναστάτες από την ελεύθερη Ελλάδα και τη Μακεδονία ξεσηκώθηκαν και κήρυξαν την ένωσή της με το ελληνικό κράτος». Υπάρχει περίπτωση να θεωρηθεί ότι οι αναφορές αυτές προβάλουν αλυτρωτικές ή/και αναθεωρητικές τάσεις; Ή μήπως θα χρειαστεί να αφαιρεθούν ακόμη και οι Πηγές αυτών των αναφορών (από το ίδιο βιβλίο) κρατώντας μόνο την επιστολή του Παπαρηγόπουλου;


Ο χάρτης με τίτλο «Η εξέλιξη των Βαλκανικών συνόρων από το 1877 έως το 1881» που υπάρχει στο βιβλίο Ιστορίας της Γ’ Γυμνασίου, ο οποίος αναφέρεται στα τοπωνύμια (εξώνυμα πλέον) «Μοναστήρι» και «Σκόπια», θα χρειαστεί να αλλάξει ώστε αυτά να αναφέρονται με τις ονομασίες που χρησιμοποιεί η πΓΔΜ;

Μήπως ακόμη θα χρειαστεί να αλλάξει η διατύπωση στο βιβλίο Ιστορίας της Β’ Γυμνασίου, όταν αναφέρεται στους Κύριλλο (το μοναστικό όνομα του Κωνσταντίνου) και Μεθόδιο οι οποίοι «… οργάνωσαν τη σλαβική εκκλησία (863-866) και μύησαν τους Σλάβους στο πολιτιστικό σύστημα των Ελλήνων και του Χριστιανισμού»;

Και τελικά, αυτή η Μακεδονική Δυναστεία των Βυζαντινών αυτοκρατόρων, στην οποία πλείστα όσα βιβλία αναφέρονται, στην Ιστορία και τον Πολιτισμό ποιου κράτους θα ανήκουν; (η φωτογραφία, από το ίδιο ως άνω βιβλίο)

Ή μήπως οι πάμπολλες αναφορές, και όχι μόνο σε Ιστορικά ή άλλα βιβλία, για την «απελευθέρωση» και όχι «κατάληψη» της Θεσσαλονίκης, της Κοζάνης, της Καβάλας και τόσων άλλων Μακεδονικών πόλεων κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους, χρειαστεί να αλλάξουν κι αυτές ;
Αυτά είναι μόνο μερικά από τα παραδείγματα, του πόσο δύσκολο, εάν όχι ακατόρθωτο έργο πρόκειται να έχει αυτή η Κοινή Διεπιστημονική Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων. Μία Επιτροπή που (κατά τη γνώμη μου) εάν ΔΕΝ λάβει σαφείς ΕΝΤΟΛΕΣ από τις πολιτικές ηγεσίες των δύο χωρών, δεν πρόκειται ΠΟΤΕ να φθάσει σε κοινά αποδεκτά συμπεράσματα και αποφάσεις ή συστάσεις. Κι εάν βρεθούν οι επιστήμονες εκείνοι που θα δεχθούν οι αποφάσεις τους να ληφθούν κάτω από την πίεση «χρονοδιαγραμμάτων» ή (ακόμη χειρότερα) πολιτικών αποφάσεων, είναι σίγουρο ότι θα έχουν βλάψει ανεπανόρθωτα το προσωπικό επιστημονικό τους κύρος και αξιοπιστία.
Τέλος, σε αυτή την παράγραφο, μαθαίνουμε και για τη σύσταση του Ανωτάτου Συμβουλίου Συνεργασίας, η σύσταση του οποίου προβλέπεται στο Άρθρο 12 της Συμφωνίας.
Αυτό όμως είναι κάτι που θα εξετάσουμε αργότερα.
Κλείνοντας και αυτό το τμήμα της κριτικής ανάλυσης της Συμφωνίας, που αφορά τα Άρθρα 2 έως 8, τολμώ να πω ότι δεν πρόκειται (κατά τη γνώμη μου) απλά για μία Συμφωνία επίλυσης των ζητημάτων που απασχολούσαν την Ελλάδα και την πΓΔΜ.
Πρόκειται για μία υπογραφή που δημιουργεί τις κατάλληλες εκείνες προϋποθέσεις, και μετά από μία (ούτως ή άλλως, είναι βέβαιο) συνεχιζόμενη διαπραγμάτευση με την πΓΔΜ,  για την περίπτωση μιας άλλης, μελλοντικής υπογραφής, η οποία όμως τότε, είναι πιθανό να  αφορά μία «Συνθήκη ολοκληρωτικής παράδοσης» ενός μεγάλου κομματιού της Ιστορίας και της Πολιτιστικής Κληρονομιάς της χώρας μας, μετά από μία ήττα σε έναν γεμάτο λάθη, αστοχίες και παραλείψεις μακροχρόνιο «διπλωματικό πόλεμο» με την Βόρειο γείτονα και τους διαχρονικούς της συμμάχους.
Το Δεύτερο Μέρος της Συμφωνίας και τα περισσότερα ίσως από τα Άρθρα που ακολουθούν μέχρι το τέλος της, είναι μία αντιγραφή με περισσότερες ή λιγότερες προσθήκες ή/και παραλείψεις, των Άρθρων της Ενδιάμεσης Συμφωνίας του ’95.
Η πρώτη παράγραφος του Άρθρου 9, αποτελεί ουσιαστικά μία τυπική περιγραφή των όσων πρόκειται να ακολουθήσουν στη συνέχεια, ως εξειδικευμένες αναφορές στους τομείς «στρατηγικής συνεργασίας» που τα Μέρη πρόκειται να αναπτύξουν. Εντοπίζουμε εδώ, για πρώτη ίσως φορά τόσο ξεκάθαρα, την πρόβλεψη που υπάρχει στον τίτλο της Συμφωνίας, και αφορά την «εδραίωση στρατηγικής εταιρικής σχέσης μεταξύ των δύο Μερών».
Από την Ενδιάμεση Συμφωνία του ’95 ακόμη, κύριος στόχος και ξεκάθαρη επιδίωξη τόσο του ΟΗΕ, όσο και των άλλων φορέων (διεθνών, περιφερειακών ή άλλων) ήταν η προσπάθεια εγκαθίδρυσης ενός κλίματος αμοιβαίας συνεργασίας και εμπιστοσύνης μεταξύ της Ελλάδας και της πΓΔΜ. Ενός κλίματος δηλαδή, που θα βοηθούσε, σε βάθος χρόνου, και στην επίλυση του -ή των- κύριων ζητημάτων που απασχολούσαν τις δύο χώρες.
Είναι χαρακτηριστική άλλωστε η πρόταση που υπάρχει στην 3η παράγραφο του Άρθρου 5 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, η οποία ανέφερε ότι τα Μέρη « … θα λάβουν πρακτικά μέτρα ώστε, η διαφορά τους για το όνομα του Δεύτερου Μέρους (της πΓΔΜ), δε θα εμποδίζουν ή θα παρεμβαίνουν στις εμπορικές σχέσεις (όχι μόνο μεταξύ Ελλάδος και πΓΔΜ, που προβλέπεται στην αμέσως προηγούμενη πρόταση, αλλά και )του Δευτέρου Μέρους με τρίτες χώρες»
Με το σκεπτικό ότι α) η βασική διαφορά μεταξύ των δύο χωρών, ήταν -κυρίως- το ζήτημα της ονομασίας της πΓΔΜ,  β) τόσο η Ελλάδα όσο και η πΓΔΜ είχαν κάθε συμφέρον ( ; ) να ΜΗΝ εγείρουν άλλα ζητήματα, όπως (πχ) ασφάλειας, απειλής κατά της εδαφικής ακεραιότητας κλπ και γ) η ανάπτυξη διμερών σχέσεων, σε κάθε επίπεδο, ευνοούσε την εδραίωση κλίματος εμπιστοσύνης, το (ή τα) βασικά ζητήματα που έπρεπε εξ αρχής να αποτελέσουν τον βασικό πυρήνα κάθε περαιτέρω συζήτησης για την ανάπτυξη διμερών σχέσεων, μπήκαν στο περιθώριο και αφέθηκαν να χρονίζουν. Με την διεθνή δε ανάπτυξη της προπαγάνδας της πΓΔΜ, η οποία (για συγκεκριμένους λόγους σε κάποιους) έβρισκε «ευήκοα ώτα» και κέρδιζε την αποδοχή, η Ελλάδα αναγκαζόταν  συχνά να πέφτει στην «παγίδα» της υπεράσπισης ΜΟΝΟ του ονόματος της «Μακεδονίας», και όχι με τις συνέπειες της εδραίωσης μιας διεθνούς πεποίθησης, ότι το γειτονικό κράτος είχε κάθε δικαίωμα να φέρει το όνομα που επιθυμούσε, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι, ως  υποτιθέμενος «κληρονόμος» αυτού του ονόματος και όχι ως «δικαιούχος» του, δημιουργούσε πλείστα όσα ζητήματα ασφάλειας στην περιοχή.
Με λίγα λόγια, αν και δε μου ταιριάζει ο ρόλος της «Κασσάνδρας», τα υπαρκτά ζητήματα ασφαλείας που υπήρχαν και θα συνεχίσουν (δυστυχώς) να υπάρχουν, πλέον ΚΑΙ για τις δύο χώρες, γίνεται ή πρόκειται να γίνει πιο εντατική προσπάθεια να παρακαμφθούν, μέσω της ανάπτυξης διμερών (εμπορικών κυρίως) σχέσεων, μεταξύ των δύο χωρών.
Επιστρέφοντας στο Άρθρο 9, θα πρέπει να σημειώσω ότι για πρώτη φορά επίσης, συναντούμε τους όρους «Σχέδιο Δράσης» και «Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης» (ΜΟΕ), όπου τα «υφιστάμενα» (όπως αναφέρεται στη Συμφωνία) ΜΟΕ, «θα ενσωματωθούν στο προαναφερόμενο Σχέδιο Δράσης» το οποίο «θα εμπλουτίζεται και θα αναπτύσσεται διαρκώς», όπως προβλέπει η παράγραφος 2 του ίδιου Άρθρου.
Και ποια είναι αυτά τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης;
Εάν εξαιρέσει κανείς τις εξαιρετικά σημαντικές προβλέψεις της Συμφωνίας οι οποίες έχουν προηγηθεί, και συνιστούν βασικές παραμέτρους σε κάθε Σχέδιο Δράσης για την εφαρμογή Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης μεταξύ δύο χωρών, όπως είναι (πχ) η δημιουργία της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων για τις αλλαγές στα σχολικά εγχειρίδια ΚΑΙ των δύο χωρών, ας δούμε τι άλλο προβλέπεται.
Στο Άρθρο 10, τα Γραφεία Συνδέσμου της Ελλάδας και της πΓΔΜ σε Σκόπια και Αθήνα αντίστοιχα, η δημιουργία των οποίων προβλεπόταν στην παρ. 2  του Άρθρου 1 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, αναβαθμίζονται πλέον σε Πρεσβείες, ενώ τα υπάρχοντα (αν και δεν προβλεπόταν πουθενά) Γραφεία Προξενικών, Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων στις πόλεις Μπίτολα (Μοναστήρι – ως δική μου παρέμβαση στη Συμφωνία, μιας και δεν αναφέρεται) και Θεσσαλονίκη, αναβαθμίζονται σε Γενικά Προξενεία.
Σημαντική διευκρίνιση, η αναβάθμιση αυτή θα πρέπει να γίνει ΜΕΤΑ την έναρξη ισχύος της Συμφωνίας.
Στο Άρθρο 11, αν και συγκαλυμμένα, αφήνεται (κατά τη γνώμη μου) να διαφανεί, το υποκριτικό ενδιαφέρον των εμπνευστών της Συμφωνίας, για « … την ειρήνη, την ανάπτυξη και την ευημερία των λαών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης». Αναφέρει συγκεκριμένα. «Τα μέρη θα συνεργάζονται στενά, διμερώς και στο πλαίσιο περιφερειακών Οργανισμών και πρωτοβουλιών, με σκοπό να διασφαλιστεί η εξέλιξη της Νοτιοανατολικής Ευρώπης σε μία περιοχή ειρήνης, ανάπτυξης και ευημερίας για τους λαούς της». Αν καταλαβαίνω καλά δηλαδή, η περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, μία ευρύτερη περιοχή που περιλαμβάνει (εκτός της Ελλάδας και της πΓΔΜ) ένα σύνολο κρατών όπως η Αλβανία, η Βοσνία και Ερζεγοβίνη, η Βουλγαρία, η Κροατία, η Κύπρος, η Μολδαβία, το Μαυροβούνιο, η Ρουμανία, η Σερβία και εν μέρει η Τουρκία, η Ιταλία και η Σλοβενία, βρίσκεται σε αστάθεια και οι λαοί της δεν απολαμβάνουν την ειρήνη, την ανάπτυξη και την ευημερία που τους αξίζει. Αποφεύγοντας το «καυτό» ερώτημα του ποιος ή ποιοι δημιούργησαν τις συνθήκες για κάτι τέτοιο (αν ισχύει), θα αρκεστώ απλά στο ερώτημα του ποιος ο λόγος ύπαρξης αυτής της αναφοράς στο Άρθρο 11.
Μήπως η ειρήνη, η ανάπτυξη και η ευημερία όλων των προαναφερόμενων χωρών, εξαρτάται από τις καλές σχέσεις γειτονίας της … Ελλάδας με την πΓΔΜ;;!!
Κι αν είναι έτσι … μήπως τελικά το ζήτημα του ονόματος της γειτονικής χώρας, δεν ήταν (και δεν είναι) το μόνο και το πιο σημαντικό ζήτημα μεταξύ των δύο χωρών, αλλά αυτό που ήδη έχω προαναφέρει ; Ένα ευρύτερο ζήτημα ασφάλειας που δημιουργεί προβλήματα αστάθειας σε όλη αυτή την περιοχή;
Το μέλλον θα δείξει.
Το δεύτερο εδάφιο του Άρθρου 11, είναι μία «επανάληψη» της πρώτης παραγράφου του Άρθρου 2 της Συμφωνίας, το οποίο αναφέρεται στην δέσμευση υποστήριξης από τη χώρα μας των αιτήσεων υποψηφιότητας της πΓΔΜ σε διεθνείς, πολυμερείς και περιφερειακούς Οργανισμούς. Μόνο που τώρα, αυτή η «δέσμευση» γίνεται … αμοιβαία. Και η πΓΔΜ δηλαδή, θα πρέπει να υποστηρίζει την υποψηφιότητα της Ελλάδας, σε Οργανισμούς όπου η ίδια είναι ήδη μέλος. Το ποιοι είναι αυτοί ( ;! )και γιατί (όπως έχω ήδη ρωτήσει) η Ελλάδα παραιτείται του δικαιώματός της να έχει ενστάσεις, οι οποίες ΔΕΝ έχουν να κάνουν με το όνομα της πΓΔΜ, για την υποψηφιότητα και ένταξη της γείτονος σε διεθνείς (κλπ) Οργανισμούς, δεν το γνωρίζω και δεν το έχω καταλάβει ακόμη.
Η σημαντικότητα του Άρθρου 12, υπό τον τίτλο «Πολιτική και Κοινωνική Συνεργασία», συνίσταται στην πρόβλεψή του για την δημιουργία (όπως έχει ήδη αναφερθεί) του Ανωτάτου Συμβουλίου Συνεργασίας (ΑΣΣ), το οποίο προβλέπεται στην παρ. 2 αυτού του Άρθρου. Ένα Συμβούλιο στο οποίο επικεφαλής θα είναι οι πρωθυπουργοί των δύο χωρών, χωρίς όμως να διευκρινίζεται ποιοι άλλοι θα το αποτελούν ως κύριο (φυσικά) Σώμα.
Αρμοδιότητα του Συμβουλίου, το οποίο αναφέρεται ότι θα συνεδριάζει ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ μία φορά το χρόνο, αναφέρεται ότι θα είναι « … η σωστή και αποτελεσματική εφαρμογή αυτής της Συμφωνίας και του ΑΠΟΡΡΕΟΝΤΟΣ ΕΞ ΑΥΤΗΣ ΣΧΕΔΙΟΥ ΔΡΑΣΗΣ» (τα κεφαλαία δικά μου).
Το ποιο είναι αυτό το «Σχέδιο Δράσης», το οποίο «συναντήσαμε» για πρώτη φορά στο Άρθρο 9 της Συμφωνίας, ποιες οι συγκεκριμένες προβλέψεις του στο ΣΥΝΟΛΟ τους και ποια τα συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα εντός των οποίων θα πρέπει αυτές ΣΥΝΟΛΙΚΑ να εφαρμοστούν, είναι κάτι που, μέσα στην γενικότερη αοριστία της Συμφωνίας, δεν πρόκειται ίσως να μάθουμε ποτέ.
Και αυτό έρχεται να επιβεβαιώσει το δεύτερο εδάφιο της παρ. 3 του ίδιου Άρθρου, το οποίο αναφέρει ότι το ΑΣΣ « … ΘΑ ΛΑΜΒΆΝΕΙ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ, και θα προωθεί δράσεις και μέτρα για την βελτίωση και την αναβάθμιση της διμερούς συνεργασίας των δύο Μερών, και θα αντιμετωπίζει όλα τα ζητήματα που τυχόν προκύψουν κατά την εφαρμογή της παρούσας Συμφωνίας και του απορρέοντος εξ αυτής Σχεδίου Δράσης, με στόχο την επίλυσή τους» (τα κεφαλαία δικά μου).
Αν και στα επόμενα Άρθρα της Συμφωνίας, γίνεται μία προσπάθεια καθορισμού των «δράσεων και ενεργειών» που πρέπει να αναλάβουν οι δύο χώρες, όπως θα δούμε παρακάτω, η αοριστία, η ασάφεια και η εμμονή στην απλή περιγραφή των «δράσεων και ενεργειών» και όχι η συγκεκριμενοποίησή τους, καθιστά οποιοδήποτε Σχέδιο Δράσης, εκ των προτέρων αποτυχημένο. Άλλωστε, εάν οι καλές προθέσεις και των δύο χωρών ήταν δεδομένες, όσον αφορά τη συνεργασίας τους σε όλους τους τομείς που τους ενδιαφέρουν, ποιος ο λόγος ύπαρξης ενός Ανωτάτου Συμβουλίου Συνεργασίας, στο οποίο μάλιστα επικεφαλείς θα είναι οι πρωθυπουργοί των δύο χωρών, εάν δεν επρόκειτο για μία συγκαλυμμένη αναγνώριση  των υπαρκτών προβλημάτων, που όχι μόνο δεν επιλύει, αλλά επιτείνει η υπάρχουσα Συμφωνία;
Οι παράγραφοι 4 & 5 του Άρθρου, αποτελούν μία (πιο αναλυτική) αντιγραφή του Άρθρου 10 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας του ’95, και αναφέρονται « … στην ανάπτυξη και ενδυνάμωση των επαφών μεταξύ των πολιτών των δύο χωρών» τις οποίες τα δύο κράτη δεσμεύονται να « … υποστηρίζουν και ενθαρρύνουν» σε όλα τα επίπεδα. Είμαι σίγουρος δε ότι διάφοροι Σύλλογοι και άλλες οντότητες και στις δύο χώρες, με κάθε επισημότητα και εντός των νόμιμων πλέον πλαισίων λειτουργίας τους ΚΑΙ εντός της Ελλάδας, πρόκειται πρόθυμα να αναλάβουν αυτό το έργο.
Το Άρθρο 13, στο οποίο έχει ήδη αναφερθεί μεγάλη μερίδα των σχολιαστών της Συμφωνίας, είναι αντιγραφή του (συμπωματικά ; ) Άρθρου 13 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, και αναφέρεται στην ιδιότητα της πΓΔΜ ως «περίκλειστου κράτους» και των δικαιωμάτων που τα κράτη αυτά «απολαμβάνουν» με βάση τις προβλέψεις της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας.
Όπως αναφέρει σε άρθρο του ο Αντιναύαρχος ε.α. κ. Στ. Πολίτης «τον ορισμό των περίκλειστων κρατών (ή κρατών άνευ ακτών ή μεσογείων), μας τον δίνει το άρθρο 124 της νέας Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας. Σύμφωνα λοιπόν με την παράγραφο 1α του παραπάνω άρθρου, “Περίκλειστο Κράτος σημαίνει το Κράτος που δεν έχει θαλάσσιες ακτές”. Τον ορισμό των γεωγραφικώς μειονεκτούντων κρατών μας τον δίνει το άρθρο 70 της νέας Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας. Ο ορισμός αυτός περιορίζεται στα παράκτια κράτη που μπορεί να βρέχονται ακόμα και από κλειστές ή ημίκλειστες θάλασσες και ανήκουν σε μια από τις παρακάτω κατηγορίες : Στην πρώτη κατηγορία κατατάσσονται, τα κράτη που λόγω της γεωγραφικής μορφολογίας τους δεν μπορούν να ικανοποιήσουν τις ανάγκες διατροφής σε ψάρια ενός μέρους ή και του συνόλου του πληθυσμού τους και γι’ αυτό κατ’ ανάγκη εξαρτώνται άμεσα από την αλιεία στις αποκλειστικές οικονομικές ζώνες άλλων κρατών της περιοχής ή υπoπεριoχής τους. Στην δεύτερη κατηγορία, κατατάσσονται αυτά που δεν μπορούν να διεκδικήσουν δικές τους αποκλειστικές οικονομικές ζώνες.
«Θα πρέπει να διευκρινιστεί εδώ ότι βασική υποχρέωση του παράκτιου κράτους», συνεχίζει ο κ. Πολίτης, «είναι o προσδιορισμός των αλιευτικών δυνατοτήτων του σε συνδυασμό με τον καθαρισμό του επιτρεπόμενου ορίου αλίευσης. Αυτά τα δύο στοιχεία είναι απαραίτητα για τον υπολογισμό του πλεονάσματος στο oπoίo θα έχουν πρόσβαση άλλα κράτη εντός της αποκλειστικής οικονομικής του ζώνης. Η νέα Σύμβαση παρέχει σε όλα τα περίκλειστα όπως και σε όλα τα γεωγραφικώς μειονεκτούντα κράτη, τo δικαίωμα συμμετοχής σε ισότιμη βάση, στην εκμετάλλευση προσήκοντος μέρους του πλεονάσματος των ζωικής προέλευσης πόρων, από τις αποκλειστικές οικονομικές ζώνες των παρακτίων κρατών της ίδιας υπoπεριοχής ή περιοχής».
Θα πρέπει βέβαια να τονιστεί εδώ, όπως αναφέρει ο κ. Πολίτης, ότι «η συμμετοχή των γεωγραφικώς μειονεκτούντων κρατών αλλά και των περίκλειστων, στην εκμετάλλευση των βιολογικών πόρων της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης των παράκτιων κρατών, βασίζεται σε διατάξεις τις νέας Σύμβασης για το δίκαιο της θάλασσας μη αυτοδύναμης εφαρμογής. Γι’ αυτό απαιτείται η σύναψη συμφωνιών για τον καθαρισμό των όρων και των τρόπων της συμμετοχής. Είναι αυτονόητο ότι μέχρι να τεθούν σε ισχύ αυτές οι εκτελεστικές συμφωνίες δεν θα μπορούν τα κράτη άνευ ακτών ούτε τα γεωγραφικώς μειονεκτούντα, να απολαμβάνουν το δικαίωμα που τους παρέχει η Σύμβαση.
Στις συμφωνίες αυτές πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, inter alia (μεταξύ άλλων), και οι παρακάτω συντελεστές:
  1. Η ανάγκη αποφυγής επιβλαβών συνεπειών στις αλιευτικές κοινότητες ή τις βιομηχανίες κατεργασίας αλιευμάτων του παρακτίου κράτους.
  2. Η έκταση της συμμετοχής ή η έκταση του δικαιώματος συμμετοχής που μπορεί να έχει τo άνευ ακτών ή τo γεωγραφικώς μειονεκτούν κράτος στην εκμετάλλευση των ζωικής προέλευσης πόρων των Αποκλειστικών Οικονομικών Ζωνών άλλων παρακτίων κρατών, σύμφωνα με τις διατάξεις των σχετικών άρθρων της νέας Σύμβασης, κάτω από τις υφιστάμενες διμερείς, υπoπεριφερειακές ή περιφερειακές συμφωνίες.
  3. Η έκταση με την οποία άλλα άνευ ακτών και γεωγραφικώς μειονεκτούντα κράτη ήδη συμμετέχουν στην εκμετάλλευση των ζώντων πόρων της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης του παράκτιου κράτους και τη συνακόλουθη ανάγκη αποφυγής συγκεκριμένης επιβάρυνσης ενός οποιουδήποτε παρακτίου κράτους ή μέρους αυτού.
  4. Οι ανάγκες διατροφής των πληθυσμών των αντίστοιχων κρατών.
Αυτό (ουσιαστικά και τυπικά) σημαίνει υποχρέωση συνομολόγησης υποχρεωτικής συμφωνίας μετά από τις απαραίτητες προπαρασκευαστικές ενέργειες . Αφού οι συμφωνίες αυτές αφορούν στην ικανοποίηση δικαιώματος, δεν μπορεί να μην έχουν υποχρεωτικό χαρακτήρα. Τι θα συμβεί όμως αν οι διαπραγματεύσεις που θα πραγματοποιηθούν μέσα στα πλαίσια της προπαρασκευής δεν μπορέσουν να καταλήξουν σε μια συμφωνία ; Σύμφωνα με γνωμοδότηση του Διαρκούς Δικαστηρίου Διεθνούς Δικαιοσύνης, μια υποχρέωση για διαπραγμάτευση δεν προϋποθέτει μια υποχρέωση τελικής συμφωνίας . Η υποχρέωση των μερών δηλαδή, εκπληρώνεται απλώς με την καλόπιστη προσπάθεια τους, εφόσον βέβαια αυτή απλώθηκε σε όλο το εύρος των διαφωνιών που προέκυψαν κατά τις διαπραγματεύσεις. Η ερμηνεία όμως αυτή δεν φαίνεται να συμβαδίζει με το πνεύμα της νέας Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας» αναφέρει ο κ. Πολίτης.
Για να μη κουράσω με περισσότερους όρους και στοιχεία, αυτό που τυπικά και ουσιαστικά αναφέρει το Άρθρο 13 της παρούσας Συμφωνίας, είναι το ότι η πΓΔΜ, έχει κάθε δικαίωμα να ζητήσει από την Ελλάδα την έναρξη διαπραγματεύσεων για την πρόσβαση των επαγγελματιών αλιέων της στις θάλασσες της χώρας μας, με σκοπό τόσο τον βιοπορισμό τους, όσο και την κάλυψη των αναγκών της γειτονικής χώρας σε αλιεύματα. Αυτό βέβαια εφόσον η Ελλάδα έχει εκτελέσει την υποχρέωσή της για τον «προσδιορισμό των αλιευτικών δυνατοτήτων της, σε συνδυασμό με τον καθαρισμό του επιτρεπόμενου ορίου αλίευσης (καθώς) αυτά τα δύο στοιχεία είναι απαραίτητα για τον υπολογισμό του πλεονάσματος στο oπoίo θα έχουν πρόσβαση άλλα κράτη (η πΓΔΜ) εντός της Αποκλειστικής Οικονομικής της Ζώνης».
Με δυο λόγια, έχουμε πολύ δρόμο ακόμη μπροστά μας.
Έχει ενδιαφέρον πάντως, όπως αναφέρει ο Ν. Λυγερός σε άρθρο του, ότι μια χώρα που έχει ένα 25% πληθυσμό αλβανικής καταγωγής, δεν περιορίζεται στην Αλβανία για πρόσβαση στην Αδριατική, αλλά προσπαθεί να έχει ένα άνοιγμα μέσω της Ελλάδας.
Η «ανάγκη» για την εδραίωση και εμβάθυνση των οικονομικών (και άλλων) σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών, σε απόλυτη συμφωνία και (εν πολλοίς) αντιγραφή των Άρθρων της Ενδιάμεσης Συμφωνίας του ’95, συνεχίζεται και στα επόμενα άρθρα της Συμφωνίας.
Έτσι, στο Άρθρο 14, εντοπίζουμε (και πάλι) τις έννοιες «συνεργασία», «ενδυνάμωση», «αύξηση και εμβάθυνση», «ενθάρρυνση», «ιδιαίτερη έμφαση» κλπ, οι οποίες αναφέρονται στις σχέσεις των δύο χωρών.
Επαναλαμβάνονται δε και οι όροι «Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης» (ΜΟΕ), και «Σχέδιο Δράσης».
Οι όροι και οι έννοιες αναφέρονται πλέον σε αρκετά πιο συγκεκριμένη βάση, και αφορούν τους τομείς (σε αυτό το Άρθρο) της «γεωργίας, ενέργειας, περιβάλλοντος, βιομηχανίας, υποδομών, επενδύσεων, τουρισμού, εμπορίου και μεταφορών», αλλά και των «επενδύσεων» και της λήψης μέτρων κατά της υπερβολικής γραφειοκρατίας» και των «θεσμικών, διοικητικών και φορολογικών εμποδίων», με τη δέσμευση και των δύο χωρών για την έμφαση που πρέπει να δοθεί στη «συνεργασία μεταξύ εκατέρωθεν εταιρειών, επιχειρήσεων και βιομηχανιών».
Ίσως σκέφτηκαν πως έτσι, θα περιοριστούν τα φαινόμενα διεκδίκησης και χρήσης των όρων «Μακεδονικός/η/ο», μιας και … η σύμπραξη με σκοπό το «αμοιβαίο οικονομικό όφελος», θα υπερτερούσε έναντι των προβλημάτων. Μένει να το δούμε.
Ακόμη μεγαλύτερη «εξειδίκευση» των στόχων της «καλής συνεργασίας», έπρεπε μάλλον να δοθεί στους τομείς της «ενέργειας». των «υποδομών» και των «μεταφορών». Δεν δικαιολογείται αλλιώς η ύπαρξη δύο ξεχωριστών παραγράφων, εντός του ίδιου Άρθρου 14, για την περαιτέρω διευκρίνιση του «τι εννοούμε όταν λέμε συνεργασία» σε αυτούς τους, εξαιρετικά σημαντικούς και προσοδοφόρους, τομείς.
Στην παρ. 4 λοιπόν του Άρθρου, διαβάζουμε πως «τα Μέρη θα αναπτύξουν και θα ενισχύσουν τη συνεργασία τους όσον αφορά στην ενέργεια, ιδίως δια της κατασκευής, συντήρησης και χρήσης διασυνδεόμενων αγωγών φυσικού αερίου και πετρελαίου (υφιστάμενων, υπό κατασκευή και σχεδιαζόμενων), και όσον αφορά στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, περιλαμβανομένων των φωτοβολταϊκών, της αιολικής, της υδρο-ηλεκτρικής ενέργειας» για να γίνει ακόμη πιο επιτακτική στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου, το οποίο αναφέρει ότι «πιθανά εκκρεμή ζητήματα θα αντιμετωπισθούν χωρίς καθυστέρηση, με τη σύναψη αμοιβαίως επωφελών διακανονισμών, λαμβάνοντας σοβαρά υπ’ όψιν την Ευρωπαϊκή Ενεργειακή Πολιτική και το Ευρωπαϊκό Κεκτημένο» ενώ ως Ελλάδα, αναλαμβάνουμε την υποχρέωση να «διευκολύνουμε» την πΓΔΜ «με κατάλληλη μεταφορά τεχνογνωσίας και εμπειρίας».
Άριστα ! Μέσα σε «πέντε γραμμές» καταστήσαμε την γειτονική χώρα μέρος της «Ευρωπαϊκής Ενεργειακής Πολιτικής» πριν καν αυτή γίνει μέλος της Ε.Ε.
Θα σκεφτεί κανείς, «δεν υπάρχουν δηλαδή και άλλες χώρες εκτός ΕΕ που έχουν αυτό το ρόλο» ;
Σαφώς και ναι. Με ποια όμως από αυτές η Ελλάδα είχε και έχει (και φοβάμαι ότι θα συνεχίσει να έχει) ισχυρές διαφωνίες ουσίας, σε πολύ σημαντικά ζητήματα ;
Το πρόσφατο βέβαια «παράδειγμα» με τη συνεργασία μεταξύ Ελλάδας – Αλβανίας (και Ιταλίας) για την διέλευση του αγωγού ΤΑΡ, ίσως να αποτελεί μία … “ενθαρρυντική” παράμετρο για την ομαλή εξέλιξη αυτής της πρόβλεψης. Μένει να το δούμε (και αυτό)
Θα πρέπει όμως, για να εκφράσω πιο αναλυτικά τους «φόβους» μου, να θέσω το ερώτημα. Δηλαδή, σε όποιες μελλοντικές μας ενέργειες ως χώρα, εάν κατασκευάσουμε, σχεδιάσουμε ή συζητήσουμε την προοπτική να δεχθούμε οποιαδήποτε νέα διέλευση αγωγών φυσικού αερίου ή πετρελαίου, θα πρέπει να λαμβάνουμε υπ’ όψιν την δέσμευση μας για την υποστήριξη της πΓΔΜ όσον αφορά αυτόν το σχεδιασμό ;
Θα πρέπει δε να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με την δική μου ανάγνωση, ο όρος «διασυνδεόμενων αγωγών» δεν αφορά τη διασύνδεση αγωγών μεταξύ Ελλάδας και πΓΔΜ, αλλά αγωγούς που διασυνδέονται μεταξύ τους για την μεταφορά φυσικού αερίου ή πετρελαίου, ανεξάρτητα από το εάν αυτοί αφορούν ή όχι ΚΑΙ το γειτονικό κράτος.
Στην παρ. 5 του Άρθρου που αφορά τις υποδομές και μεταφορές, διαβάζουμε ότι «τα Μέρη θα προωθούν, θα επεκτείνουν και θα βελτιώνουν συνέργειες στους τομείς των υποδομών και των μεταφορών, καθώς και, στη βάση της αμοιβαιότητας, στους τομείς των οδικών, σιδηροδρομικών, θαλάσσιων, αεροπορικών και επικοινωνιακών διασυνδέσεων …». Εκείνο δε «στις αρχές της αμοιβαιότητας» όσον αφορά τη συνέργειά μας με την πΓΔΜ στον τομέα των … θαλάσσιων υποδομών και μεταφορών, μόνο ως … πλεονασμό (το λιγότερο) μπορώ να το χαρακτηρίσω.
Αμέσως μετά δε, στο επόμενο εδάφιο της παραγράφου, η … αλληλο-διευκόλυνση μεταξύ των δύο χωρών, όσον αφορά τη μεταξύ τους «διαμετακόμιση αγαθών, φορτίων και προϊόντων μέσω των υποδομών, περιλαμβανομένων των λιμένων και αερολιμένων στο έδαφος καθενός εκ των Μερών» αρκεί για να απομακρύνει μεταξύ τους ακόμη περισσότερο τις άκρες των χειλιών, σχηματίζοντας πλέον ένα εμφανές χαμόγελο, με τη σκέψη και μόνο ότι η Ελλάδα θα διευκολυνθεί από τη … χρήση των λιμένων της πΓΔΜ, για τη μεταφορά αγαθών προς αυτή. Ποιος ξέρει όμως. Ίσως στο μέλλον … να γίνει και αυτό ! Μην πάει κάπου ο νους σας. Στην εκμετάλλευση του Αξιού ως πλωτό ποταμό αναφέρομαι. Και οι Συμφωνίες, πρέπει να τηρούνται.
Οι επόμενες παράγραφοι 6, 7 και 8 του Άρθρου, εξειδικεύουν λίγο περισσότερο τις επαναλαμβανόμενες (σε κουραστικό πλέον βαθμό αοριστίας) προβλέψεις για συνεργασία στους τομείς της προστασίας του περιβάλλοντος, του τουρισμού αλλά και την «βελτίωση και τον εκσυγχρονισμό των διασυνοριακών σημείων διέλευσης», ακόμη και με την κατασκευή «νέων σημείων» για την διευκόλυνση των ροών (ανθρώπων και … φυσικά προϊόντων).
Η παράγραφος 9 όμως, προβλέπει και κάτι παραπάνω. Την θέσπιση δηλαδή μιας «Κοινής Διυπουργικής Επιτροπής», με σκοπό την «καλύτερη δυνατή συνεργασία στους ανωτέρω τομείς της οικονομικής εταιρικής σχέσης». Όλο και περισσότερο, η Συμφωνία μοιάζει να μετατρέπεται σε … Εταιρικό Σύμφωνο!
Η Επιτροπή προβλέπεται ότι θα συνεδριάζει (και αυτή) τουλάχιστον μία φορά κάθε χρόνο, έχοντας ως αρμοδιότητα να «καθοδηγεί την πορεία της διμερούς συνεργασίας, τη συνολική εφαρμογή των σχετικών τομεακών δράσεων …» κλπ.
Η «αγωνία» των συντακτών της παρούσας Συμφωνίας, όσο και εκείνων της Ενδιάμεσης μιας και -πάνω κάτω- προέβλεπε τα ίδια, και το πόσο νοιάζονται για την ευημερία των δύο λαών, μέσω της εδραίωσης των … εμπορικών τους σχέσεων, δε λέγεται !
Μέχρι και τα Εμπορικά Επιμελητήρια των δύο χωρών θα ενθαρρυνθούν να αποκτήσουν «στενότερη επικοινωνία» μεταξύ τους. Το ότι οι Πρόεδροι των περισσοτέρων Εμπορικών (και άλλων) Επιμελητηρίων, έχουν ταχθεί, εάν όχι κατά τότε, με μεγάλες επιφυλάξεις για τις προβλέψεις αυτής της Συμφωνίας, αποτελεί μία απλή λεπτομέρεια !
Το Άρθρο 15, υπό τον τίτλο «Συνεργασία στους τομείς της Εκπαίδευσης, της Επιστήμης, του Πολιτισμού, της Έρευνας, της Τεχνολογίας, της Υγείας και των Μεταφορών», με το «Μεταφορών» μάλλον να προέκυψε από τη βιασύνη του μεταφραστή, μιας και το αγγλικό κείμενο αναφέρει «Sports», δηλαδή «Αθλητισμού», θα περίμενε κανείς ότι θα «έπιανε» αρκετό μέρος της Συμφωνίας. Εν τούτοις, αποτελείται από μόλις 4 παραγράφους και περίπου (συνολικά) 25 γραμμές !
Θα μπορούσε (σκωπτικά) να πει κανείς ότι, είναι μεγαλύτερος ο τίτλος, παρά τα όσα αναφέρονται στο Άρθρο.
Πώς αλλιώς μπορεί να δικαιολογήσει κανείς ότι η πρόβλεψη για τη συνεργασία στον τομέα της Υγείας, περιορίζεται στη φράση «θα πρέπει να προωθηθεί η διμερής συνεργασία στον τομέα της υγείας, περιλαμβανομένης της υγειονομικής περίθαλψης» ;!
Όσον αφορά δε τις προβλέψεις για την «ανάπτυξη και βελτίωση» των διμερών σχέσεων και στους τομείς της «επιστημονικής, τεχνολογικής και τεχνικής συνεργασίας …», στον τομέα «της εκπαίδευσης και των εκπαιδευτικών προγραμμάτων …», της «έρευνας επί των νέων τεχνολογιών …» αλλά και των «πολιτιστικών σχέσεων και του αθλητισμού …», η επανάληψη στην καταγραφή ή/και αντιγραφή του «πνεύματος» της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, επαναλαμβάνεται.
Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και στο επόμενο Άρθρο 16, υπό τον τίτλο «Συνεργασία στους τομείς Αστυνομίας και Πολιτικής Προστασίας», με το «Αστυνομίας» να ΜΗΝ έχει προκύψει (αυτή τη φορά) από λάθος στη μετάφραση, αλλά … από την ακριβή μετάφραση του «Police» που υπάρχει και στο αγγλικό κείμενο. Κι έτσι μάθαμε ότι η «Αστυνομία» και όχι η «Δημόσια Τάξη», αποτελεί ΤΟΜΕΑ συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών. Ίσως το «Public Order» να φάνταζε … ακραίο (!)
Στις δύο παραγράφους του Άρθρου, γίνεται μία σχετικά εκτενής αναφορά στους τομείς συνεργασίας σε αυτούς τους δύο τομείς, που αφορούν (μεταξύ άλλων) το οργανωμένο έγκλημα, την τρομοκρατία, την παράνομη διακίνηση ανθρώπων, την εμπορία ή/και διακίνηση ναρκωτικών ουσιών, αλλά και στην πρόληψη και διαχείριση φυσικών και ανθρωπογενών καταστροφών. Εν πολλοίς, πρόκειται και πάλι για μία πιο αναλυτική περιγραφή των τομέων συνεργασίας, που προβλέπονταν ήδη στο Άρθρο 20 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας.
Τα σχόλια γι’ αυτό το Άρθρο και τις προβλέψεις του, σε σχέση με τα όσα κατά καιρούς αναφέρουν δημοσιεύματα που έχουν να κάνουν, τόσο με την παραγωγή και διακίνηση ναρκωτικών ουσιών στην γειτονική χώρα, όσο και με ζητήματα τρομοκρατίας, είναι νομίζω περιττά.
Το Άρθρο 17 φέρει τον τίτλο «Αμυντική Συνεργασία» και αναφέρεται στην «ενίσχυση και επέκταση» της συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών, με (μεταξύ άλλων) τις εκατέρωθεν  επισκέψεις της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας, τη μεταφορά τεχνογνωσίας αλλά και την εκπαίδευση του προσωπικού. Το σίγουρο είναι ότι, με τον νυν υπουργό Εθνικής Άμυνας της Ελλάδας κ. Π. Καμμένο, να έχει ταχθεί ανοιχτά και δημόσια εναντίον αυτής της Συμφωνίας, η πρόβλεψη για «εκατέρωθεν επισκέψεις της πολιτικής ηγεσίας» θα πέσει (μάλλον) «στους ώμους» του Αναπληρωτή Υπουργού κ. Φ. Κουβέλη.
Το Άρθρο 18 της Συμφωνίας, είναι μία αντιγραφή του Άρθρου 12 της Ενδιάμεσης, και αναφέρεται στις «Συμβατικές Σχέσεις» ή, ορθότερα, στις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών, έτσι όπως αυτές έχουν καθοριστεί από προηγούμενες Συμφωνίες και Συμβάσεις μεταξύ της Ελλάδας και της Γιουγκοσλαβίας (Σοσιαλιστικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας, όπως αναφέρεται στο κείμενο), και ειδικότερα της Συμφωνίας που είχε συναφθεί μεταξύ των δύο χωρών, τον Ιούνιο του 1959.
Το συγκεκριμένο Τεύχος Α’ του ΦΕΚ με αριθμό 238, το οποίο εκδόθηκε στις 5 Νοεμβρίου του 1959, ουσιαστικά και τυπικά, κυρώνει με το Νομοθετικό Διάταγμα 4009, τη «Συμφωνία μεταξύ των κυβερνήσεων του Βασιλείου της Ελλάδας και της Λαϊκής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας, υπογραφείσης την 18ην Ιουνίου 1959, περί αμοιβαίων δικαστικών σχέσεων» όπως αναφέρεται στον τίτλο της. Πρόκειται δηλαδή για μία συμφωνία μεταξύ των δύο χωρών, στην προσπάθειά τους να συνεργαστούν με σκοπό την πιο εύρυθμη λειτουργία επί μιας σειράς ζητημάτων που αφορούν τη Δικαιοσύνη.
Όσον αφορά δε τον «ντόρο» που έγινε για την ΔΗΘΕΝ αναγνώριση από το 1959 ακόμη από την Ελλάδα, του γειτονικό κράτους με ονομασία που φέρει τον όρο «Μακεδονία», λόγω της σχετικής αναφοράς στο Άρθρο 7 αυτού του ΦΕΚ, γνώμη μου είναι ότι, από τη στιγμή που η Συμφωνία αυτή αφορούσε τη συνεργασία μεταξύ των υπουργείων Δικαιοσύνης των δύο κρατών, και εφόσον η Γιουγκοσλαβία ως Ομόσπονδο κράτος αποτελούνταν από διαφορετικά κράτη με τις δικές τους (εν πολλοίς) κυβερνήσεις με τα δικά τους υπουργεία, πώς ήταν δυνατό να ΜΗΝ αναφερθεί η συνεργασία μεταξύ του ΣΥΝΟΛΟΥ των ομόσπονδων κρατών και της Ελλάδας ; Θα έπρεπε δηλαδή να … εξαιρεθεί το συγκεκριμένο ομόσπονδο κράτος από τη Συμφωνία, επειδή η ίδια η Ομοσπονδιακή κυβέρνηση της Γιουγκοσλαβίας το ονόμαζε έτσι ; Στην περίπτωση δηλαδή που η Ελλάδα έχει υπογράψει μία ανάλογη Συμφωνία με την (πχ) Γερμανία, δε θα έπρεπε να αναφερθούν τα ανάλογα και αντίστοιχα υπουργεία των ομόσπονδων κρατών της;

Επί της ουσίας των προβλέψεων του Άρθρου τώρα, αυτό που, κατά τη γνώμη μου, έχει σημασία, είναι η συμφωνία των δύο χωρών όσον αφορά την διάθεσή τους στο να εντοπίσουν και άλλες συμφωνίες μεταξύ της (πρώην) Γιουγκοσλαβίας και της Ελλάδας, «οι οποίες θα θεωρηθούν κατάλληλες για εφαρμογή στις αμοιβαίες τους σχέσεις». Δηλαδή τρεις σχεδόν δεκαετίες τώρα, δεν είμαστε σίγουροι για το τι Συμφωνίες υπάρχουν μεταξύ των δύο χωρών, αλλά και η πρόβλεψη (στην παρ. 2 του Άρθρου) ότι «όλα τα διεθνή κείμενα που δεσμεύουν ΔΙΜΕΡΩΣ τα Μέρη, θα παραμείνουν σε ισχύ …» κλπ. (τα κεφαλαία δικά μου). Χωρίς να μπορώ να είμαι σίγουρος, πώς εξηγείται αυτό το «διμερώς» μεταξύ της Ελλάδας και της πΓΔΜ, όταν θεσμικοί εκπρόσωποί της σε καμία περίπτωση δεν είχαν συνάψει ΔΙΜΕΡΗ συμφωνία με την Ελλάδα, αλλά η Ελλάς με θεσμικούς εκπροσώπους της (πρώην) Γιουγκοσλαβίας, ως ενιαία κρατική ομοσπονδιακή οντότητα ;
Πώς είναι νομικά δυνατό, μία υπογεγραμμένη Συμφωνία μεταξύ της Ελλάδας και της (πρώην) Γιουγκοσλαβίας, να μεταφράζεται ΑΥΤΟΜΑΤΑ και ως ΔΙΜΕΡΗΣ Συμφωνία μεταξύ της Ελλάδας και της πΓΔΜ, χωρίς καμία εκ των προτέρων έρευνα και συγκεκριμένη καταγραφή της (όποιας) Συμφωνίας ;
Δεν το γνωρίζω και ελπίζω να μην δημιουργήσει (και αυτή) η πρόβλεψη, ζητήματα ερμηνείας της.
Πλησιάζοντας προς το τέλος αυτής της κριτικής ανάλυσης της Συμφωνίας μεταξύ της Ελλάδας και την πΓΔΜ, το Άρθρο 19 αναφέρεται στην «Επίλυση των Διαφορών» μεταξύ των δύο χωρών και το πώς αυτές θα πρέπει να διαχειρίζονται.
Όπως είναι αναμενόμενο, και εδώ υπάρχει μία πιο εκτενής αναφορά, σε σχέση με το Άρθρο 21 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, στον τρόπο με τον οποίο οι δύο χώρες θα πρέπει να χειριστούν ζητήματα διαφωνίας, που αφορούν την εφαρμογή της Συμφωνίας. Εάν δηλαδή κάποια από τις δύο χώρες πιστεύει ότι η άλλη «δεν δρα σύμφωνα με τις προβλέψεις της Συμφωνίας», θα πρέπει, κατ’ αρχήν να «γνωστοποιήσει τις ανησυχίες του στο άλλο Μέρος» και να αναζητήσει μία λύση «μέσω διαπραγματεύσεων». Εάν δεν προκύψει μία αμοιβαία αποδεκτή λύση με αυτόν το τρόπο, μπορούν, ΜΟΝΟ όμως κατόπιν κοινής τους συμφωνίας, να απευθυνθούν στον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών. Εάν και αυτό «δεν πιάσει», τότε τόσο η Ελλάδα, όσο και η πΓΔΜ, έχουν το δικαίωμα να προσφύγουν, ακόμη και μονομερώς, στο Διεθνές Δικαστήριο, με μόνη την επιφύλαξη ενός χρονικού περιορισμού έξι (6) μηνών, (ή άλλου χρονικού διαστήματος που και οι δύο θα συμφωνήσουν), μέσα στο οποίο θα πρέπει να έχει γίνει προσπάθεια για συμφωνία επί του ζητήματος της διαφοράς. Στις διαφωνίες δε μεταξύ των χωρών, περιλαμβάνονται και τα ζητήματα ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ των προβλέψεων της παρούσας Συμφωνίας.
Τέλος, στις δέκα (10) παραγράφους του Άρθρου 20 της Συμφωνίας, περιλαμβάνονται κάποιες πολύ σημαντικές διευκρινίσεις.
Κατ’ αρχήν ότι η Συμφωνία θα φέρει τις υπογραφές μόνο των δύο υπουργών Εξωτερικών των δύο χωρών. Η διευκρίνιση αυτή, είναι πιθανό να σημαίνει ότι η κύρωσή της θα έρθει (όταν έρθει) στο Ελληνικό Κοινοβούλιο, με την διαδικασία κύρωσης σχεδίου νόμου. Αυτό, σύμφωνα με τις προβλέψεις της παρ. 2 του Άρθρου 36 του Άρθρου 67 του Συντάγματος, σε συνδυασμό με την παρ. 1 του Άρθρου 112 του Κανονισμού της Βουλής, τα οποία αντίστοιχα αναφέρουν ότι :
Παρ. 2 Άρθρου 36 του Συντάγματος «Οι συνθήκες για εμπόριο, φορολογία, οικονομική συνεργασία και συμμετοχή σε διεθνείς οργανισμούς ή ενώσεις, και όσες άλλες περιέχουν παραχωρήσεις για τις οποίες, σύμφωνα με άλλες διατάξεις του Συντάγματος, τίποτε δεν μπορεί να οριστεί χωρίς νόμο, ή οι οποίες επιβαρύνουν ατομικά τους Έλληνες, δεν ισχύουν χωρίς τυπικό νόμο που τις κυρώνει»
Άρθρο 67 του Συντάγματος «Η Βουλή δεν μπορεί να αποφασίσει χωρίς την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των παρόντων μελών, που όμως ποτέ δεν μπορεί να είναι μικρότερη από το ένα τέταρτο του όλου αριθμού των βουλευτών»(δηλαδή 75 βουλευτές). Σε περίπτωση ισοψηφίας επαναλαμβάνεται η ψηφοφορία και, ύστερα από νέα ισοψηφία, η πρόταση απορρίπτεται» (τα εντός παρενθέσεων δικά μου)
Παρ. 1 Άρθρου 112 του Κανονισμού της Βουλής «Η Βουλή εγκρίνει ή απορρίπτει τα νομοσχέδια και τις προτάσεις νόμων που κυρώνουν διεθνείς συνθήκες ή διεθνείς συμβάσεις, χωρίς μεταβολές του περιεχομένου των διεθνών συνθηκών ή συμβάσεων»
Κατά συνέπεια, οποιαδήποτε αναφορά στην παρ. 2 του Άρθρου 28 του Συντάγματος, η οποία προβλέπει ότι «Για να εξυπηρετηθεί σπουδαίο εθνικό συμφέρον και να προαχθεί η συνεργασία με άλλα κράτη, μπορεί να αναγνωριστούν, με συνθήκη ή συμφωνία, σε όργανα διεθνών οργανισμών, αρμοδιότητες που προβλέπονται από το Σύνταγμα. Για την ψήφιση νόμου που κυρώνει αυτή τη συνθήκη ή συμφωνία, απαιτείται πλειοψηφία των τριών πέμπτων (δηλαδή 180 βουλευτές) του όλου αριθμού των βουλευτών» (τα εντός παρενθέσεων δικά μου), δεν μπορεί να έχει καμία εφαρμογή στην περίπτωση κύρωσης της παρούσας Συμφωνίας από την Βουλή των Ελλήνων, μιας και δεν αφορά στην αναγνώριση αρμοδιοτήτων που προβλέπονται από το Σύνταγμα σε διεθνείς οργανισμούς, αλλά για απλή κύρωση συμφωνίας, η οποία μπορεί να γίνει με την απλή πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών κατά τη συζήτησή της, η οποία όμως δεν μπορεί να είναι μικρότερη των 75 βουλευτών.
Αφού νομίζω ότι διευκρινίσαμε ξεκάθαρα και αυτό το ζήτημα, να αναφέρω ότι η παρ. 2 του Άρθρου 20 απλά επιβεβαιώνει ότι η Συμφωνία υπόκειται σε κύρωση και από τα δύο Κοινοβούλια (της Ελλάδας και της πΓΔΜ), ενώ η παρ. 3 αναφέρεται στην τυπική διαδικασία ολοκλήρωσης των διαδικασιών για την θέση σε ισχύ της Συμφωνίας, η οποία περιλαμβάνει ΚΑΙ την ανταλλαγή επιστολών γνωστοποίησης μεταξύ των δύο χωρών, εντός μάλιστα δύο εβδομάδων αμέσως μετά και την τελευταία κύρωση από το Ελληνικό Κοινοβούλιο.
Η παρ. 4, ουσιαστικά επιβεβαιώνει εμφατικά την εξαίρεση στην οποία «υπόκειται» η πρόβλεψη της παρ. 5 του Άρθρου 8 της Συμφωνίας, η οποία αφορά την δημιουργία και το έργο της Κοινής Διεπιστημονικής Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων που θα εξετάσει με σκοπό να αναθεωρήσει (sic) τα σχολικά εγχειρίδια (κλπ) των δύο χωρών, η οποία προβλέπεται ότι μπορεί να λειτουργεί … προσωρινά, «εκκρεμούσης της θέσης σε ισχύ της Συμφωνίας» (!). Στο δεύτερο εδάφιο αυτής της παραγράφου όμως, υπάρχει και η εξαιρετικά σημαντική πρόβλεψη ότι με «Εάν η Συμφωνία δεν τεθεί σε ισχύ, η ίδια, στο σύνολό της και ως προς τις διατάξεις της ξεχωριστά, δεν θα έχει περαιτέρω ισχύ ή εφαρμογή, προσωρινή ή άλλη, και δε θα δεσμεύει οποιοδήποτε από τα Μέρη οποιοδήποτε τρόπο». Πρόκειται ουσιαστικά για τις μόνες γραμμές στο σύνολο της Συμφωνίας, οι οποίες προβλέπουν κάτι τέτοιο. Για να μην τεθεί σε ισχύ η Συμφωνία, θα πρέπει είτε η πΓΔΜ να μην ολοκληρώσει το σύνολο των υποχρεώσεών της, έτσι όπως απορρέουν από αυτή (κύρωση στο κοινοβούλιο, δημοψήφισμα με θετικό αποτέλεσμα και ολοκλήρωση των Συνταγματικών αλλαγών), είτε η Ελλάδα να μην κυρώσει στο Ελληνικό Κοινοβούλιο τη Συμφωνία, παρά την ολοκλήρωση των προβλεπόμενων «βημάτων» από την πΓΔΜ. Αυτό το τελευταίο βέβαια, θα σήμαινε απλά τον διεθνή διασυρμό της χώρας μας, η οποία δυστυχώς θα αντιμετωπιζόταν πλέον από το σύνολο της Διεθνούς Κοινότητας ως «το μαύρο πρόβατο» και ο παρίας των Διεθνών Συμφωνιών. Σύμφωνα με τα όσα προαναφέρθηκαν όμως, αυτή η περίπτωση (κατά τη γνώμη μου) δεν υπάρχει.
Οι παράγραφοι 5 έως και 8 του Άρθρου 20 έχουν καθαρά τυπικό περιεχόμενο σε όσα προβλέπουν, ενώ η παρ. 9  προβλέπει ότι «οι διατάξεις της Συμφωνίας θα παραμείνουν σε ισχύ για αόριστο χρονικό διάστημα και είναι ΑΜΕΤΑΚΛΗΤΕΣ. Δεν επιτρέπεται (επίσης) ΚΑΜΙΑ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ των προβλέψεων που περιέχονται στο Άρθρο 1(3) και 1(4) της παρούσας Συμφωνίας» (τα κεφαλαία και εντός παρενθέσεων δικά μου).
Ότι και να γίνει δηλαδή, τα πάντα μπορούν ίσως κάποια στιγμή ν’ αλλάξουν, η αναγνώριση του ονόματος, της ιθαγένειας και της γλώσσας όμως της πΓΔΜ… ποτέ.
Με την ολοκλήρωση της κριτικής αυτής ανάλυσης της Συμφωνίας μεταξύ Ελλάδας και πΓΔΜ, με τις ελάχιστες γνώσεις που μπορεί να διαθέτει ένας λάτρης της Ιστορίας και σχολαστικός (όταν μάλιστα απαιτείται) ερευνητής και αναγνώστης των πηγών και των κειμένων που την διαμορφώνουν, πρέπει για άλλη μία φορά να διατυπώσω τη γνώμη ότι, με την αοριστία και την ασάφεια να «βασιλεύουν» σε αυτή τη Συμφωνία, οι διαπραγματεύσεις και οι προσφυγές στο Διεθνές Δικαστήριο προβλέπεται να είναι πολλές και να κρατήσουν χρόνια, συντηρώντας ουσιαστικά το κλίμα της ΜΗ ΑΜΟΙΒΑΙΑΣ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗΣ και της ΜΗ ΟΡΘΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ μεταξύ των δύο χωρών.
Ένα «κλίμα» που τόσο πολύ πασχίζει να εδραιώσει η Συμφωνία.
Πολύ φοβάμαι όμως πως, τελικά, όχι απλά δεν το επιτυγχάνει, αντιθέτως, πρόκειται να ενεργοποιήσει αλλά και να ενισχύσει, ό,τι πιο αρνητικό υπάρχει στις συνειδήσεις των πολιτών και των δύο χωρών «για τον άλλο».
Και αυτό, μόνο καλός οιωνός για το μέλλον δεν μπορεί να είναι.
Ίσως ο Χρόνος, ο οποίος «δίνει όλες τις απαντήσεις χωρίς να χρειάζεται καν τις ερωτήσεις», όπως αναφέρει φράση η οποία αποδίδεται στον τραγικό ποιητή και ένας από τους τρεις μεγάλους διδασκάλους του αττικού δράματος Ευριπίδη, ο οποίος τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα έζησε στη Μακεδονία, προσκεκλημένος στην βασιλική αυλή της Πέλλας από τον ίδιο τον φιλόμουσο Βασιλιά Αρχέλαο, ίσως λοιπόν ο Χρόνος να δώσει και εδώ τις δικές του «απαντήσεις».
Εύχομαι μόνο, με όλη τη δύναμη της ψυχής μου, να μην είναι αυτές που σήμερα φοβάμαι.

ΠΗΓΗ kavalapost

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου