Στα τέλη του 18ου αιώνα ένας Βρετανός δικαστής που υπηρετούσε στις βρετανικές κτήσεις στην Ινδία, θαμπωμένος από το μεγαλείο του ινδικού πολιτισμού, άρχισε να μελετά τα αρχαία σανσκριτικά κείμενα. Η μελέτη αυτή οδήγησε τον δικαστή Γουίλιαμ Τζόουνς στο συμπέρασμα ότι η σανσκριτική ήταν η κοινή μητέρα όλων των ευρωπαϊκών γλωσσών, ακόμα και της ελληνικής.
ΤΟΥ ΠΑΝΤΕΛΗ Δ. ΚΑΡΥΚΑ
Ο πραγματικός θεμελιωτής της ινδοευρωπαϊκής θεωρίας όμως ήταν ο Γερμανός Φραντς Μποπ (1791 –1867). Ο Μποπ ήταν αυτός που μελετώντας το έργο του Τζόουνς πρωτοδιατύπωσε την λεγομένη
«ινδογερμανική θεωρία» περί της κοινής καταγωγής των ευρωπαϊκών γλωσσών, αρχικώς, και των ευρωπαϊκών πολιτισμών κατ’ επέκταση. Οι ήττες της Πρωσίας από τα γαλλικά στρατεύματα, το 1806-07, μοιραία οδήγησαν στην αφύπνιση του κοιμώμενου γερμανικού γίγαντα, του γερμανικού εθνικισμού. Νεαρός φοιτητής το 1813, ο Μποπ βίωσε την αφύπνιση αυτή, η οποία οδήγησε στη μεγάλη γερμανική νίκη κατά του Ναπολέοντα στη μάχη των Εθνών, στη Λειψία, που σηματοδότησε την απελευθέρωση της Γερμανίας από τον γαλλικό ζυγό.Η γερμανική υπερηφάνια κορυφώθηκε δε μετά τη συντριπτική νίκη κατά του Ναπολέοντος στη μάχη του Βατερλώ, το 1815, η οποία επετεύχθη χάρις στην έγκαιρη επέμβαση υπέρ των Βρετανών, των γερμανικών-πρωσικών δυνάμεων του γέροντα στρατάρχη Μπλύχερ. Εντός αυτού του κλίματος της εθνικής ανατάσεως και ευφορίας ο Μποπ διατύπωσε, το 1816, την ινδογερμανική του θεωρία, η οποία προσέθετε αιώνες ζωής στο «ένδοξο» γερμανικό έθνος.
Ιδιαίτερη διάδοση γνώρισε η συγκεκριμένη θεωρία εντός του 20ου αιώνος, για πολιτικούς κυρίως λόγους. Σε αυτήν άλλωστε βασίστηκε ακόμα και τραγική χιτλερική θεωρία περί της φυλετικής ανωτερότητας των λεγομένων Αρίων προγόνων των «καθαρών» (μη Σλάβων) Ευρωπαίων. Όσον αφορά την Ελλάδα λοιπόν, οι ινδοευρωπαϊστές υποστηρίζουν ότι, οι Έλληνες δεν ήσαν γηγενείς, αλλά επίλυδες (μετανάστες)
Θα μπορούσε πράγματι να χαρακτηριστούν οι οπαδοί της θεωρίας ανθέλληνες; Η απάντησις είναι φυσικά αρνητική. Σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να αποδοθεί κακή πρόθεση και σκοπιμότητα στο σύνολο των ερευνητών. Ωστόσο κάποιοι στην “γειτονιάς” μας εκμεταλλεύτηκαν και εκμεταλλεύονται την εν λόγω θεωρία, σωστή ή λάθος, με τον δικό τους τρόπο.
Το βασικό πρόβλημα που δημιουργείτε αφορά την υποτιθεμένη ασυνέχεια του πολιτισμού σε τούτη τη γωνιά της γης, ασυνέχεια η οποία έχει δυστυχώς γίνει προϊόν εκμεταλλεύσεως από τα όμορα της Ελλάδος κράτη και κρατίδια. Κατ’ αρχήν η υιοθέτηση της θεωρίας μειώνει τα ιστορικά δικαιώματα της ελληνικής φυλής στα χώματα τούτα. Οι βόρειο γείτονες μας –σκοπιανοί, ορισμένοι Βούλγαροι και Ρουμάνοι – είναι όχι τυχαία θερμοί θιασώτες της ινδοευρωπαϊκής θεωρίας. Βάσει των λεγομένων και των γραφομένων τους, στη βόρειο Βαλκανική χερσόνησο υπήρχε ένας προηγμένος πολιτισμός, ο οποίος επεκτάθηκε έως και την Κρήτη (!) και ο οποίος φυσικά δεν είχε καμία σχέση με τον ελληνικό.
Οι Έλληνες, αναφέρουν, ήρθαν ως αιμοβόροι εισβολείς και κατέστρεψαν τον προηγμένο βαλκανικό πολιτισμό που προϋπήρχε, οι οποίοι όμως εκδικήθηκαν τους δολερούς Έλληνες όταν ο (φυσικά μη Έλλην) Μέγας Αλέξανδρος κατέκτησε Ελλάδα και υπέταξε τους Έλληνες! Ο βαλκανικός αυτός πολιτισμός, τον οποίον έχουν βαπτίσει κατά περίπτωση «θρακικό» (συγκεκριμένοι Βούλγαροι και οι Ρουμάνοι) ή «μακεδονικό» (οι σκοπιανοί) έχει κατ’αυτούς να επιδείξει λαμπρά επιτεύγματα, ιδιαιτέρως σε περιοχές που σήμερα «τελούν υπό ελληνική κατοχή», όπως η Μακεδονία, η Θράκη, αλλά και η Θεσσαλία.
Είναι άλλωστε γνωστές οι προσπάθειες ορισμένων ρουμανιζόντων «κουτσοβλάχων», κατά τη διάρκεια της τριπλής κατοχής της Ελλάδος (1941-44), να συγκροτήσουν με τη βοήθεια των Ιταλών το «βλαχικό πριγκιπάτο της Θεσσαλίας». Φυσικά η προσπάθεια τους απέτυχε διότι οι Βλάχοι είναι και νιώθουν Έλληνες. Ωστόσο οι εθνικιστικοί κύκλοι δεν παραιτούνται των σχεδίων τους. Απλώς καλλιεργούν το έδαφος και αναμένουν την κατάλληλο ευκαιρία, η οποία μπορεί να αναφανεί εντός του ρευστού διεθνούς περιβάλλοντος του σήμερα. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι ρουμανικοί εθνικιστικοί κύκλοι κυκλοφορούν προπαγανδιστικό υλικό η κατακλείδα του οποίου αναφέρει: «Ρουμανοθράκα ξύπνα! Ξύπνα και διεκδίκησε όσα σου έχουν αρπάξει».
Και αν το Ρουμανικό έθνος θεωρείτε και είναι το πλέον φιλικά υπέρ της Ελλάδος διακείμενο στα Βαλκάνια, υπάρχουν άλλα συνοθυλεύματα πληθυσμών (σκοπιανοί) που δεν είναι. Βάσει της ινδοευρωπαϊκής θεωρίας οι «μακεδόνες» θεωρούν ότι προϋπήρχαν των Ελλήνων στην περιοχή και καπηλεύονται ακόμα και τον Μ.Αλέξανδρο. Από την άλλη οι Βούλγαροι, οι πρόγονοι των οποίων όπως είναι γνωστό εγκαταστάθησαν στην σημερινή Βουλγαρία μεταξύ των μέσων του 6ου και των αρχών του 7ου μ.Χ. αιώνος, διεκδικούν επίσης την λεγομένη «θρακική» τους καταγωγή και μαζί με αυτή τα «ιστορικά» τους δικαιώματα επί των Ελλήνων εισβολέων!
Οι πλέον γελοίοι όμως όλων δεν είναι άλλοι από τους «αδερφούς» στις μέρες μας Τούρκους. Αυτοί, εκμεταλλευόμενοι την υποθεωρία του Μellaart, έχουν δημιουργήσει ολόκληρη παραφιλολογία περίτων λεγομένων «προτούρκων», οι οποίοι κατοικούσαν στα μικαρασιατικά εδάφη, πολύ πριν την έλευση σε αυτά των Ελλήνων! Και επειδή η αναισχυντία και η παραφροσύνη στις μέρες μας δεν έχουν όρια, οι «αδερφοί» Τούρκοι έχουν φτάσει στο σημείο να θεωρούν τους Χετταίους προγόνους τους, κατοχυρώνοντας έτσι τα «ιστορικά» τους δικαιώματα στη μικρασιατική γη, αλλά και προσθέτοντας πολιτισμικά επιτεύγματα στον ανύπαρκτο πολιτισμό τους.
Βάσει των θεωριών του Mellaart, το ινδοευρωπαϊκό φύλο των Χετταίων αφίχθη στο βορειοανατολικό άκρο της Μικρασιατικής χερσονήσου και σταδιακά εγκατεστάθη στο κεντρικό μικρασιατικό υψήπεδο, πιέζοντας τα κατοικούντα στην περιοχή, προγενεστέρως αφιχθέντα ινδοευρωπαϊκά επίσης φύλα, προς δυτικές ακτές της χερσονήσου. Τα φύλα αυτά, αφού εγκατεστάθησαν στην περιοχή της Τρωάδος, ανεμίχθησαν εκεί με τους γηγενείς Ανατολίτες κατοίκους και το προϊόν της αναμίξεως ήταν η ελληνική φυλή. Οι Έλληνες, συνεχίζει ο Μellaart, αφού πρώτα εξοικιώθησαν με τη θάλασσα, κατασκεύασαν πλοία και με αυτά πέρασαν αρχικά στις Κυκλάδες και στις νήσους του βορείου Αιγαίου, τους κατοίκους των οποίων και υπέταξαν.
Κατόπιν πέρασαν και στην ηπειρωτική Ελλάδα, τους κατοίκους της οποίας υπέταξαν επίσης, χάρις στο «Άρειο» πολεμικό τους πνεύμα, αλλά και χάρις στο τρομερό ιππικό τους! Ο Μellaart υποστήριξε επίσης ότι οι Έλληνες υπήρξαν ναυτικός λαός, πριν την εγκατάστασι τους στη «νέα» τους πατρίδα! Η παρατήρησις αυτή έχει προφανώς γίνει εκ του πονηρού, για να δικαιολογήσει τα αδιακαιολόγητα, δηλαδή το πως οι «ινδοευρωπαίοι Έλληνες» διέπλευσαν το Αιγαίο. Η υποθεωρία του Mellaart, η πλέον επικίνδυνη σε πολιτικό επίπεδο για την Ελλάδα, είναι παράλληλα και η πλέον γελοία. Κατ’αρχές πάσχει από τις αυτές αδυναμίες με την θεωρία περί της με σχεδίες διελεύσεως του Αιγαίου θεωρίας.
Γράφει ο καθηγητής Ντούμας: «Βασική αδυναμία της θεωρίας (του Μellaart) αυτής είναι ότι θέλει τους εισβολείς να εισβάλλουν μέσα στο Αιγαίο ανενόχλητοι, λες και η θάλασσα αυτή ήταν έρημη και ακατοίκητη ως τότε. Από την άλλη μεριά όμως αναγνωρίζει ότι είναι αδύνατο να διαπλεύσει κανείς το Αιγαίο χωρίς επαρκείς γνώσεις. Για αυτό υποστηρίζει ότι «οι Έλληνες υπήρξαν ναυτικό έθνος πριν να εγκατασταθούν στη χώρα που της έδωσαν το όνομα τους». Πού όμως, σε ποια περιοχή απέκτησαν τη ναυτική τους εμπειρία. Ασφαλώς όχι στην κεντρική Ανατολία. Μήπως κάπου στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας;
“Γιατί όμως δεν έχουν αφήσει καμία μαρτυρία, υλική ή μυθική, ή έστω γλωσσολογική, για αυτήν την εκτός Αιγαίου ναυτική τους δραστηριότητα; Ακόμα και οι γλωσσολόγοι που ασχολούνται με την ελληνική γλώσσα και που είναι οπαδοί της ινδοευρωπαϊκής καταγωγής των Ελλήνων και της από Βορρά έλευσής των, αδυνατούν να εξηγήσουν την παντελή απουσία από την ελληνική γλώσσα της ινδοευρπαϊκής ρίζας mar- που σε όλες τις άλλες γλώσσες αποδίδει τη θάλασσα (λατ: mar, γαλλ: mer, ιταλ: mare, γερμ: meer, σλαυικά more) Και όμως η θάλασσα αποτέλεσε και αποτελεί τον κατ’εξοχήν παράγοντα που διαμόρφωσε τον χαρακτήρα του ελληνικού, του αιγιακού πολιτισμού.
“Αντιθέτως υπάρχει η ρίζα (h)αλς, η οποία ως επιφώνημα δηλωτικό δυσάρεστης γεύσης, αηδίας, προφανώς χρησιμοποιήθηκε σε πολύ παλιούς χρόνους, ίσως από την παλαιολιθική εποχή, για τον χαρακτηρισμό του ακατάλληλου προς πόσιν αλμυρού νερού. Με τον καιρό, ως βασικό στοιχείο για την ανάπτυξη της οικονομίας στο Αιγαίο, εξελίχθηκε, έγινε κλιτή λέξη και απόκτησε τέτοια πλαστικότητα, ώστε να πλουτίσει την ελληνική γλώσσα με εκατοντάδες παράγωγα και σύνθετα της. Συνεπώς η απουσία στοιχείων της θαλάσσιας/ναυτικής εμπειρίας των Ελλήνων εκτός Αιγαίου, οφείλεται μάλλον στο γεγονός ότι οι ίδιοι δεν υπήρξαν εκτός Αιγαίου», καταλήγει ο καθηγητής Ντούμας.
ΠΗΓΗ history-point
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου