Του Νικόλα Δημητριάδη
Σήμερον γίνεται χαρά, εἰς ὅλα τά περίχωρα,
Γίνεται χαρά μεγάλη, εἰς τήν Γῆν καί εἰς τόν Ἅδη!
25η Μαρτίου σήμερα, και είναι μία ευκαιρία να θυμηθούμε τον λαϊκό βάρδο της Επανάστασης, που έμεινε γνωστός με το παρατσούκλι Τσοπανάκος (από το μικρό πουλί, με τη συριχτή φωνή). Ο Παναγιώτης Καλλάς, λοιπόν, ήταν ο μικρόσωμος και ανάπηρος στιχουργός, που έγινε γνωστός για τα άτεχνα μεν, αλλά ενθουσιώδη τραγούδια του, με τα οποία εμψύχωνε τους αγωνιστές. Δύο χρόνια πέρασε από τη φημισμένη σχολή της Δημητσάνας. Δεν μπόρεσε να συνεχίσει, αλλά τα λίγα γράμματα που έμαθε αρκούσαν.
Τριπολιτσά εὐφραίνεται, μέ τό ρεσάλτο παίρνεται.
Ἕως πότε τυραννία; Ζήτω ἡ Ἐλευθερία!
Η αναπηρία του δεν του επέτρεπε να πολεμήσει, χρήματα δεν είχε, οπότε έβαλε στην υπηρεσία του Γένους το μόνο που είχε: το ταλέντο του να συνθέτει στίχους, πρώτα σατυρικούς, και στη συνέχεια, στον Αγώνα, ηρωικούς. Τα τραγούδια του επιβίωσαν, γραμμένα από τον ίδιο σε ένα ανορθόγραφο χειρόγραφο, που ταλαιπώρησε ιδιαίτερα τον τυπογράφο Ν. Παπαδόπουλο, που αποφάσισε να το εκδόσει: «τό ποίημά του ἦτον ἀπ’ ἀρχῆς ἔως τέλους συνδεδεμένον ὡς μία ἅλυσσος, καθό ψαλλόμενον παρ’ αὐτοῦ κατά σειράν, χωρίς νά διακόπτηται».
Στήν πατρίδα τοῦ Μωάμεθ, εἰς τήν κόκκινην Μηλιά,
Πρέπει Τοῦρκοι νά βρεθῆτε, σάν ὀγλήγορα πουλιά.
Μήν προσμένετε πιλάφι, ἀλλά δίστομον σπαθί,
Διότι τά πολλά κακά σας, ἔφθασαν σ’ ὑπερβολή.
Ο Τσοπανάκος δεν βγήκε ποτέ από την Πελοπόννησο. Εκεί πέρασε τη σύντομη ζωή του (πέθανε στα 36), κινούμενος μεταξύ Τριπολιτσάς και Ναυπλίου, για να υμνήσει τους αγωνιστές που τόσο θαύμαζε. Περιφερόταν στα στρατόπεδα, στιχουργώντας τις μεγάλες μάχες, Τριπολιτσά, Βαλτέτσι, Δολιανά και υμνώντας τους φημισμένους ήρωες, Κολοκοτρώνη, Υψηλάντη, Ηλία Μαυρομιχάλη, Κανάρη, Μιαούλη και άλλους πολλούς.
Αγνός όπως ήταν, δεν θα μπορούσε παρά να έχει στη μεγαλύτερη εκτίμηση τον Νικηταρά, τον οποίο ύμνησε περισσότερο απ’όλους. Όπως μας λέει ο Φωτάκος: «Ἀγαποῦσε πολὺ νὰ βλέπῃ τὸν στρατηγὸν Νικήταν Σταματελόπουλον, καὶ ὅπου καὶ ἂν ἐπήγαινε καὶ ἐστέκετο τοὺς στίχους τοὺς ὁποίους ἔκαμνε τοὺς ἀνεγίνωσκε πρῶτον τοῦ Νικήτα, καὶ ἔπειτα ἐπήγαινεν εἰς τοὺς ἄλλους καὶ τοὺς ἔψαλλεν.»
Τοῦ Λεωνίδα τό σπαθί, Νικηταράς θά τό φορεῖ
Τούρκος σάν τό ἰδεί λιγώνει, καί τό αἶμα του παγώνει
Στο τραγούδι του συμπλήρωνε τα εγκώμια με προτροπές για όσα έβλεπε στραβά. Ανέκαθεν οι λαϊκοί βάρδοι έχει την άδεια του κοινού τους να στηλιτεύουν τα κακώς κείμενα.
Μήν ἀγαπᾶτε τόν χρυσόν, τά λάφυρα τῶν ἀσεβῶν.
Ἑνωθῆτε καθώς πρέπει, τότε ἡ πατρίδα χαίρει.
Κι αν σήμερα κάποιοι προσπαθούν να μας πείσουν ότι υπεύθυνος για τους εμφύλιους ήταν ο… τάχα εξουσιομανής Κολοκοτρώνης, ο Τσοπανάκος, με την απλότητα και ευφυία του στίχου του, διαφωνεί:
Κάποιοι δημογέροντες, κακία περιφέροντες,
Δέν τούς ἄρεσαν οἱ νόμοι, θέλουν νά ‘ναι κληρονόμοι.
Η αγνότητα, η απλότητα και ο ενθουσιασμός του Τσοπανάκου αρκούσαν για να τον κάνουν αγαπητό στους αγωνιστές. Κι αν σήμερα δεν βρίσκουμε κάποιο ιδιαίτερο ποιητικό ταλέντο στους στίχους του, μας αρκεί που ξέρουμε ότι τα τραγούδια τους αυτά συντροφεύανε τους ήρωες προγόνους μας στις μάχες και τις δοκιμασίες τους, στις επιτυχίες και τις αποτυχίες τους. Αρκεί αυτό για να μακαρίσουμε τον ταπεινό και δύσμορφο καμπούρη, που στη σύντομη ζωή του υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων -και σύντροφος των ανθρώπων- που διαμόρφωσαν καθοριστικά τη χώρα, την ιστορία και την ιδιοπροσωπεία μας.
Χρόνια μας πολλά!
Κλαίει ὁ Μαχμούτης καί θρηνεῖ, στοχάζεται τί θά γενῆ.
Τύραννε τί νά προσμένῃς; Γῆ τῆς Μαδιάμ θά γένης.
Λάμπουν καί σπινθηροβολοῦν, τά ὅπλα τῶν Γραικῶν παντοῦ.
Ἡ πατρίδα ἐτιμήθη, καί ἡ Ἄγαρ κατηργήθη.
Ἀνδρείων ὀρφανά παιδιά, τώρα ἄς λάμψουν τά σπαθιά.
Τώρ’ ἄς λάμψῃ ἡ πατρίδα, ὡς τόν μέγα τόν φωστῆρα.
Μή πέσητε εἰς τήν τρυφήν, τρέξατε ὅλοι μέ ὁρμήν.
Καί συμφώνως πολεμεῖτε, πλέον νά μή κοιμηθῆτε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου