Σάββατο 3 Ιουνίου 2023

Η «ανακάλυψη» του δημοτικού τραγουδιού (Α΄ μέρος)

Του Γιώργου Καραμπελιά – απόσπασμα από το βιβλίο του, Το Δημοτικό Τραγούδι, Αποτύπωση της ιδιοπροσωπίας του νεώτερου ελληνισμού.

H «ανακάλυψη» του δημοτικού τραγουδιού, και κατά συνέπεια της «λαϊκής ψυχής», από τους λογίους του ελληνικού Διαφωτισμού πραγματοποιήθηκε καθυστερημένα –ίσως και κατόπιν εορτής, από κάποια άποψη–, μόλις στις αρχές του 19ου αι. και μάλιστα ως συνέπεια και αντανάκλαση της ανακάλυψής τους από τον ευρωπαϊκό ρομαντισμό. Και όμως, η λαϊκή δημοτική παράδοση είχε   ήδη αρδεύσει, προνομιακά, τη λόγια κρητική λογοτεχνία, η οποία, εξ αιτίας της τουρκικής κατάκτησης, το 1669,

δεν πρόλαβε να μετεξελιχθεί σε πανελλήνια· θα μεταλαμπαδευτεί, τέλος, στην επτανησιακή παράδοση, που θα εκραγεί δημιουργικά και συνταρακτικά στη νέα ελληνική λογοτεχνία, με τον Σολωμό, στην περίοδο της Επανάστασης. Αυτή η καθυστερημένη πρόσληψη της σημασίας του δημοτικού τραγουδιού επιβεβαιώνει τον βαθύτατο διχασμό ανάμεσα στο λόγιο και το λαϊκό στοιχείο –διχασμός εμφανής ήδη στο γλωσσικό ζήτημα– τον οποίο μόνον ελάχιστες μορφές διανοουμένων, όπως ο Ρήγας Βελεστινλής, επιχείρησαν να υπερβούν, μέσα από τη σύνθεση που αποπειράθηκαν.

Αν, μετά την καταστροφή των δύο Αλώσεων, τις βα­σι­κές πη­γές της ελ­λη­νι­κής α­να­γέν­νη­σης συνιστούν η Ορ­θο­δο­ξί­α, η ελληνική αρχαιότητα, το Βυ­ζάν­τιο, τα δυ­τι­κά νε­ω­τε­ρι­κά ρεύ­μα­τα και η καινούργια αυ­τό­νο­μη πνευ­μα­τι­κή πα­ρα­γω­γή της ελ­λη­νι­κής λο­γι­ο­σύ­νης, πα­ρα­μέ­νει μάλλον πα­ρα­με­λη­μέ­νη, στη μεταπολιτευτική εποχή, η συμ­βο­λή της λα­ϊ­κής πα­ρά­δο­σης, παρότι καθορι­στι­κής ση­μα­σί­ας. Μια παράδοση, ε­πι­στέ­γα­σμα της ο­ποί­ας α­πο­τε­λεί το δη­μο­τι­κό τρα­γού­δι, αλλά φθάνει μέχρι της παρυφές της λογιοσύνης, μέ­σα α­πό την πλη­θώ­ρα των εκ­δό­σε­ων των λα­ϊ­κών «φυλ­λά­δων» που, μαζί με τα θρησκευτικά βιβλία, κυριαρχούν ποσοτικά και στην ελληνική βιβλιοπαραγωγή σε όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Εξάλλου και η επιρροή των τεσ­σά­ρων πρώ­των πα­ρα­γόν­των δι­η­θεί­ται μέ­σα στο λα­ϊ­κό σώ­μα, προσλαμβάνοντας τη μορ­φή μιας λα­ϊ­κής κουλ­τού­ρας η ο­ποί­α, πί­σω α­πό την ψευ­δή ει­κό­να της στα­τι­κό­τη­τας, ε­ξε­λίσ­σε­ται δη­μι­ουρ­γι­κά.

Αυτή η υποτίμηση της λαϊκής παράδοσης και του δημοτικού τραγουδιού έχει πολύ βαθιές ρίζες στην ελληνική λογιοσύνη, ήδη από την εποχή της Τουρκοκρατίας· οι Έλληνες λόγιοι, τόσο της διαφωτιστικής όσο και της εκκλησιαστικής πτέρυγας, όχι μόνο δεν εκτιμούσαν τα δημοτικά τραγούδια αλλά τις περισσότερες φορές τα απέρριπταν περιφρονητικά, οι πρώτοι ως δημιουργίες κατώτερης ποιότητας και οι δεύτεροι, ενίοτε, ως αντιχριστιανικά/παγανιστικά άσματα.

Ο Κοραής υποχρεώνεται για πρώτη φορά να ασχοληθεί με το δημοτικό τραγούδι όταν ο Πουκεβίλ εξέδιδε το πρώτο του βιβλίο για την Ελλάδα (Voyage en Morée, Παρίσι 1805), όπου περιλάμβανε και ορισμένα δημοτικά τραγούδια. Τότε, ο Μπαρμπιέ ντε Μποκάζ (Barbié de Bocage) του ζήτησε να επιμεληθεί τη γαλλική μετάφραση των τραγουδιών και αυτός, σε επιστολή του το 1804, αναφέρει:

Μετέγραψα ή μετέφρασα ένα μέρος των τραγουδιών ενώ δεν κατόρθωσα να αποκρυπτογραφήσω τα υπόλοιπα. Πιστεύω πως δεν είναι και τόσο μεγάλη απώλεια, δεδομένου ότι δεν αξίζουν τίποτε περισσότερο από εκείνα που ήδη μεταφράστηκαν, και τα οποία όπως θα διαπιστώσετε είναι μάλλον απαίσια[1].

Μια ανάλογη τοποθέτησή του, τρία χρόνια μετά, επιβεβαιώνει την απαρέσκειά του, παρότι οι Γάλλοι, οι Ελβετοί και οι Γερμανοί είχαν ήδη αρχίσει να δείχνουν το ενδιαφέρον τους για το δημοτικό τραγούδι. Σε επιστολή του στον Αλέξανδρο Βασιλείου, στη Βιέννη, στις 20/12/1807, χαρακτηρίζει βλακώδη («χηνώδη») τα δημοτικά άσματα. Και πάλι η αφορμή για να ασχοληθεί μαζί τους θα δοθεί από τη μετάφραση τριών δημοτικών τραγουδιών των Ελλήνων της Κορσικής που του ζήτησε η γαλλική διοίκηση. Διαβάζουμε: «Ἤ­ξευ­ρε λοι­πὸν ὅ­τι τὰ στα­λέν­τα διὰ νὰ με­τα­φρά­σω ἦσαν τρα­γώ­δια τῶν ἀ­ποι­κι­σάν­των Γραι­κῶν εἰς τὴν Κύρ­νον· [ ] μή­τε δύ­να­μαι νὰ σὲ δώ­σω τώ­ρα ἰ­δέ­αν τῆς ἀ­θλι­ε­στά­της καὶ ἀ­ξι­ο­θρη­νή­του χη­νω­δί­ας αὐ­τῶν…»[2].

Αλλά και ο μεγάλος αντίπαλος του Κοραή, ο Νεόφυτος Δούκας, και μάλιστα στην αντιπαράθεσή του με τον Κοραή, χαρακτηρίζει τα δημοτικά ως «πλάσματα… τραγωδείων Μπουκουβαλείων, τὰ οποῖα ἐσύνθεσαν πρότερον βάρβαροι»[3].

Δηλαδή, δύο από τους βασικότερους εκφραστές του ελληνικού διαφωτισμού περιφρονούν ανοικτά τα δημοτικά τραγούδια.

΄Όμως και πολλοί λόγιοι του εκκλησιαστικού χώρου, αδυνατούν να τα αποδεχτούν – τα ερωτικά δημοτικά άσματα, τουλάχιστον. Μερικές δεκαετίες ενωρίτερα, ο Κοσμάς Αιτωλός τα καταδικάζει απερίφραστα:

Ἀλλὰ ἂν κάμνετε τοὺς γάμους σας μὲ τραγούδια καὶ βαρῆτε τύμπανα καὶ βιολιὰ καὶ κάμνετε ἐκεῖνα ὁποὺ ἀγαπᾶ ὁ διάβολος, τὸ καταρᾶται ἐκεῖνο τὸ ἀνδρόγυνον ὁ πανάγαθος Θεὸς καὶ δὲν προκόπτει. Ἢ ὁ ἄνδρας ἀποθνήσκει ἢ ἡ γυναίκα παράκαιρα, καὶ τὰ παιδιὰ κάμνουν, καὶ ἐκεῖνα ὅλα κορίτσια, στραβά, κουτσά, λωλά, ἀναποδιασμένα. Δὲν σᾶς λέγω περισσότερα[4].

Μὰ τὶ πρέπει νὰ κάμης, παπᾶ μου, διὰ νὰ μὴν κολασθῆς; Ἐτραγούδησες καμμίαν φοράν, δέσποτά μου; Ἐγὼ εἶδα μίαν φορὰν ἕνα πόρνον, ὁποὺ ἐδιάβαινε ἀπὸ κάτω ἀπὸ ἕνα σπίτι ὑψηλό, καὶ εἰς ἕνα παράθυρον μίαν κόρη. [ ] Ἀνέβηκε εἰς ὑψηλότερον τόπον καὶ τὴν ἔβλεπε καλύτερα. Ἀρχίνισε καὶ ἐτραγούδα καὶ ἔλεγε: «Ἂχ μαῦρα μάτια, μαῦρα φρύδια [ ] στοῦ παπᾶ τὰ παραθύρια». Τὶ ἤτανε ὁ σκοπός του; Νὰ διώξῃ τὸν Χριστὸν ἀπὸ τὴν καρδιὰ τῆς κόρης καὶ νὰ τῆς φέρῃ τὸν διάβολον· διώξῃ τὴν παρθενίαν καὶ νὰ φέρῃ τὴν πορνείαν[5].

Ο Νικόδημος Αγιορείτης, στη Χρηστοήθειά του, που εξεδόθη στις αρχές του 19ου αι., περιλαμβάνει δύο εκτενή κεφάλαια («λόγους») ενάντια στα τραγούδια και τους χορούς: «…οἱ Χριστιανοί, ἁπλῶς, δὲν πρέπει νὰ παίζουν ὄργανα οὔτε νὰ χορεύουν ἤ νὰ τραγῳδοῦν» (σ. 12, Λόγος Β΄), «…οἱ Χριστιανοὶ δὲν πρέπει νὰ παίζουν παιγνίδια ἤ νὰ χορεύουν ἤ νὰ τραγῳδοῦν εἰς τοὺς γάμους των» (σ. 24, Λόγος Γ΄)[6].

Μόνο ο Ευγένιος Βουλγαρις[7], παρότι δεν ασχολείται με το δημοτικό τραγούδι και τη μουσική της εποχής του και αναφέρεται πολύ περισσότερο στη μουσική παράδοση των αρχαίων Ελλήνων σε σύγκριση με εκείνη της Δύσης, εμμέσως φαίνεται να αντιμετωπίζει θετικά τόσο τα τραγούδια όσο και την κοσμική μουσική, ως αναγκαία για την ίδια την ανθρώπινη φύση – σε δοκίμιό του, που γράφτηκε γύρω στο 1775, αλλά εξεδόθη πολύ αργότερα, το 1868. Ακόμα και ο Βηλαράς, παρότι υπεραμύνεται της λαϊκής γλώσσας και της λαϊκής μουσικής, που δεν χρειάζονται κάποιον «γραμματισμένο» για να χρησιμοποιηθούν, ανοίγοντας έναν δρόμο για την αποδοχή της λαϊκής παράδοσης, δεν μνημονεύει το δημοτικό τραγούδι και εκθειάζει μόνο λόγια έργα όπως ο Ερωτόκριτος, η Ερωφίλη, η Βοσκοπούλα[8].

Εν τέλει, η «ανακάλυψη» των δημοτικών τραγουδιών υπήρξε έργο των δυτικών λογίων και τέκνο του ρομαντικού ρεύματος – ενώ ο Ρουσσώ, πραγματικός πρόδρομος και εμπνευστής του Χέρντερ και των αδελφών Γκριμ, έδειξε πρώτος ενδιαφέρον για τη λαϊκή ποίηση στη Γερμανία και τη Γαλλία[9].

Το ενδιαφέρον για την λαϊκή ποίηση στη Γερμανία κατά το πρώτο ήμισυ του 18ου αιώνα υπήρξε σχεδόν μηδενικό. Μόνο γύρω στα 1750, όταν ένα νέο πολιτισμικό ρεύμα που ερχόταν από τη Γαλλία ξαπλώθηκε ορμητικά σε όλη τη δυτική και κεντρική Ευρώπη, η φλόγα του λαϊκού τραγουδιού άστραψε και πάλι δυνατότερη από ποτέ και βλέπουμε να διαμορφώνονται ήδη στη Γαλλία τα πρώτα στοιχεία της αντίληψης του Χέρντερ για το δημοτικό τραγούδι[10].

Παρότι, στη συνέχεια, η Γερμανία, με τον Χέρντερ, τον Σλέγκελ, τον Γκαίτε, τον Άρνιμ-Μπρεντάνο, και η Αγγλία, με τον Μακφέρσον (Όσσιαν) και τον Πέρσυ, δείχνουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τη λαϊκή ποίηση, υπάρχουν ήδη παλαιότερες αναφορές στα ελληνικά δημοτικά τραγούδια. Ο Εμίλ Λεγκράν, το 1874, αναπαρήγαγε έναν κώδικα χειρογράφου του πρεσβευτή της Αυστρίας στην Κωνσταντινούπολη, Augier-Busbecq, που ανακάλυψε ο Κωνσταντίνος Σάθας, χρονολογούμενο στα μέσα του 16ου αι., ο οποίος περιείχε σαράντα επτά τραγούδια ερωτικά και ένα σκωπτικό, στην πλειοψηφία τους προγενέστερα του 15ου αι[11]. Σε ένα από αυτά, την «Αποπλάνηση», ανάμεσα στις κατάρες που εκτοξεύει η νεαρή αποπλανηθείσα στον εραστή της, αν την εγκαταλείψει, είναι και οι ακόλουθες:

Ἄ βου­λη­θῇς νὰ μ’­ἀρ­νη­θῇς καὶ νὰ μ’ ἀ­λη­σμο­νή­σῃς

εἰς τὴν Τουρ­κιάν, στὰ σί­δε­ρα πολ­λὰ ν’ ἀ­γα­να­κτή­σῃς·

σὲ τούρ­κι­κα σπα­θιὰ σὲ ἴ­δω, σὲ Κα­τε­λά­νου χέ­ρια,

τὰ κρεί­α­τά σου νὰ κό­πτου­σιν μὲ δί­στο­μα μα­χαί­ρια

Ἀ­ρά­πη­δες νὰ σ’ εὕ­ρω­σιν καὶ Μῶ­ροι νὰ σὲ σώ­σουν,

κ’ εἰς ὄ­χλον Σαρακήνικον τρεῖς μαχαιριὲς σοῦ δώσουν[12].

Σύμφωνα με τον Λεγκράν, και μόνο η αναφορά σε «Κατελάνου χέρια», το τοποθετεί σε περίοδο προγενέστερη του 15ου αι.· δεδομένου δε ότι τα τραγούδια προέρχονταν από την Κων/πολη, μπορούμε με βεβαιότητα να χρονολογήσουμε το τραγούδι αυτό πριν από την Άλωση, διότι μία από τις απειλές της νεαρής Ελληνοπούλας στον εραστή της συνίσταται στο ότι θα τιμωρηθεί και με παράδοση στην «Τουρκιά». Χαρακτηριστική είναι και η απαρίθμηση των δεινών που του επιφυλάσσει: «τούρκικα σπαθιά», «Κατελάνου χέρια», «Αράπηδες», «Μώροι», και «όχλος Σαρακήνικος»! 

Ο Λα Γκυγετιέρ (La Guilletière), δηλαδή ο Γκιγέ (Guillet) το 1676, ανα­φέρεται στην υψηλή ποιότητα των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών: «τα τραγούδια, ή ασματίδια στην κοινή ελληνική, που αντηχούν σήμερα στα χωριουδάκια του Παρνασσού και τις σπηλιές του Ελικώνα, θα μπορούσαν να συγκριθούν επάξια με τα υπέροχα ποιήματα της αρχαιότητας»[13]. Ο ιησουίτης ιερέας, Xavier de Montaigu, πραγματοποίησε, κατά τον 17ο αι., μια συλλογή που δεν είδε ποτέ το φως της δημοσιότητας ενώ μια άλλη καταγραφή, επίσης του 17ου αι. με δεκατρία άσματα μαζί με τη μουσική τους, βρίσκεται σε αγιορείτικο κώδικα της μονής Ιβήρων αλλά εκδόθηκε για πρώτη φορά από τον Σπ. Λάμπρο και επανεκδόθηκε το 1960 από τον Bernard Bouvier, σχολιασμένη[14].

Και πάλι ένας Γάλλος, ο μεγαλέμπορος περιηγητής, Π.Α. Γκυς, σε βιβλίο που πρωτοεκδόθηκε στο Παρίσι το 1771, καταγράφει το λαϊκό τραγούδι, τον κλήδονα κ.λπ., ενώ, το 1776, στη δεύτερη έκδοση, δημοσιεύονται ως προσθήκη επιστολές της Ελισάβετ Λομάκα-Σενιέ (Lhomaca-Chénier), της Κωνσταντινουπολίτισας μητέρας του Αντρέ Σενιέ (André Chénier), για τους ελληνικούς χορούς[15]. Ο Γκυς βρίσκει τους Έλληνες «όμοιους με τους προγόνους τους», υποστηρίζει πως «οι σημερινοί Έλληνες ποιητές μπορούν να υμνούν τα ρόδα και την Άνοιξη όπως ο Ανακρέων, ενώ μπορούμε να βρούμε στα τραγούδια τους τις σπίθες μιας ποιητικής φλόγας που δεν έσβησε ποτέ». Και συνεχίζει, «έχουμε δείξει μεγάλη περιφρόνηση για τους σημερινούς Έλληνες γιατί δεν τους έχουμε μελετήσει αρκετά»[16].

Στο μεταξύ, το 1778, κυκλοφόρησε η πρώτη δίτομη ανθολογία «Παλαιών λαϊκών τραγουδιών» στη Γερμανία, όπου ο Χέρντερ υμνεί τη φύση, την οποία αντιπαραθέτει στην τέχνη, εγκαινιάζοντας μια νέα αντίληψη για τη δημοτική και λαϊκή τέχνη και μουσική. Τραγούδια, περισσότερο ή λιγότερο σκόρπια, θα συγκεντρώσουν ο Ζαν Μπατίστ ντε Βιλουαζόν (Villoison) –που θα μείνουν ανέκδοτα–, ο Τζέιμς Νταλαγουέη[17], που δημοσίευσε δυο φαναριώτικα ποιήματα,­ καθώς και οι αδελφοί Στεφανόπολι (1798-1799) και ο Πουκεβίλ. Απόλυτα αρνητικές κρίσεις εξέφρασε γι’ αυτά ο αντίπαλος του Κοραή, Γερμανός Μπαρτόλντυ, το 1805[18], ενώ, τέλος, ο γνωστός περιηγητής, Ληκ, υπήρξε ο πρώτος που δημοσίευσε ελληνικό κείμενο δημοτικών τραγουδιών για τον Φώτο Τζαβέλλα και το Σούλι, δίπλα στον Ερωτόκριτο και την Ερωφίλη[19].


[1] Αδ. Κοραής, Αλληλογραφία, τ. Β΄, ΟΜΕΔ, Εστία 1966, σσ. 220-221 (μτφρ. Γ.Κ.).

[2] Αδ. Κοραής, Αλληλογραφία, τ. Β΄, ό.π., σ. 434.

[3] Ν. Δούκα, Απάντησις. Προς Αλέξανδρον Βασιλείου, Βιέννη 1809, σσ. 80-81. («Μπουκουβάλεια» ως αναφερόμενα στον κλέφτη Μπουκουβάλα).

[4] Διδαχή E΄, http//users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/tributes/patroko­smas/didaxai.htm

[5] Διδαχή Z΄, http//users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/tributes/patro­kosmas/didaxai.htm

[6] Νικόδημος Αγιορείτης, Βιβλίον καλούμενον Χρηστοήθεια των Χρι­στιανών: Περιέχουσα Λόγους ψυχωφελεστάτους δεκατρείς, ρυθμίζοντας επί το βέλτιον τα κακά ήθη των Χριστιανών, Βενετία 1803.

[7] Βλ. Ευγένιος Βούλγαρις, Πραγματεία περί μουσικής, Τεργέστη 1868· Γιάννης Πλεμμένος, «Μουσική και Νεοελληνικός Διαφωτισμός: Ανασύνθεση ενός διαλόγου», Σύγκριση της ελληνικής με τις ξένες λογοτεχνίες και τις καλές τέχνες, ΕΕΓΣΓ, τ. 14, Αθήνα 2003, σσ. 157-183.

[8] Ιωάννης Βηλαράς, Άπαντα, Δημητράκος, Αθήνα 1935, σσ. 236-238, 303-310.

[9] Miodrac Imbrovac, Claude Fauriel et la fortune Européenne des poésies populaires Grecque et Serbe, Librairie Marcel Didier, Παρίσι 1966, σ. 21 (μτφρ. Γ.Κ.).

[10] Paul Levy, Zur Geschichte des Begriffes Volkslied, Στρασ­βούρ­γο-Βερολίνο 1911·  Imbrovac, Claude Fauriel, ό.π., σ. 21 (μτφρ. Γ.Κ.).

[11] Émile Legrand, Chansons Populaires Grecques, Αθήνα 1874, σ. Ι-ΧΧ και 1-71.

[12] Émile Legrand, Chansons, ό.π., σ. 32.

[13] La Guilletière, La Lacédémone ancienne et nouvelle, Παρίσι 1676, πρόλογος, χ. α.· Imbrovac, Claude Fauriel, ό.π., σ. 32.

[14] Bertrand Bouvier, Δημοτικά Τραγούδια από χειρόγραφο της Μονής των Ιβήρων, Collection de l’Institut Français d’Athènes, Αθήνα 1960.

[15] Αλέξης Πολίτης, Η ανακάλυψη των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών, Θεμέλιο, Αθήνα 1984, σ. 69.

[16] P. A. Guys, Voyage littéraire de la Grèce Ou lettres sur les Grecs anciens et modernes, avec un parallèle de leurs moeurs, Παρίσι 1771, τ. ΙΙ, σ. 225.

[17] James Dallaway, Constantinople Ancient and Modern: With Excursions to the Shores and Islands of the Archipelago and to the Troad, Λονδίνο 1797.

[18] Βλ. J. L. S. Bartholdy, Voyage en Grèce fait dans les années 1803 et 1804, traduit de l’allemand par A. du C***, Παρίσι 1807, τ. Β΄, σσ. 112-158. Για τον Μπαρτόλντυ, από την άλλοτε υπέροχη ποίηση των αρχαίων Ελλήνων δεν έχουν μείνει παρά «μόνο λίγα μαραμένα φύλλα χωρίς χυμό», ενώ «τα πάντα στην ελληνική ποίηση αποπνέουν κόπωση και εξάντληση» (σ. 113). Και δεν φείδεται, στη σαρωτική κριτική του, ούτε της Ερωφίλης: «Τίποτα δεν είναι πιο άθλιο από την εκφορά αυτής της τραγωδίας· τίποτα περισσότερο ασήμαντο και πεζό από τις σκέψεις που διατυπώνει (σ. 122)»· βλ. και Αλέξης Πολίτης, Η ανακάλυψη…, ό.π., σσ. 71-80.

[19] William Martin-Leake, Researches in Greece, Λονδίνο 1814, σσ. 157-161.

ΠΗΓΗ ardin-rixi

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου