Τετάρτη 29 Νοεμβρίου 2023

Συστημικός κατευνασμός


Του Γιώργου Ρακκά*

Η επίσκεψη Ερντογάν στην Αθήνα (7/12/23), καθώς και η ευρύτερη διαδικασία διπλωματικής προσέγγισης Ελλάδας και Τουρκίας, έχει πυροδοτήσει ένα νέο γύρο ψευδαισθήσεων στους κόλπους της πολιτικής ηγεσίας και των ΜΜΕ. 

Πλησίστιος επανέρχεται ένας ευσεβοποθισμός, πως είναι εφικτό να υπάρξει μια διαδικασία, η οποία επικεντρωμένη στην θετική ατζέντα και τα πεδία όπου δεν υφίστανται προσκόμματα για την συνεργασία των δύο πλευρών, θα οδηγήσει σταδιακά στη μεταβολή του κλίματος, κι έτσι θα διευκολυνθεί και η διευθέτηση των αντιθέσεων σε βάθος χρόνου.

Στο έωλο των προσδοκιών αυτών αναφέρθηκε λεπτομερώς και ο πρώην πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς στην πολυσυζητημένη πλέον συνέντευξη του στην Καθημερινή της 26ης Νοεμβρίου 2023.

Αυτήν τη φορά το πρόβλημα δεν έχει να κάνει μόνο με την αξιολόγηση της ειλικρίνειας ή μη των τουρκικών προθέσεων, ή την κατανόηση της τακτικής μαστιγίου-καρότου που έχει υιοθετήσει έναντι της Ελλάδας. αλλά σχετίζεται και με την ευρύτερη γεωπολιτική εικόνα, εμπλέκει τις σχέσεις μας με την Δύση και ειδικότερα την Ευρώπη.

Ως γνωστόν, με την αναζωπύρωση της ισραηλο-παλαιστινιακής αντιπαράθεσης στην Μέση Ανατολή, έπειτα από την επίθεση που διεξήγε η Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου 2023, η Τουρκία ανεβάζει και πάλι τους τόνους εναντίον της Δύσης και του Ισραήλ. Αποπειράται να εμφανιστεί ως κατ’ εξοχήν εκφραστής του μουσουλμανικού κόσμου, ηγέτιδα δύναμη του πολιτικού Ισλάμ.

Η απομάκρυνση της Τουρκίας από την Δύση όχι μόνον επιβεβαιώνεται αλλά μάλλον εντείνεται. Κι έτσι έχουμε την κατάρρευση μιας θεμελιώδους παραδοχής πάνω στην οποία στηρίχτηκε η διαδικασία ελληνοτουρκικής επαναπροσέγγισης ήδη από την συνδιάσκεψη στο Βίλνιους. Ότι η Τουρκία επιθυμεί να ευθυγραμμιστεί εκ νέου με το ΝΑΤΟ, κάτι που υποτίθεται εκφράστηκε και στην από πλευράς της αποδοχή της ένταξης της Σουηδίας (η οποία ας μην ξεχνάμε πως ακόμα εκκρεμεί), και ότι άρα η ευκαιρία είναι μοναδική για την αποκλιμάκωση της έντασης και στα ελληνοτουρκικά.

Επομένως, ήδη καταγράφεται μια διολίσθηση. Από εκεί που η ελληνική πλευρά φιλοδοξούσε να εκμεταλλευτεί τον συνετισμό της Τουρκίας από τις ΗΠΑ –αυτό δήλωναν οι Έλληνες ιθύνοντες πέρυσι– φτάσαμε φέτος και πριν από μερικές εβδομάδες να ακούμε τον Έλληνα πρωθυπουργό να λέει στο Ίδρυμα Κόνραντ Αντενάουερ ότι «προφανώς και διαφωνώ απόλυτα με τα σχόλια του για τη Χαμάς, αλλά αυτό δεν αποτελεί λόγο για να μην τον καλωσορίσω στην Ελλάδα σε κάτι λιγότερο από έναν μήνα». Τα ‘σχόλια’ του Ερντογάν για την Χαμάς, είναι ότι στην Γάζα διεξάγεται αυτήν την στιγμή μιαν αντιπαράθεση μεταξύ ημισελήνου και σταυρού. Και λίγες μέρες μετά τις δηλώσεις του Έλληνα πρωθυπουργού στο γερμανικό ίδρυμα, ο Ερντογάν μετέβη ο ίδιος στο Βερολίνο, και προσέβαλε σύσσωμο το Γερμανικό έθνος μπροστά σε έναν αποσβολωμένο Καγκελάριο.

Που θα μας οδηγούσε προοπτικά αυτή η τακτική του “δεν βλέπω/δεν ακούω” απέναντι στην κλιμάκωση που επιχειρεί η Τουρκία; Θα μπορούσαμε σταδιακά να καταστούμε για τις σχέσεις της Τουρκίας με τη Δύση, ό,τι είναι η Ουγγαρία του Ορμπάν για τις σχέσεις της Ρωσίας με την Ευρώπη· δηλαδή, εξαίρεση.  

Η προοπτική αυτή αποτελεί και στρατηγική στόχευση της Τουρκίας ως προς το θετικό διπλωματικό κλίμα που διαμορφώνεται. Η Άγκυρα έκρινε πως η μονομερής επιμονή της στην ένταση που επέδειξε από το 2019 μέχρι πρόσφατα, ενεργοποίησε τα υπνώττοντα αποτρεπτικά αντανακλαστικά της Ελλάδας. Την υποχρέωσε να καταφύγει σε ένα μείγμα διπλωματίας και εξοπλισμών που αύξανε την ισχύ της, αναβάθμιζε τη θέση της, και δημιουργούσε μια προοπτική ώστε να καταστεί ακρίτας της Δύσης απέναντί της. Η Τουρκία, όμως, δεν μας θέλει σε ρόλο ακρίτα· επιθυμεί να μας καταστήσει ‘γεφυροποιό’ και αναμεταδότη της επιρροής της εντός Ευρώπης/Δύσεως.

Κάτι τέτοιο επιτυγχάνεται εφ’ όσον η Ελλάδα συγκατανεύσει εν είδει “θετικής ατζέντας” στα ευρύτερα αιτήματα της Τουρκίας για στενότερες σχέσεις και συνεργασία με την ΕΕ: χορήγηση βίζας σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, ευρωπαϊκές επενδύσεις στους κλάδους συναρμολόγησης της τουρκικής οικονομίας, μεταναστευτικό, και πιο μακροπρόθεσμα, η εμπλοκή της Τουρκίας στις ευρωπαϊκές ενεργειακές οδούς.

Όπως έχει αποδείξει ουκ όλιγες φορές ο Ερντογάν η στρατηγική του προσεγγίζει αυτές τις σχέσεις ως χρήσιμες γι’ αυτόν εξαρτήσεις των συνομιλητών του, που λειτουργούν για τις ευρωπαϊκές ηγεσίες σαν τον ιστό της αράχνης. Πιλότος εδώ, είναι ο τρόπος χειρισμού των ρωσο-γερμανικών σχέσεων από τον Πούτιν, όπου η ενεργειακή συνεργασία χρησιμοποιήθηκε κατ’ εξοχήν ώστε να εξασφαλιστεί η γερμανική ανοχή καθώς η Ρωσία σταδιακά ξεδίπλωνε τον επεκτατικό της αναθεωρητισμό.

Ούτως ή άλλως και εκ των πραμάτων, μέσα από τις ίδιες τις διαδικασίες της θετικής ατζέντας η ελληνική στάση θα μετακινηθεί από την αποτροπή στον κατευνασμό. Είναι δύσκολο να παραμένει πεισματικά αμετακίνητη απέναντι στις τουρκικές αξιώσεις, την ίδια στιγμή που αυξάνονται οι τουριστικές, εμπορικές και επιχειρησιακές συμπράξεις (σε ό,τι αφορά στις φυσικές καταστροφές π.χ.), ή η συνδιαχείριση του μεταναστευτικού. Η διαφορά των μεγεθών, εξ άλλου είναι τεράστια.

Υπάρχει άρα στην χώρα μας ένα βαθύτερο πρόβλημα ερμηνείας και αξιολόγησης της τουρκικής στάσης. Αυτό συμβαίνει διότι ο δικός μας ευσεβοποθισμός πολύ συχνά παρεμβάλλεται και παραμορφώνει την πραγματική εικόνα. Οι ρίζες του προβλήματος είναι συστημικές. Και δεν αφορούν μάλιστα μόνον την Ελλάδα.

Τις τελευταίες ημέρες αναζωπυρώθηκε η συζήτηση στην Ευρώπη για τις στρατηγικές στοχεύσεις της Δύσης στον πόλεμο με την Ουκρανία. Αφορμή στάθηκε ένα δημοσίευμα της Bild, το οποίο επικαλούνταν την ύπαρξη μιας μυστικής συμφωνίας Μπάιντεν-Σόλτς, σε σχέση με τις ποσότητες και την ταχύτητα διάθεσης των δυτικών όπλων στην Ουκρανία.

Η συμφωνία, υποτίθεται, αφορά στην επίτευξη μιας ισορροπίας ώστε η Δύση να βοηθάει την Ουκρανία «τόσο-όσο»: να μην κερδίσει η Ρωσία, από την μία πλευρά, ούτε όμως και να καταρρεύσει στο μέτωπο χάνοντας άτακτα τα εδαφικά κέρδη του 2022 και του 2014. Και οι δυτικές ηγεσίες συνεκτιμούν, κατά το δημοσίευμα, ότι εφ’ όσον μια πληγωμένη και αυταρχική πυρηνική δύναμη στριμωχτεί στον τοίχο, μπορεί να γίνει ανεξέλεγκτη.

Στην ισορροπία αυτή έχει επανειλλημένα αναφερθεί και ο ίδιος ο Σόλτς, η αρχική της διατύπωση κατά την άνοιξη του 2022 είχε πυροδοτήσει μιαν έντονη συζήτηση στα γερμανικά μέσα. Πιο ένθερμοι υποστηρικτές της Ουκρανίας, όπως η Υπουργός Εξωτερικών Ανναλένα Μπέρμπογκ στηλίτευε τους μετεωρισμούς των Σοσιαλδημοκρατών. Το ίδιο έκαναν και οι εταίροι της ΕΕ από την Ανατολική Ευρώπη.

Το μέρος του, πήρε ο εμβληματικός στοχαστής της μεταψυχροπολεμικής Γερμανίας, Γιούργκεν Χάμπερμας, σε άρθρο του στη Süddeutsche Zeitung (29/4/2022). Εκεί τάχθηκε υπέρ της μετριοπαθούς και ενδιάμεσης θέσης του Γερμανού Καγκελαρίου –ένα μείγμα αποτροπής και κατευνασμού– εξηγώντας πως αυτά είναι τα όρια κοινωνιών μετα-εθνικών και μετα-ηρωϊκών, όπως είναι η γερμανική και ευρύτερα οι δυτικές.

Μια μεταηρωϊκή κοινωνία, μπορεί να θαυμάζει την εικόνα και την θυσιαστικότητα της παλλαϊκής άμυνας των Ουκρανών, η ίδια όμως εκχωρεί σε επαγγελματίες την δική της άμυνα, και δεν είναι διατεθειμένη να καταβάλει σε βάθος χρόνου το ενεργειακό ή όποιο άλλο κόστος μιας σύρραξης που γίνεται μακροχρόνια γιατί εγκλωβίζεται σε πόλεμο θέσεων. Οι δε μετα-εθνικές κοινωνίες, εύκολα συνηθίζουν να πιστεύουν πως οι συγκρούσεις είναι αναγκαστικά βραχύβιες, περιορισμένης κλίμακας, και πάντοτε δυνάμει διευθετήσιμες από ένα μείγμα κυρώσεων και διπλωματίας.

Με λίγα λόγια, οι μετα-ηρωϊκές και μετα-εθνικές κοινωνίες προϋποθέτουν μιαν ορισμένη γεωπολιτική αμεριμνησία, και τείνουν να αντιμετωπίζουν κάθε σύγκρουση ή ανταγωνισμό σαν να ήταν ένα ατυχές διάλλειμα σε μια αναπόφευκτη διαδικασία προσέγγισης και εξομάλυνσης. Εξ ου και ο Πούτιν ή ο Ερντογάν είναι αναγκαστικά «παρανοϊκοί». Αποκλείεται ο επεκτατικός τους αναθεωρητισμός, ή η Ευρασιατική σύγκλιση σε μια ατζέντα αντιδημοκρατίας και επαναφοράς των σφαιρών επιρροής μεγάλων αυτοκρατορικών μορφωμάτων όπως η Ρωσία, η Τουρκία η Κίνα ή το Ιράν, να έχει χαρακτήρα δομικό ή να αφορά μια νέα κανονικότητα μέσα στον 21ο αιώνα.

Η ελληνική ηγεσία μοιράζεται τις μετα-ηρωϊκές και μετα-εθνικές ψευδαισθήσεις. Ερωτηθείσα στο συνέδριο του Κύκλου Ιδεών γιατί πιστεύει ότι η κρίση της Μέσης Ανατολής θα ενισχύει τον ελληνοτουρκικό διάλογο, η υφυπουργός Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου απάντησε με φυσικότητα «Διότι και η Τουρκία και η Ελλάδα ανεξάρτητα από τις διαφορετικές προσεγγίσεις, τους διαφορετικούς στόχους, τις διαφορετικές κοσμοθεωρίες που μπορεί να έχουν, έχουν ένα κοινό συμφέρον: Δεν μπορούν να ζουν σε μια περιοχή η οποία εκρήγνυται και η έκρηξη αυτή τη στιγμή στη Μέση Ανατολή αφορά και τους δυο μας».

Μα ο αναθεωρητισμός, προϋποθέτει την αποσταθεροποίηση της παλιάς τάξης πραγμάτων. Γι’ αυτό η Τουρκία εμπλέκεται ενεργά, περισσότερο ή λιγότερο άμεσα σε 5 ενεργές ή προσφάτως ενεργοποιημένες πολεμικές συγκρούσεις (Συρία, Λιβύη, Ιράκ, και Αζερμπαϊτζαν, Ισραήλ και Παλαιστίνη). Εξ άλλου, επιδίωξη της γείτονος είναι ο “τουρκικός 21ος αιώνας” και όχι η σταθερότητα, μια στόχευση που υπηρετείται είτε με την θετική, είτε με την ανταγωνιστική ατζέντα.

Η Ελληνίδα υφυπουργός, όμως, όπως και άλλοι από την  πολιτική και πνευματική ελίτ, έχουν την τάση να προβάλουν τον εαυτό τους στο πρόσωπο των συνομιλητών τους. Για να παραφράσουμε μια προσφιλή έκφραση του woke ρεύματος, ο κατευνασμός τους είναι συστημικός. Και αυτήν την αδυναμία των Ελλήνων, και ευρύτερα της Δύσης εκμεταλλεύονται ήδη, και συστηματικά, ο Πούτιν ή ο Ερντογάν. 

*Ο Γιώργος Ρακκάς είναι δρ. κοινωνιολογίας και πολιτικός αναλυτής.

ΠΗΓΗ ardin-rixi

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου