Τα στοιχεία της φύσης νικούν τον Θεόδωρο

Από τις Σέρρες ο Θεόδωρος πληροφορήθηκε ότι οι Μογγόλοι έκαναν επιδρομές στη Μικρά Ασία, κατανικώντας τους Σελτζούκους Τούρκους. Φοβούμενος για την ασφάλεια των ανατολικών του συνόρων ο αυτοκράτορας στράφηκε ανατολικά. Στο μεταξύ είχε έρθει το καλοκαίρι. Ο Θεόδωρος τελικά στρατοπέδευσε αρχικά στο Διδυμότειχο και κατόπιν στην Αδριανούπολη, περιμένοντας τις εξελίξεις.

Ο μογγολικός κίνδυνος τον κράτησε καρφωμένο στην Αδριανούπολη όλο το καλοκαίρι. Τελικά στις αρχές του φθινοπώρου του 1255, πληροφορήθηκε ότι οι Μογγόλοι είχαν αποχωρήσει και αποφάσισε να βαδίσει προς την Τζέπαινα με σκοπό να ανακαταλάβει το τελευταίο βουλγαροκρατούμενο οχυρό, νότια του Έβρου.

Η Τζέπαινα ήταν κτισμένη στις βορειοδυτικές απολήξεις της Ροδόπης, κοντά στις πηγές του ποταμού Έβρου, εκεί που η Ροδόπη συναντά την οροσειρά του Αίμου, νοτιοανατολικά της Σόφιας. Το έδαφος είναι ορεινό, τραχύ, δύσκολο για ανθρώπους και άλογα. Το σημείο όμως είναι στρατηγικής σημασίας, καθώς το οχυρό ήλεγχε τις διαβάσεις από Βορρά προς Νότο και αντίστροφα.

Αν και είχε σχεδόν τελειώσει το φθινόπωρο και ερχόταν ξανά ο χειμώνας, ο αυτοκράτορας κίνησε με τον στρατό του προς την Τζέπαινα. Ο Γεώργιος Ακροπολίτης αναφέρει ότι ο Θεόδωρος είχε ενισχύσει τον στρατό του με πολλούς πεζούς τοξότες – γεγονός λογικό, εφόσον αναλάμβανε πολιορκητική επιχείρηση – και κορυνοφόρους, χωρίς να διευκρινίζει αν ήταν πεζοί ή ιππείς.

Γιατί οι Βυζαντινοί ιππείς έφεραν, ως δευτερεύων όπλο και κορύνη, τον λεγόμενο κεφαλοθραύστη. Βυζαντινοί πεζοί όμως οπλισμένοι, αποκλειστικά ή κύρια, όπως προδιαθέτει η ονομασία τους, με το όπλο αυτό, δεν υπήρξαν ποτέ.

Ο Βυζαντινός Στρατός, αφού διάνυσε τέσσερις σταθμούς πορείας έφτασε σε μια ακατοίκητη περιοχή που ονομαζόταν Μικρολιβάδα. Εκεί όμως ο καιρός επιδεινώθηκε. Την ίδια νύκτα ξέσπασε φοβερή καταιγίδα και όταν ξημέρωσε ολόκληρο το υψίπεδο ήταν καλυμμένο από χιόνι.

Ενώπιον αυτών των συνθηκών ο Θεόδωρος κάλεσε τους στρατηγούς του για να ακούσει τη γνώμη τους. Οι περισσότεροι πρότειναν ως ενδεδειγμένη λύση την υποχώρηση στην Ανδριανούπολη. Αντίθετα ο αυτοκράτορας αποφάσισε να βαδίσει ο στρατός προς τη Στενήμαχο, όπου θα έβρισκαν τα αναγκαία και θα μπορούσαν να προστατευτούν από τις άσχημες καιρικές συνθήκες, χωρίς να δώσουν στους εχθρούς την ηθική, έστω, ικανοποίηση ότι υποχωρούσαν.

Έτσι και έγινε. Ο στρατός αφίχθη στη Στενήμαχο, όπου ανεφοδιάστηκε και αναπαύτηκε και αμέσως μετά κίνησε για την Τζέπαινα. Ο Θεόδωρος έστειλε ένα αλάγιο, με επικεφαλής τον Κωνσταντίνο Μαργαρίτη, να αναγνωρίσει το έδαφος.

Ο Μαργαρίτης, επιστρέφοντας, ανέφερε ότι το έδαφος ήταν βατό και μπορούσε με ευκολία ο στρατός να το διασχίσει. Μόνο έτσι δεν ήταν όμως. Το ίδιο βράδυ, το χιόνι πάγωσε και την επομένη που ο στρατός κίνησε ξανά υπέφερε τα πάνδεινα για να ανέβει στις βουνοπλαγιές που βρίσκονταν απέναντι από το οχυρό.

Ήταν εμφανές, ότι υπό αυτές τις συνθήκες, δεν μπορούσε να νοηθεί καν η οποιαδήποτε προσβολή του οχυρού. Έτσι ο αυτοκράτορας αποφάσισε να επιστρέψει στην Αδριανούπολη. Από εκεί πήγε στο Διδυμότειχο, όπου άφησε φρουρά με επικεφαλής τους Μανουήλ Λάσκαρη και Κωνσταντίνο Μαργαρίτη και πέρασε στη Λάμψακο για να διαχειμάσει εκεί με τον στρατό του. Στους δε Λάσκαρη και Μαργαρίτη έδωσε σαφείς εντολές να μη εμπλακούν σε μάχη με τον εχθρό, παρά μόνο αν οι αντίπαλοι ήταν λίγοι αριθμητικά.

Η εαρινή κεραυνοβόλος εκστρατεία

Όταν έφτασε η άνοιξη του 1256 ο αυτοκράτορας έδωσε εντολή να συγκεντρωθούν όσοι στην υπηρεσία του ήταν ικανοί να φέρουν όπλα, στρατολογώντας ακόμα και τους κυνηγούς του, συγκέντρωσε μια επιβλητική στρατιά, την ισχυρότερη που είχε παρατάξει η Αυτοκρατορία από τη εποχή των Κομνηνών. Κατόπιν πέρασε ξανά στην Ευρώπη και βάδισε προς το Διδυμότειχο με σκοπό να ενωθεί με τις δυνάμεις των Λάσκαρη και Μαργαρίτη.

Στο μεταξύ όμως ο Βούλγαρος τσάρος είχε αποστείλει στη Μακεδονία και Θράκη 4.000 ελαφρούς ιππείς του, με σκοπό τη λεηλασία. Ο Λάσκαρης και ο Μαργαρίτης, παρακούοντας της αυτοκρατορικές εντολές τους επιτέθηκαν, αλλά ηττήθηκαν κατά κράτος. Ο Λάσκαρης γλίτωσε μόνο χάρη στην ταχύτητα του αλόγου του. Ο Μαργαρίτης αιχμαλωτίσθηκε και πολλοί στρατιώτες σκοτώθηκαν, άδικα.

Ο Θεόδωρος έμαθε τι είχε συμβεί και βάδισε με τη μέγιστη δυνατή ταχύτητα – καλύπτοντας απόσταση 70 χλμ. σε μια μόλις ημέρα – κατά των αντιπάλων, διασκορπίζοντάς τους. Οι ηττημένοι Βούλγαροι, τρομοκρατημένοι, ανέφεραν στον τσάρο τους ότι ο Βυζαντινός Στρατός ήταν τεράστιος σε αριθμό και δεν ήταν δυνατόν αν τον νικήσει.

Ο Μιχαήλ Ασάν τρομοκρατήθηκε. Άλλωστε και στη χειμερινή εκστρατεία του Θεοδώρου δεν είχε αντιδράσει, ως όφειλε, προφανώς υπολογίζοντας ότι αδυνατούσε να αντιμετωπίσει τον Βυζαντινό Στρατό.

Αντιμετωπίζοντας και εσωτερικά έριδες – οι οποίες άλλωστε οδήγησαν, λίγο αργότερα στη δολοφονία του – ο Μιχαήλ ζήτησε τη συνδρομή του πενθερού του, του Ρώσου πρίγκιπα Ροστισλάφ (ο Ούρος των Βυζαντινών) για να επιτύχει την σύναψη συνθήκης ειρήνης με τους Έλληνες. Παράλληλα έστειλε πρέσβεις στον αυτοκράτορα Θεόδωρο, ενημερώνοντάς τον για τις προθέσεις του.

Ο Ρώσος πρίγκιπας πράγματι δέχτηκε τον ρόλο του μεσολαβητή και πήγε να συναντήσει τον Θεόδωρο. Ο Θεόδωρος δεν επέβαλε βαρείς όρους τους ηττημένους Βουλγάρους, επιδιώκοντας τη διατήρηση της ειρήνης στην περιοχή της Βαλκανικής, καθώς είχε να ανησυχεί και για τα ανατολικά του σύνορα. Έτσι ορίστηκε ότι σύνορο των δύο κρατών θα ήταν και πάλι ο ποταμός Έβρος, στη Ρωμυλία. Επίσης η Τζέπαινα θα περνούσε πάλι στο έλεγχο των Βυζαντινών.

Ο Βούλγαρος τσάρος δέχτηκε, με ανακούφιση τους όρους και η συμφωνία υπεγράφη το καλοκαίρι του 1256.

ΠΗΓΗ history-point   history-point    history-point