Ο Λευκάδιος Χερν, ο εθνικός ποιητής της Ιαπωνίας, γεννήθηκε στις 27 Ιουνίου 1850 στη Λευκάδα, στο ελληνικό νησί που βρίσκεται στο Ιόνιο Πέλαγος. Ο πατέρας του, Κάρολος Μουσχ Χερν, ήταν Ιρλανδός γιατρός που υπηρετούσε στα αγγλοκρατούμενα τότε Επτάνησα. Η μητέρα του ήταν η Ρόζα Κασιμάτη, Ελληνίδα η οποία καταγόταν από τα Κύθηρα. Τα πρώτα έξι χρόνια της ζωής του, ο Χερν τα πέρασε σε τόπο ελληνικό, κοντά στη θάλασσα, ανάμεσα στη Δύση και την Ανατολή, δεχόμενoς ποίκιλλες επιρροές που σημάδεψαν τη διαμόρφωση του χαρακτήρα του τα επόμενα χρόνια. Όμως η εποχή της ηρεμίας και της ανεμελιάς του στον ελληνικό παράδεισο τέλειωσε ξαφνικά, όταν ο πατέρας του πήρε μετάθεση για την Ινδία: Οι γονείς του αναγκάστηκαν να χωρίσουν και ο μικρός τότε Χερν βρέθηκε στο Δουβλίνο υπό την κηδεμονία της απολυταρχικής θείας του.
Τα χρόνια που ακολούθησαν ήταν δύσκολα: Ο Χερν σε ηλικία δεκαέξι ετών έχασε την όραση του αριστερού ματιού του και σχεδόν ταυτόχρονα έχασε τον πατέρα του.
Η οικονομική καταστροφή της θείας του που ακολούθησε, τον ανάγκασε να σταματήσει το σχολείο και να μεταναστεύσει, σε ηλικία δεκαεννιά ετών, στο Οχάιο της Αμερικής, αναζητώντας καλύτερες συνθήκες ζωής. Εκεί, για να κερδίσει το ψωμί του, ο μετέπειτα άνθρωπος των γραμμάτων και της ποίησης, αναγκάστηκε να κάνει διάφορες βαριές και ταπεινωτικές χειρωνακτικές εργασίες. Τελικά κατάφερε να εργαστεί ως δημοσιογράφος και μεταφραστής σε εφημερίδες και εκδοτικούς οίκους, όπου μετέφρασε κυρίως Γάλλους λογοτέχνες, όπως τον Θεόφιλο Γκωτιέ και τον Φλωμπέρ, αλλά και παράξενα κείμενα από άγνωστες και ξένες λογοτεχνίες. Έτσι του δόθηκε η ευκαιρία να δημοσιεύσει και τα δικά του κείμενα και τα πρώτα του δυο βιβλία: Σκόρπια Φύλλα από Παράξενες Λογοτεχνίες (1884) και Κάποια Κινέζικα Φαντάσματα (1887). Το 1887 πήγε στην Ινδία, όπου και έμεινε δυο χρόνια ως ανταποκριτής του περιοδικού Χάρπερ. Μελετώντας την παράδοση της χώρας, άρχισε να εμβαθύνει και σε πολλά και ποικίλα θέματα, δημοσιεύοντας έτσι από κείμενα για το Βουδισμό και τον Ινδουϊσμό μέχρι επιστημονικές κοινωνιολογικές μελέτες για τον αντι-σημιτισμό στη Ρωσία και τη Γαλλία.
Το 1890 ήταν μια χρονιά-σταθμός για τον Λευκάδιο Χερν. Πήγε στην Ιαπωνία με σκοπό να συνεχίσει απλώς τη συνεργασία του με το περιοδικό Χάρπερ. Όμως, η χώρα του ανατέλλοντος ηλίου τον μάγεψε! Η πλούσια παράδοση, ο τρόπος ζωής και τα παραμύθια της Ιαπωνίας –που τότε ήταν τελείως άγνωστα και ακατανόητα για το δυτικό τρόπο σκέψης– ώθησαν τον Ελληνοϊρλανδό ταξιδευτή να αφιερώσει την υπόλοιπη ζωή του στην Ιαπωνία, ώσπου να ξεσκεπάσει το μαγικό μυστηριώδες πέπλο της. Αφού διέκοψε τη συνεργασία του με το περιοδικό Χάρπερ, έπιασε δουλειά ως καθηγητής Αγγλικών σε μια πόλη της Βόρειας Ιαπωνίας. Εκεί γνωρίστηκε με τη Σετσούκο Κοϊζούμι, μια γυναίκα που καταγόταν από μια οικογένεια της υψηλής τάξης των Σαμουράι, με την οποία και παντρεύτηκε το 1891. Κατόπιν άλλαξε το όνομά του σε Γιακόμο Κοϊζούμι, υιοθέτησε τις ιαπωνικές συνήθειες και μετεξελίχθηκε σε εθνικό συγγραφέα της Ιαπωνίας, χωρίς ποτέ να ξεχάσει τη δυτική πλευρά της προσωπικότητάς του, χωρίς ποτέ να απαρνηθεί την ελληνική και ιρλανδική του φύση και παιδεία του. Ο Λευκάδιος Χερν, μεγάλος λάτρης και μελετητής του υπερφυσικού, δεν έχασε την ευκαιρία να καταγράψει τις πολύ παράξενες υπερφυσικές ιστορίες που κυκλοφορούσαν παντού στην Ιαπωνία, έναν τόπο ανεπηρέαστο από την Ιερά Εξέταση και τον επιστημονικό «θετικισμό», που είχαν περιθωριοποιήσει στην Ευρώπη αυτές τις θεματολογίες.
Από το 1896-1903 ο Χερν έγινε καθηγητής στο Αυτοκρατορικό Πανεπιστήμιο του Τόκιο, όπου δίδαξε αγγλική λογοτεχνία. Ωστόσο η μεγαλύτερη προσφορά του, τόσο στην Ιαπωνία όσο και στη Δύση, είναι ότι έκανε γνωστή την παράδοση της Ιαπωνίας στον υπόλοιπο κόσμο μέσα από τις μεταφράσεις και τις μελέτες του που δημοσίευε εκείνο τον καιρό στις Η.Π.Α. Το βιβλίο του Κουάινταν (1904) περιέχει ιαπωνικές ιστορίες φαντασμάτων, καθώς και εκπληκτικές μεταφράσεις παραδοσιακών γιαπωνέζικων χάι-κου. Μάλιστα κάποιες από αυτές τις ιστορίες αποτέλεσαν τη βάση της ομώνυμης ταινίας που πρωτοπαρουσιάστηκε στους κινηματογράφους το 1965. Άλλα πολύ σημαντικά έργα του είναι τα Ματιές στην άγνωστη Ιαπωνία (1894), Από την Ανατολή (1895), Κοκορό (1896), Κόττο (1902).
Ο Λευκάδιος Χερν έφυγε από τον κόσμο αυτόν το 1904 στην πόλη Σινγιούκου (Shinjuku), σε ηλικία πενήντα τεσσάρων χρόνων, μετά από ένα καρδιακό επεισόδιο. Αξίζει να παραθέσουμε ότι ο Χερν θεωρείται μεγάλος συγγραφέας στην Ιαπωνία και ότι οι Ιάπωνες τρέφουν μεγάλη αγάπη για την Ελλάδα εξαιτίας του. Πριν από κάποια χρόνια, τον Οκτώβριο του 1989, η Λευκάδα και η πόλη Σινγιούκου έγιναν αδελφές πόλεις, και συνεργάστηκαν για να τιμήσουν τον Χερν διοργανώνοντας εκδηλώσεις με παραδοσιακούς χορούς και ανταλλάσσοντας ζωγραφιές παιδιών από τις δυο περιοχές. Μάλιστα, όποιος επισκεφτεί τη Λευκάδα θα έχει την ευκαιρία να επισκεφτεί το σπίτι όπου έζησε ο Χερν και να θαυμάσει την προτομή του, πλάι σε κείνη του Βαλαωρίτη και του Σικελιανού.
Αντίστοιχα, στο Τόκιο, ο γιος του Χερν είχε κατασκευάσει από το 1955 ένα κτίσμα αφιερωμένο στον πατέρα του, στο οποίο δενόταν αρμονικά η ιαπωνική και η δυτιοευρωπαϊκή αρχιτεκτονική – μάλιστα υπήρχε και ένα μέρος του χώρου που ακολουθούσε την λευκαδίτικη αρχιτεκτονική. Το πιο θαυμαστό σημείο του χώρου αυτού, όμως, ήταν οι τεράστιοι κήποι του: Το ένα κομμάτι αυτών ήταν διαμορφωμένο σύμφωνα με το ευρωπαϊκό στυλ, ενώ το άλλο σύμφωνα με το γιαπωνέζικό. Δυστυχώς –ύστερα από ένα νομικό πρόβλημα που προέκυψε– η δικαιοσύνη απεφάνθη ότι ο χώρος ανήκει στο βουδιστικό ναό Χοτοκούγι (Hotokuji), τα μέλη του οποίου γκρέμισαν το κτίσμα και τους κήπους το 1998…
ΠΗΓΗ teachingreek
Τα χρόνια που ακολούθησαν ήταν δύσκολα: Ο Χερν σε ηλικία δεκαέξι ετών έχασε την όραση του αριστερού ματιού του και σχεδόν ταυτόχρονα έχασε τον πατέρα του.
Η οικονομική καταστροφή της θείας του που ακολούθησε, τον ανάγκασε να σταματήσει το σχολείο και να μεταναστεύσει, σε ηλικία δεκαεννιά ετών, στο Οχάιο της Αμερικής, αναζητώντας καλύτερες συνθήκες ζωής. Εκεί, για να κερδίσει το ψωμί του, ο μετέπειτα άνθρωπος των γραμμάτων και της ποίησης, αναγκάστηκε να κάνει διάφορες βαριές και ταπεινωτικές χειρωνακτικές εργασίες. Τελικά κατάφερε να εργαστεί ως δημοσιογράφος και μεταφραστής σε εφημερίδες και εκδοτικούς οίκους, όπου μετέφρασε κυρίως Γάλλους λογοτέχνες, όπως τον Θεόφιλο Γκωτιέ και τον Φλωμπέρ, αλλά και παράξενα κείμενα από άγνωστες και ξένες λογοτεχνίες. Έτσι του δόθηκε η ευκαιρία να δημοσιεύσει και τα δικά του κείμενα και τα πρώτα του δυο βιβλία: Σκόρπια Φύλλα από Παράξενες Λογοτεχνίες (1884) και Κάποια Κινέζικα Φαντάσματα (1887). Το 1887 πήγε στην Ινδία, όπου και έμεινε δυο χρόνια ως ανταποκριτής του περιοδικού Χάρπερ. Μελετώντας την παράδοση της χώρας, άρχισε να εμβαθύνει και σε πολλά και ποικίλα θέματα, δημοσιεύοντας έτσι από κείμενα για το Βουδισμό και τον Ινδουϊσμό μέχρι επιστημονικές κοινωνιολογικές μελέτες για τον αντι-σημιτισμό στη Ρωσία και τη Γαλλία.
Το 1890 ήταν μια χρονιά-σταθμός για τον Λευκάδιο Χερν. Πήγε στην Ιαπωνία με σκοπό να συνεχίσει απλώς τη συνεργασία του με το περιοδικό Χάρπερ. Όμως, η χώρα του ανατέλλοντος ηλίου τον μάγεψε! Η πλούσια παράδοση, ο τρόπος ζωής και τα παραμύθια της Ιαπωνίας –που τότε ήταν τελείως άγνωστα και ακατανόητα για το δυτικό τρόπο σκέψης– ώθησαν τον Ελληνοϊρλανδό ταξιδευτή να αφιερώσει την υπόλοιπη ζωή του στην Ιαπωνία, ώσπου να ξεσκεπάσει το μαγικό μυστηριώδες πέπλο της. Αφού διέκοψε τη συνεργασία του με το περιοδικό Χάρπερ, έπιασε δουλειά ως καθηγητής Αγγλικών σε μια πόλη της Βόρειας Ιαπωνίας. Εκεί γνωρίστηκε με τη Σετσούκο Κοϊζούμι, μια γυναίκα που καταγόταν από μια οικογένεια της υψηλής τάξης των Σαμουράι, με την οποία και παντρεύτηκε το 1891. Κατόπιν άλλαξε το όνομά του σε Γιακόμο Κοϊζούμι, υιοθέτησε τις ιαπωνικές συνήθειες και μετεξελίχθηκε σε εθνικό συγγραφέα της Ιαπωνίας, χωρίς ποτέ να ξεχάσει τη δυτική πλευρά της προσωπικότητάς του, χωρίς ποτέ να απαρνηθεί την ελληνική και ιρλανδική του φύση και παιδεία του. Ο Λευκάδιος Χερν, μεγάλος λάτρης και μελετητής του υπερφυσικού, δεν έχασε την ευκαιρία να καταγράψει τις πολύ παράξενες υπερφυσικές ιστορίες που κυκλοφορούσαν παντού στην Ιαπωνία, έναν τόπο ανεπηρέαστο από την Ιερά Εξέταση και τον επιστημονικό «θετικισμό», που είχαν περιθωριοποιήσει στην Ευρώπη αυτές τις θεματολογίες.
Από το 1896-1903 ο Χερν έγινε καθηγητής στο Αυτοκρατορικό Πανεπιστήμιο του Τόκιο, όπου δίδαξε αγγλική λογοτεχνία. Ωστόσο η μεγαλύτερη προσφορά του, τόσο στην Ιαπωνία όσο και στη Δύση, είναι ότι έκανε γνωστή την παράδοση της Ιαπωνίας στον υπόλοιπο κόσμο μέσα από τις μεταφράσεις και τις μελέτες του που δημοσίευε εκείνο τον καιρό στις Η.Π.Α. Το βιβλίο του Κουάινταν (1904) περιέχει ιαπωνικές ιστορίες φαντασμάτων, καθώς και εκπληκτικές μεταφράσεις παραδοσιακών γιαπωνέζικων χάι-κου. Μάλιστα κάποιες από αυτές τις ιστορίες αποτέλεσαν τη βάση της ομώνυμης ταινίας που πρωτοπαρουσιάστηκε στους κινηματογράφους το 1965. Άλλα πολύ σημαντικά έργα του είναι τα Ματιές στην άγνωστη Ιαπωνία (1894), Από την Ανατολή (1895), Κοκορό (1896), Κόττο (1902).
Ο Λευκάδιος Χερν έφυγε από τον κόσμο αυτόν το 1904 στην πόλη Σινγιούκου (Shinjuku), σε ηλικία πενήντα τεσσάρων χρόνων, μετά από ένα καρδιακό επεισόδιο. Αξίζει να παραθέσουμε ότι ο Χερν θεωρείται μεγάλος συγγραφέας στην Ιαπωνία και ότι οι Ιάπωνες τρέφουν μεγάλη αγάπη για την Ελλάδα εξαιτίας του. Πριν από κάποια χρόνια, τον Οκτώβριο του 1989, η Λευκάδα και η πόλη Σινγιούκου έγιναν αδελφές πόλεις, και συνεργάστηκαν για να τιμήσουν τον Χερν διοργανώνοντας εκδηλώσεις με παραδοσιακούς χορούς και ανταλλάσσοντας ζωγραφιές παιδιών από τις δυο περιοχές. Μάλιστα, όποιος επισκεφτεί τη Λευκάδα θα έχει την ευκαιρία να επισκεφτεί το σπίτι όπου έζησε ο Χερν και να θαυμάσει την προτομή του, πλάι σε κείνη του Βαλαωρίτη και του Σικελιανού.
Αντίστοιχα, στο Τόκιο, ο γιος του Χερν είχε κατασκευάσει από το 1955 ένα κτίσμα αφιερωμένο στον πατέρα του, στο οποίο δενόταν αρμονικά η ιαπωνική και η δυτιοευρωπαϊκή αρχιτεκτονική – μάλιστα υπήρχε και ένα μέρος του χώρου που ακολουθούσε την λευκαδίτικη αρχιτεκτονική. Το πιο θαυμαστό σημείο του χώρου αυτού, όμως, ήταν οι τεράστιοι κήποι του: Το ένα κομμάτι αυτών ήταν διαμορφωμένο σύμφωνα με το ευρωπαϊκό στυλ, ενώ το άλλο σύμφωνα με το γιαπωνέζικό. Δυστυχώς –ύστερα από ένα νομικό πρόβλημα που προέκυψε– η δικαιοσύνη απεφάνθη ότι ο χώρος ανήκει στο βουδιστικό ναό Χοτοκούγι (Hotokuji), τα μέλη του οποίου γκρέμισαν το κτίσμα και τους κήπους το 1998…
ΠΗΓΗ teachingreek
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου