Του Κώστα Ράπτη
Στα είκοσι χρόνια που κυβερνά την Τουρκία ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, η γειτονική χώρα αποτελεί έναν ιδιόμορφο, ίσως παγκόσμιο μοναδικά, συνδυασμό δύναμης και αδυναμίας.
Έναν συνδυασμό στον οποίο, μάλιστα, τα στοιχεία ακριβώς που προσδίδουν δύναμη στη γείτονα χώρα είναι και εκείνα τα οποία παροξύνουν τις αδυναμίες της – όπως, λ.χ., συμβαίνει με τις πολιτικές που εξασφάλισαν υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, υπονομεύοντας ταυτοχρόνως τη νομισματική σταθερότητα, ή με τις μεσανατολικές περιπέτειες που ξανάνοιξαν την κουρδική "εκκρεμότητα" στο εσωτερικό της.
Αλλά και αντιστρόφως: Δεν υπάρχει κρίση από την οποία η Τουρκία να μην επιχείρησε να αποσπάσει όφελος – εν ανάγκη πολλαπλασιάζοντας τα μέτωπα και πλειοδοτώντας σε επιλογές που συναντούν διεθνώς επικρίσεις, είτε πρόκειται για την οικονομία είτε για τη γεωπολιτική. Διότι δύο είναι οι κανόνες με τους οποίους πορεύεται σταθερά ο Ταγίπ Ερντογάν: η φυγή προς τα εμπρός και η απαρέσκεια προς τις "ορθόδοξες" συνταγές.
Με οδηγό την πόλωση
Πολλοί θα υποστηρίξουν ότι το αποτέλεσμα δεν είναι παρά να καθίσταται ο ίδιος ολοένα και πιο ισχυρός σε μια χώρα ολοένα και πιο αποδυναμωμένη. Όμως η προτίμηση του Τούρκου προέδρου να τροφοδοτεί την πόλωση επί τη βάσει διαχωριστικών γραμμών που μετατοπίζονται τόσο συχνά όσο και οι επιλογές συμμάχων και αντιπάλων αποδίδει επί μία εικοσαετία, εγχωρίως και διεθνώς. Θα ήταν δύσκολο να την εγκαταλείψει τώρα που η Τουρκία αντιμετωπίζει τους μεγαλύτερους κινδύνους, όχι αμιγείς, πάντως, εξίσου μεγάλων ευκαιριών.
Αλλά το "στοίχημα" έχει τις τελευταίες ημέρες ανέβει θεαματικά – καθώς ο πόλεμος στην Ουκρανία καταλύει το προηγουμένως γνωστό πλαίσιο, αλλά και πολλαπλασιάζει τα οικονομικά κόστη για όλους τους παίκτες στη διεθνή σκακιέρα. Και ο Ταγίπ Ερντογάν, έχοντας κλείσει εγκαίρως πολλά από τα μεσανατολικά του μέτωπα (όπως δείχνει και η προγραμματισμένη για την επόμενη εβδομάδα επίσκεψη στην Τουρκία του Σαουδάραβα διαδόχου), στρέφει το βλέμμα προς Δυσμάς, επιδιώκοντας να επαναρρυθμίσει τη σχέση του με τις ΗΠΑ διά μέσου ενός τριπλού εκβιασμού.
Οι λογαριασμοί με τη Δύση
Το πρώτο σκέλος του αφορά το τουρκικό βέτο στην ένταξη Σουηδίας και Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ, το οποίο, παρά τους ευσεβείς πόθους των αναλυτών, έγινε περισσότερο ανελαστικό, καθώς ο Τούρκος ηγέτης ζητά πλέον γραπτές εγγυήσεις από τις υποψήφιες χώρες ότι θα εγκαταλείψουν τις "φιλικές προς την τρομοκρατία" επιλογές τους. Το ότι το βέτο αυτό προορίζεται πιθανότατα να αρθεί, άπαξ και τελεσφορήσει το κατάλληλο παζάρι, δεν υποβαθμίζει το πλήγμα στο αμερικανικό γόητρο, εφόσον η αστραπιαία "ατλαντική συσπείρωση" απέναντι στη "ρωσική απειλή" κατέληξε επίπονη και χρονοβόρα ενδοατλαντική διαπραγμάτευση.
Το δεύτερο σκέλος του τουρκικού εκβιασμού έχει να κάνει με την απειλή νέας στρατιωτικής επιχείρησης στη βόρεια Συρία εις βάρος των προστατευόμενων από τις ΗΠΑ Κούρδων αυτονομιστών. Πρόκειται για κίνηση ενδεικτική της ευκολίας που έχει αποκτήσει πλέον η Άγκυρα στην ανάληψη στρατιωτικής δράσης εκτός συνόρων, αλλά και για εμφατική υπενθύμιση του ότι η συριακή "εκκρεμότητα" δεν πρόκειται επ' ουδενί να κλείσει ερήμην της – πόσω μάλλον με την παγίωση της ύπαρξης μιας κουρδικής οντότητας νοτίως των συνόρων της.
Το τρίτο και πιο εντυπωσιακό σκέλος συνίσταται στη θεαματική αναβάθμιση των απειλών εναντίον της Ελλάδας, με το λανσάρισμα της θεωρίας της "διασύνδεσης" της ελληνικής κυριαρχίας στα νησιά του Αιγαίου από την πρόβλεψη αποστρατιωτικοποίησής τους.
Και τα τρία σκέλη αλληλοσυμπληρώνονται, στον βαθμό που φέρουν αντιμέτωπες τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ με το ενδεχόμενο απώλειας κάθε αξιοπιστίας τους, εκτός και αν προσαρμοστούν στις τουρκικές απαιτήσεις. Και παραλλήλως αναδεικνύουν το τουρκικό παιχνίδι αλληλοεξισορρόπησης της Δύσης με τη Ρωσία, καθώς διευκολύνουν μεν τον Πούτιν, αλλά και προσκρούουν στη ρωσική γραμμή υπεράσπισης της συριακής εδαφικής ακεραιότητας.
Εκλογική χρονιά εν μέσω σοβούσας χρεοκοπίας
Την ακροβασία Ερντογάν καθιστά περισσότερο περίπλοκη το γεγονός ότι εντός των συνόρων κινδυνεύει με απώλεια του ελέγχου – πολιτικού και οικονομικού.
Μόλις έναν χρόνο πριν από τη διενέργεια των επόμενων εκλογών οι δημοσκοπήσεις φέρουν την πρόθεση ψήφου υπέρ του κυβερνώντος κόμματος να περιορίζεται στο 28%, ενώ αποφασιστικά δείχνει να στρέφει την πλάτη στο όραμα του Ερντογάν η νέα γενιά, η οποία δεν έχει γνωρίσει άλλη εξουσία από τη δική του. Σε μια χώρα αρκούντως νεανική, οι ηλικίες κάτω των 30 ετών εκφράζουν σε ποσοστά άνω του 70% επιθυμία να μεταναστεύσουν, ενώ η δυσφορία με την απουσία οικονομικών προοπτικών κυριεύει ακόμα και τους γόνους των στελεχών του κυβερνώντος κόμματος.
Οικονομία και εξωτερική πολιτική διαπλέκονται με τρόπο όλο και πιο εκρηκτικό, αν κρίνουμε από τους μύδρους που εξαπέλυσε ο Ερντογάν εναντίον της ηγεσίας του Συνδέσμου Βιομηχανιών TÜSİAD, επειδή αυτή υπέδειξε ότι ο τρόπος με τον οποίο προβάλλονται τα εθνικά συμφέροντα σε υποθέσεις όπως η ένταξη Σουηδίας και Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ θα έπρεπε να αλλάξει για το καλό της οικονομίας και ότι η γνώμη των ειδικών θα έπρεπε να έχει μεγαλύτερο βάρος στη διαμόρφωση οικονομικής πολιτικής.
Οι προειδοποιήσεις από Μπαμπατζάν και S&P
Ο άλλοτε "τσάρος" της οικονομίας σε προηγούμενες κυβερνήσεις Ερντογάν και νυν ηγέτης του αντιπολιτευόμενου κόμματος DEVA, Αλί Μπαμπατζάν, υποστήριξε δημόσια ότι η Τουρκία βρίσκεται στα πρόθυρα χρεοκοπίας και η πιστοληπτική της ικανότητα είναι στο χαμηλότερο επίπεδο ιστορικά. Ο ίδιος έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου ιδίως σε ό,τι αφορά την ενεργειακή τροφοδοσία της χώρας και ζήτησε επιτακτικά την αποκατάσταση της ανεξαρτησίας της κεντρικής τράπεζας και της στατιστικής υπηρεσίας.
Πράγματι, η λίρα έχει χάσει φέτος το 23% της συναλλαγματικής ισοτιμίας της έναντι του δολαρίου, καταγράφοντας τη χειρότερη απόδοση μεταξύ των νομισμάτων των αναδυόμενων αγορών, τα ασφάλιστρα κινδύνου (CDS) των ομολόγων του τουρκικού δημοσίου ξεπέρασαν τα επίπεδα της κρίσης του 2008, φτάνοντας τις 841 μονάδες τη Δευτέρα, ενώ και ο πληθωρισμός ανήλθε στο 73,5% τον Μάιο, σημειώνοντας διεθνή "πρωτιά". Ωστόσο, ο Ερντογάν δεν οπισθοχωρεί από τις ανορθόδοξες "αναπτυξιακές" αντιλήψεις του, με κεντρικό στοιχείο τα χαμηλά επιτόκια, παρά τον πληθωρισμό.
Από την πλευρά της, η S&P Global, σε έκθεσή της για τις αναδυόμενες αγορές, χαρακτηρίζει την Τουρκία ως την περισσότερο εκτεθειμένη (μαζί με την Τυνησία) διεθνή νομισματική περιστολή σε εξέλιξη, καθώς τα αποθεματικά των τραπεζών της είναι σε μεγάλο βαθμό κατατεθειμένα στην κεντρική τράπεζα και θα μπορούσαν να δεσμευθούν.
Είναι σε αυτό το περιβάλλον εσωτερικής αποδυνάμωσης και αναταραχής, στην οποία ο Ερντογάν απαντά με όλο και μεγαλύτερη δαιμονοποίηση και καταστολή των αντίθετων φωνών, που καλούνται παραδόξως να ξεδιπλωθούν οι φιλόδοξες και ριψοκίνδυνες κινήσεις της Τουρκίας εκτός συνόρων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου