Τετάρτη 6 Μαρτίου 2013

100 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Α΄

Του Γιάννη Ράγκου από το blogthea

Η δολοφονία του βασιλιά Γεώργιου του ΑΆ, τον Μάρτιο του 1913 στη Θεσσαλονίκη, αποτελεί κατά μία έννοια το ελληνικό αντίστοιχο της δολοφονίας του Αμερικανού προέδρου Τζ. Κέννεντυ, που συνέβη 50 χρόνια αργότερα στο Ντάλλας των Η.Π.Α. Και στις δυο περιπτώσεις: το θύμα ήταν ο ανώτερος πολιτειακός παράγοντας της χώρας, οι αρχές υιοθέτησαν σχεδόν από την αρχή τη θεωρία του «μοναχικού δράστη» με προσωπικά κίνητρα, ο βασικός ύποπτος βγήκε από τη μέση προτού ολοκληρωθεί η ανάκριση, ενώ στο πέρασμα του χρόνου αναπτύχθηκαν ποικίλες θεωρίες για την πραγματική ταυτότητα των δραστών και τη συνωμοσία που κρυβόταν πίσω τους…
Όταν στις 5 Οκτωβρίου του 1912, η Ελλάδα κήρυσσε τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, μπαίνοντας στο πλευρό των -τότε- συμμάχων της Σέρβων και Βούλγαρων, κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι τρεις εβδομάδες αργότερα οι πολεμικές εξελίξεις θα υποχρέωναν την τουρκική φρουρά της Θεσσαλονίκης να παραδώσει την πόλη -η οποία αποτελούσε τον κύριο στόχο της εκστρατείας κατά τον ΑΆ Βαλκανικό Πόλεμο- στον ελληνικό στρατό.
Η πρωτεύουσα της Μακεδονίας ήταν πεδίο σύγκρουσης των ενδοβαλκανικών επιδιώξεων, που εκφράζονταν κυρίως από την πλευρά της Ελλάδας και της Βουλγαρίας, αλλά και των συμφερόντων των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής.
Στις 28 Οκτωβρίου, τα ελληνικά στρατεύματα εισήλθαν θριαμβευτικά στην πόλη και την επομένη ακολούθησε ο 68χρονος, τότε, βασιλιάς Γεώργιος ΑΆ, τον οποίο συνόδευε ο διάδοχος Κωνσταντίνος, αρχιστράτηγος του ελληνικού στρατού.

Ο Γεώργιος ΑΆ εισέρχεται στην Θεσσαλονίκη στις 29 Οκτωβρίου 1912. Δίπλα του, ο τότε διάδοχος Κωνσταντίνος.

Λόγω της εύθραυστης κατάστασης που επικρατούσε, ο Γεώργιος αποφάσισε να εγκατασταθεί στην πόλη, ώστε να επισημοποιήσει, αλλά κυρίως να εδραιώσει την εκεί ελληνική παρουσία. Στο διάστημα της παραμονής του, συνήθιζε, όπως και στην Αθήνα, να πραγματοποιεί καθημερινούς περιπάτους, χωρίς συνοδεία ή με ελάχιστη προστασία.

Ο Γεώργιος ΑΆ και η βασίλισσα Όλγα σε έναν περίπατό τους στη Θεσσαλονίκη, λίγο πριν τη δολοφονία του πρώτου. Πίσω τους, ο Κωνσταντίνος.

Το μεσημέρι της 5ης Μαρτίου 1913, ο Γεώργιος, συνοδευόμενος από τον υπασπιστή του ταγματάρχη Φραγκούδη, κατέβηκε από το μέγαρο Χατζηλαζάρου, που χρησιμοποιούσε ως βασιλική κατοικία, στην αποβάθρα του Λευκού Πύργου προκειμένου να πραγματοποιήσει επίσκεψη εθιμοτυπίας στον Γερμανό ναύαρχο Γκόπφεν επί του πολεμικού πλοίου «Γκέμπεν», που βρισκόταν στο λιμάνι της πόλης.
«[…] Η Α. Μεγαλειότης, ομιλών εις τον υπασπιστήν του, εξέφραζε την μεγάλην του χαράν δια την πτώσιν των Ιωαννίνων (σ.σ.: στις 22 Φεβρουαρίου 1913), πλειστάκις τονίσας των νέον θρίαμβον των Ελληνικών όπλων» σημείωνε σε σχετικό ρεπορτάζ η εφημερίδα «Εμπρός» στις 7 Μαρτίου και συμπλήρωνε: «Η αυτή ευδιαθεσία του Βασιλέως εξηκολούθησε και μετά μίαν ώραν όταν η Α. Μ. ήρχισε να επιστρέφη εις το Ανάκτορον. Όταν διήρχετο προ του Λευκού Πύργου, εγγύτατα του πλήθους το οποίον περιεστοίχιζε την κατΆ εκείνην την ώραν παιανίζουσαν μουσικήν, επλησίασεν, ανεμίχθη μετά των πολιτών, ήκουσε μουσικήν και κατά την δημοκρατικήν του συνήθειαν, συνωμίλησε μετά των ανθρώπων του λαού οι οποίοι ευρίσκοντο εκεί. Μετά τούτο, εισήλθεν εις την λεωφόρον της Αγίας Τριάδας […]».
Στη συμβολή με την οδό Βασιλίσσης Όλγας, τον περίμενε από ώρα ο Σερραίος Αλέξανδρος Σχινάς. Γύρω στις 3, είδε τον Γεώργιο και τον υπασπιστή του να περνούν, τους πλησίασε και από μικρή απόσταση πυροβόλησε τον βασιλιά μία φορά, προκαλώντας, ωστόσο, καίριο τραύμα. Αμέσως μετά, επιχείρησε να πυροβολήσει και τον Φραγκούδη, αλλά αυτός πρόλαβε να τον αφοπλίσει και να τον παραδώσει σε δύο Κρητικούς χωροφύλακες, που είχαν προστρέξει στο σημείο της δολοφονίας.


Η σκηνή της δολοφονίας του Γεωργίου ΑΆ,σε λαϊκές εικόνες της εποχής.

Ο Γεώργιος μεταφέρθηκε στο ιατρείο του «Παπάφειου Ιδρύματος», αλλά οι γιατροί δεν μπόρεσαν να προσφέρουν καμιά βοήθεια, καθώς ο βασιλιάς ήταν ήδη νεκρός. Από το νοσοκομείο, η σορός του μεταφέρθηκε με ανοικτό αυτοκίνητο στο μέγαρο Χατζηλαζάρου, όπου το συνόδευσαν οι υπασπιστές του Πάλλης, Σκουμπουρδής και Φραγκούδης. Παράλληλα, ο Αλ. Σχινάς μετήχθη στο Αστυνομικό Τμήμα Φαλήρου Θεσσαλονίκης, όπου αμέσως άρχισαν οι ανακρίσεις από τον πρωτοδίκη Β. Κανταρέ και τον γραμματέα Γιαννιώτη.
Η πόλη τέθηκε σε κατάσταση επιφυλακής, τα εμπορικά καταστήματα έκλεισαν, ενώ μόλις νύχτωσε τα φώτα των δρόμων και των κατοικιών παρέμειναν σβηστά και άρχισαν οι πένθιμες κωδωνοκρουσίες από τις εκκλησίες. Στις 8 Μαρτίου, σε έκτακτη συνεδρίαση της Βουλής, ο Κωνσταντίνος ορκίστηκε ως νέος βασιλιάς, ενώ στις 12 Μαρτίου αναχώρησε με τη βασιλική θαλαμηγό «Αμφιτρίτη» για την Θεσσαλονίκη, με τη συνοδεία πλοίων του ελληνικού πολεμικού ναυτικού αλλά και των Μεγάλων Δυνάμεων!
Αφού εκτέθηκε για πολλές ημέρες σε λαϊκό προσκύνημα, η ταριχευμένη σωρός του Γεωργίου μεταφέρθηκε στον Πειραιά με την «Αμφιτρίτη», στην οποία επέβαιναν τα μέλη της οικογένειάς του και άλλοι αξιωματούχοι. Ακολούθως, και μέσα σε κλίμα μελαγχολικής μεγαλοπρέπειας, έφτασε στην Αθήνα, όπου στις 20 Μαρτίου τελέστηκε η κηδεία και κατόπιν ετάφη στο λόφο «Παλιόκαστρο» στα ανάκτορα του Τατοΐου.
Στις 22 Απριλίου, ο Αλ. Σχινάς, μεταφερόμενος στον πάνω όροφο του κτηρίου όπου εκρατείτο, «διέφυγε της προσοχής των χωροφυλάκων και ηυτοκτόνησε πεσών εκ του παραθύρου» (από τη σχετική ανακοίνωση της αστυνομίας).

Φωτογραφία του Αλ. Σχινά, την επομένη της σύλληψής του.


Η εντύπωση για Βούλγαρο δράστη
Η είδηση της δολοφονίας είχε σημαντική απήχηση την Ευρώπη και ιδιαίτερα στους βασιλικούς οίκους, ενώ προκάλεσε και ζωηρή ανησυχία στους Έλληνες πολίτες, αλλά και την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της χώρας. Αρχικώς, σχηματίστηκε η εντύπωση πως ο δράστης ήταν Βούλγαρος, πιθανώς στρατιώτης του βουλγαρικού συντάγματος, το οποίο από τον προηγούμενο Οκτώβριο στρατοπέδευε στην πόλη. ¶λλωστε, το μακεδονικό ζήτημα ήταν, επί πολλές δεκαετίες, το κεντρικό εθνικό και πολιτικό αίτημα της Βουλγαρίας και επομένως η προσάρτηση της Θεσσαλονίκης, η οποία αποτελούσε κομβικό σημείο για ολόκληρη την περιοχή των Βαλκανίων, ήταν πάγια επιδίωξη της βουλγαρικής πολιτικής.

Η είδηση της δολοφονίας, στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας «Νέα Αλήθεια» (7 Μαρτίου 1913).

Ο τότε στρατιωτικός διοικητής της πόλης πρίγκιπας Νικόλαος θα γράψει σχετικά στο ημερολόγιό του: «[…] Ο φόβος μήπως αυτό το φρικτόν έγκλημα χρησιμεύση ως σύνθημα για μια εθνική εξέγερσι εναντίον των Βουλγάρων, των οποίων η αυθάδεια, η κακοπιστία και ο ακράτητος εγωισμός είχον φθάσει τότε εις το κατακόρυφον με έκαμε και μπόρεσα να συγκρατήσω κάπως τον εαυτόν μου! Εκείνο που συνετέλεσεν επίσης εις τούτο ήτο, ότι όλοι σχεδόν όσοι ευρίσκοντο εκεί, και πρώτος ο Ρακτιβάν, ο οποίος ήτο αντιπρόσωπος της κυβερνήσεως (σ.σ.: ο Κ. Ρακτιβάν ήταν τότε υπουργός Δικαιοσύνης και γενικός διοικητής Μακεδονίας) τα είχαν χάσει κυριολεκτικώς! Όλοι ανεξαιρέτως, και εγώ πρώτος, είχαμε όχι μόνον την υποψίαν, αλλά σχεδόν την πεποίθησιν ότι το έγκλημα είχε εκτελεσθή από Βούλγαρον. Όταν επήγα εις το νοσοκομείον, όπου είχον μεταφέρει τον καϋμένον τον Βασιλέα, ήλθε ο Α. Μομφεράτος, ο τότε διευθυντής της αστυνομίας, να μου αναφέρη ότι εις την πόλιν επεκράτει τρομερός ερεθισμός και ότι οι πολίται και οι στρατιώται συνήρχοντο παντού με την πρόθεσιν να προβούν εις αντίποινα. Αυτή η είδησις με έκαμε να συνέλθω κομμάτι. Συλλογίσθηκα πως εάν δεν ελαμβάνετο αμέσως ένα μέτρον, μπορούσαν αν επέλθουν ανυπολόγιστοι καταστροφαί. Διέταξα, λοιπόν, αμέσως τον διευθυντήν της αστυνομίας και τον φρούραρχον συνταγματάρχην Δράκον να σπεύσουν εις την πόλιν και να διαδώσουν παντού ότι ο δολοφόνος ήτο Έλλην […] Την μεγαλυτέραν συγκίνησιν και ανησυχίαν από εμέ είχεν ο Ρακτιβάν. Όταν ήλθε κοντά μου και είδε τα χάλια μου, μου είπε: ΅Προσπαθήστε να κρατήσετε την ψυχραιμίαν σας, διότι εσείς έχετε αυτήν την στιγμήν την μεγαλυτέραν εξουσίαν και από σας εξαρτάται το παν!Ά».

Ο πρίγκιπας Νικόλαος (1872-1936) στρατιωτικός διοικητής της Θεσσαλονίκης την εποχή της δολοφονίας.

Πράγματι, τις αμέσως επόμενες ώρες, η αστυνομία ανακοίνωσε το όνομα του δράστη και άρχισε να διαδίδει τη θεωρία του μοναδικού δολοφόνου. Ακόμα, άφησε να διαρρεύσει η πληροφορία πως ο δράστης ήταν αναρχικός και σχεδόν παράφρων, ο οποίος δολοφόνησε τον Γεώργιο ΑΆ από εκδίκηση, επειδή στο παρελθόν ο βασιλιάς είχε αρνηθεί να του χορηγήσει οικονομική βοήθεια, κάτι που είχε υποστηρίξει, αρχικώς, και ο ίδιος ο Αλ. Σχινάς. Ενδεικτική του κλίματος αυτού, είναι μια ανταπόκριση από την Θεσσαλονίκη (δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Εμπρός» στις 7 Μαρτίου), όπου, εκτός των άλλων, σκιαγραφείται και το «πορτραίτο» του δράστη:
«[…] Εκ της ανακρίσεως δεν προέκυψαν στοιχεία επιβαρύνοντα άλλα πρόσωπα. Ο δολοφόνος είνε έκφυλος, αλήτης, ουχί βεβαίως παράφρων, πάντως όμως ανισόρροπος ζων δι επαιτείας. Προ επταετίας εις ουδεμίαν σχέσιν ευρίσκετο μετά της ενταύθα αδελφής του. Αφίκετο ενταύθα προ 20 ημερών εξΆ Αθηνών, μετά ολιγοήμερον διαμονήν εν Βόλω οπόθεν διήλθε. Εις τινας πλησιάζοντας αυτόν τελευταίως ανέπτυσσε περιέργους ιδέας περί σοσιαλισμού, ότι όλοι οι άνθρωποι, εκτός ολίγων, θα είνε ίσοι, ότι δεν θα υπάρχουσι πλέον πλούσιοι και πτωχοί και ότι οι εργάτες θα εργάζωνται μόνο δύο ώρας την ημέραν. […] Έζη εις εν άθλιον χάνι, δίδων δύο γρόσια την ημέραν δια τον ύπνον του. Δεν έτρωγε παρά μόνο γάλα. Είχεν εγγραφή προ ετών εις την Ιταλικήν Σχολήν του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά δεν εφοίτησε σοβαρώς. Ήτο αποδιοπομπαίος τράγος εις την οικογένειάν του […]. Εις υποβληθείσας εις αυτόν ερωτήσεις απαντά μετά ειρωνίας. ΅Τι είχες με τον ΒασιλέαΆ ερωτά ο ανακριτής. ΅Προ δύο ετώνΆ απήντησε ΅υπέβαλα μίαν αναφοράν εις το Παλάτι ζητών βοήθεια και ο υπασπιστής με εξεδίωξε με τρόπον βάναυσονΆ».

Η είδηση της δολοφονίας, στο πρωτοσέλιδο της εφημερίδας «Εμπρός» (6 Μαρτίου 1913).

Ο Αλ. Σχινάς ήταν δάσκαλος στο επάγγελμα και παλιότερα είχε υπηρετήσει στην Αγουλινίτσα και την Κατερίνη. Κατόπιν, τον κάλεσαν στην Κλεισούρα μαζί με την αδελφή του, η οποία ήταν επίσης δασκάλα. Εκείνη, όμως, αρνήθηκε να υπηρετήσει μαζί του, με αποτέλεσμα να ακυρωθεί ο διορισμός. Ο Αλ. Σχινάς επέστρεψε στην Αθήνα οικονομικά εξαθλιωμένος και το επόμενο διάστημα αναζητούσε εργασία, χωρίς αποτέλεσμα. Οι κακές συνθήκες διαβίωσης και ο υποσιτισμός τον είχαν κάνει φυματικό. Σε κατάσταση απόγνωσης, απευθύνθηκε για βοήθεια στο Παλάτι, αλλά ο υπασπιστής Φραγκούδης του απάντησε αρνητικά. Σχετικά με τις φήμες που τον συνέδεαν με σοσιαλιστικούς ή αναρχικούς κύκλους του Βόλου, τα στοιχεία είναι αντικρουόμενα: κάποιες πληροφορίες τον ήθελαν εκδότη περιοδικού με σοσιαλιστικές τάσεις, ενώ αντιθέτως ο Γ. Κορδάτος υποστηρίζει πως «ο Σχινάς ήταν άγνωστος στο Βόλο» («Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας», 5ος τόμος, σελ. 311).



Οι θεωρίες για τη δολοφονία
Την εποχή της δολοφονίας, οι γεωστρατηγικές συνθήκες στην ευρύτερη περιοχή ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητες. Ο ΑΆ Βαλκανικός Πόλεμος βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη, ενώ στον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο πλήθαιναν τα φαινόμενα που, κατά κάποιο τρόπο, προανήγγελλαν το ξέσπασμα του ΑΆ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι Κεντρικές Δυνάμεις (Γερμανία, Αυστροουγγαρία) προετοίμαζαν τη δημιουργία ενός συμμαχικού συνασπισμού, που θα εκτεινόταν από την Βαλτική Θάλασσα έως τον Περσικό Κόλπο και βρίσκονταν ήδη σε φάση πολεμικής προπαρασκευής. Ταυτόχρονα, οι Αυστριακοί, σχεδόν απροκάλυπτα, διεκδικούσαν από καιρό την Θεσσαλονίκη, την οποία ήθελαν να μετατρέψουν σε ασφαλή ναύσταθμο. Στο πλαίσιο αυτό, η ύπαρξη ενός βεβαιωμένα αγγλόφιλου βασιλιά στον ελληνικό θρόνο αποτελούσε εμπόδιο για τα σχέδια των δύο αυτοκρατοριών, αντιθέτως θα τους διευκόλυνε αφάνταστα η αντικατάστασή του από τον διάδοχο Κωνσταντίνο, που ήταν δεδηλωμένος φίλος της Γερμανίας. Τα στοιχεία αυτά, σε συνδυασμό με τις προαναφερθείσες βουλγαρικές στοχεύσεις, ήταν φυσικό να προκαλέσουν ποικίλες θεωρίες ως προς τα ακριβή κίνητρα του δράστη και τους ενδεχόμενους ηθικούς αυτουργούς.

Πρώτη θεωρία: Κίνητρο, η εκδίκηση
Αν και η επίσημη εκδοχή περί μεμονωμένου δολοφόνου με κίνητρο την εκδίκηση παραμένει έως σήμερα η πιο ισχνή, μια πληροφορία που παραθέτει ο Γ. Κρίστμας (W. Christmas), προσωπικός φίλος και βιογράφος του Γεωργίου, δείχνει να την ενισχύει. Σύμφωνα με τον Γ. Κρίστμας, το πρωί της δολοφονίας σε συνάντησή του με τον Γεώργιο, στην ήταν παρών και ο πρίγκιπας Νικόλαος, ο βασιλιάς τού είπε ότι «η πεντηκονταετηρίς του, τον προσεχή Οκτώβριον, θα εσήμαινε το τέλος της βασιλείας του. Ο πρίγκιψ Νικόλαος εκίνησε την κεφαλήν του, ωσάν η απόφασις αυτή να του ήτο γνωστή, και το εδέχετο ως γνωστόν. Φαντάζομαι ότι έδειξα κάποιαν έκπληξιν, διότι ο Βασιλεύς συνέχισε: […] ΅Ναι, θα παραιτηθώ. Είναι καιρός να αναλάβη ο γιος μου. Έφθασε εις την κανονικήν ηλικίαν, έχει σθεναρότητα, την οποίαν εγώ πλέον δεν έχω. Είναι δημοφιλής, και έχει κερδίσει θέσιν περιωπής και εσωτερικώς και εξωτερικώς. Η ώρα του ήλθεΆ. Ουδείς άλλος, εκτός από τα μέλη της οικογενείας του, εγνώριζε τι δια την απόφασιν του Βασιλέως. Κατά την συνομιλίαν αντελήφθην πλέον καθαρά, ότι η παραίτησις θα εγίνετο την 26 Οκτωβρίου 1913, μετά τας εορτάς της πεντηκονταετηρίδας του» (Γ. Κρίστμας: «Ο Βασιλεύς Γεώργιος της Ελλάδος»).

Ο βασιλιάς Γεώργιος ΑΆ προς το τέλος της βασιλείας (1863-1913) και της ζωής του (1845-1913), σε ελαιογραφία του Γ. Ιακωβίδη.

Αν είναι έγκυρη η πληροφορία του Γ. Κρίστμας εγείρεται το ερώτημα γιατί να απεργάζονται κάποιοι τη δολοφονία του Γεωργίου, αφού ήταν διατεθειμένος να εγκαταλείψει οικειοθελώς τον θρόνο σε επτά μήνες; Εκτός, εάν η μυστικότητα της απόφασής του, είχε στερήσει τη σχετική πληροφόρηση από τους επίδοξους δολοφόνους του…
Δεύτερη θεωρία: Βούλγαρος, ο ηθικός αυτουργός
Η θεωρία αυτή, ίσως «γεννήθηκε» από τα σφύζοντα αντιβουλγαρικά αισθήματα του ελληνικού λαού εκείνη την περίοδο, ωστόσο δεν στερείται κάποιας ιστορικής βάσης αν και είναι εξαιρετικά δύσκολο να τεκμηριωθεί. Σύμφωνα με αυτήν, ο Αλ. Σχινάς έδρασε ως μίσθαρνο όργανο των Βούλγαρων, κάτι που ενισχύεται και από το σχεδόν βέβαιο γεγονός πως, το προηγούμενο διάστημα, είχε τακτικές επαφές με τον Βούλγαρο συνταγματάρχη και κομιτατζή Τσιλιγκέρωφ. Σημειώνεται, πάντως, πως την εν λόγω πληροφορία αναπαρήγαγε αργότερα ο Γ. Φιλάρετος στις «Σημειώσεις» του (σελ. 620), αλλά και η εφημερίδα «Πατρίς» σε δημοσίευμά της τον Μάιο του 1929.

Τρίτη θεωρία: Δολοφόνος, ο Αυστριακός Σχινάζι
Πρόκειται για το πιο… ευφάνταστο σενάριο. Είδε το φως της δημοσιότητας για πρώτη φορά το 1924, όταν κάποιος Γλ. Κόκλης (πρόκειται, πιθανότατα, για ψευδώνυμο) κυκλοφόρησε ένα φυλλάδιο υπό τον τίτλο «Βενιζέλος, Στέμμα, Δημοκρατία». Εκεί, μεταξύ άλλων, αναφερόταν ότι ο πραγματικός δολοφόνος του Γεωργίου ήταν ο Αυστριακός αξιωματικός Σχινάζι (Schinazyi), που υπηρετούσε σΆ ένα αυστριακό πολεμικό πλοίο, το οποίο ναυλοχούσε εκείνες τις μέρες στην Θεσσαλονίκη. Μετά την πράξη του, ο Σχινάζι έσπευσε να εξαφανιστεί και στη… θέση του συνελήφθη ο Αλ. Σχινάς, ο οποίος περνούσε τυχαία από το σημείο της δολοφονίας και λόγω της ιδιότυπης προσωπικότητάς του ανέλαβε την ευθύνη της. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, στην «παρεξήγηση» αυτή συνετέλεσε και το γεγονός πως τα δύο ονόματα παρουσίαζαν ηχητική ομοιότητα και ήταν εύκολο να παρασύρουν τους διεξάγοντες την ανάκριση! Μια άλλη εκδοχή αυτού του σεναρίου, ανέφερε πως, ίσως, ο Σχινάζι να συνόδευε τον Αλ. Σχινά, ώστε σε περίπτωση που ο δεύτερος δεν τα κατάφερνε, να αναλάμβανε δράση αυτός.


Η ορκωμοσία του βασιλιά Κωνσταντίνου,στο μέγαρο της Παλιάς Βουλής στην Αθήνα.
Τέταρτη θεωρία: Γερμανοαυστριακή συνομωσία Οι περισσότεροι μελετητές θεωρούν πως είναι η επικρατέστερη εκδοχή. ¶λλωστε, από τις πρώτες ημέρες μετά τη δολοφονία, είχαν αρχίσει να πληθαίνουν τα στοιχεία που οδηγούσαν προς αυτή την κατεύθυνση.
Ο ίδιος ο Αλ. Σχινάς, αμέσως μόλις συνελήφθη φέρεται να δήλωσε στους αστυνομικούς πως «εάν δεν τον εσκότωνα, θα σκοτωνόταν από άλλους».
Εξάλλου, ο πρωτοδίκης Β. Κανταρές, έντεκα μήνες μετά τη δολοφονία, όταν συνάντησε τυχαίως στην Αθήνα τον συνάδελφό του Δ. Βακά ομολόγησε πως παρά το γεγονός ότι ο Κ. Ρακτιβάν και ο νομάρχης Θεσσαλονίκης Αργυρόπουλος είχαν δηλώσει ότι δεν επρόκειτο για συνωμοσία, ο ίδιος πίστευε ότι «ο δολοφόνος ήταν βαλτός από τους Αυστριακούς». Την ίδια, ακριβώς, πληροφορία μετέφερε ο πρωτοδίκης και το 1938 σε μια συνομιλία που είχε με τον ιστορικό Γ. Κορδάτο. Γράφει ο Κορδάτος: «(Ο Β. Κανταρές) Είπε ότι στην αρχή, παρΆ όλο το ξύλο που έφαγε ο Σχινάς (σ.σ.: από τους αστυνομικούς), δεν έβγαλε τσιμουδιά, αλλά μια-δυο μέρες ύστερα, άρχισε να κάνει διάφορους υπαινιγμούς. Ενοχοποιούσε πράχτορες Γερμανούς και μάλιστα τον Γερμανό πρεσβευτή. Αλλά δεν προχωρούσε, αν και έλεγε πως υπάρχουν και άλλα πιο σπουδαία, πιο τρανά και πιο υψηλά πρόσωπα. […] Ο Σχινάς δεν ήταν μανιακός κι ανισόρροπος. Ίσα-ίσα τα είχε τετρακόσια και, όπως διαπιστώθηκε, έκανε ταξίδια στην Γερμανία και την Αυστρία. Η δολοφονία οργανώθηκε στο Βερολίνο ή στη Βιέννη» («Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας», 5ος τόμος, σελ. 314).
Ο στρατηγός Θ. Πάγκαλος, στα «Απομνημονεύματά» του, σημειώνει για το θέμα: «[…] Ο Βασιλεύς Γεώργιος ο ΑΆ έτρεφε πραγματικήν αντιπάθειαν προς τον Γερμανόν Αυτοκράτορα και ήτο ένθερμος θιασώτης της Αγγλικής πολιτικής. […] Διεδόθη τότε ότι επρόκειτο (σ.σ.: ο Αλ. Σχινάς) περί αναρχικού και ανισόρροπου, αλλά φαίνεται ότι τούτο δεν ήτο αληθές…Ο διευθύνων τότε τας ανακρίσεις Β. Κανταρές, προσωπικός φίλος μου, μου εβεβαίωσεν επίσης την ακρίβειαν των ανωτέρω και μου εξέφρασε την πεποίθησί του ότι ο Σχινάς δεν ήτο ανισόρροπος ούτε αναρχικός, αλλΆ ότι υπήρξεν όργανον ανθρώπων οι οποίοι ενήργουν προς εξυπηρέτησιν των συμφερόντων ξένης δυνάμεως, η οποία είχε συμφέρον να θέση εκ ποδών τον αείμνηστον Βασιλέα Γεώργιον, ούτινος ήσαν γνωστά τα θερμά υπέρ της Αγγλίας αισθήματα. […] Ακολουθών το γνωστόν αστυνομικόν δόγμα ΅Ζήτησον τον ωφελούμενον του εγκλήματοςΆ και λαμβάνων υπόψη ότι μετά εν έτος εξΆ αφορμής μιας άλλης υπόπτου βασιλικής δολοφονίας (του Αρχιδουκός της Αυστρίας εν Βοσνία), εξερράγη ο Παγκόσμιος Πόλεμος, έχει το δικαίωμα πας τις να εξαγάγη το συμπέρασμα ότι ο αείμνηστος Βασιλεύς έπεσε θύμα των εν τη Βαλκανική βλέψεων της Γερμανίας» (σελ. 279-280).


Ο Θ. Πάγκαλος (1878-1952) είχε την άποψη πως πίσω από τη δολοφονία κρύβονταν εξωτερικά συμφέροντα.

Αλλά και η αφήγηση του στρατηγού Λ. Παρασκευόπουλου στις «Αναμνήσεις» του, σχετικά με μια συνάντηση που είχε, μετά τη δολοφονία, με τον πρίγκιπα Νικόλαο, είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα: «Η θλίψις μου εκ της αναμνήσεως του θανόντος πατρός του» αναφέρει ο Λ. Παρακευόπουλος «ήτο ακόμα ζωηρά, όπως επίσης ζωηρά ήσαν τα κατά της Γερμανίας αισθήματά του, τα οποία συνεμερίζετο με τον πατέρα του. Εις τας πρώτας μου λέξεις, ας τους απηύθυνα ίνα τον συλλυπηθώ και αποδοκιμάσω τον, ως ενόμιζον αναρχικόν, δολοφόνον Σχινάν, δακρύων διεμαρτυρήθη ζωηρότατα και μου ετόνισεν ότι η δολοφονία του Βασιλέως δεν είναι έργον των αναρχικών, αλλΆ έργον πολιτικών εξωτερικών συμφερόντων» (τόμος ΑΆ, σελ. 161).

Ο Λ. Παρασκευόπουλος (1860-1936), ένθερμος βενιζελικός αξιωματικός.


Την άποψη αυτή ενισχύει και το γεγονός πως ο τότε πρόξενος της Αυστρίας στην Θεσσαλονίκη Κραλ φρόντιζε με παραπλανητικές πληροφορίες στον Τύπο να απομακρύνει κάθε υποψία για συμμετοχή της χώρας του στην υπόθεση, ενώ ως κρίσιμος κρίνεται και ο ρόλος του Γερμανού πρέσβη στην Ελλάδα φον Βάγκεν Χάιμ. Αποκαλυπτικά είναι τα όσα αναφέρει, σχετικά, ο Γ. Φιλάρετος στις «Σημειώσεις»: «Εις ΅Ελευθ. ΒήμαΆ (19 Μαρτ. 1927) εγράφησαν εκ πληροφοριών (ως βεβαιοί ο γράφων Α. Κ.) του πρώην υπουργού των Εξωτερικών Καλλέργη, όστις εγνώριζεν από τον Βασιλέα, (τα) περί των κατΆ αυτού ενεργειών του Γερμανού, Φον Βάγκεν Χάιμ. Και εν Κωνσταντινουπόλει βραδύτερον έμαθεν ότι η εκεί γερμανική πρεσβεία είχεν εργασθεί, εν εποχή, καθΆ ήν ο ίδιος υπηρέτει εν αυτή, περί της δολοφονίας του Γεωργίου. Εκ του δημοσιεύματος τούτου, λαβών αφορμή, έμαθον ότι ο Βάγκεν Χάιμ ήτο εν Αθήναις και βραδύτερον εν Κωνσταντινουπόλει πρέσβυς της Γερμανίας και ότι κατά την εδώ διαμονήν του είχεν την μεγάλην εμπιστοσύνην της Σοφίας, συζύγου του Κωνσταντίνου, ούτινος φίλοι τινές, πιστεύω εν αγνοία του, πολύ επόθουν να αντικατασταθεί όσον οιόν τε ταχύτερον ο Αγγλόφιλος πατήρ παρά του Γερμανόφιλου υιού του» (σελ. 619-620).
Σύμφωνα με συγκλίνουσες πληροφορίες, ο Γερμανός πρέσβης είχε συναντηθεί, παλιότερα, με τον Αλ. Σχινά στην Κωνσταντινούπολη, ενώ το όπλο του φόνου (ένα μαυροβουνιώτικο περίστροφο) είχε δοθεί στον δράστη της δολοφονίας από φύλακα του αυστριακού προξενείου. Επομένως, είναι εξαιρετικά πιθανό Γερμανοί ή Αυστριακοί πράκτορες να είχαν στρατολογήσει τον Αλ. Σχινά, που βρισκόταν σε κατάσταση απόλυτης ένδειας, με την υπόσχεση ενός χρηματικού ποσού και να τον είχαν μετατρέψει σε πειθήνιο όργανό τους. Στο πλαίσιο αυτό, ίσως ταιριάζει η άποψη πως ο Αλ. Σχινάς συνοδευόταν, την ώρα της δολοφονίας, από κάποιον Γερμανό ή Αυστριακό αξιωματικό, ίσως τον Σχινάζι.

Η κηδεία του Γεωργίου ΑΆ, σύμφωνα με πίνακα του A. Thejll (Αθήνα, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο). Το φέρετρό του καλύπτεται από την ελληνική και τη δανέζικη σημαία.
Επισημαίνεται, επίσης, πως ουδέποτε συντάχθηκε επίσημη έκθεση για τη δολοφονία, ενώ ο Κωνσταντίνος υποδείκνυε τον τρόπο της ανάκρισης, μια επέμβαση που, όπως τονίζει στο βιβλίο «Κωνσταντίνος» ο γραμματέας του Γ. Μελάς «εφάνη εις μερικούς κύκλους ως εντελώς ανάρμοστος» (σελ. 42). Ακόμα, ο υπασπιστής του Γεωργίου, Φραγκούδης, ο οποίος ήταν ο μόνος αυτόπτης μάρτυρας της δολοφονίας, δεν κλήθηκε ποτέ να καταθέσει, ενώ αργότερα εστάλη στην ελληνική πρεσβεία της Ουάσινγκτον ως στρατιωτικός ακόλουθος, με την εντολή να μην επιστρέψει ποτέ. Πράγματι, ο Φραγκούδης παρέμεινε στις ΗΠΑ ως το θάνατό του, χωρίς να μιλήσει ποτέ -τουλάχιστον επίσημα- για την υπόθεση.


Αυτοκτόνησε ή δολοφονήθηκε ο Αλ. Σχινάς;
Μετά τις πρώτες εβδομάδες και καθώς η υπόθεση ήταν ιδιαζόντως σοβαρή, τις ανακρίσεις για τη δολοφονία ανέλαβαν ο εισαγγελέας Πρωτοδικών Λάμπρου, ο πρόεδρος Πρωτοδικών Βάσης και ο εισαγγελέας Εφετών Ρωμανός. Την κρισιμότητα της κατάστασης υπογράμμισε και το γεγονός ότι η βασίλισσα Όλγα επισκέφθηκε δύο ή τρεις φορές τον Αλ. Σχινά στο κελί του. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες αυτοπτών μαρτύρων, μετά την τελευταία επίσκεψή της βγήκε από το κελί συντετριμμένη. Πολλοί εκτιμούν ότι ο Αλ. Σχινάς τής είχε αποκαλύψει τους ηθικούς αυτουργούς της δολοφονίας. Η Όλγα δεν μίλησε σε κανέναν για το περιεχόμενο των συνομιλιών της με τον δράστη, παρά μόνο στον πρίγκιπα Ανδρέα, ο οποίος όμως ποτέ δεν τοποθετήθηκε ανοικτά για το θέμα αυτό. Ωστόσο, ορισμένοι αξιωματικοί που υπηρετούσαν στη μεραρχία του, τον είχαν ακούσει αργότερα να οικτίρει τους Αυστριακούς ως δολοφόνους του πατέρα του.
«Η ανάμιξις της αειμνήστου Βασιλίσσης Όλγας […] είναι σαφής απόδειξις ότι ευθύς αμέσως εισέδυσεν εις το πνεύμα της η υπόνοια ότι οι ηθικοί αυτουργοί του εγκλήματος ευρίσκοντο πιθανώτατα ενταύθα και ήσαν πρόσωπα ισχυρά προ των οποίων θα εκάμπτετο και θα έκυπτεν η δικαιοσύνη. Προς διαλεύκανσιν του μυστηρίου η αξιοπρεπής και αγέρωχος Βασίλισσα, δεν εδίστασε να εισδύση μέχρι και αυτού του αθλίου δωματίου της ειρκτής και να αντικρίζη κατά μόνας τον απαίσιον δολοφόνον του πεφιλημένου συζύγου της» θα παρατηρήσει, αργότερα, ο Λ. Παρασκευόπουλος.


Ο Αλ. Σχινάς, κατά την περίοδο της κράτησής του.
Εξάλλου, και ο Γεννάδιος Χατζηαποστόλου, που υπηρετούσε τότε ως επίσκοπος στη Μητρόπολη Θεσσαλονίκης και κατόπιν παράκλησης της Όλγας είχε επισκεφθεί τον Αλ. Σχινά στο κελί του για να τον εξομολογήσει, θα γράψει το 1962: «Δις επεσκέφθην τον δολοφόνον, εντός μιας και της αυτής εβδομάδος, ευρόν δε τούτον κείμενον εντός ιδιαιτέρου δωματίου επί της τοποθετημένης επί του εδάφους σούστας κλίνης, και έχοντα πλησίον του πτυελοδοχείον δια τα πτύελά του, διότι ούτος ήτο φυματικός διανύων το δεύτερον στάδιον της ασθενείας ταύτης. […] [Ο Σχινάς] είπε ότι διεπνέετο […] υπό τοιούτων αρχών (σ.σ.: αναρχικών), αίτινες αποτελούσι την αιτίαν του εγκλήματος, αφορμή όμως της εκτελέσεως τούτου υπήρξε η επιδειχθείσα αστοργία και σκληρότης του Βασιλέως, έναντι των εκ της πενίας και δυστυχίας δεινοπαθημάτων του. […] Μήπως υπό την πρόφασιν ταύτην, υποκρύπτεται άλλος σκοπός και εγένεσο όργανον ξένης προπαγάνδας, γείτονος Κράτους ή άλλης εποφθαλμιώσης την Θεσσαλονίκην Ευρωπαϊκής Δυνάμεως και προέβης εις το αποτρόπαιον έγκλημα με την βεβαιότητα, ότι εκλείποντος του αγρύπνου φρουρού της Μακεδονικής πρωτευούσης, Βασιλέως Γεωργίου, θα επέλθη ανατροπή της πολιτικής καταστάσεως και θα εξυπηρετηθώσι τα συμφέροντα ξένων ισχυροτέρων ίσως δυνάμεων; Τότε ούτος επικαλούμενος θεούς και δαίμονας απέκρουε πάσαν τοιαύτην πρόθεσίν του και ισχυρίζετο ότι κατά τη γνώμη του είναι περιττοί οι Βασιλείς, τρεφόμενοι εκ του ιδρώτος του πενομένου λαού, εκδηλών τρόπον τινά αναρχικάς και αντικαθεστωτικάς ιδέας. […] Η σχηματισθείσα τότε γνώμη μου, την οποία και διετύπωσα εις την αείμνηστον Βασίλισσαν είναι ότι ο απαίσιος κακούργος ήτο αναρχικός και ως τοιούτος ίσως να εχρησίμευσεν ως όργανον ξένης εποφθαλμιώσης την Θεσσαλονίκην Δυνάμεως. […] Παρά την διακρίνουσαν δε αυτόν ευστροφίαν πνεύματος, περιείρχετο εις πολλάς και διαφόρους αντιφάσεις».
Καθώς, όμως, οι ανακρίσεις προχωρούσαν, ένα «απρόοπτο» γεγονός έκλεισε για πάντα το στόμα Αλ. Σχινά: έπεσε από το παράθυρο του ανακριτικού γραφείου και σκοτώθηκε ακαριαία. Οι συνθήκες του θανάτου του παραμένουν ομιχλώδεις. Οι περισσότεροι μελετητές υποστηρίζουν πως ο Αλ. Σχινάς εκπαραθυρώθηκε από αστυνομικούς, μετά από προσωπική εντολή του Κ. Ρακτιβάν ή του πρίγκιπα Πέτρου, ενώ ορισμένοι άλλοι αναφέρουν ότι, στην πραγματικότητα και παρά την επίσημη ανακοίνωση, ο Αλ. Σχινάς εκτελέστηκε μυστικά σε κάποιο ερημικό σημείο, έξω από την πόλη. Τα ερωτηματικά γύρω από το θάνατό του μεγάλωσαν και από το γεγονός πως το πτώμα του εξαφανίστηκε και μια πληροφορία πως είχε ταφεί στο νεκροταφείο της Αγίας Παρασκευής αποδείχθηκε ανακριβής.
Σύμφωνα με τον Γ. Κορδάτο, ο Β. Κανταρές δήλωνε για το θέμα: «Είμαι βέβαιος ότι ο Σχινάς δεν αυτοκτόνησε. Τον έριξε από το παράθυρο του διοικητηρίου ανώτατος αξιωματικός της χωροφυλακής ύστερα από τις ανακοινώσεις που έκανε στη βασίλισσα Όλγα. […] Όταν έφυγε η βασίλισσα, δεν πέρασε πολλή ώρα και ο πρίγκιπας Νικόλαος μου ζήτησε τη δικογραφία» («Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας», 5ος τόμος, σελ. 314).
Μετά τον θάνατο του Αλ. Σχινά, το τελευταίο στοιχείο που απέμενε και θα μπορούσε να οδηγήσει στους ηθικούς αυτουργούς -οι φάκελοι με το ανακριτικό υλικό- καταστράφηκε ολοσχερώς. Εκείνη την εποχή διαδόθηκε πως οι φάκελοι κάηκαν το 1914 όταν στο ατμόπλοιο «Ελευθερία», με το οποίο μεταφέρονταν στην Αθήνα, εκδηλώθηκε πυρκαγιά. Αν και η πληροφορία δεν επιβεβαιώνεται από κανέναν έγκυρο ερευνητή ή ιστορικό, είναι βέβαιο ότι, σε κάθε περίπτωση, όλα τα σχετικά με τη δολοφονία έγγραφα εξαφανίστηκαν και έτσι χάθηκε κάθε αξιόπιστο στοιχείο που θα μπορούσε να διαλευκάνει την υπόθεση. Όσοι κρύβονταν στο σκοτάδι της υπόθεσης, μπορούσαν πλέον να είναι ήσυχοι…

Οι πολιτικές συνέπειες
Εν κατακλείδι και σύμφωνα με όλα τα διαθέσιμα στοιχεία, η κυβέρνηση του Ελ. Βενιζέλου επιδίωξε από την αρχή να «κλείσει» την υπόθεση της δολοφονίας στη βάση της θεωρίας του «μοναχικού και παράφρονα» δολοφόνου που έδρασε από, αποκλειστικώς, προσωπικά κίνητρα, προκειμένου να μην αποκαλυφθεί ο ρόλος των Γερμανών και των Αυστριακών. Σε αυτή την περίπτωση, ήταν πολύ πιθανό να προκληθεί αναταραχή στον ευαίσθητο χώρο της Μακεδονίας και της βαλκανικής χερσονήσου, με την Θεσσαλονίκη να κινδυνεύει άμεσα. Οι Τούρκοι και οι Βούλγαροι θα έσπευδαν να επωφεληθούν, ενώ οι Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής (πολεμικά πλοία των οποίων είχαν καταπλεύσει, εκείνη την εποχή, στο λιμάνι της πόλης), χωρίς προσχήματα πλέον, δεν θα δίσταζαν να επιβάλλουν τη θέλησή τους με τη «λογική των κανονιοφόρων». Έτσι, ο Ελ. Βενιζέλος προτίμησε να κερδίσει την Θεσσαλονίκη και να χάσει ένα βασιλιά.

Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος και ο πρωθυπουργός Ελ. Βενιζέλος στο στρατηγείο του πρώτου, κατά τη διάρκεια των στρατιωτικών επιχειρήσεων του ΒΆ Βαλκανικού Πολέμου. Αργότερα, οι σχέσεις τους οξύνθηκαν με αποκορύφωμα τον Διχασμό της περιόδου 1916-1917.

Όμως, η στάση αυτή του Έλληνα πρωθυπουργού πρόσφερε μόνο προσωρινά πολιτικά και διπλωματικά οφέλη. Οι περισσότεροι ιστορικοί συγκλίνουν στο συμπέρασμα πως αν ζούσε ο μετριοπαθής Γεώργιος, ο οποίος στο παρελθόν είχε καταφέρει να αντιμετωπίσει επιτυχώς εθνικές κρίσεις, ενδεχομένως να μην είχε οδηγηθεί η χώρα στον Εθνικό Διχασμό και να ήταν διαφορετικές οι μετέπειτα εξελίξεις στο χώρο της Μικράς Ασίας.
Η απόπειρα δολοφονίας του 1898
Η δολοφονική επίθεση της 5ης Μαρτίου 1913 δεν ήταν η μοναδική που εκδηλώθηκε εναντίον του Γεωργίου ΑΆ, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του. Είχε προηγηθεί η αποτυχημένη απόπειρα του 1898, μερικούς μήνες μετά την ήττα των ελληνικών στρατευμάτων στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897.
Συγκεκριμένα, το απόγευμα της 14ης Φεβρουαρίου 1898, ο βασιλιάς και η κόρη του Μαρία επέστρεφαν με τη βασιλική άμαξα στην Αθήνα, μετά από περίπατό τους στην περιοχή του Παλαιού Φαλήρου. Καθώς βρισκόταν στη θέση Ανάλατος, κατά μήκος της λεωφόρου Φαλήρου – Αθηνών (σημερινής λεωφόρου Συγγρού), η άμαξα δέχτηκε πυροβολισμούς από τον δημοτικό υπάλληλο Γ. Καρδίτση και τον Ι. Γεωργίου ή Κυριακό, που παραφυλούσαν στο σημείο. Οι σφαίρες δεν βρήκαν τον στόχο τους και τραυμάτισαν ελαφρά στο πόδι μόνο τον συνοδό της άμαξας.


Γκραβούρα εποχής, με τη σκηνή της απόπειρας (Γεννάδιος Βιβλιοθήκη, Αθήνα)

Χαρακτηριστικό είναι το δίστηλο ρεπορτάζ, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Εμπρός» την επόμενη μέρα: «Χθες περί την 3.30 μετά μεσημβρίαν ώραν η Α.Μ. ο Βασιλεύς μετά της πριγκιπίσσης Μαρίας ανελθών εφΆ αμάξης ανακτορικής, με τον γνωστόν κυνηγόν του κ. Περικλή Νέρην επί της θέσεως του λακκέ, διηυθύνθη εις το Παλαιόν Φάληρον˙ εκεί κατελθών της αμάξης εντεύθεν του ξενοδοχείου Ξηροταγάρου, διηυθύνθη πεζή μετά της πριγκιπίσσης μέχρι Πιρνόπουλου, όπου ο συνήθης περίπατος της Α. Μεγαλειότητος, ένθα συνήντησε την κυρίαν Κοντοσταύλου μετά τινός άλλης κυρίας και παρέμεινε μετ΄ αυτών φαιδρώς συνδιαλεγόμενος μέχρι της 5 και 10Ά, καθΆ ην επανελθών εις το μέρος όπου είχεν εγκαταλείψει την άμαξάν του εισήλθε μετά της πριγκιπίσσης και διηυθύνθη προς Αθήνας, δια της αυτής οδού του Φαλήρου, ενώ η φέρουσα την κυρίαν Κοντοσταύλου άμαξα ηκολούθη εις απόστασιν ολίγων βημάτων. Δεν είχε όμως υπερβή η βασιλική άμαξα, ήρεμα βαδίζουσα, το ήμισυ της οδού, ότε περά την θέσιν Ανάλατος, ευρισκομένη μεταξύ του πρώτου σταθμού (εγκαταλελειμμένου ήδη) και της μικράς παράγκας της κειμένης επί της μεγάλης οδού και της διακλαδώσεως αυτής, ήτις οδηγεί εις το παρακείμενον νηματουργείον του κ. Μ. Καψάνη, δύο άνδρες φέροντες όπλα Γκρα, και κατερχόμενοι προς το δεξιόν της ανερχομένης αμάξης μέρος (το λεγόμενον της Κατσιποδούς), έστησαν αίφνης αποτόμως και λαβόντες στάσιν πυροβολούντος επυροβόλησαν αμφότεροι κατά της βασιλικής αμάξης, ανεπιτυχώς μεν κατΆ ευτυχίαν, κατά του Βασιλέως και της πριγκιπίσσης, επιτυχόντες όμως δια δευτέρας και τρίτης επαναλήψεως των πυροβολισμών των, τον επί του εμπροσθίου μέρους καθήμενον κυνηγόν της Α. Μεγαλειότητος κ. Νέρην».
Οι δράστες συνελήφθησαν την επόμενη μέρα και στις 19 Μαρτίου καταδικάστηκαν σε θάνατο. Η ποινή εκτελέστηκε στις 27 Απριλίου του ίδιου έτους στις φυλακές Παλαμηδίου, στο Ναύπλιο.
Όπως ήταν φυσικό, η απόπειρα συνοδεύτηκε από πλήθος διαδόσεων και φημών. Στην κοινή γνώμη της εποχής δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι ήταν σκηνοθετημένη, ώστε ο βασιλιάς να ελκύσει εκ νέου τη συμπάθεια του λαού, καθώς μετά την στρατιωτική ήττα του προηγούμενου έτους είχε αναπτυχθεί ένα βίαιο αντιδυναστικό ρεύμα ανάμεσα στους πολίτες και τους αξιωματικούς του στρατού, που θεωρούσαν υπεύθυνη για την εξέλιξη αυτή την πολιτική των ανακτόρων. Τις φήμες αυτές, υιοθέτησε και μερίδα του Τύπου της εποχής, ενώ είναι χαρακτηριστικό πως ο Π. Κανελλίδης, ιδιοκτήτης της εφημερίδας «Καιροί» που δημοσίευσε τη συγκεκριμένη θεωρία, διώχθηκε δικαστικά «επί εξυβρίσει του Βασιλέως δια του Τύπου». Μάλιστα, ο ίδιος ο Γεώργιος, προκειμένου να διασκεδάσει αυτές τις αιτιάσεις, αρνήθηκε να απονείμει χάρη στους δύο δράστες, αν και η ποινή τους είχε θεωρηθεί από όλους τους παράγοντες ως ιδιαιτέρως αυστηρή.
Από την πλευρά τους, οι δράστες απέκρουσαν την κατηγορία ότι ήταν μέλη συνωμοτικής ομάδας και υποστήριξαν σθεναρά πως έδρασαν μεμονωμένα από αποκλειστικώς πατριωτικό φανατισμό (θεωρείται η εγκυρότερη ιστορική εκδοχή). «Ο Τύπος και ολόκληρος η κοινή γνώμη εγνώριζεν και έλεγεν ότι ο βασιλεύς και οι υπουργοί του ήσαν οι αίτιοι του επαίσχυντου πολέμου. Απεφάσισα να εκδικήσω την προσβληθείσαν τιμήν της πατρίδος μου και δια τούτο εξετέλεσα την πράξιν», είπε ο Γ. Καρδίτσης κατά την απολογία του στη δίκη.
Αντίθετα, ο ιστορικός Γ. Κορδάτος, όπως και στην περίπτωση της δολοφονίας του Γεωργίου, το 1913, υποστήριξε την άποψη της συνωμοσίας από εξωελληνικά κέντρα. Συγκεκριμένα, αναφέρει πως οι δύο δράστες έδρασαν σύμφωνα με τις οδηγίες αξιωματικών του Γερμανικού Επιτελείου, έχοντας λάβει διαβεβαιώσεις πως δεν θα έχουν συνέπειες για την πράξη τους. Ο Γ. Κορδάτος συμπληρώνει, ακόμα, ότι τις φήμες για σκηνοθετημένη απόπειρα διέδωσαν οι ίδιοι κύκλοι, επιδιώκοντας να παραπλανήσουν την κοινή γνώμη και τις διωκτικές αρχές.
Σε κάθε περίπτωση, η απόπειρα αυτή έδωσε την αφορμή να ξεκινήσουν διώξεις σε βάρος προσώπων που είχαν αντιμοναρχικές απόψεις και να επιβληθεί λογοκρισία στον Τύπο. Πάντως, ο Γεώργιος, πραγματοποιώντας συστηματική εκστρατεία, κατάφερε στο τέλος να ανατρέψει το εις βάρος του κλίμα, να επιρρίψει τις ευθύνες για την ήττα στους πολιτικούς και να αποκαταστήσει το κύρος του στα μάτια των πολιτών.
Αξίζει να σημειωθεί, τέλος, ότι μία εβδομάδα μετά την απόπειρα, τοποθετήθηκε ο θεμέλιος λίθος για την ανέγερση ναού στο σημείο, αφού όπως ανέφεραν ανακτορικοί κύκλοι «ο Θεός σώζει τον Βασιλέα και το Έθνος». Για την χρηματοδότηση του έργου, διενεργήθηκε από τους μητροπολίτες όλης της Ελλάδας έρανος μεταξύ των πιστών, με αποτέλεσμα ως τον Ιούνιο του 1901 να συγκεντρωθεί το ποσό των 74 χιλ. δραχμών και ο ναός να εγκαινιαστεί τον Νοέμβριο του 1902. Πρόκειται για τη γνωστή, σήμερα, εκκλησία του Αγίου Σώστη (Σωτήρος), που βρίσκεται στην περιοχή του Νέου κόσμου, στη λεωφόρο Συγγρού.


Ο ¶γιος Σώστης, σε φωτογραφία των αρχών του 20ου αιώνα.

ΠΗΓΕΣ
-Αρχείο εφημερίδων «Εμπρός», «Νέα Αλήθεια» και «Πατρίς»
-Σ. Καργάκου: «Η δολοφονία του Γεωργίου ΑΆ», εφημερίδα «Απογευματινή» (17 Μαΐου 1992)
-Walter Christmas: «King George of Greece», Λονδίνο 1914
-Γεωργίου Φιλάρετου: «Σημειώσεις από του 75ου υψώματος», Αθήνα 1928
-Λεωνίδα Παρασκευόπουλου «Αναμνήσεις 1896-1920», Αθήνα 1933-34
-Γιάννη Κορδάτου: «Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας», Αθήνα 1957-1959
-Θεόδωρου Πάγκαλου: «Απομνημονεύματα», εκδόσεις «Κέδρος», Αθήνα 1959
-Γενναδίου Δ. Χατζηαποστόλου: «Η αυτοβιογραφία μου, η εγκατάλειψις του Επισκοπικού αξιώματος και η υψηλόφρων και αδιάβλητος στάσις της Εκκλησίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου», Αθήνα 1962
-Σπύρου Μαρκεζίνη: «Πολιτική ιστορία της νεωτέρας Ελλάδος» (3ος τόμος), εκδόσεις «Πάπυρος», Αθήνα 1966
-Συλλογικό: «Ιστορία του ελληνικού έθνους» (τόμος ΙΔΆ), «Εκδοτική Αθηνών Α.Ε.», Αθήνα 1977
-Γεώργιου Μελά: «Ο Κωνσταντίνος: Αναμνήσεις του πρώην γραμματέως του» (επιμ.: Π. Πετρίδης), εκδόσεις «University Studio Press», Αθήνα 2000

* Μια συντετμημένη εκδοχή του άρθρου αυτού, δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ιστορικά Θέματα», τεύχος 61, Απρίλιος 2007



ΠΗΓΗ: eglima.wordpress.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου