Σοφία Σπανού για το Νόστιμον Ήμαρ
Από το nostimonimar
Σαν σήμερα το 1872 γεννιέται στο Μαρούσι από μια φτωχή αγροτική οικογένεια Ο Σπύρος Λούης.
Ο πατέρας του ήταν νερουλάς και ο νεαρός Σπύρος τον βοηθούσε κουβαλώντας το νερό. Κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας διακρίθηκε για την αντοχή του, γεγονός που εξέπληξε τους ανωτέρους του.
Εξαιτίας των αγωνιστικών του προσόντων, ο Λούης συμμετείχε στον αγώνα του Μαραθωνίου των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας, με την προτροπή του διοικητή του ταγματάρχη Παπαδιαμαντόπουλου, που ήταν και αθλητικός κριτής.
Την Παρασκευή 29 Μαρτίου 1896, 17 αθλητές από πέντε χώρες παρατάχθηκαν στην αφετηρία στη γέφυρα του Μαραθώνα, για να διανύσουν τα 40 χιλιόμετρα της διαδρομής μέχρι τον τερματισμό στο Παναθηναϊκό Στάδιο, όπου χιλιάδες κόσμου είχε συγκεντρωθεί για να αποθεώσει τους νικητές, πιστεύοντας ακράδαντα ότι κάποιος Έλληνας θα κόψει πρώτος το νήμα.
Άλλωστε, μόνο οι έλληνες αθλητές είχαν τρέξει μαραθώνιο και ο ούγγρος Κέλνερ μια φορά στη Βουδαπέστη. Οι υπόλοιποι τρεις ξένοι είχαν έλθει στην Αθήνα για την περιπέτεια και τη χαρά της συμμετοχής.
Ο ιταλός Κάρλο Αϊρόλντι αποκλείστηκε από τον αγώνα, επειδή θεωρήθηκε επαγγελματίας. Όλοι στο Παναθηναϊκό Στάδιο στοιχημάτιζαν ότι νικητής θα ήταν ο έμπειρος Χαρίλαος Βασιλάκος ή ο Ιωάννης Λαυρέντης που είχε το ρεκόρ διαδρομής με 3 ώρες 11 λεπτά και 27 δευτερόλεπτα.
Η παρέλαση των νικητών κατά τη διάρκεια της τελετής λήξης, με πρώτο τον Σπύρο Λούη.
Ο Λούης, αν και έτρεξε χωρίς καμία προετοιμασία, κατόρθωσε να επικρατήσει των αντιπάλων του, επευφημούμενος από 80.000 θεατές που είχαν κατακλύσει το Καλλιμάρμαρο. Ο νεαρός Μαρουσιώτης δεν εφάρμοσε κάποια συγκεκριμένη τακτική στον αγώνα. Απλώς έτρεχε. Όμως, φρόντιζε να τρέχει με σταθερό ρυθμό κι αυτό ήταν τελικά που μέτρησε στην κούρσα. Ο χρόνος του, 2 ώρες 58 λεπτά και 50 δευτερόλεπτα, ήταν ο καλύτερος που είχε σημειωθεί στην απόσταση.
Μετά τον θρίαμβό του ο βασιλιάς Γεώργιος ρώτησε τον Λούη τι δώρο θα ήθελε να του προσφέρει, και εκείνος του απάντησε : «Ένα γαϊδουράκι να με βοηθάει να κουβαλάω το νερό». Ο Λούης δεν ξανάτρεξε ποτέ κι έζησε μία ήρεμη ζωή στο Μαρούσι, εργαζόμενος ως αγρότης, κηπουρός, νερουλάς και αργότερα ως τοπικός αστυνομικός. Παντρεύτηκε κι έκανε οικογένεια.
Ο θρύλος του παρέμεινε αναλλοίωτος με το πέρασμα του χρόνου. Συχνά τον καλούσαν σε αθλητικούς αγώνες ως επίσημο προσκεκλημένο και το κοινό τού έδειχνε την αγάπη του με επευφημίες. Αυτός εμφανιζόταν πάντα ντυμένος φουστανελάς και φορώντας περήφανα το χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο στο στήθος.
Ο Σπύρος Λούης συναντά τον Αδόλφο Χίτλερ στην τελετή έναρξης των θερινών Ολυμπιακών αγώνων του Βερολίνου (Αύγουστος 1936).
Την 1η Αυγούστου του 1936, ο Σπύρος Λούης γνώρισε τον Αδόλφο Χίτλερ στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου, όταν ο τελευταίος τον προσκάλεσε στην τελετή έναρξης. Του προσέφερε ένα κλαδί ελιάς, ως σύμβολο ειρήνης. Ίσως το πιο ειρωνικό δώρο, που θα μπορούσε να δώσει κανείς τότε στον Γερμανό ηγέτη. Ο Λούης ήταν ο μόνος που δεν τον χαιρέτησε με τον γνωστό ναζιστικό τρόπο, όπως έκαναν τα υπόλοιπα μέλη της ελληνικής αποστολής.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ήταν αρκετά δύσκολα εξαιτίας της σοβαρής ασθένειας της συζύγου του. Ο Σπύρος Λούης πέθανε, πάμπτωχος στο Μαρούσι, στις 26 Μαρτίου 1940, λίγους δηλαδή μήνες πριν από την Ιταλική εισβολή στην Ελλάδα.
Από το nostimonimar
Σαν σήμερα το 1872 γεννιέται στο Μαρούσι από μια φτωχή αγροτική οικογένεια Ο Σπύρος Λούης.
Ο πατέρας του ήταν νερουλάς και ο νεαρός Σπύρος τον βοηθούσε κουβαλώντας το νερό. Κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας διακρίθηκε για την αντοχή του, γεγονός που εξέπληξε τους ανωτέρους του.
Εξαιτίας των αγωνιστικών του προσόντων, ο Λούης συμμετείχε στον αγώνα του Μαραθωνίου των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας, με την προτροπή του διοικητή του ταγματάρχη Παπαδιαμαντόπουλου, που ήταν και αθλητικός κριτής.
Την Παρασκευή 29 Μαρτίου 1896, 17 αθλητές από πέντε χώρες παρατάχθηκαν στην αφετηρία στη γέφυρα του Μαραθώνα, για να διανύσουν τα 40 χιλιόμετρα της διαδρομής μέχρι τον τερματισμό στο Παναθηναϊκό Στάδιο, όπου χιλιάδες κόσμου είχε συγκεντρωθεί για να αποθεώσει τους νικητές, πιστεύοντας ακράδαντα ότι κάποιος Έλληνας θα κόψει πρώτος το νήμα.
Άλλωστε, μόνο οι έλληνες αθλητές είχαν τρέξει μαραθώνιο και ο ούγγρος Κέλνερ μια φορά στη Βουδαπέστη. Οι υπόλοιποι τρεις ξένοι είχαν έλθει στην Αθήνα για την περιπέτεια και τη χαρά της συμμετοχής.
Ο ιταλός Κάρλο Αϊρόλντι αποκλείστηκε από τον αγώνα, επειδή θεωρήθηκε επαγγελματίας. Όλοι στο Παναθηναϊκό Στάδιο στοιχημάτιζαν ότι νικητής θα ήταν ο έμπειρος Χαρίλαος Βασιλάκος ή ο Ιωάννης Λαυρέντης που είχε το ρεκόρ διαδρομής με 3 ώρες 11 λεπτά και 27 δευτερόλεπτα.
Η παρέλαση των νικητών κατά τη διάρκεια της τελετής λήξης, με πρώτο τον Σπύρο Λούη.
Ο Λούης, αν και έτρεξε χωρίς καμία προετοιμασία, κατόρθωσε να επικρατήσει των αντιπάλων του, επευφημούμενος από 80.000 θεατές που είχαν κατακλύσει το Καλλιμάρμαρο. Ο νεαρός Μαρουσιώτης δεν εφάρμοσε κάποια συγκεκριμένη τακτική στον αγώνα. Απλώς έτρεχε. Όμως, φρόντιζε να τρέχει με σταθερό ρυθμό κι αυτό ήταν τελικά που μέτρησε στην κούρσα. Ο χρόνος του, 2 ώρες 58 λεπτά και 50 δευτερόλεπτα, ήταν ο καλύτερος που είχε σημειωθεί στην απόσταση.
Μετά τον θρίαμβό του ο βασιλιάς Γεώργιος ρώτησε τον Λούη τι δώρο θα ήθελε να του προσφέρει, και εκείνος του απάντησε : «Ένα γαϊδουράκι να με βοηθάει να κουβαλάω το νερό». Ο Λούης δεν ξανάτρεξε ποτέ κι έζησε μία ήρεμη ζωή στο Μαρούσι, εργαζόμενος ως αγρότης, κηπουρός, νερουλάς και αργότερα ως τοπικός αστυνομικός. Παντρεύτηκε κι έκανε οικογένεια.
Ο θρύλος του παρέμεινε αναλλοίωτος με το πέρασμα του χρόνου. Συχνά τον καλούσαν σε αθλητικούς αγώνες ως επίσημο προσκεκλημένο και το κοινό τού έδειχνε την αγάπη του με επευφημίες. Αυτός εμφανιζόταν πάντα ντυμένος φουστανελάς και φορώντας περήφανα το χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο στο στήθος.
Ο Σπύρος Λούης συναντά τον Αδόλφο Χίτλερ στην τελετή έναρξης των θερινών Ολυμπιακών αγώνων του Βερολίνου (Αύγουστος 1936).
Την 1η Αυγούστου του 1936, ο Σπύρος Λούης γνώρισε τον Αδόλφο Χίτλερ στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου, όταν ο τελευταίος τον προσκάλεσε στην τελετή έναρξης. Του προσέφερε ένα κλαδί ελιάς, ως σύμβολο ειρήνης. Ίσως το πιο ειρωνικό δώρο, που θα μπορούσε να δώσει κανείς τότε στον Γερμανό ηγέτη. Ο Λούης ήταν ο μόνος που δεν τον χαιρέτησε με τον γνωστό ναζιστικό τρόπο, όπως έκαναν τα υπόλοιπα μέλη της ελληνικής αποστολής.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ήταν αρκετά δύσκολα εξαιτίας της σοβαρής ασθένειας της συζύγου του. Ο Σπύρος Λούης πέθανε, πάμπτωχος στο Μαρούσι, στις 26 Μαρτίου 1940, λίγους δηλαδή μήνες πριν από την Ιταλική εισβολή στην Ελλάδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου