Σάββατο 17 Φεβρουαρίου 2024

Αντιφατικό κάλεσμα Μητσοτάκη για ευρωπαϊκά κοινά αμυντικά προγράμματα


Από Σάββας Δ. Βλάσσης

Ενδιαφέρουσες τοποθετήσεις έκανε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, μιλώντας στην 60ή Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου με τίτλο “Currency for Change: World Politics on a Budget”. Ο πρωθυπουργός, είχε την ευκαιρία να τονίσει ότι η ταχύτερη ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας εν σχέσει με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, επιτρέπει στην ελληνική κυβέρνηση να αφιερώνει για αμυντικές δαπάνες πολύ υψηλότερο ποσοστό από το 2% του Ακαθαρίστου Εγχωρίου Προίόντος, όπως αποφασίστηκε κατ’ ελάχιστον, στην Σύνοδο Κορυφής της Ουαλίας του ΝΑΤΟ το 2022.

Πράγματι, όπως αποτυπώθηκε εξάλλου και στο Κοινό Ανακοινωθέν μετά τον 5ο Στρατηγικό Διάλογο ΗΠΑ – Ελλάδας (9 Φεβρουαρίου 2024) η Αθήνα έχει καταφέρει την «υπέρβαση της δέσμευσης που είχε αναλάβει στη Σύνοδο Κορυφής της Ουαλίας, δαπανώντας άνω του 3,5% του ΑΕΠ της για την άμυνα, με άνω του 45% αυτού του ποσού να χρησιμοποιείται για την αγορά σημαντικού εξοπλισμού και για τον εκσυγχρονισμό». Υπενθυμίζεται ότι στην απόφαση της Συνόδου Κορυφής ορίζεται ότι από τον στόχο του 2% του ΑΕΠ για αμυντικές δαπάνες, άνω του 20% των δαπανών πρέπει να αφορά προμήθειες μειζόνων οπλικών και σκοπούς Έρευνας & Ανάπτυξης. 

Εν τούτοις, οι αποτυπωμένες αναφορές στο Κοινό Ανακοινωθέν του 5ου Στρατηγικού Διαλόγου σε προγράμματα προμηθειών του μαχητικού F-35, μεταχειρισμένου αμερικανικού υλικού και της συνεργασίας στην προμήθεια φρεγατών κλάσεως CONSTELLATION, επιβεβαιώνουν ότι η Ελλάδα προμηθεύεται (και θα συνεχίσει) κυρίως αμερικανικό υλικό. Οι πρόσφατες προμήθειες μαχητικών και φρεγατών από την Γαλλία, προέκυψαν απρογραμμάτιστα, είτε λόγω εκτάκτων αποφάσεων, είτε κατόπιν πολιτικών διεργασιών. Κοινός παρονομαστής όλων αυτών, είναι η απουσία συμμετοχής της Ελληνικής Αμυντικής Βιομηχανίας (ΕΑΒΙ) με μικρές εξαιρέσεις. Τοιουτοτρόπως, μπορεί η Ελλάδα να είναι από τους πρωταγωνιστές στην αφιέρωση άνω του 20% των αμυντικών δαπανών της για εξοπλισμούς αλλά το σύνολο κατευθύνεται σε ξένα αμυντικά προίόντα. 

Είναι εντελώς οξύμοωρο να επισημαίνει την ανάγκη κοινών ευρωπαίκών προγραμμάτων πρωθυπουργός χώρας που δεν διαθέτει ανεπτυγμένη Αμυντική Βιομηχανία (κι επί 5ετία δεν έκανε τίποτα για τις δύο προβληματικές κρατικές βιομηχανίες), δεν αντιμετωπίζει (διαχρονικώς) την άμυνα ως επένδυση και συντελεστή οικονομικής αναπτύξεως ενώ προτιμά απλές αγορές και μη ευρωπαϊκής προελεύσεως υλικού.

Στην Ελλάδα επικρατεί η πρακτική της απευθείας αναθέσεων, που στην περίπτωση των ΗΠΑ δικαιολογούνται από τις καλύτερες τιμές. Ακόμη και η πρόσφατη ένταξη της χώρας σε ένα ευρωπαΐκό αναπτυξιακό πρόγραμμα μείζονος πλατφόρμας, αυτό της Ευρωπαΐκής Κορβέτας Περιπολίας (EPC), δείχνει να τίθεται υπό αμφισβήτηση μετά την ελληνοαμερικανική αρχική συνεννόηση για μακροπρόθεσμο πρόγραμμα φρεγατών. Στον ορατό δε, εξοπλιστικό ορίζοντα για μείζονες προμήθειες, κυριαρχούν ήδη νέες απευθείας αναθέσεις σε αμερικανικό κολοσσό.

Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η παρατήρηση του Έλληνα πρωθυπουργού για την «απίστευτα κατακερματισμένη» ευρωπαίκή αμυντική βιομηχανία, γίνεται μάλλον προσχηματικώς. Ο πρωθυπουργός προσδιόρισε το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα των αμερικανικών οπλικών συστημάτων με συντελεστές βαρύτητος απλού πελάτη – αγοραστή (χαμηλότερο κόστος) κι όχι φυσικά υπό το πρίσμα του παραγωγού, ο οποίος ενδιαφέρεται για επενδύσεις και στήριξη της αμυντικής βιομηχανίας του. Επομένως, η εκπομπή δημοσίου καλέσματος για λήψη στρατηγικών αποφάσεων προς κατεύθυνση πόρων με σκοπό «να αγοράζουμε ευρωπαϊκά αμυντικά συστήματα» (ως συμπαραγωγός) μπορεί να αμφισβητηθεί ως προς την ειλικρίνειά της.

Επί της ουσίας, για όποιον παρακολουθεί τις εξοπλιστικές επιλογές της Ελλάδας, η τοποθέτηση του πρωθυπουργού δημιούργησε απλώς εντυπώσεις, εκμεταλλευόμενος την καλή πορεία της οικονομίας.

Το απόσπασμα της τοποθέτησης του Έλληνα πρωθυπουργού, είχε ως εξής:

«Τώρα, για να απαντήσω στην ερώτησή σου, βλέποντας πολλές ευρωπαϊκές χώρες και παρατηρώντας τη δημοσιονομική τους κατάσταση τα τελευταία 30 χρόνια, σκέφτομαι πολύ το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν είχε ποτέ πραγματικά “μέρισμα ειρήνης”, με την έννοια ότι ήμασταν συνεχώς αντιμέτωποι με γεωπολιτικές απειλές στη γειτονιά μας.

Ακόμη και κατά τη διάρκεια των πολύ δύσκολων ετών, πάντα ξοδεύαμε πάνω από το 2% του ΑΕΠ μας για την άμυνα. Επομένως, στην περίπτωσή μας, δεν χρειάστηκε πραγματικά να κάνουμε πολλά για να αυξήσουμε την ικανότητά μας να χρηματοδοτούμε τις αμυντικές μας δαπάνες, επειδή αντιμετωπίζαμε πολύ ιδιαίτερες γεωπολιτικές προκλήσεις, ενώ άλλες ευρωπαϊκές χώρες, προφανώς μετά την κατάρρευση του τείχους του Βερολίνου, ίσως δεν αισθάνθηκαν την ανάγκη να ξοδέψουν τόσο πολλά για την άμυνα.

Όμως στο θέμα αυτής της συζήτησης, “μπορείτε να κάνετε εξωτερική πολιτική με βάση τον προϋπολογισμό;”, η απλή απάντηση για μένα είναι “όχι”. Και θα πρέπει όλοι μας να είμαστε σε θέση να ξοδεύουμε περισσότερα για την άμυνα, αλλά και να κατανέμουμε με πιο έξυπνο τρόπο τα κονδύλια για την άμυνα.

Διάβαζα ένα άρθρο της Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και ήταν πολύ σαφής σχετικά με την ανάγκη να κινητοποιηθούν περισσότερα κεφάλαια, τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, κάτι που θα αποτελέσει πρόκληση σε μια εποχή που οι προϋπολογισμοί μας βρίσκονται υπό πίεση, διότι πρέπει επίσης να χρηματοδοτήσουμε την κλιματική και την τεχνολογική μετάβαση. Την ίδια ώρα τα επιτόκια είναι σε υψηλότερα επίπεδα και βγαίνουμε από την περίοδο του Covid. Έπρεπε να δαπανήσουμε πολύ περισσότερα για να ανακάμψουμε από την πανδημία.

Επομένως, η Ελλάδα κατάφερε να πετύχει αυτό που περιγράψατε ως μια κατάσταση όπου μπορούμε να δαπανούμε περισσότερα για την άμυνα, μειώνοντας ταυτόχρονα τον λόγο του χρέους μας προς το ΑΕΠ, απλώς και μόνο επειδή η οικονομία μας αναπτύσσεται πολύ ταχύτερα από τον μέσο όρο της ευρωζώνης.

Στο τέλος της ημέρας, εάν η οικονομία δεν αναπτύσσεται, δεν θα έχεις τα απαραίτητα κεφάλαια για να χρηματοδοτήσεις ούτε την άμυνα ούτε την κλιματική μετάβαση. Άρα, η υποκείμενη ανάπτυξη και η ανταγωνιστικότητα των οικονομιών μας, κατά τη γνώμη μου, είναι καίριας σημασίας. Ισχύει για την Ελλάδα, πιστεύω, ισχύει για τη Γερμανία, ισχύει για όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Υπερβαίνουμε συνεχώς τους δημοσιονομικούς μας στόχους και αυτή η ανάπτυξη μπόρεσε να μας επιτρέψει να κάνουμε περισσότερα, όχι μόνο για την άμυνα αλλά και για την κοινωνική πολιτική.

Τώρα, αν δούμε την ευρωπαϊκή διάσταση, πιστεύω ότι μία από τις προκλήσεις για τον επόμενο ευρωπαϊκό κύκλο είναι πώς θα κάνουμε περισσότερα στον τομέα της άμυνας. Σημαίνει αυτό περισσότερες δημοσιονομικές αρμοδιότητες σε ευρωπαϊκό επίπεδο; Σημαίνει αυτό να δώσουμε στην Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων την εντολή να χρηματοδοτεί περισσότερα έργα που σχετίζονται με την άμυνα, τα οποία μπορεί να είναι μακροπρόθεσμα και να ενέχουν υψηλότερη διακινδύνευση;

Αυτό που σίγουρα σημαίνει, και μιλώ από τη σκοπιά μιας χώρας που προμηθεύεται αμυντικά συστήματα, είναι ένας σαφής εξορθολογισμός της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας, η οποία σήμερα είναι απίστευτα κατακερματισμένη. Για παράδειγμα, όταν ψάχνουμε να αγοράσουμε ένα νέο πλοίο, μια νέα φρεγάτα ή μια νέα κορβέτα, δεχόμαστε πέντε ή έξι διαφορετικές προσφορές από διαφορετικές ευρωπαϊκές χώρες, για διαφορετικά ευρωπαϊκά πλοία. Αυτό δεν έχει πολύ νόημα.

Πρέπει να συμφωνήσουμε ποια είναι τα έργα στα οποία πρέπει να συγκεντρώσουμε πόρους και στα οποία μπορούμε να είμαστε πραγματικά ανταγωνιστικοί, και σε σχέση με τις ΗΠΑ. Αν δείτε τα αεροπλάνα, έχουμε πράγματι ένα αεροπλάνο τώρα που να μπορεί να ανταγωνιστεί ένα μαχητικό πέμπτης γενιάς που κατασκευάζεται στις ΗΠΑ; Η απάντηση είναι: μάλλον όχι. Επομένως, κάποια στιγμή πρέπει να λάβουμε και κάποιες στρατηγικές αποφάσεις για το πού θα κατευθύνουμε τους πόρους μας. Και αυτό πράγματι θα μας δώσει τη δυνατότητα να αγοράζουμε ευρωπαϊκά αμυντικά συστήματα.

Ένα τελευταίο σημείο, πολύ σημαντικό: στους νέους δημοσιονομικούς κανόνες συμφωνήσαμε να αντιμετωπίσουμε τις αμυντικές δαπάνες με ελαφρώς διαφορετικό τρόπο. Με άλλα λόγια, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, οι αμυντικές δαπάνες θα εξαιρούνται από τον υπολογισμό του υπερβολικού ελλείμματος. Αυτό είναι κάτι στο οποίο επιμείναμε. Και αυτό καθιστά επίσης σαφές ότι όταν εξετάζουμε το σύνολο των δημοσίων δαπανών, η άμυνα, λόγω της κρίσιμης σημασίας της, είναι κάτι διαφορετικό, είναι κάτι υπαρξιακό και τόσο σημαντικό που πρέπει επίσης να αντιμετωπίζεται διαφορετικά από λογιστικής άποψης. Νομίζω, λοιπόν, ότι αυτό είναι ένα ακόμη σημαντικό βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση. Ας ελπίσουμε ότι δεν θα βρεθούμε σε θέση να χρησιμοποιήσουμε αυτές τις εξαιρέσεις, αλλά είναι καλό να γνωρίζουμε ότι αυτή η δυνατότητα πράγματι υπάρχει.

Κοιτάξτε, αυτά που πετύχαμε μετά τον Covid ήταν απίστευτα σημαντικά. Θυμάμαι τις συζητήσεις μου με την Angela Merkel εκείνη την εποχή. Ήταν πολύ επιφυλακτική στην αρχή, αλλά νομίζω ότι καταφέραμε να την πείσουμε και το NextGenerationEU είναι, κατά τη γνώμη μου, ένα ευρωπαϊκό project-ορόσημο.

Χρησιμοποιούμε αυτά τα κονδύλια για να προωθήσουμε την πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση, να κάνουμε τις οικονομίες μας πιο ανταγωνιστικές. Και φυσικά κατανοώ τον σκεπτικισμό των λεγόμενων “φειδωλών” χωρών, “πώς χρησιμοποιείτε στην πραγματικότητα τα ευρωπαϊκά κονδύλια;”.

Αλλά τελικά, αν δημιουργήσουμε ένα θετικό προηγούμενο με το NextGenerationEU, πιστεύω ότι θα έχουμε ένα πειστικό επιχείρημα για να μπορέσουμε όχι απαραίτητα να δημιουργήσουμε ένα νέο NextGenerationEU, αλλά να εξετάσουμε με πιο πειστικό τρόπο τι σημαίνει να δημιουργήσουμε πραγματικά περισσότερους ιδίους πόρους σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Όταν εξετάζουμε τον τρόπο με τον οποίο τα Υπουργεία Άμυνας λαμβάνουν αποφάσεις για τις προμήθειες, βλέπουμε ότι δεν υπολογίζεται καθόλου μια αλλαγή πορείας στο μέλλον. Μιλάμε για μακροπρόθεσμα projects, μεγάλες αγορές πλοίων και αεροσκαφών.

Πρέπει όμως να βεβαιωθούμε ότι τα Υπουργεία Άμυνας και Οικονομικών λαμβάνουν ήδη υπόψιν τη μεταβαλλόμενη φύση του πολέμου και ότι ενσωματώνουν νέα τεχνολογία που μπορεί να είναι πολύ φθηνότερη, πολύ πιο καινοτόμα, πολύ πιο εύκολη στην ανάπτυξή της. Και αυτό απαιτεί μια διαφορετική νοοτροπία εάν αναλογιστούμε ότι πρόκειται για παραδοσιακές δημόσιες υπηρεσίες που έχουν εκπαιδευτεί να σκέφτονται μόνο με ένα συγκεκριμένο τρόπο.

Σκεφτόμουν, καθώς άκουγα το σχόλιό σας, τη δική μας περίπτωση. Είχαμε τις δικές μας γεωπολιτικές προκλήσεις, αντιμετωπίζοντας έναν επιθετικό γείτονα στα ανατολικά μας, και πάντα πιστεύαμε, και συνεχίζουμε να πιστεύουμε, ότι πρέπει να δαπανούμε αρκετά για να έχουμε αξιόπιστη αποτρεπτική ικανότητα.

Ωστόσο, βεβαίως προσπαθούμε να προσεγγίσουμε την Τουρκία για να εξομαλύνουμε και να βελτιώσουμε τις σχέσεις μας. Και μακροπρόθεσμα, επειδή πρόκειται για μια μακροχρόνια διαδικασία, ναι, αυτό κάποια στιγμή θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια πιο μόνιμη ύφεση που θα μας οδηγούσε στο να επανεξετάσουμε ελαφρώς, αλλά τονίζω τη λέξη “ελαφρώς”, τον τρόπο με τον οποίο κατανέμουμε κονδύλια στην αμυντική μας βιομηχανία.

Βέβαια, πιστεύω ότι όταν βρίσκεσαι σε μια ιδιαίτερα περίπλοκη γεωπολιτική θέση, ο κίνδυνος του να είσαι αφελής σχετικά με τον μακροπρόθεσμο σχεδιασμό σου μπορεί πράγματι να σε οδηγήσει, σε κάποια χρόνια, σε πολύ δύσκολη θέση.

Πιστεύω ότι όλοι επιδιώκουμε την ειρήνη, αλλά υπάρχει και το γνωστό αξίωμα ότι “αν θέλεις ειρήνη, προετοιμάσου για πόλεμο”.

Θεωρώ ότι ο τρόπος σκέψης αυτή τη στιγμή στην Ευρώπη είναι σε μεγάλο βαθμό προς αυτή την κατεύθυνση, επειδή δεν μπορούμε να υποτιμήσουμε το τραύμα ενός πολέμου στην καρδιά της Ευρώπης, κάτι που ήταν εντελώς αδιανόητο πριν από τρία, τέσσερα χρόνια, σίγουρα για μια γενιά που μεγάλωσε μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου με την αισιοδοξία ότι η σκοτεινή ήπειρος είχε αφήσει πίσω το σκοτεινό παρελθόν της. Είναι ένα είδος σοκ και ένα απότομο ταρακούνημα.

Η Ελλάδα δεν ανήκει στις χώρες του G7 ή του G20, ως εκ τούτου δεν συμμετέχει σε αυτού του είδους της συναντήσεις όπου λαμβάνονται πολύ σημαντικές αποφάσεις.

Θέλω, όμως, να επιστρέψω στο σχόλιο που κάνατε πριν σχετικά με τη θεμελιώδη εμπιστοσύνη και την ικανότητα να ξεχωρίσουμε σε ποιους τομείς μπορούμε να συνεργαζόμαστε και σε ποιους είναι φυσικό να είμαστε στρατηγικοί ανταγωνιστές.

Αυτό που ξέρω είναι ότι όταν αυτά τα θέματα υπερ-πολιτικοποιούνται και καθίστανται τμήμα της εσωτερικής πολιτικής διαμάχης, συνήθως δεν λαμβάνονται οι πιο ορθολογικές αποφάσεις. Και γι’ αυτό είναι καλό να μετέχουμε σε αυτού του είδους τις συναντήσεις γιατί πιστεύω ότι σε αυτές τίθενται τα ζητήματα με πιο ευδιάκριτη προοπτική.

Και είναι επίσης μια μεγάλη ευκαιρία να συζητήσουμε με τους ομολόγους μας από την Κίνα ώστε να διαπιστώσουμε πώς μπορούμε να πετύχουμε αυτήν την ομολογουμένως εξαιρετικά πολύπλοκη ισορροπία».

ΠΗΓΗ https://doureios.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου