του Γιώργου Σκαφιδά
Στο απόγειο της ισχύος του, την περίοδο μεταξύ 2014 και 2015, το καλούμενο Ισλαμικό Κράτος (ISIS) ήλεγχε περίπου το 1/3 της Συρίας και το 40% των εδαφών του Ιράκ. Πόλεις όπως η Ράκα, η Μοσούλη, η Παλμίρα, το Τικρίτ, το Σιντζάρ και η Ντέιρ αλ Ζορ είχαν βρεθεί τότε, για ένα αξιοσημείωτο μάλιστα χρονικό διάστημα, υπό τον έλεγχο των τζιχαντιστών.
Οι νεότεροι μπορεί να μην θυμούνται καν, πια, εκείνη την περίοδο και πολλοί μεγαλύτεροι σε ηλικία ίσως να την ανακαλούν μεν στη μνήμη αλλά ως παλαιότερη από ό,τι πραγματικά ήταν. Έκτοτε έχουν μεσολαβήσει άλλωστε πάρα πολλά (βλ. πρώτη εκλογή Τραμπ, τέλος ευρωκρίσης, πανδημία, συγκρούσεις σε Ουκρανία και Γάζα), με αποτέλεσμα να δημιουργείται μια εντύπωση διευρυμένης χρονικής απόστασης.
Από τον on-camera αποκεφαλισμό του Αμερικανού δημοσιογράφου Τζέιμς Φόλεϊ στη Ράκα, δεν έχουν περάσει ωστόσο ούτε καν δέκα χρόνια. Για την ακρίβεια, φέτος συμπληρώνονται δέκα χρόνια από όλα εκείνα τα μεγάλα και συγκλονιστικά γεγονότα του 2014: τις δολοφονίες δυτικών και Ρώσων από φανατικούς ισλαμιστές, τις μάχες μεταξύ Κούρδων και τζιχαντιστών στο Κομπάνι κ.ά.
Έως και τον Δεκέμβριο του 2017 ωστόσο, το ISIS (ή ISIL ή Daesh) είχε χάσει περίπου το 95% των εδαφών που άλλοτε ήλεγχε, μεταξύ αυτών και τη Ράκα που υποτίθεται ότι ήταν η «πρωτεύουσά» του αλλά και τη Μοσούλη, τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη του Ιράκ.
Μιλώντας ενώπιον Αμερικανών στρατιωτών στην Αλάσκα τον Φεβρουάριο του 2019, ο Ντόναλντ Τραμπ είχε, ως εν ενεργεία πρόεδρος τότε των ΗΠΑ, ανακοινώσει την ολοκληρωτική («100%») ήττα του τζιχαντιστικού «χαλιφάτου».
Εν έτει 2024 πια, πέντε χρόνια έπειτα από εκείνη την ομιλία του Τραμπ, το ISIS παραμένει αποδυναμωμένο στο Ιράκ. Τι γίνεται, όμως, στη Συρία του Μπασάρ αλ Άσαντ, μια χώρα με κομβική αξία για τις εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, αλλά και ευρύτερα;
Ο Κόλιν Κλαρκ (Soufan Group-Soufan Center) γράφει στο περιοδικό Foreign Policy: «Το Ισλαμικό Κράτος δεν έφυγε ποτέ. Μετά την άνοδο και την πτώση του στην καρδιά της Μέσης Ανατολής, το κέντρο βάρους μετατοπίστηκε σε μέρη της υποσαχάριας Αφρικής και της νότιας Ασίας. Το 2023, μεταξύ των 10 χωρών που επλήγησαν περισσότερο από την τρομοκρατία ήταν: η Μπουρκίνα Φάσο, το Μάλι, το Πακιστάν, το Αφγανιστάν, η Σομαλία, η Νιγηρία και ο Νίγηρας. Τώρα όμως που το Ισλαμικό Κράτος θεωρείται πιο πολύ πρόβλημα της Αφρικής και της νότιας Ασίας, η αντιμετώπισή του έχει υποχωρήσει σημαντικά στην ατζέντα της διεθνούς κοινότητας.».
Ενδεικτικά είναι, όμως, όσα γράφουν και οι New York Times στο πλαίσιο άρθρου για την «τρομοκρατία που εξαπλώνεται στη δυτική Αφρική»: «Ομάδες που έχουν δηλώσει πίστη στην Αλ Κάιντα και στο Ισλαμικό Κράτος κερδίζουν έδαφος. Στρατιωτικά πραξικοπήματα ανέτρεψαν (σ.σ. τα τελευταία χρόνια) τις κυβερνήσεις σε Μάλι, Γουινέα, Μπουρκίνα Φάσο και Νίγηρα. Οι νέοι ηγέτες που πήραν την εξουσία εκεί, διέταξαν τα αμερικανικά και τα γαλλικά στρατεύματα να αποχωρήσουν και, σε ορισμένες περιπτώσεις, προσκάλεσαν Ρώσους μισθοφόρους να πάρουν τη θέση τους». Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, οι Γάλλοι αποχώρησαν και οι Αμερικανοί αποχωρούν, με τις Ηνωμένες Πολιτείες να αποσύρουν, επί παραδείγματι, το στρατιωτικό προσωπικό των περίπου 1.000 ατόμων που είχαν στον Νίγηρα και να κλείνουν την εκεί αεροπορική βάση.
Η έξοδος των Γάλλων και των Αμερικανών (και η έλευση των Ρώσων, όπου εκείνοι έχουν πάει) δεν έχει, ωστόσο, συμβάλει στην αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση της τζιχαντιστικής τρομοκρατίας. Αντιθέτως, τα πράγματα δείχνουν, προς το παρόν, να χειροτερεύουν, πολύ δε περισσότερο στην πολύπαθη περιοχή του Σαχέλ για την οποία έχουμε γράψει επανειλημμένως στο Α&Δ (1, 2, 3), ενώ υπάρχει πια εντεινόμενη ανησυχία και για την άνοδο που γνωρίζει το ISIS σε περιοχές της κεντρικής Ασίας όπως είναι για παράδειγμα το Τατζικιστάν από όπου λέγεται ότι προέρχονταν οι δράστες της πολύνεκρης τρομοκρατικής επίθεσης που σημειώθηκε τον περασμένο Μάρτιο Crocus City Hall στη Μόσχα («Ένα νέο πεδίο στρατολόγησης για το ISIS: Γιατί ο τζιχαντισμός κερδίζει έδαφος στο Τατζικιστάν», ήταν ο τίτλος άρθρου στο περιοδικό Foreign Affairs).
Αλλά και πίσω στη Συρία από όπου, υπό μια έννοια, ξεκίνησαν όλα, διερωτάται κανείς εάν το γεγονός ότι η Δαμασκός επέστρεψε πέρυσι τις τάξεις του Αραβικού Συνδέσμου, έπειτα από έναν αποκλεισμό δέκα ετών, σηματοδοτεί μια κάποιου είδους επιστροφή στην «κανονικότητα»;
Ο Τσαρλς Λίστερ, διευθυντής του προγράμματος για τη Συρία στο αμερικανικό Middle East Institute, κρούει τον κώδωνα του κινδύνου, υποστηρίζοντας ότι οι τζιχαντιστικές επιθέσεις αυξήθηκαν σε βαθμό ανησυχητικό τους τελευταίους μήνες εντός των συριακών εδαφών.
Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του Counter Extremism Project-CEP, «το ISIS πραγματοποίησε τουλάχιστον 69 επιβεβαιωμένες επιθέσεις τον Μάρτιο στις επαρχίες Χαλέπι, Χομς, Χάμα, Ράκα και Ντέιρ αλ Ζορ» στις οποίες έχασαν τη ζωή τους «τουλάχιστον 84 στρατιώτες του καθεστώτος Άσαντ και 44 πολίτες». Σύμφωνα με την ίδια έκθεση («ISIS Redux: The Central Syria Insurgency»), «ο Μάρτιος ήταν, από κάθε άποψη, ο πιο βίαιος μήνας για τη δράση του ISIS μετά τα τέλη του 2017, όταν η ομάδα έχασε για πρώτη φορά τον έλεγχο των εδαφών που ήλεγχε στην κεντρική Συρία»…
από την ιστοσελίδα amynanet.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου