Το 34ο Σύνταγμα Ευζώνων διοικήθηκε με ιδιαίτερη προσοχή και ευαισθησία προς τους στρατιώτες του. Ο διοικητής του Συντάγματος, Θρασύβουλος Τσακαλώτος, με συνεχή επικοινωνία και επιθεωρήσεις, κατάφερε να διατηρήσει την ψυχική δύναμη και την απόδοση των ανδρών του. Μετά τη μάχη του Κούτσι, ο διοικητής αντιμετώπισε τα παράπονα των στρατιωτών για τον λοχαγό τους, ο οποίος ήταν νευρικός και βλάσφημος. Αντί να επιβάλει τιμωρίες, ο διοικητής επέλεξε να ζητήσει συγγνώμη από τους στρατιώτες και να τους υπενθυμίσει τις ευθύνες και την αγωνία του λοχαγού τους, καταφέρνοντας έτσι να αποκαταστήσει την ηρεμία και τη μαχητικότητα του λόχου.
Η απόφαση του διοικητή να μην αντικαταστήσει τον λοχαγό, αλλά να χειριστεί την κατάσταση με λεπτότητα και κατανόηση, αποδείχθηκε σωτήρια. Με την προσωπική του παρέμβαση, κατάφερε να κερδίσει την εμπιστοσύνη και την υποστήριξη των στρατιωτών, διατηρώντας παράλληλα την ενότητα και την αποτελεσματικότητα του Συντάγματος. Το επεισόδιο αυτό αποτελεί παράδειγμα της σημασίας της ανθρώπινης προσέγγισης στη διοίκηση και της δύναμης της συγγνώμης και της κατανόησης στις δύσκολες στιγμές.
Ας δούμε πως περιγράφει ο ίδιος το επεισόδιο:
ιγ) Πώς διοικήθηκε το 3)40 Σύνταγμα Ευζώνων
Αξίζει τον κόπον, για κείνους που σκύβουν με προσοχή για να βγάλουν συμπεράσματα από τον τρόπον διοικήσεως, από την επίδρασιν ταύτης στη μονάδα, να οίδω ένα ζωντανό παράδειγμα, παράδειγμα, που αποτελεί ύμνο για τους στρατιώτας μας και παρουσιάζει την ψυχολογία των. Το παραθέτω όπως ακόμη έχω την παράστασί του ζωντανή στη μνήμη μου.
Συνήθιζα πάντοτε, σε οιανδήποτε διοίκησί μου, να επικοινωνώ διαρκώς με τα τμήματά μου για να αντιλαμβάνομαι προσωπικώς την κατάστασι και την ψυχική δύναμι των ανδρών των. Σε πολεμική περίοδο, η συνήθειά μου αυτή, απετέλεσε διαρκή μου μέριμναν, ήτο θρησκεία και δύναμις για μένα. Στην περίπτωσί μας, συνήθιζα και προ της μάχης και μετά την μάχην να βλέπω όλους, για να ζυγίζω προσωπικώς του καθενός την απόδοσι. Στην απομόνωσι που ευρισκόμουνα από κάθε μονάδα και από την Μεραρχία μέρες πολλές, η συνήθειά μου αυτή ήτο ευλογημένη.
Μετά την μάχη του Κούτσι συνεκέντρωνα τους λόχους και τους επιθεωρούσα. Άκουα παραπονα ή αιτήσεις και πρόσεχα πολύ τον τρόπο διοικήσεως· διότι όσοι διώκησαν στον πόλεμο ξέρουν πόσο ευαίσθητοι είναι οι έφεδροι, φορτωμένοι με την σκέψι των οικογενειών των. Επιθεωρώντας έφθασα στον 10ον λόχον του Συντάγματος, που διοικούσε ο ηρωικός υπολοχαγός, που σκοτώθηκε αργότερα επί κεφαλής του λόχου του, Παπαϊωάννου, από την Πελοπόννησο. Ήξευρα από παραπονα, που φθάσαν σε μένα, ότι ο αξιωματικός αυτός ήτο νευρικός και βλάσφημος και είχα επιστήσει την προσοχή του διοικητού του τάγματος. Είχα επιθεωρήσει τον λόχο, είχα δώσει ώρισμένες οδηγίες και κατόπιν αποτεινόμενος εις όλους ερώτησα «αν θέλουν τίποτε άλλο από όσα εγώ τους είπα ότι επιδιώκω την λύσιν τους». Και τότε μια συνολική φωνή σαν κεραυνός ήτο η απάντησις: «Να φύγη ο λοχαγός!!!». Για λίγες στιγμές έμεινα άφωνος. Η καταπληξίς μου ήτο τρομερή και σαν αστραπή πέρασε από το μυαλό μου η σκέψις: «ποιος θα διοικήση πλέον τον λόχον». Ποια είναι η σωστή ενέργεια, στην περίπτωσί μας, στην πολεμική του Συντάγματος προσπάθεια, Συντάγματος που διέθετε και ανθυπολοχαγούς εφέδρους για διοικητάς λόχων; Ποια ήτο η σωστή ενέργεια σε μια τόσο συνολική, τυπικώς αντιπειθαρχική, εκδήλωσι (και ουσιαστικώς, θα προσθέσουν άλλοι). Μου έχρειάζετο χρόνος για να σκεφθώ. Διέταξα αμέσως προσοχή. Την απομάκρυνσι αμέσως από των ζυγών του λόχου όλων των αξιωματικών και την ανάληψι διοικήσεως από τον επιλοχία. Προσέθεσα: «ένας ένας θα έλθη κοντά μου ιδιαιτέρως, γιατί θέλω κάτι να σας ερωτήσω». Πέρασαν όλοι, υπαξιωματικοί και εύζωνοι. Το παραπονό τους όλων ήτο: ο λοχαγός διαρκώς τους ύβριζε Τουρκόσπορους (κατήγοντο από τον νομόν Άρτης και Ιωαννίνων οι περισσότεροι και ήσαν όλοι σχεδόν οικογενειάρχαι) και κερατάδες. Αυτή ήτο η καλημέρα του, η καλησπέρα του, ο χαιρετισμός του. Ηρώτησα μήπως θεωρούσε κανείς τον λοχαγόν του, ότι απέφευγε τον κίνδυνον. Και η ευχάριστος ανακουφιστική απάντησις ήτο: «ο λοχαγός είναι γενναίος». Το παράδειγμα του λοχαγού, δυστυχώς, ηκολούθησε και ένας διμοιρίτης, γενναίος και αυτός, της τάξεως του 40, φοιτών στη Σχολή Ευελπίδων, όταν ήμουν διοικητής του Συντάγματος των Ευελπίδων. Και γι’ αυτόν τα ίδια, αλλά ολιγώτερον έντονα τα παραπονα, αλλά με κοινήν διαπίστωσιν της γενναιότητάς του. Στην διαπίστωσι αυτή εύρηκα την λύσι· πήρα την απόφασί μου: «Δεν θα αντικαθιστούσα τον λοχαγόν, δεν θα διέλυα τον λόχον ή δεν θα απεμάκρυνα πολλούς». Η απόφασίς μου αυτή ζητούσε ένα κατάλληλο χειρισμό, κατάλληλο και λεπτό, που θα έδιδε στο λόχο την ηρεμία του, χωρίς να χάση την μαχητικότητά του.
Όταν κάποτε διηγούμην αργότερα το επεισόδιον αυτό σε νεαρούς αξιωματικούς και τους ρωτούσα την λύση που θα έδιναν, όλοι μου ανέφεραν: «Τιμωρία ενός αριθμου οπλιτών, απομάκρυνσής των, τιμωρία του λοχαγού και παραμονή του στο λόχο». Τιμωρίαι! Τι τιμωρία να επιβάλη κανείς σε περίοδο μαχών; Τα στρατοδικεία είναι μόνον για εγκληματίες και όχι για γενναίους. Και η περίπτωσίς μας ήθελε τον λεπτόν χειρισμόν, που σκέφθηκα κατά την ανάκρισιν των στρατιωτών και που απεδείχθη σωτήριος.
Ιδού η απόφασίς μου: Διέταξα τον επιλοχίαν και συνεκέντρωσε τον λόχον. Ετοποθετήθην προ τούτου και ετοποθέτησα τον λοχαγόν δεξιά και εις διάστημα δύο βημάτων απέμου και τους άλλους αξιωματικούς αριστερά μου και όπισθεν. Ωμίλησα στον λόχον σαν πατέρας. Τους υπενθύμισα τας ευθύνας, την αγωνίαν, τους κόπους ενός λοχαγού. Τους υπενθύμισα ότι και αυτοί ως οικογενειάρχαι πολλές φορές παραφέρονται στα παιδιά τους χωρίς να υπάρχει πρόθεσις να τα προσβάλουν. Τους υπενθύμισα τον ηρωικό δρόμο του λόχου από της εξορμήσεώς μας και τους προσεκάλεσα να γυρίσουν και να κυττάξουν τα πανύψηλα βουνά και τον άγριο αυχένα Κούτσι, που υπήρξε η δόξα του Συντάγματος, η δόξα των.
Και συνεχίζων ετόνισα: Έχετε απόλυτο δίκαιο εις το παράπονο σας και πρώτος υπεύθυνος δι’ αυτό είμαι εγώ ως διοικητής του Συντάγματος, ο οποίος ετοποθέτησα διοικητήν λόχου άνθρωπον, ο οποίος έχει το ελάττωμα του υβριστού. Σας ζητώ πρώτος συγγνώμην διά τούτο, εφώναξα, πριν προσκαλέσω και τον λοχαγόν να σας ζητήση συγγνώμην. Στη στιγμή ο πάγος έσπασε, τα πρόσωπα, σκοτεινά ως τότε, εφωτίσθησαν, το ενδιαφέρον τους ήτο γεμάτο συγκίνησιν. Αντελήφθην ότι είχα κερδίσει την υπόθεσιν και συγκινημένος μαζί τους συνέχισα: Θα εκπληρώσω το αίτημά σας, θα τον πάρω τον λοχαγό μα πριν πάρω αυτήν την απόφασι σας υπενθυμίζω ότι τον λόχον θα τον διοικήση ο παριστάμενος έφεδρος ανθυπολοχαγός. Θα είναι, συνεπώς, μία τιμωρία για όλους, για σας, για τον λοχαγό, για το Σύνταγμα, γιατί ο λόχος σας θα στερηθή ένα άριστο αξιωματικό και τονίζοντας πιο πολύ την λέξι αξιωματικό γενναίο, όπως είπατε όλοι είναι αλήθεια. Ένα συνολικό «μάλιστα», ήτο η απάντησίς των.
Θα αναλάβω την ευθύνην απέναντί σας ότι ο λοχαγός θα αποβάλη το ελάττωμά του αυτό, αλλά πάλιν θεωρώ δικαιολογημένην την αίτησίν σας, αλλά σαν πατέρας σας λέγω δεν συμφέρει, θα την πληρώσωμεν εις αίμα και ερωτώ: θέλετε να φύγη ο λοχαγός σας; Ένα συνολικό ξέσπασμα, ένα «όχι» συγκινητικό, ήτο η απάντησίς. Η αίτησις εκ μέρους μου συγγνώμης και η γενναιότης του λοχαγού υπερίσχυσαν.
Στάθηκα συγκινημένος, για μία στιγμή ένα «ευχαριστώ» έφυγε άθελα από τα χείλη μου. Μου έμεινε το δυσκολώτερο. Έντονα διέταξα: Ο λοχαγός δίπλα μου, οι αξιωματικοί στάς θέσεις των. Μία απόλυτος σιγή επεκράτησε για 1-2 λεπτά. Κάτι με έσφιγγε στο λαιμό βλέποντας 150 ανθρώπους βουβούς και καταφανώς συγκινημένους να με κυττάζουν κατάματα.
Είχαν περάσει 2 ώρες από την στιγμή που είχα πάει στο λόχο. Επεβλήθηκα στη συγκίνησί μου και γυρίζοντας στο λοχαγό εφώναξα: Υπεσχέθην στο λόχο και είναι η σειρά σου. Θα επαναλάβης λέξιν προς λέξιν ό,τι θα σου υπαγορεύω και υπηγόρευσα (ο λοχαγός ακούοντας κόμπιασε, μα το αλλοιωμένο από την συγκίνησι πρόσωπό μου του επεβλήθη): «Σας ζητώ και εγώ συγγνώμην, γιατί σας πίκρανα, ποτέ μου δεν σκέφθηκα να σας προσβάλω. Σας υπόσχομαι από δω και πέρα ποτέ να μη φύγη από το στόμα μου υβριστική για κανένα σας λέξι». Σταμάτησα. Μου έμενε πλέον η απόλυτος αποκατάστασις του λοχαγού και φώναξα: «Παιδιά, σας ευχαριστώ, φεύγω ήσυχος, ο λόχος ξαναβρήκε τον πατέρα λοχαγό του, τον γενναίο διοικητή του, τον διοικητή, που σας ώδήγησε στην δόξα με τις πιο ολιγώτερες θυσίες· ελάτε λοιπόν να φωνάξουμε όλοι μαζί: Ζήτω ο γενναίος διοικητής του λόχου». Η απάντησις ήτο ολόφωτη, συνεχής και πλήρης. Ένα «ζήτω ο λοχαγός» ξέσπασε από όλων τα στόματα. Η αποκατάστασις εγένετο και διέταξα: Ο λοχαγός στη θέσι του και τώρα όλοι μαζί: «Ζήτω ο 10ος λόχος, το 34ο Ευζώνων. Ζήτω η Ελλάς». Αι ζητωκραυγαί υπήρξαν ουρανομήκεις. Καβάλλησα και επί 5 λεπτά, έως ότου γυρίσω την πλαγιά, άκουα τις φωνές: «Ζήτω ο συνταγματάρχης, ζήτω ο Τσακαλώτος, ζήτω ο πατέρας μας».
Έτσι διοικήθηκε το ωραίο και ηρωικό Σύνταγμα των Ευζώνων, που προχώρησε μεμονωμένο πιο βαθειά από όλα τα Συντάγματα.
Με βαθειά ευγνώμονα τη σκέψι και τώρα και πάντα στους συμπολεμιστάς μου ευζώνους, με ζωντανή την ανάμνησι αυτού του επεισοδίου, που ο ιπποκόμος μου διηγείτο ως λειτουργία τρίωρο προσθέτω άλλη μια φορά: «Καλή σας ώρα αθάνατοι εύζωνοι, αθάνατοι φαντάροι».
ΠΗΓΗ: ΣΤΡΑΤΗΓΟΥ ΘΡΑΣΥΒΟΥΛΟΥ I. ΤΣΑΚΑΛΩΤΟΥ, 40 ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ: ΠΩΣ ΕΚΚΕΡΔΙΣΑΜΕ ΤΟΥΣ ΑΓΩΝΑΣ ΜΑΣ 1940-1949, ΤΟΜΟΣ Β. Η ΔΕΥΤΕΡΑ ΜAXΗ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, ΑΘΗΝΑΙ, 1960
ΠΗΓΗ stratistoria

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου